ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 521/98
ΕΝΩΠΙΟΝ: XATZHXAMΠH, Δ.
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Ειρήνης Κοκκινομύτη-Ηροδότου
Αιτήτριας
και
1. Επιτροπής Εργοδότησης Σχολικού Βοηθού
του Κοινοτικού Νηπιαγωγείου Ακακίου
2. Χωριτική Αρχή Ακακίου
3. Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού
Καθ΄ων η αίτηση
--------------
28 Ιανουαρίου 2000
Για την Αιτήτρια: κ. Α.Σ. Αγγελίδης.
Για τους Καθ΄ων η Αίτηση 1: κ Μιχαήλ για Παπαχαραλάμπους και Αγγελίδη
Η προσφυγή εναντίον των Καθ΄ων η αίτηση 2 και 3 έχει αποσυρθεί.
---------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η προσφυγή αυτή εστρέφετο αρχικά εναντίον και της Χωριτικής Αρχής Ακακίου και του Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού, εναντίον των οποίων και απεσύρθη σε μετέπειτα στάδιο αφού διεπιστώθη ότι δεν είχαν οποιαδήποτε ανάμιξη ή αρμοδιότητα στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Όντως, όπως αναφέρεται και στην ίδια την προσφυγή, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι απόφαση της Επιτροπής Εργοδότησης Σχολικού Βοηθού, ο ίδιος δε ο κανονισμός δυνάμει του οποίου ελήφθη η απόφαση, ο κανονισμός 21 των περί Σχολικών Βοηθών των Δημόσιων και Κοινοτικών Νηπιαγωγείων Κανονισμών, ΚΔΠ 256/94, προνοεί ότι η επιλογή και πρόσληψη του σχολικού βοηθού γίνεται από την Επιτροπή Εργοδότησης Σχολικού Βοηθού, και μάλιστα ότι οικειοποίηση των αρμοδιοτήτων της αποτελεί παράνομη ενέργεια. Θα εξετάσω λοιπόν την προσφυγή μόνον καθ΄όσον στρέφεται εναντίον της Επιτροπής Εργοδότησης Σχολικού Βοηθού, εν τοις εφεξής καλουμένης "η Επιτροπή".
Στην ένσταση εγείρονται τρεις προδικαστικές ενστάσεις, οι ακόλουθες:
1. Έλλειψη έννομου συμφέροντος της Αιτήτριας.
2. Μη εκτελεστότητα της απόφασης ως διοικητικής πράξης.
3. Το εκπρόθεσμο της προσφυγής.
Όπως αναπτύσσονται στη γραπτή αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για την Επιτροπή, οι προδικαστικές ενστάσεις έχουν ως εξής:
1. Η Αιτήτρια στερείται εννόμου συμφέροντος καθ΄ότι δεν υπέβαλε η ίδια αίτηση για την επίδικη θέση.
2. Η δεύτερη προδικαστική ένσταση δεν αναπτύσσεται στην αγόρευση και θεωρείται εγκαταλειφθείσα.
3. Η προσφυγή κατεχωρήθη στις 25.6.1998, δηλαδή πλέον των εννέα μηνών μετά τη λήψη της απόφασης στις 19.9.1997, και ως εκ τούτου είναι εκπρόθεσμη.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Αιτήτρια σχολιάζει τις προδικαστικές ενστάσεις τόσο στην αρχική γραπτή αγόρευση του όσο και στην απαντητική. Στην αρχική αγόρευση του προβάλλει τη θέση, που είναι και η βασική του εισήγηση επί της ουσίαςτης προσφυγής, ότι η Αιτήτρια έχει έννομο συμφέρον διότι, αφ΄ης στιγμής δεν προκηρύχθηκε η θέση και έτσι δεν της δόθηκε η ευκαιρία να διαγωνισθεί, επηρεάσθησαν οι προοπτικές εργοδότησης της, και ότι η προσφυγή δεν είναι εκπρόθεσμη διότι, αφ΄ης στιγμής ο διορισμός δεν δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ο χρόνος των 75 ημερών δεν ελογίζετο παρά μόνο αφ΄ότου η Αιτήτρια έλαβε γνώση της απόφασης, χωρίς όμως να προσδιορίζεται πότε, κατ΄ισχυρισμό, η Αιτήτρια έλαβε τέτοια γνώση. Ας σημειωθεί βέβαια ότι η προκήρυξη έγινε σύμφωνα με τις πρόνοιες του κανονισμού 26 εν πάση περιπτώσει. Στην απαντητική του αγόρευση όμως, εμμένοντας μεν στη θέση ότι η Αιτήτρια έχει έννομο συμφέρον αφού επηρεάσθησαν οι προοπτικές εργοδότησης της, προβάλλει τη θέση ότι η Αιτήτρια δεν υπέβαλε αίτηση
διότι η προκήρυξη της θέσης αναφέρετο σε έκτακτη ή προσωρινή εργοδότηση και η ίδια δεν ενδιαφέρθηκε αφού είχε άλλη μόνιμη εργασία και θα ενδιαφέρετο μόνο αν η θέση επρόκειτο να ήταν μόνιμη. Εκτός από την αντίφαση που υπάρχει μεταξύ των πιο πάνω θέσεων, είναι φανερό από τη θέση που υιοθετείται στην απαντητική αγόρευση ότι η Αιτήτρια δέχεται ότι γνώριζε για την προκήρυξη της θέσης και εν τούτοις επέλεξε να μην υποβάλει αίτηση για τους λόγους που αναφέρονται. Αυτό αφαιρεί το υπόβαθρο της εισήγησης ότι στερήθηκε της δυνατότητας να διαγωνισθεί για τη θέση και στηρίζει την εισήγηση για έλλειψη έννομου συμφέροντος της να προσβάλει την απόφαση αφού, για δικούς της λόγους, επέλεξε να μην είναι υποψήφια.Ούτε υπάρχει οποιαδήποτε βαρύτητα στην εισήγηση του κ. Αγγελίδη, που εμφανίζεται ιδιαίτερα στην απαντητική του αγόρευση, ότι κακώς μονιμοποιήθηκε το Ενδιαφερόμενο Μέρος έξι μήνες μετά το διορισμό της, αφού η θέση έπρεπε τότε να επαναπροκηρυχθεί επί τη προοπτική μονιμοποίησης της σχολικής βοηθού. Η εισήγηση αυτή μεταθέτει την προσφυγή από την απόφαση για διορισμό της 19.9.1997 στην απόφαση για μονιμοποίηση, που ελήφθη στις 31.3.1998, έξι μήνες μετά το διορισμό της σχολικής βοηθού. Η μονιμοποίηση όμως δεν ήταν παρά μόνο συνέπεια του αρχικού διορισμού, περιλαμβανομένη στις αρμοδιότητες της Επιτροπής σύμφωνα με τον κανονισμό 23(ε), αφού, όπως προνοείται στον κανονισμό 29, στο τέλος των έξι μηνών της δοκιμαστικής περιόδου εργασίας της διορισθείσας σχολικής βοηθού που προνοείται στον κανονισμό 28, η Επιτροπή αποφασίζει τη μονιμοποίηση της διορισθείσας σχολικής βοηθού αν αυτή συστήθηκε από τη νηπιαγωγό και δεν υπάρχει ένσταση για την καταλληλότητα της. Είναι λοιπόν πρόδηλο ότι, στο στάδιο της μονιμοποίησης, δεν τίθεται θέμα επαναπροκήρυξης της θέσης αφού το μόνο που αποφασίζεται είναι η μονιμοποίηση ή όχι της ήδη προ εξαμήνου διορισθείσας σχολικής βοηθού. Η απόφαση για μονιμοποίηση αφορά την ήδη διορισθείσα σχολική βοηθό και μόνο, πέραν τούτου δε η Επιτροπή όντως εφάρμοσε τη διαδικασία των Κανονισμών κατά τη λήψη της απόφασης για μονιμοποίηση του Ενδιαφερόμενου Μέρους. Η μόνη απόφαση προς την οποία θα μπορούσε να εξετασθεί η προσφυγή παραμένει λοιπόν η αρχική απόφαση για διορισμό του Ενδιαφερόμενου Μέρους της 19.9.1997, σε σχέση προς την οποία ήδη απεφασίσθη ότι η Αιτήτρια δεν είχε έννομο συμφέρον.
Από τα πιο πάνω, ακολουθεί κατά συνέπεια και το εκπρόθεσμο της προσφυγής. Δοθέντος ότι η Αιτήτρια δεν είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει την απόφαση για διορισμό του Ενδιαφερόμενου Μέρους καθ΄όσον επέλεξε να μην ήταν υποψήφια για διορισμό, δεν υπήρχε υποχρέωση γνωστοποίησης προς αυτήν της απόφασης. Ακόλουθα, και η καταχώριση της προσφυγής δεν μπορούσε να ανάγεται, για σκοπούς καθορισμού του εμπρόθεσμου της, σε ημερομηνία άλλη από την ημερομηνία της απόφασης.
Η προσφυγή λοιπόν κρίνεται και απαράδεκτη επί των προδικαστικών ενστάσεων και αστήρικτη επί των ουσιαστικών λόγων που έχουν συζητηθεί ανωτέρω. Υπάρχει όμως ακόμα μια παρατήρηση, που συμπληρώνει την εικόνα της. Στα νομικά σημεία επί των οποίων βασίζεται η προσφυγή γίνεται μόνο γενική και αόριστη αναφορά σε λόγους ακύρωσης - πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο, μη δέουσα έρευνα, έλλειψη αιτιολογίας, υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας, παράβαση της αρχής της ισότητας, αντίθεση προς το Σύνταγμα, τα κεκτημένα δικαιώματα, την αρχή της διακριτικής εξουσίας, τις αρχές της νομολογίας και το περί δικαίου αίσθημα, και την αρχή της επιλογής του καλύτερου υποψηφίου. Καμμιά εξειδίκευση δεν γίνεται, αλλά ούτε και στα γεγονότα, στα οποία απλώς αναφέρεται ότι η απόφαση είναι αποτέλεσμα πλάνης περί το Νόμο και τους Κανονισμούς, εξ ου και η Αιτήτρια δικαιούται να επιτύχει στη προσφυγή της. Η ασάφεια των νομικών σημείων, όπως και των γεγονότων τα οποία δεν διαφωτίζουν περισσότερο, όχι μόνο περιορίζει ανάλογα τη δυνατότητα του δικαστηρίου να εξετάσει οποιοδήποτε λόγο ακύρωσης, αφού μόνο λόγοι ακύρωσης επαρκώς εγειρόμενοι στην προσφυγή μπορούν να συζητηθούν στην αγόρευση και να εξετασθούν από το δικαστήριο, αλλά και τονίζει την υφή των όλων επιχειρημάτων που εγείρονται στην πρόοδο των δικογράφων της Αιτήτριας.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Η Αιτήτρια θα καταβάλει τα έξοδα της Επιτροπής Εργοδότησης Σχολικού Βοηθού.
Δ. Χατζηχαμπής
Δ.
/ΚΧ"Π