ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 4 ΑΑΔ 1346
10 Δεκεμβρίου, 1999
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
CHARALAMBIDES DAIRIES LTD.,
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Aρ. 434/98)
Φορολογία — Φόρος Προστιθέμενης Αξίας — Φόρος εισροών — Άρθρο 25(4) του Περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου, Ν. 246/90 — Εμπίπτει στην έννοια του φόρου εισροών φόρος που καταβλήθηκε από βιομηχανία γαλακτοκομικών προϊόντων για αγορά ψυγείων που τοποθετούντο στους κατά τόπους εκπροσώπους της — Τα ψυγεία αυτά είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την επιχειρηματική δραστηριότητα της εταιρείας.
Η αιτήτρια η οποία έχει βιομηχανία γαλακτοκομικών προϊόντων, προσέβαλε με την προσφυγή της, την απόφαση του Εφόρου να μην επιτρέψει τον συμψηφισμό του φόρου εισροών που καταβλήθηκε για την αγορά ψυγείων τα οποία τοποθετούνται στους κατά τόπο αντιπροσώπους για την διατήρηση των προς πώληση γαλακτοκομικών προϊόντων της.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, στην υπόθεση και το οποίο προφανώς δεν αξιολόγησε δεόντως o Έφορος, είναι το είδος των προϊόντων που παράγει η αιτήτρια, δηλαδή γαλακτοκομικά, που από τη φύση τους για να διατηρηθούν πρέπει να φυλάσσονται μόνιμα σε ψυγεία, προφανώς έχουν και σύντομη ημερομηνία λήξης. Οι πελάτες της αιτήτριας που δεν διαθέτουν ψυγεία δεν μπορούν να εκθέτουν προς πώληση τα προϊόντα της. Το γεγονός τούτο καθιστά τη χρήση του ψυγείου άρρηκτα συνδεδεμένη με τη φύση των προϊόντων που παρασκευάζει η αιτήτρια. Άκρως διαφωτιστική, ενδιαφέρουσα και ωραία διατυπωμένη, είναι και η σχετική κοινοποίηση, 269/1995, της Γνωμάτευσης του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (της Ελλάδας), με τίτλο «Δικαίωμα έκπτωσης για αγαθά που διατίθενται χωρίς αντάλλαγμα σε πελάτες της επιχείρησης με σκοπό την πώληση των προϊόντων τους», σύμφωνα με απόσπασμα της οποίας: "η εκμετάλλευση δε των αγαθών αυτών συνίσταται στο γεγονός ότι δια της τοποθετήσεως αυτών εκ μέρους της επιχείρησης στα σημεία πώλησης των προϊόντων της, αυτή αποβλέπει προεχόντως και κυρίως στη δημιουργία κατάλληλων συνθηκών συντήρησης των παραγομένων απ' αυτήν προϊόντων μέχρις ότου διατεθούν στον καταναλωτή, αφού λόγω της δεδομένης ευπάθειας των εν λόγω προϊόντων, θα ήταν διαφορετικά, ανέφικτη η με ασφάλεια προώθηση των προϊόντων αυτών στον καταναλωτή.
Πρέπει δηλ. να γίνει σαφές ότι τα αγαθά αυτά τυγχάνουν της εκμεταλλεύσεως της επιχείρησης, αφού αποτελούν ένα κρίκο στην αλυσίδα της καθόλου επιχειρηματικής δραστηριότητας αυτής και ανήκουν στα πάγια περιουσιακά της στοιχεία, το γεγονός δε της κατά χρήση, παραχώρησης αυτών, άνευ ανταλλάγματος στους λιανοπωλητές εμπόρους των προϊόντων της, ουδεμία επίδραση ασκεί στο χαρακτηρισμό αυτών ως αγαθών επένδυσης."
Με τις πιο πάνω σκέψεις, το Δικαστήριο, έχει τη γνώμη, πως ο Έφορος δεν ερεύνησε το ζήτημα στη βάση των ιδιαίτερων περιστατικών της υπόθεσης, που επεσημάνθηκαν πιο πάνω.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Προσφυγή.
Προσφυγή της αιτήτριας εταιρείας κατά της απόρριψης της διεκδίκησής της για φόρο εισροών ύψους £8.679.34 για τις αγορές ψυγείων που έκανε η ίδια και τα οποία παραχώρησε σε πελάτες της για τοποθέτηση των προς πώληση προϊόντων της.
Π. Πολυβίου, για την Αιτήτρια.
Ε. Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια εταιρεία έχει βιομηχανία γαλακτοκομικών προϊόντων, τα οποία και διανέμει. Διεκδίκησε από τον Έφορο Φ.Π.Α. ως φόρο εισροών £8,679.34, για τις αγορές ψυγείων που έκανε η ίδια, και τα οποία παραχώρησε σε πελάτες της για να τοποθετούνται σ' αυτά προς πώληση τα προϊόντα της. Η αιτήτρια υπέγραφε με τους πελάτες της, σε καθορισμένο τύπο συμβολαίου, συμφωνία βάσει της οποίας τα ψυγεία παραμένουν δική της περιουσία, και χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τη φύλαξη των προϊόντων της.
Ο Έφορος απέρριψε την επίδικη διεκδίκηση, με την αιτιολογία πως τα ψυγεία δεν χρησιμοποιούνταν για τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της αιτήτριας, αλλά παραχωρούνταν σε πελάτες της για τους σκοπούς της δικής τους επιχείρησης. Γι' αυτό, κατά την άποψη του Εφόρου, η διεκδίκηση της αιτήτριας δεν εμπίπτει στον όρο «φόρος εισροών», όπως καθορίζεται στο σχετικό νόμο, Ν.246/90, άρθρο 25(4).
Ο δικηγόρος της αιτήτριας, με αφορμή το γεγονός πως στην επιστολή του Εφόρου 30.1.98 μνημονεύεται το άρθρο 6(8) του Νόμου, αντί του ορθά εφαρμοζόμενου 25(4), εισηγείται πως υπεισήλθε πλάνη περί το νόμο, ενόψει μάλιστα του γεγονότος πως στην προσβαλλόμενη βεβαίωση του Εφόρου αναφέρεται ορθά το άρθρο 25(4). Δε νομίζω πως από το στοιχείο τούτο εγείρεται θέμα νομικής πλάνης. Το ερώτημα επικεντρώνεται στο κατά πόσο η απόφαση του Εφόρου ήταν εύλογα επιτρεπτή, στη βάση των γεγονότων που διαπίστωσε, ορθά υπαγόμενα στο νόμο. Και στην περίπτωση που εξετάζουμε ρυθμιστικές είναι οι διατάξεις του άρθρου 25(4). Ερωτάται, λοιπόν, αν η χρήση των ψυγείων, που διέθετε η αιτήτρια στους πελάτες της, προορίζονταν για τους σκοπούς της επιχείρησης της ιδίας, και δεν εξυπηρετούσαν κατά κύριο λόγο τους πελάτες της, έστω και αν αυτή είχε κάποιο όφελος. Το θέμα συζητείται στο γνωστό σύγγραμμα De Voil «Value Added Tax», όπου στην παράγραφο V3.409 διαβάζουμε τα εξής:
«In principle, tax chargeable, paid or payable is input tax only if the goods or services concerned are used or to be used for the «purpose» of any business carried on or to be carried on by the taxable person concerned.
It is necessary to distinguish a buisiness «purpose» and a business «benefit». Thus, it is reasonable to suppose that a person's business will benefit if goods or services are purchased, acquired or imported for the purposes of that business. On the other hand, the fact that his business benefits from the goods or services does not necessarily mean that they were purchased, acquired or imported for the purposes of that business. There must be a real nexus between the matter in relation to which the expenditure has been incurred and the business itself. The fact that the business benefits from the expenditure is insufficient to create such a nexus and it follows, therefore, that benefit is not the test which determines whether expenditure has been incurred for the purposes of a business. Instead, the nexus must be directly referable to the nature of the business. The distinction betweeen purpose and benefit is important because the same goods or services can provide both a business benefit and a private benefit.
(Η υπογράμμιση δική μου)
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, στην υπόθεση που μας απασχολεί, και το οποίο προφανώς δεν αξιολόγησε δεόντως ο Έφορος, είναι το είδος των προϊόντων που παράγει η αιτήτρια, δηλαδή γαλακτοκομικά, που από τη φύση τους για να διατηρηθούν πρέπει να φυλάσσονται μόνιμα σε ψυγεία, προφανώς έχουν και σύντομη ημερομηνία λήξης. Οι πελάτες της αιτήτριας που δεν διαθέτουν ψυγεία δεν μπορούν να εκθέτουν προς πώληση τα προϊόντα της. Το γεγονός τούτο καθιστά τη χρήση του ψυγείου άρρηκτα συνδεδεμένη με τη φύση των προϊόντων που παρασκευάζει η αιτήτρια.
Άκρως διαφωτιστική, ενδιαφέρουσα και ωραία διατυπωμένη, είναι και η σχετική κοινοποίηση, 269/1995, της Γνωμάτευσης του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (της Ελλάδας), με τίτλο «Δικαίωμα έκπτωσης για αγαθά που διατίθενται χωρίς αντάλλαγμα σε πελάτες της επιχείρησης με σκοπό την πώληση των προϊόντων τους», στην οποία με παρέπεμψε ο δικηγόρος της αιτήτριας, δίδοντας μου αντίγραφο του σχετικού κειμένου.
Ενθέτω εδώ εκτεταμένο παράθεμα.
«Η ερωτώσα υπηρεσία φαίνεται να προβληματίζεται, κατ' αρχήν, εάν οι αναφερόμενες στο υποβληθέν ερώτημα πράξεις (τοποθέτηση τεντών, παραχώρηση ψυγείων κ.λπ.), εμπίπτουν στην εννοια της κατά τα άνω αυτοπαράδοσης αγαθών και ως εκ τούτου υπόκεινται σε Φ.Π.Α. Σύμφωνα, όμως με όσα προεξετέθησαν, για να χαρακτηρισθεί μια τέτοια πράξη ως αυτοπαράδοση αγαθών πρέπει να συντρέχουν αθροιστικώς οι εξής προϋποθέσεις:
α) να πρόκειται περί αγαθών τα οποία παράγονται από την ίδια τη φορολογούμενη επιχείρηση και
β) η δωρεάν διάθεση των αγαθών αυτών να γίνεται για σκοπούς ξένους προς την επιχειρηματική δραστηριότητα αυτής.
Στην προκειμένη περίπτωση είναι σαφές ότι δεν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, δεδομένου ότι τα περί ου ο λόγος αγαθά (τέντες, ψυγεία, κ.λπ.), αφ' ενός μεν δεν παράγονται από τις υποκείμενες σε φόρο επιχειρήσεις, αφ' ετέρου δε η διάθεση αυτών άνευ ανταλλάγματος δεν γίνεται για σκοπούς ξένους προς την επιχειρηματική τους δραστηριότητα, αφού η τοποθέτηση των αγαθών αυτών στα σημεία διακίνησης των προϊόντων τους προς το ευρύ καταναλωτικό κοινό είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την προώθηση των πωλήσεων των προϊόντων τους και συνεπώς προς την εν γένει επιχειρηματική τους δραστηριότητα.
Θα πρέπει, επίσης, να αποκλεισθεί και η περίπτωση υπαγωγής των εν λόγω αγαθών στην έννοια των «δώρων», περί της οποίας προνοούν οι προδιαληφθείσες διατάξεις, δεδομένου ότι κατά την ερμηνευτική εγκύκλιο του Ν.1642(86 (παρ.31), τα δώρα είναι κινητά αγαθά και προσφέρονται από την επιχείρηση σε πελάτες της ή στο κοινό χωρίς κανένα άμεσο αντάλλαγμα με σκοπό την προώθηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων και την προβολή της επιχείρησης εν γένει, ενώ στην προκειμένη περίπτωση η διάθεση των άνω αγαθών γίνεται προεχόντως προς άμεση εξυπηρέτηση των επιχειρηματικών σκοπών της επιχείρησης, αφού δια της τοποθετήσεως των αγαθών αυτών στα σημεία πώλησης των προϊόντων της κυρίως αποβλέπει στην δημιουργία ειδικών συνθηκών συντήρησης αυτών μέχρις ότου διοχετευθούν στον καταναλωτή λόγω της δεδομένης ευπάθειας των εν λόγω προϊόντων (παγωτά, γλυκά κ.λπ).
.................
Β. Εν προκειμένω σύμφωνα με το διδόμενο από την ερωτώσα υπηρεσία πραγματικό, οι διάφορες βιομηχανίες παγωτών και γλυκών τοποθετούν με δικές τους δαπάνες, σε περίπτερα, κυλικεία, καταστήματα ζαχαρωδών προϊόντων κ.λπ., αφ' ενός μεν ψυγεία, δεξαμενές κ.λπ., με σκοπό την αποθήκευση ή συντήρηση των παραγομένων απ' αυτές προϊόντων, τα οποία παραχωρούν, άνευ ανταλλάγματος, κατά χρήση, στους καταστηματάρχες, περιπτερούχους κ.λπ., αφ' ετέρου δε τέντες ηλίου στις οποίες αναγράφουν την επωνυμία της επιχείρησης.
Σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά παραπάνω, τα εν λόγω αγαθά εμπίπτουν στην κατηγορία των αγαθών επένδυσης, αφού συγκεντρώνουν αθροιστικώς και τις δύο προϋποθέσεις, που θέτει ο νόμος: α) ανήκουν κατά κυριότητα στη φορολογούμενη επιχείρηση δι' αγοράς των από τρίτους και β) έχουν τεθεί απ' αυτήν σε διαρκή εκμετάλλευση.
Η εκμετάλλευση δε των αγαθών αυτών συνίσταται στο γεγονός ότι δια της τοποθετησεως αυτών εκ μέρους της επιχείρησης στα σημεία πώλησης των προϊόντων της, αυτή αποβλέπει προεχόντως και κυρίως στη δημιουργία κατάλληλων συνθηκών συντήρησης των παραγομένων απ' αυτήν προϊόντων μέχρις ότου διατεθούν στον καταναλωτή, αφού λόγω της δεδομένης ευπάθειας των εν λόγω προϊόντων, θα ήταν διαφορετικά, ανέφικτη η με ασφάλεια προώθηση των προϊόντων αυτών στον καταναλωτή.
Πρέπει δηλ. να γίνει σαφές ότι τα αγαθά αυτά τυγχάνουν της εκμεταλλεύσεως της επιχείρησης, αφού αποτελούν ένα κρίκο στην αλυσίδα της καθόλου επιχειρηματικής δραστηριότητας αυτής και ανήκουν στα πάγια περιουσιακά της στοιχεία, το γεγονός δε της κατά χρήση, παραχώρησης αυτών, άνευ ανταλλάγματος στους λιανοπωλητές εμπόρους των προϊόντων της, ουδεμία επίδραση ασκεί στο χαρακτηρισμό αυτών ως αγαθών επένδυσης.»
(πάλιν δικές μου οι υπογραμμίσεις)
Με τις πιο πάνω σκέψεις, έχω τη γνώμη πως ο Έφορος δεν ερεύνησε το ζήτημα στη βάση των ιδιαίτερων περιστατικών της υπόθεσης, που επεσήμανα πιο πάνω, και ως εκ τούτου η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με £300 έξοδα.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.