ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 4 ΑΑΔ 1207
5 Νοεμβρίου, 1999
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚA ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤAΓΜΑΤΟΣ
ΦΕΙΔΙΑΣ ΣΑΒΒΙΔΗΣ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Aρ. 359/98)
Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Κατανάλωσης ― Τελωνειακός δασμός σε εισαχθέν από το εξωτερικό αυτοκίνητο ― Τελωνειακή αξία ή συναλλακτική ― Σε περίπτωση αμφιβολιών ως προς την γνησιότητα του τιμολογίου, οι τελωνειακές αρχές δύνανται να προχωρήσουν στον καθορισμό της πραγματικής συναλλακτικής αξίας του οχήματος ― Υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, η απόφαση καθορισμού της τελωνειακής αξίας ήταν εύλογη και νόμιμη.
Ο αιτητής προσέβαλε με την προσφυγή του την απόφαση των καθ' ων η αίτηση, να του επιβάλουν τελωνειακούς δασμούς για εισαγωγή αυτοκινήτου, υπολογιζόμενους με βάση την αξία του αυτοκινήτου κατά τα δικά τους συμπεράσματα και όχι με βάση την αξία που αναφερόταν στο τιμολόγιο αγοράς.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
Είναι κοινώς αποδεκτό πως με την προσχώρηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, (δες σχετικό κυρωτικό Νόμο, 16(III)/95) στη γνωστή συμφωνία της GATT, ως τελωνειακή αξία εισαγομένων εμπορευμάτων καθορίζεται η συναλλακτική τους, δηλαδή η πραγματικά πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή για το εμπόρευμα που πωλείται για εξαγωγή με προορισμό τη χώρα εισαγωγής. Το Δικαστήριο είναι της γνώμης πως η τιμή, που αναγράφεται στο τιμολόγιο που προσκομίζει ο εισαγωγέας στις τελωνειακές αρχές μπορεί, στις περιπτώσεις βεβαίως όπου τούτο αποδεικνύεται μετά από έρευνα, να μη δείχνει την πραγματική συναλλακτική αξία του εμπορεύματος, δηλαδή αυτή που πληρώθηκε. Το τιμολόγιο είναι ένα πειστήριο της συναλλακτικής τιμής. Όπου όμως αποδεικνύεται πως το τιμολόγιο δε δηλώνει την πραγματική τιμή, οι τελωνειακές αρχές οφείλουν, να αξιολογήσουν τα στοιχεία που γνωρίζουν, και μετά από έρευνα, να καθορίσουν την τελωνειακή αξία του εισαγόμενου εμπορεύματος στη βάση της πραγματικά πληρωθείσας ή πληρωτέας τιμής. Η αρχή αυτή υιοθετήθηκε μετά την εφαρμογή στην πράξη της συμφωνίας, και όταν ανέκυψαν προβλήματα από την παρουσίαση τιμολογίων, στα οποία δεν εμφαινόταν η πραγματικά πληρωθείσα τιμή. Έτσι, με σχετική απόφαση των συμβληθέντων μερών στη σύμβαση, αποφασίστηκε η δυνατότητα καθορισμού της πραγματικής αξίας του εμπορεύματος σε περίπτωση αμφιβολιών.
Η υποψία των τελωνειακών αρχών, ότι στο τιμολόγιο δεν αναγραφόταν η πραγματική συναλλακτική αξία του αυτοκινήτου, εδράζεται στο γεγονός πως για ομοειδή αυτοκίνητα, η τιμή ήταν πολύ μεγαλύτερη, γύρω στις 28.240 αγγλικές λίρες. Ο αιτητής έδωσε γραπτή κατάθεση, στην οποία ανέφερε λεπτομέρειες για τη χρήση του συναλλάγματος των 28.000 αγγλικών λιρών, που πήρε μαζί του, γιατί ένα εύλογο ερώτημα που έθεσαν σ' αυτόν οι τελωνειακές αρχές ήταν τι απέγινε το υπόλοιπο των χρημάτων, δηλαδή 7.000 στερλίνες, από τις 28.000 που πήρε μαζί του στην Αγγλία. Στην κατάθεσή του ο αιτητής λέει πως έφερε πίσω 6.500 στερλίνες, και πως είχε προς τούτο σχετικές αποδείξεις, που θα προσκόμιζε. Το ζήτημα όμως έμεινε εκεί. Ο αιτητής δεν παρουσίασε τίποτε. Είναι και τούτο ένα στοιχείο που οδήγησε τη διοίκηση στην υποψία, πως ο αιτητής χρησιμοποίησε μεγαλύτερο ποσό για την πληρωμή του αυτοκινήτου που εισήγαγε, από πωλητή όχι γνωστό στο εμπόριο αυτοκινήτων. Είναι γεγονός πως για τον καθορισμό της τελωνειακής αξίας του αυτοκινήτου χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος που περιγράφεται στη γνωστοποίηση του Διευθυντή, όπου καθορίζεται ενιαίος τρόπος προσδιορισμού της αξίας μεταχειρισμένων αυτοκινήτων. Τούτο όμως έγινε μετά που δημιουργήθηκε στις τελωνειακές αρχές η εύλογη υποψία, πως η τιμολογιακή αξία του αυτοκινήτου δεν ήταν η συναλλακτική. Λαμβανομένων υπόψη αυτών που αναφέρθηκαν πιο πάνω, ο Διευθυντής λειτούργησε, και άσκησε την εξουσία του, μέσα στα πλαίσια του νόμου, και μάλιστα ακολούθησε και τις διαδικασίες που προβλέπονται σ' αυτόν, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την υποχρέωση που είχε να πληροφορήσει τον αιτητή, δίδοντας πλήρη αιτιολογία της απόφασής του, να μη δεχθεί το τιμολόγιο ως απόδειξη της συναλλακτικής αξίας του αυτοκινήτου.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Προσφυγή.
Προσφυγή κατά την απόφαση με την οποία ο Διευθυντής Τμήματος Τελωνείων καθόρισε ψηλότερη τελωνειακή αξία του αυτοκινήτου το οποίο εισήξε ο αιτητής από την Αγγλία από τη δηλωθείσα και ζήτησε από αυτόν να καταβάλει τη διαφορά του δασμού και των φόρων.
Δ. Παπαχρυσοστόμου, για τον Αιτητή.
Στ. Θεοδούλου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής πήγε στην Αγγλία το Νοέμβρη του 1995 και με την ευκαιρία που ήταν εκεί εισήξε στην Κύπρο ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο μάρκας MERCEDES 300 SE αυτόματο, που αγόρασε από κάποια εταιρεία Champion Bookmaker. Σύμφωνα με το τιμολόγιο που παρουσίασε στις τελωνειακές αρχές η τιμή που πλήρωσε ήταν £21.000 (στερλίνες). Ο αιτητής είχε εξασφαλίσει άδεια εξαγωγής συναλλάγματος, για £28.000 (στερλίνες). Ο Διευθυντής Τελωνείων δε δέχθηκε την τιμή που αναφερόταν στο τιμολόγιο ως την πραγματική συναλλακτική. Επέτρεψε όμως στον αιτητή να υποβάλει διασάφηση για τελωνισμό του αυτοκινήτου, αφού πλήρωσε το δασμό που αναλογούσε πάνω στην αξία που αναγραφόταν στο τιμολόγιο, και μετά που κατέθεσε τραπεζική εγγύηση για ποσό 8.000 κυπριακών λιρών, για να καλυφθούν, όταν καθορίζονταν τελικά οι δασμοί και φόροι που οφείλονταν, σύμφωνα με το νόμο. Ο Διευθυντής καθόρισε την τελωνειακή αξία του αυτοκινήτου σε £19.675 κυπριακές λίρες, και ζήτησε από τον αιτητή να καταβάλει τη διαφορά του δασμού και φόρων, που ανέρχονταν σε £7.801 κυπριακές λίρες.
Ο δικηγόρος του αιτητή, με επιστολή του ημερομηνίας 2.4.98 προς το Υπουργείο Οικονομικών, Τμήμα Τελωνείων, ζήτησε να μάθει με λεπτομέρεια τα στοιχεία και πληροφορίες που αξιολόγησε ο Διευθυντής κατά την έρευνά του, προτού καταλήξει στην απόφαση να μην αποδεχθεί ως βάση προσδιορισμού της τελωνειακής αξίας του αυτοκινήτου την τιμή που εμφαινόταν στο τιμολόγιο που προσκόμισε ο αιτητής. Ο Διευθυντής απάντησε στις 22.4.98. Το ουσιαστικό μέρος της επιστολής του έχει ως εξής:
«................................................................
3. Ο πελάτης σας προσήλθε στο Αρχιτελωνείο και έδωσε κάποια στοιχεία και πληροφορίες αναφορικά με την εξεύρεση αγορά και πληρωμή του εν λόγω αυτοκινήτου.
4. Επειδή από τη μελέτη και αξιολόγηση των διαθέσιμων στοιχείων και πληροφοριών κρίθηκε ότι η δηλωθείσα τιμή των Stg.21.000 ειναι πολύ χαμηλότερη από τις τιμές που ίσχυαν στην αγγλική αγορά κατά την περίοδο πώλησης αυτού του αυτοκινήτου στον πελάτη σας και που κυμαίνονταν από Stg.28.240 και άνω, θεωρήθηκε ότι οι εύλογες υποψίες για το αληθές ή την ακρίβεια της τιμολογιακής τιμής δεν έχουν αρθεί.»
Η βασική επιχειρηματολογία του δικηγόρου του αιτητή είναι πως ο Διευθυντής δεν προέβη σε καμιά απολύτως έρευνα, έστω και αν του δημιουργήθηκαν υποψίες για το αληθές της τιμής που αναγραφόταν στο τιμολόγιο. Οι τελωνειακές αρχές εφάρμοσαν απλώς μόνιμη πρακτική που υιοθετήθηκε μετά από εγκύκλιο του Διευθυντή, η οποία αναφερόταν στις περιπτώσεις εισαγωγής μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, και όπου δίδονται οδηγίες για ενιαίο τρόπο και μέθοδο προσδιορισμού της τελωνειακής τους αξίας.
Είναι κοινώς αποδεκτό πως με την προσχώρηση της χώρας μας, (δες σχετικό κυρωτικό Νόμο, 16(3)/95) στη γνωστή συμφωνία της GATT, ως τελωνειακή αξία εισαγομένων εμπορευμάτων καθορίζεται η συναλλακτική τους, δηλαδή η πραγματικά πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή για το εμπόρευμα που πωλείται για εξαγωγή με προορισμό τη χώρα εισαγωγής. Είμαι λοιπόν της γνώμης πως η τιμή, που αναγράφεται στο τιμολόγιο που προσκομίζει ο εισαγωγέας στις τελωνειακές αρχές μπορεί, στις περιπτώσεις βεβαίως όπου τούτο αποδεικνύεται μετά από έρευνα, να μη δείχνει την πραγματική συναλλακτική αξία του εμπορεύματος, δηλαδή αυτή που πληρώθηκε. Το τιμολόγιο είναι ένα πειστήριο της συναλλακτικής τιμής. Όπου όμως αποδεικνύεται πως το τιμολόγιο δε δηλώνει την πραγματική τιμή, οι τελωνειακές αρχές οφείλουν, να αξιολογήσουν τα στοιχεία που γνωρίζουν, και μετά από έρευνα, να καθορίσουν την τελωνειακή αξία του εισαγόμενου εμπορεύματος στη βάση της πραγματικά πληρωθείσας ή πληρωτέας τιμής. Η αρχή αυτή υιοθετήθηκε μετά την εφαρμογή στην πράξη της συμφωνίας, και όταν ανέκυψαν προβλήματα από την παρουσίαση τιμολογίων, στα οποία δεν εμφαινόταν η πραγματικά πληρωθείσα τιμή. Έτσι, με σχετική απόφαση των συμβληθέντων μερών στη σύμβαση, αποφασίστηκε πως:
«Σε περίπτωση που προσκομίζεται διασάφηση και οι τελωνειακές αρχές έχουν λόγους να αμφιβάλλουν για το αληθές ή την ακρίβεια των πληροφοριών ή των εγγράφων που προσκομίζονται ως συνοδευτικά της εν λόγω διασάφησης, οι τελωνειακές αρχές μπορούν να ζητούν από τον εισαγωγέα να παράσχει περαιτέρω εξηγήσεις, περιλαμβανομένων των εγγράφων ή άλλων αποδεικτικών στοιχείων, σχετικά με το ότι η δηλωθείσα αξία αντιπροσωπεύει τη συνολική πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή για τα εισαγόμενα εμπορεύματα, προσαρμοσμένη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8. Εάν, αφού λάβουν περαιτέρω πληροφορίες ή ελλείψει απάντησης, οι τελωνειακές αρχές έχουν ακόμη εύλογες αμφιβολίες σχετικά με το αληθές ή την ακρίβεια της δηλωθείσας αξίας, είναι δυνατόν να θεωρηθεί, έχοντας υπόψη τις διατάξεις του άρθρου 11, ότι η δασμολογητέα αξία των εισαχθέντων εμπορευμάτων δεν μπορεί να προσδιοριστεί δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 1. Πριν από τη λήψη οριστικής απόφασης, οι τελωνειακές αρχές ανακοινώνουν στον εισαγωγέα, εγγράφως εάν ζητηθεί, τα επιχειρήματα στα οποία βασίζεται η αμφιβολία ως προς το αληθές ή την ακρίβεια των πληροφοριών η των εγγράφων που προσκομίζονται και δίδει στον εισαγωγέα την εύλογη δυνατότητα να απαντήσει, όταν ληφθεί η οριστική απόφαση, οι τελωνειακές αρχές ανακοινώνουν εγγράφως στον εισαγωγέα την απόφαση τους και τα επιχειρήματα τους.»
Στην περίπτωση που εξετάζουμε η υποψία των τελωνειακών αρχών, ότι στο τιμολόγιο δεν αναγραφόταν η πραγματική συναλλακτική αξία του αυτοκινήτου, εδράζεται στο γεγονός πως για ομοειδή αυτοκίνητα, η τιμή ήταν πολύ μεγαλύτερη, γύρω στις 28.240 αγγλικές λίρες. Ο αιτητής έδωσε γραπτή κατάθεση, στην οποία ανέφερε λεπτομέρειες για τη χρήση του συναλλάγματος των 28.000 αγγλικών λιρών, που πήρε μαζί του, γιατί ένα εύλογο ερώτημα που έθεσαν σ' αυτόν οι τελωνειακές αρχές ήταν τι απέγινε το υπόλοιπο των χρημάτων, δηλαδή 7.000 στερλίνες, από τις 28.000 που πήρε μαζί του στην Αγγλία. Στην κατάθεσή του ο αιτητής λέει πως έφερε πίσω 6.500 στερλίνες, και πως είχε προς τούτο σχετικές αποδείξεις, που θα προσκόμιζε. Το ζήτημα όμως έμεινε εκεί. Ο αιτητής δεν παρουσίασε τίποτε. Είναι και τούτο ένα στοιχείο που οδήγησε τη διοίκηση στην υποψία πως ο αιτητής χρησιμοποίησε μεγαλύτερο ποσό για την πληρωμή του αυτοκινήτου που εισήγαγε, από πωλητή όχι γνωστό στο εμπόριο αυτοκινήτων.
Είναι γεγονός πως για τον καθορισμό της τελωνειακής αξίας του αυτοκινήτου χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος που περιγράφεται στη γνωστοποίηση του Διευθυντή, στην οποία αναφέρθηκα πιο πάνω, όπου καθορίζεται ενιαίος τρόπος προσδιορισμού της αξίας μεταχειρισμένων αυτοκινήτων. Τούτο όμως έγινε μετά που δημιουργήθηκε στις τελωνειακές αρχές η εύλογη υποψία, πως η τιμολογιακή αξία του αυτοκινήτου δεν ήταν η συναλλακτική.
Έχω τη γνώμη, λαμβάνοντας υπόψη αυτά που ανέφερα πιο πάνω, πως ο Διευθυντής λειτούργησε, και άσκησε την εξουσία του, μέσα στα πλαίσια του νόμου, και μάλιστα ακολούθησε και τις διαδικασίες που προβλέπονται σ' αυτόν, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την υποχρέωση που είχε να πληροφορήσει τον αιτητή, δίδοντας πλήρη αιτιολογία της απόφασής του, να μη δεχθεί το τιμολόγιο ως απόδειξη της συναλλακτικής αξίας του αυτοκινήτου.
Η προσφυγή απορρίπτεται με £300 έξοδα.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.