ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 4 ΑΑΔ 795
6 Ιουλίου, 1999
[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Aρ. 88/97)
Συνταγματικό Δίκαιο ― Συνταγματικότητα Νόμου ― Ο περί Αναγνώρισης Διπλωμάτων ή Τίτλων Αναγνωρισμένων Πανεπιστημίων και Άλλων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων του Εξωτερικού Νόμου του 1993 (Ν. 41(Ι)/93) ― Άρθρο 3(β) ― Η παράγραφος (β) του Άρθρου 3 είναι αντιστυνταγματική γιατί παραβιάζει την αρχή της ισότητας εφόσον συνιστά ανεπίτρεπτη διαφορετική μεταχείριση αναφορικά με την αναγνώριση διπλωμάτων που αποκτήθηκαν κάτων από τις ίδιες ή ουσιαστικές όμοιες συνθήκες.
Ο αιτητής, του οποίου το μεταπτυχιακό προσόν το οποίο αποκτήθηκε σε τριτοβάθμια σχολή στην Κύπρο δεν αναγνωρίστηκε, με αποτέλεσμα να μην περιληφθεί στον κατάλογο των συστηνομένων για προαγωγή, προσέβαλε με την προσφυγή του την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους αντί του ιδίου.
Ένας από τους βασικού ισχυρισμούς του ήταν ότι η παράγραφος (β) του Άρθρου 3 του Ν. 41(Ι)/93 δημιουργούσε αδικαιολόγητη διάκριση κατά παράβαση του Άρθρου 28.2 του Συντάγματος σε βάρος όμοιων καταστάσεων, όπως η περίπτωσή του.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, καταλήγοντας ότι η παράγραφος (β) του Άρθρου 3 του Ν. 41(Ι)/93 ήταν αντισυνταγματική και ως εκ τούτου η επίδικη απόφαση άκυρη, αποφάσισε ότι:
Το γεγονός και μόνο ότι η πρόταση νόμου ή τα πρακτικά της αρμόδιας Κοινοβουλευτικής Επιτροπής δεν περιέχουν το χρονικό όριο που θέτει η παράγραφος (β) του Άρθρου 3 δεν τεκμηριώνει αφ' εαυτού την ένσταση αντισυνταγματικότητας. Όπως προελέχθη, η παραπάνω διάταξη καταργήθηκε με το Ν. 41(Ι)/93 που δημοσιεύθηκε αυθημερόν. Η ημερομηνία 29/9/89 εμφανίζεται στο νόμο: Άρθρο 3(β). Ποτέ προηγουμένως δεν υπήρχε και δε δόθηκε οποιαδήποτε εξήγηση γιατί τουλάχιστον δεν τέθηκε στην παράγραφο (β) του Άρθρου 3 η ίδια ημερομηνία που προσδιόρισε το Άρθρο 3(α) για τις περιπτώσεις όπου μέρος της φοίτησης έγινε στην Κύπρο.
Είναι σημαντικό ότι η εφαρμογή της αρχής της ισότητας από το νομοθέτη και τη διοίκηση περιορίζεται σε έλεγχο ορίων και όχι των επιλογών ή του ουσιαστικού περιεχομένου των διατάξεων. Η διάταξη αντίκειται στην αρχή της ισότητας και συνιστά διαφορετική μεταχείριση, συνταγματικά ανεπίτρεπτη, αναφορικά με την αναγνώριση διπλωμάτων, που κτήθηκαν υπό τις ίδιες ή ουσιαστικά όμοιες συνθήκες. Με μόνη βάση το συμπτωματικό χρονικό κριτήριο έναρξης των σπουδών που, ενώ στην περίπτωση της παραγράφου (α) η ημερομηνία μετατέθηκε για να καλύψει ουσιαστικά την τρέχουσα περίοδο, δε συνέβη το ίδιο με την παράγραφο (β). Το Δικαστήριο καταλήγει ότι η διάταξη της παραγράφου (β) του Άρθρου 3 στην οποία ερείδεται η επίδικη απόφαση είναι αντισυνταγματική.
H προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας με την οποία τα ενδιαφερόμενα μέρη προάχθηκαν στη θέση Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης για τη Δημοτική Εκπαίδευση, αντί του αιτητή και εναντίον της μη αναγνώρισης του Πτυχίου Master που απέκτησε ο αιτητής ύστερα από φοίτηση σε ιδιωτική σχολή τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης στην Κύπρο.
Ο Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως.
Ε. Καρακάννα, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Ε.Ε.Υ.) να προάξει τα τρία ενδιαφερόμενα μέρη στη θέση Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης για τη Δημοτική Εκπαίδευση. Η απόφαση δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 22/11/96. Προσβάλλει παράλληλα την απόφαση της ίδιας Επιτροπής, που λήφθηκε στα πλαίσια της αυτής διαδικασίας, να μην αναγνωρίσει το πτυχίο Master of Education (M.Ed.), το οποίο εκδόθηκε από το Πανεπιστήμιο Ουαλλίας ύστερα από φοίτηση του αιτητή εξολοκλήρου σε ιδιωτική σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Κύπρο. Το θέμα αυτό αποτελεί, παρά την πληθώρα των εισηγήσεων του αιτητή, τη λυδία λίθο της υπόθεσης.
Είναι αμοιβαία αποδεκτό ότι η περίοδος των σπουδών του αιτητή για απόκτηση του παραπάνω διπλώματος άρχισε μετά την 29/9/89. Τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή (Σ.Ε.) όσο και η Ε.Ε.Υ. δεν αναγνώρισαν το δίπλωμα με προφανείς τις επιπτώσεις στις προοπτικές του αιτητή να περιληφθεί στον τελικό κατάλογο υποψηφίων.
Η προσφυγή εναντίον των ενδιαφερομένων μερών 1 και 2 (Μ. Θεοδώρου και Α. Κωνσταντίνου αντίστοιχα) απορρίφθηκε ύστερα από σχετικό αίτημα του δικηγόρου που εκπροσωπούσε αρχικά τον αιτητή. Έτσι η προσφυγή θα εξετασθεί μόνο αναφορικά με την εγκυρότητα του διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους αρ. 3, Α. Σωτηριάδη. Θα υπομνήσω εδώ ότι οι θέσεις είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής. Το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού υπέβαλε πρόταση (στις 2/7/96) για πλήρωση δύο τέτοιων κενών θέσεων. Δημοσιεύθηκαν στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας με απόφαση της Ε.Ε.Υ. Ας σημειωθεί ότι ο διορισμός που αφορούσε το ενδιαφερόμενο μέρος θα ίσχυε από 1/1/97, ενώ για την άλλη θέση θα είχε άμεση ισχύ.
Οι 8 αιτήσεις που υποβλήθηκαν διαβιβάστηκαν στην αρμόδια Σ.Ε. (με όλα τα σχετικά έγγραφα), όπως ορίζουν οι πρόνοιες του Άρθρ. 5(1) του περί Διενέργειας Προαγωγών και Διορισμών στη Δημοτική Εκπαίδευση (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1995 [(αρ. 78(Ι)/95].
Η Σ.Ε. εισηγήθηκε σαν κατάλληλους 6 από τους 8 υποψηφίους, όπως είχε υποχρέωση, συμπεριλαμβανομένου του ενδιαφερόμενου μέρους. Ο αιτητής δε συστήθηκε. Δεν περιλήφθηκε στο σχετικό κατάλογο. Ο αιτητής αντέδρασε καταθέτοντας ένσταση, η οποία όμως απορρίφθηκε από την Ε.Ε.Υ. στις 25/9/96. Η διαδικασία συνεχίστηκε και ολοκληρώθηκε με το διορισμό των Μ. Θεοδώρου και Α. Σωτηριάδη από 7/10/96 και 1/1/97 αντίστοιχα.
Σημειώνω εδώ ότι, όπως αναφέρεται στα πρακτικά της συνεδρίας, ο Αργυρός Κωνσταντίνου, προσήλθε στην προσωπική συνέντευξη, στην οποία είχε κληθεί, αλλά μετά την απόφαση της Επιτροπής για προαγωγή του στη θέση Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης δε θεωρήθηκε υποψήφιος για τις δύο θέσεις. Αποσαφηνίζεται ότι ο προμνησθείς επιλέγηκε για προαγωγή την προηγουμένη, στα πλαίσια άλλης διαδικασίας πλήρωσης μιας κενής ομώνυμης θέσης. Είναι ένα από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα εναντίον του οποίου η προσφυγή αποσύρθηκε και απορρίφθηκε. Παρεμπιπτόντως, εξηγώ ότι αυτό έγινε γιατί τέθηκε ζήτημα συνάφειας, από τη δικηγόρο της καθής η αίτηση, των προσβαλλομένων πράξεων με το ίδιο δικόγραφο. Διευκρινίζεται ακόμη ότι ο αιτητής χειρίστηκε, από κάποιο στάδιο και μετά, προσωπικά την υπόθεση του. Του επέτρεψα, ύστερα από αίτημά του, να εκθέσει γραπτώς τις απόψεις του, δίνοντας την ευκαιρία και στην άλλη πλευρά να τις αντικρούσει.
Κεντρική θέση στην επιχειρηματολογία του αιτητή έχει ο ισχυρισμός του για αντισυνταγματικότητα της παραγράφου (β) του Άρθρ. 3 του περί Αναγνώρισης Διπλωμάτων ή Τίτλων Αναγνωρισμένων Πανεπιστημίων και Άλλων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων του Εξωτερικού Νόμου του 1993 (αρ. 41(Ι)/93). Το άρθρο αυτό, όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 69(Ι)/96, έχει ως εξής:
"3. Οποιοδήποτε δίπλωμα ή τίτλος, το οποίο ή ο οποίος αναγνωρίζεται από τις αρμόδιες αρχές της χώρας που εκδίδεται, χορηγήθηκε από αναγνωρισμένο πανεπιστήμιο ή άλλο εκπαιδευτικό ίδρυμα του εξωτερικού, του οποίου τα διπλώματα ή οι τίτλοι αναγνωρίζονται στην Κύπρο, θεωρείται αναγνωρισμένο για όλους τους σκοπούς, περιλαμβανομένων των σκοπών της πρόσληψης και της προαγωγής στη δημόσια υπηρεσία, στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία, στα νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου ή σε άλλους οργανισμούς δημόσιου δικαίου άνευ νομικής προσωπικότητας, που ιδρύονται προς το δημόσιο συμφέρον με νόμο, των οποίων τα κεφάλαια είτε παρέχονται είτε είναι εγγυημένα από τη Δημοκρατία και, σε περίπτωση που η επιχείρηση ασκείται αποκλειστικά από τέτοιο νομικό πρόσωπο ή οργανισμό, εφόσον η διοίκησή του βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο της Δημοκρατίας, και στις Ένοπλες Δυνάμεις ή στις Δυνάμεις Ασφάλειας της Δημοκρατίας, ανεξάρτητα από το αν -
(α) Μέρος της φοίτησης έγινε στην Κύπρο σε εγγεγραμένη ιδιωτική σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, της οποίας ο αντίστοιχος κλάδος δεν είναι εκπαιδευτικά αξιολογημένος - πιστοποιημένος, δεδομένου όμως ότι οι σπουδές στην ιδιωτική σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Κύπρο που οδήγησαν στην απόκτηση του ως άνω αναφερόμενου σχετικού διπλώματος ή τίτλου άρχισαν πριν από ή κατά την έναρξη του ακαδημαϊκού έτους 1997-1998· ή
(β) η φοίτηση έγινε στην Κύπρο ή αλλού, δεδομένου ότι η περίοδος σπουδών που οδήγησε στην απόκτηση του διπλώματος ή τίτλου άρχισε πριν από τις 29 Σεπτεμβρίου 1989."
Ας σημειωθεί όμως ότι πριν την τροποποίηση του νόμου αυτού με το Ν. 69(Ι)/96, η παράγραφος (α) είχε ως εξής:
"(α) Μέρος της φοίτησης ....................................
του ακαδημαϊκού έτους 1992-1993. και"
(β) ......................................................................"
Η εισήγηση του αιτητή είναι ότι η κρίσιμη ημερομηνία της 29/9/89 δεν αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση της σχετικής πρότασης του νόμου που κατατέθηκε στη Βουλή ούτε στα πρακτικά της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Παιδείας. Δε μνημονεύεται επίσης στον πρώτο σχετικό νόμο που ψήφισε η Βουλή στις 16/7/92, τον περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Τροποποιητικό) (αρ. 4) Νόμο του 1992 (αρ. 40(Ι)/93). Παρατηρώ ότι ο νόμος δημοσιεύθηκε στις 11/8/93 με αρ. 40(Ι)/93 γιατί προηγήθηκε αναφορά του νόμου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στο Ανώτατο Δικαστήριο, η οποία τελικά αποσύρθηκε. Στις 11/8/93 δημοσιεύθηκε επίσης και ο Ν. 41(Ι)/93, με το άρθρ. 4 του οποίου καταργήθηκε ο νόμος 40(Ι)/93. Η ημερομηνία 29/9/89 τέθηκε για πρώτη φορά στο νόμο 41(Ι)/93. Όλα τα σχετικά στοιχεία που παρέθεσε ο αιτητής έχουν επαληθευθεί.
Είναι εισήγηση του αιτητή ότι η εν λόγω διάταξη, όπως και η επίδικη απόφαση, η οποία βασίστηκε σε αυτήν, παραβιάζει την αρχή της ισότητας, που προστατεύει το Άρθρ. 28.2 του Συντάγματος. Με την παραβίαση της ίδιας αρχής συναρτάται και ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η καθής δεν εφάρμοσε ίσο μέτρο κρίσης αναφορικά με την αξιολόγηση των πανεπιστημιακών διπλωμάτων των υποψηφίων και αυτό γιατί αναγνώρισε δίπλωμα που απέκτησε το ενδιαφερόμενο μέρος από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου το 1994, χωρίς φοίτηση, μόνο με την υποβολή κάποιας μελέτης. Η σχετική διευθέτηση έγινε μεταξύ της Οργάνωσης των Επιθεωρητών και του Πανεπιστημίου Αιγαίου, με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού. Η διευθέτηση έγινε για να είναι σε θέση, όσοι επιθεωρητές δεν κατείχαν πανεπιστημιακά διπλώματα, να μεταπηδήσουν από τη μισθολογική κλίμακα Α12 στη μισθολογική κλίμακα Α13, όπως προβλέπουν οι διατάξεις του Ν. 63(ΙΙ)/93.
Είναι βολικό στο σημείο αυτό να αναφερθώ στην εισήγηση ότι μεταξύ των παραγράφων (α) και (β) του Άρθρ. 3 του Ν. 41(Ι)/93 υπάρχει ο συνδετικός σύνδεσμος "και" τον οποίο η Σ.Ε. και Ε.Ε.Υ., ανεπίτρεπτα ερμήνευσαν ως "ή". Ο ισχυρισμός είναι παντελώς αβάσιμος. Το θέμα έτυχε νομοθετικής ρύθμισης. Το "και" αντικαταστάθηκε με το διαζευκτικό σύνδεσμo "ή" με το Ν. 69(Ι)/96 ημερ. 3/5/96. Με άλλα λόγια, η διαδικασία κατά την οποία λήφθηκε η επίδικη απόφαση άρχισε μεταγενέστερα, με την επιστολή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού ημερ. 2/7/96 για την πλήρωση της επίδικης θέσης. Η νομοθετική αντικατάσταση είχε ήδη πραγματοποιηθεί πριν την έναρξη της παρούσας διαδικασίας.
Πρέπει να λεχθεί ότι η δικηγόρος της καθής δεν απάντησε στον ισχυρισμό για άνιση μεταχείριση ούτε και στην ένσταση αντισυνταγματικότητας της παραπάνω πρόνοιας. Είναι ορθό, όπως υπέβαλε ο αιτητής, ότι η σχετική πρόταση νόμου με την οποία συμφώνησε η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Παιδείας, έλαβε σάρκα και οστά με την ψήφιση του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Τροποποιητικού) (αρ. 4) Νόμου του 1992 ο οποίος προνοούσε ότι:
"2. Το άρθρο 35Β του βασικού νόμου τροποποιείται με την προσθήκη στο τέλος της παραγράφου (β) του εδαφίου (4) αυτού της πιο κάτω επιφύλαξης:
"Νοείται ότι για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου θεωρείται "πρόσθετο προσόν" και θα λαμβάνει τις ίδιες μονάδες με ισότιμα προσόντα και πανεπιστημιακός τίτλος σπουδών που αποκτήθηκε ύστερα από φοίτηση, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει ή με αλληλογραφία, σε μη εκπαιδευτικά αξιολογημένο - πιστοποιημένο ίδρυμα στην Κύπρο ή σε πανεπιστήμιο του εξωτερικού που όμως αναγνωρίζεται στη χώρα λειτουργίας του μέχρι την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου ή και μεταγενέστερα, εφόσον η έναρξη της φοίτησης που οδήγησε στην απόκτηση αυτού του τίτλου σπουδών άρχισε πριν από την ημερομηνία αυτή."
Το γεγονός και μόνο ότι η πρόταση νόμου ή τα πρακτικά της αρμόδιας Κοινοβουλευτικής Επιτροπής δεν περιέχουν το χρονικό όριο που θέτει η παράγραφος (β) του άρθρ. 3 δεν τεκμηριώνει αφ' εαυτού την ένσταση αντισυνταγματικότητας. Όπως προελέχθη, η παραπάνω διάταξη καταργήθηκε με το Ν. 41(Ι)/93 που δημοσιεύθηκε αυθημερόν. Η ημερομηνία 29/9/89 εμφανίζεται στο νόμο: Άρθρ. 3(β). Ποτέ προηγουμένως δεν υπήρχε και δε δόθηκε οποιαδήποτε εξήγηση γιατί τουλάχιστον δεν τέθηκε στην παράγραφο (β) του Άρθρ. 3 η ίδια ημερομηνία που προσδιόρισε το Άρθρ. 3(α) για τις περιπτώσεις όπου μέρος της φοίτησης έγινε στην Κύπρο.
Είναι σημαντικό να έχουμε κατά νουν ότι η εφαρμογή της αρχής της ισότητας από το νομοθέτη και τη διοίκηση περιορίζεται σε έλεγχο ορίων και όχι των επιλογών ή του ουσιαστικού περιεχομένου των διατάξεων. Θα πρόσθετα εδώ ότι η διάταξη αντίκειται στην αρχή της ισότητας και συνιστά διαφορετική μεταχείριση, συνταγματικά ανεπίτρεπτη, αναφορικά με την αναγνώριση διπλωμάτων, που κτήθηκαν υπό τις ίδιες ή ουσιαστικά όμοιες συνθήκες. Με μόνη βάση το συμπτωματικό χρονικό κριτήριο έναρξης των σπουδών που, ενώ στην περίπτωση της παραγράφου (α) η ημερομηνία μετατέθηκε για να καλύψει ουσιαστικά την τρέχουσα περίοδο, δε συνέβη το ίδιο με την παράγραφο (β). Καταλήγω ότι η διάταξη της παραγράφου (β) του Άρθρ. 3 στην οποία ερείδεται η επίδικη απόφαση είναι αντισυνταγματική.
Για τους λόγους που εξήγησα η επίδικη απόφαση, που αφορά το ενδιαφερόμενο μέρος Σωτηριάδη, ακυρώνεται. Με έξοδα.
H προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.