ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 96/98
Ενώπιον
: ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με τα Άρθρα 28 και 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Zita Hellas (Cyprus) Ltd, Λάρνακα
Αιτητών
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 12.11.1999Για τους αιτητές: κ. Δ. Παυλίδης.
Για τους καθ΄ων η αίτηση: κα Ε. Γεωργίου-Αντωνίου, Δικηγόρος της
Δημοκρατίας.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αιτήτρια ήταν πρόσωπο εγγεγραμμένο στο Μητρώο ΦΠΑ για την περίοδο από 1.2.93 μέχρι 5.4.94. Είχε ως επιχειρηματική δραστηριότητα την εμπορία αθλητικών ειδών σε κατάστημα που διατηρούσε στη Λευκωσία. Στις 2.7.96 υπέβαλε αίτηση για ακύρωση της εγγραφής της στο Μητρώο ΦΠΑ διότι, όπως δήλωσε, είχε παύσει να ασκεί οποιαδήποτε επιχειρηματική δραστηριότητα από τις 30.6.94.
Ενόψει της αίτησης, ο Έφορος ΦΠΑ (ο Έφορος), ασκώντας τις εξουσίες του με βάση τις διατάξεις του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου (Ν. 246/90, όπως τροποποιήθηκε), προχώρησε σε έρευνα τόσο της αίτησης για ακύρωση της εγγραφής όσο και των στοιχείων τα οποία είχε υποβάλει η αιτήτρια με τις φορολογικές της δηλώσεις για τις περιόδους από 1.2.93 μέχρι 5.4.94. Για τους σκοπούς της έρευνας η αιτήτρια κλήθηκε και παρουσίασε για εξέταση τα βιβλία και αρχεία τα οποία τηρούσε κατά την περίοδο που λειτουργούσε η επιχείρηση.
Από την εξέταση των βιβλίων και των αρχείων, αλλά και άλλων στοιχείων της επιχείρησης, περιλαμβανομένων των φορολογικών δηλώσεων τις οποίες είχε υποβάλει η αιτήτρια, διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα:
(α) Η επιχείρηση ανέστειλε τις εμπορικές της δραστηριότητες από τις 5.4.94 και όχι από τις 30.6.94, όπως είχε δηλώσει η αιτήτρια στην αίτησή της για ακύρωση της εγγραφής της στο Μητρώο ΦΠΑ.
(β) Η αιτήτρια υπέβαλε καθυστερημένα τις φορολογικές της δηλώσεις για τις φορολογικές περιόδους από 1.2.93 μέχρι 30.9.93 και από 1.10.93 μέχρι 5.4.94.
(γ) Κατά την περίοδο από 1.10.93 μέχρι 31.12.93 η αιτήτρια πώλησε όλα τα αποθέματα και περιουσιακά της στοιχεία σε δύο συγγενικές εταιρείες χωρίς να χρεώσει και αποδώσει τον ανάλογο φόρο εκροών.
(δ) Η αιτήτρια δεν καταχώρησε τις πραγματικές της πωλήσεις στα βιβλία και τα αρχεία της.
(ε) Η αιτήτρια δεν καταχώρησε οποιεσδήποτε πωλήσεις στις φορολογικές περιόδους από 1.1.94 μέχρι 30.6.94, ενώ από τις καταστάσεις πωλήσεων διαφαινόταν ότι πραγματοποιήθηκαν πωλήσεις κατά τις εν λόγω περιόδους.
(στ) Η αιτήτρια πιστώθηκε με ποσό ύψους £747 ως φόρο εισροών χωρίς να της παρέχεται δικαίωμα για πίστωση του εν λόγω ποσού.
Υπό το φως των πιο πάνω διαπιστώσεων, ο Έφορος έκρινε ότι οι φορολογικές δηλώσεις τις οποίες υπέβαλε η αιτήτρια για τις περιόδους από 1.2.93 μέχρι 5.4.94 ήσαν ελλιπείς και/ή περιείχαν σφάλματα. Κατόπιν τούτου προχώρησε σε βεβαίωση φόρου, για μεν το φόρο εκροών δυνάμει του άρθρου 34(1), για δε το φόρο εισροών δυνάμει του φόρου 34(2) του Νόμου.
Επιπρόσθετα, ο Έφορος ακύρωσε την εγγραφή της αιτήτριας από το Μητρώο ΦΠΑ από 6.4.94 και της επέβαλε χρηματική επιβάρυνση ύψους £1.300, δυνάμει του άρθρου 21 Α του Νόμου, διότι καθυστέρησε για 26 μήνες να γνωστοποιήσει τον τερματισμό της υποχρεωτικής εγγραφής της στο Μητρώο.
Στις 21.11.97, ο ΄Εφορος απέστειλε στην αιτήτρια περιοδική κατάσταση λογαριασμού (στην οποία παρουσιαζόταν η κατάσταση του λογαριασμού της όπως είχε διαμορφωθεί μέχρι τότε) αξιώνοντας την άμεση εξόφλησή του. (Παράρτημα Ε στην ένσταση).
Η απόφαση του Εφόρου, που περιέχεται στην πιο πάνω περιοδική κατάσταση λογαριασμού, είναι το αντικείμενο της προσφυγής.
Οι λόγοι της ακύρωσης, όπως είναι διατυπωμένοι στο δικόγραφο της προσφυγής (Αίτησης), έχουν ως ακολούθως:
«
Α. Η Απόφαση και/ή η πράξη των Καθ΄ων η Αίτηση λήφθηκαν κατά παράβαση της κειμένης Νομοθεσίας γιατί αυτή λήφθηκε κατά Νομική πλάνη περί το εφαρμοζόμενο δίκαιο και/ή υπολογίστηκε αυθαίρετα και/ή αυθαίρετα αγνοήθηκαν οι παραστάσεις και στοιχεία των Αιτητών που συνέθεταν την ένσταση τους και/ή κατά το αποτέλεσμα άσκησης εσφαλμένα της διακριτικής εξουσίας των Καθ΄ων η Αίτηση.Β. Η επιβληθείσα φορολογία στον Αιτητή είναι καταστρεπτική και/ή απαγορευτικής φύσεως εναντίον του αρθ. 24 του Συντάγματος.
Γ. Η Απόφαση των Καθ΄ων η Αίτηση αποτελεί προιόν Νομικής πλάνης και/ή εσφαλμένων κριτηρίων και/ή εσφαλμένων εκτιμήσεων εκ μέρους των Καθ΄ων η Αίτηση.
Δ. Η προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση στερείται δέουσας ή οποιασδήποτε αιτιολογίας.
Ε. Αντιβαίνει στο Σύνταγμα και στο Νόμο.
Στ. Οι Καθ΄ων η Αίτηση ενέργησαν υπό καθεστώς πραγματικής πλάνης καθ΄ ότι δεν έλαβαν υπόψη ή αγνόησαν παντελώς ουσιωδέστατα αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά την επιχείρηση των Αιτητών.
Ζ. Είναι προιόν υπέρβασης ή κατάχρησης εξουσίας.
Η. Πάσχει στα προπαρασκευαστικά της στάδια.
Θ. Η απόφαση των Καθ΄ων η Αίτηση είναι αναιτιολόγητη και/ή αιτιολογία της συγκρούεται με τα στοιχειά της υπόθεσης.
Ι. Η απόφαση των Καθ΄ων η Αίτηση λήφθηκε μετά από εσφαλμένη άσκηση της διακριτικής εξουσίας και εξυπηρετεί αλλότριο σκοπό.
Κ. Η απόφαση των Καθ΄ων η Αίτηση παραβιάζει τις αρχές της Φυσικής Δικαιοσύνης και/ή είναι αντίθετη προς τις αρχές της χρηστής Διοίκησης και/ή της αξιοκρατίας.
Λ. Η απόφαση των Καθ΄ων η Αίτηση είναι τόσο άδικη ούτως ώστε να χρήζει άμεσης ακύρωσης.»
Στις γραπτές αγορεύσεις του δικηγόρου της αιτήτριας, αφού υπό τύπο εισαγωγής επαναλαμβάνονται επί λέξει η ζητούμενη θεραπεία και οι πιο πάνω λόγοι ακύρωσης, στη συνέχεια δεν γίνεται οποιαδήποτε ουσιαστική ανάλυση ή ανάπτυξή τους ούτε επιχειρείται οποιαδήποτε ουσιαστική σύνδεσή τους με τα πραγματικά γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση. Οι εισηγήσεις του δικηγόρου πάσχουν από γενικότητα και αοριστία, με αποτέλεσμα να μην συγκεκριμενοποιούνται ούτε και να αιτιολογούνται με την αναγκαία επάρκεια οι προβαλλόμενοι λόγοι ακύρωσης, ώστε να είναι το Δικαστήριο σε θέση να κρίνει και αποφασίσει κατά πόσο αυτοί ή οποιοσδήποτε από αυτούς ευσταθεί ή όχι.
Ο πιο πάνω τρόπος διατύπωσης των λόγων ακύρωσης, όπως και ο γενικός και αόριστος τρόπος παρουσίασης της υπόθεσης, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, ο οποίος προνοεί:
«7. Έκαστος διάδικος δέον διά των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον.»
Σύμφωνα με το άρθρο 2 του ίδιου κανονισμού:
« «έγγραφος πρότασις» συμπεριλαμβάνει αίτησιν, ένστασιν ή ανταπάντησιν
Η αιτήτρια απέτυχε να αποδείξει, ως εβαρύνετο, οποιονδήποτε από τους λόγους ακύρωσης που πρόβαλε.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Ρ. Γαβριηλίδης
Δ.
/ΧΤΘ