ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 177/99
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Πολυξένης Πραξιτέλη Νικολάου από το Κολόσσι
Αι τήτριας
και
Της Δημοκρατίας της Κύπρου δια του
Υπουργού Οικονομικών
Καθ΄ων η αίτηση
---------------------
19 Νοεμβρίου 1999
Για την αιτήτρια: Θ. Σπανού για Λ. Κληρίδη.
Για τους καθ΄ων η αίτηση: Λ. Χριστοδουλίδου.
------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Επιβλήθηκε στην αιτήτρια φόρος κεφαλαιουχικών κερδών σε σχέση με διάθεση επαύλεων στο ακίνητο με αριθμό εγγραφής 7212 στο Κολόσσι και αμφισβητήθηκε το κύρος της απόφασης με την προσφυγή 111/97. ΄Ηταν ο ισχυρισμός της πως η σύμβαση για τη διάθεση είχε συμφωνηθεί στις 28.3.80, δηλαδή πριν από την έναρξη της ισχύος του περι Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου του 1980 (Ν. 52/80) και πως, συνεπώς, δεν υπήρχε διάθεση υποκείμενη σε τέτοιο φόρο.
Κρίθηκε πως δεν είχε δίκαιο. Σύμφωνα με το άρθρο 35 του Νόμου, συμβάσεις συναφθείσες πριν την έναρξη της ισχύος του Νόμου, για να επέφεραν τέτοιο αποτέλεσμα, θα έπρεπε να είχαν κατατεθεί στο γραφείο του διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων μέσα σε προθεσμία δυο μηνών από την έναρξη της ισχύος του Νόμου. (Βλ. Πολυξένη Πραξιτέλους Νικολάου ν. Δημοκρατίας 111/97 ημερομηνίας 2.7.98). Η αιτήτρια δεν είχε καταθέσει τη σύμβαση μέσα στην προθεσμία που τάχθηκε και, επομένως, στη βάση της απόφασης της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Γεωργιάδου (1995) 3 ΑΑΔ 146, ορθά φορολογήθηκε.
Η αιτήτρια δεν άσκησε έφεση αλλά επανήλθε στο θέμα με την επιστολή της ημερομηνίας 31.8.98. Ζήτησε επανεξέταση και ακύρωση της φορολογίας υπό το φως σύμβασης με ημερομηνία 24.3.80 την οποία επισύναψε. Η σύμβαση αφορούσε στη διάθεση έπαυλης στο ακίνητο και, όπως ήταν ο ισχυρισμός της αιτήτριας, αποδείκνυε πως "η πώληση του επίδικου κτήματος συνετελέστη προ της ενάρξεως της ισχύος της πιο πάνω νομοθεσίας".
Ο Διευθυντής, με την επιστολή του ημερομηνίας 16.9.98, την πληροφόρησε πως δεν ενδεικνυόταν επανεξέταση. Ακολούθησε αλληλογραφία στο πλαίσιο της οποίας η αιτήτρια ζήτησε αιτιολόγηση αυτής της στάσης. Ο Διευθυντής την παρέπεμψε στο δεδικασμένο της απόφασης που είχε εκδοθεί, ουσιαστικά υπενθυμίζοντας την πως υπήρχε το πρόβλημα της μή κατάθεσης της σύμβασης σύμφωνα με το Νόμο. Η αιτήτρια, με την παρούσα προσφυγή, την οποία καταχώρισε στις 16.2.99, προσβάλλει την άρνηση επανεξέτασης η οποία, όπως το θέτει, συνιστούσε παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας. Κατά τον ισχυρισμό της υπήρχε το νέο στοιχείο της σύμβασης ημερομηνίας 24.3.80 που επέβαλλε επανεξέταση του θέματος.
Τέθηκε ζήτημα, στο οποίο η αιτήτρια δεν έδωσε απάντηση, αναφορικά με το κατά πόσο προσβλητή, ως ενδεχομένως εκτελεστή, θα μπορούσε να ήταν μόνο η πρώτη απάντηση του Διευθυντή, ημερομηνίας 16.9.98. Αυτή η αντίκρυση στηρίζεται σε υπόθεση. Η αιτήτρια θεωρεί πως εν τέλει παράχθηκε εκτελεστή πράξη άλλη από την αναθεωρηθείσα στην προσφυγή που αναφέρθηκε, επειδή προσήξε νέο στοιχείο, δηλαδή τη σύμβαση της 24.3.80. ΄Ομως δεν ήταν νέο στοιχείο εκείνη η σύμβαση. Δεν ήταν δυνατό να διαφοροποιήσει τα δεδομένα που οδήγησαν στην πρώτη απόφαση, εκείνη του 1996, η οποία επικυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο. Είναι προφανές πως η αιτήτρια δεν κατανόησε πως εγειρόταν ανυπέρβλητο εμπόδιο στην προώθηση της άποψής της. Εξέλαβε πως το πρόβλημα συνίστατο σε αποτυχία της να προσκομίσει στοιχεία ως προς την ημερομηνία σύναψης της σύμβασης κατά το χρόνο που ο έφορος αποφάσιζε την επιβολή της φορολογίας. Επίσης πως εκείνο που αντιμετώπιζε ήταν αμφισβήτηση της γνησιότητας του ισχυρισμού της πως η σύμβαση είχε συναφθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του Νόμου.
Η πραγματικότητα είναι άλλη. Σύμφωνα με την απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Γεωργιάδη (ανωτέρω) η κατάθεση της σύμβασης στο Διευθυντή μέσα στην προθεσμία που τάσσεται από το άρθρο 35, είναι όρος. Χωρίς την ικανοποίησή του δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα σύναψης σύμβασης πριν την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου. (βλ. επίσης Μιχαλάκη Χριστοδούλου Λαμπασκή ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ΑΕ 1910 ημερομηνίας 22.12.98). Συνεπώς η προσκόμιση άλλων στοιχείων όπως η σύμβαση ημερομηνίας 24.3.80 ήταν ατελέσφορη. Αυτό το στοιχείο, το οποίο ας σημειωθεί επίσης δεν είχε κατατεθεί στο Διευθυντή, δεν ήταν νέο ως δυνάμενο να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την γέννηση υποχρέωσης επανεξέτασης προς έκδοση νέας εκτελεστής απόφασης. ΄Ηταν και αυτό εξωγενές αφού δεν παρεχόταν δυνατότητα ανάληψης έρευνας πέρα από τη διαπίστωση πως η επίδικη σύμβαση δεν είχε κατατεθεί. Επ΄αυτού, η απόφαση στην 111/97 παρήγαγε δεδικασμένο σύμφωνα με το οποίο, ενόψει της μή κατάθεσης της επίδικης σύμβασης, η αιτήτρια ορθά φορολογήθηκε. Ορθά λοιπόν ο Διευθυντής αρνήθηκε την επανεξέταση του θέματος. Η προσφυγή, κάτω από οποιαδήποτε θεώρηση, δεν στρέφεται κατά εκτελεστής διοικητικής πράξης ή παράλειψης, και είναι απαράδεκτη. Απορρίπτεται με έξοδα.
Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ
/ΜΣι.