ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΡ. 475/98
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Παναγιώτη Σανταφιανού
Αι τητή
και
Κυπριακή Δημοκρατία μέσω
1. Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως
2. Αρχηγού Αστυνομίας
Κα θ΄ων η αίτηση
-------------------
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 22 Σεπτεμβρίου 1999
Για τον αιτητή: Α.Σ. Αγγελίδης.
Για τους καθ΄ων η αίτηση: Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.
------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής κατείχε από το 1977 το βαθμό του Υπαστυνόμου. Στις 13.12.95 κρίθηκε από Ιατροσυμβούλιο πως δεν μπορούσε να εκτελέσει τα αστυνομικά του καθήκοντα και, πάνω σ΄αυτή τη βάση, ο Αρχηγός της Αστυνομίας, με επιστολή του ημερομηνίας 9.1.96, ζήτησε έγκριση για αφυπηρέτησή του για λόγους υγείας, σύμφωνα με τον περι Συντάξεων Νόμο, Κεφ. 311. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης ενέκρινε την αφυπηρέτηση και ο Αρχηγός της Αστυνομίας, με επιστολή του ημερομηνίας 23.1.96, ενημέρωσε τον αιτητή.
Η διαφορά προέκυψε από το χειρισμό σε σχέση με την ημερομηνία αφυπηρέτησης. Σύμφωνα με την επιστολή του Αρχηγού αυτή δεν θα ήταν η 13.12.95 ή, έστω, η ημερομηνία λήψης της απόφασης για αφυπηρέτηση. Θα ήταν μελλοντική. Ο αιτητής είχε σε πίστη του άδεια απουσίας διάρκειας 567 ημερών και υπερωρίες διάρκειας 51 ημερών και η αφυπηρέτησή του θα συντελείτο μετά την εκπνοή τους, δηλαδή στις 22.8.97. Για το σκοπό αυτό, όπως αναφέρθηκε στον αιτητή, αυτές θα άρχιζαν από τις 13.12.95.
Αυτός ο προσδιορισμός είχε οικονομικές επιπτώσεις και ο αιτητής άσκησε προσφυγή. Η ένστασή του δεν αφορούσε σ΄αυτή καθ΄εαυτήν την απόφαση για αφυπηρέτησή του, αλλά στην ημερομηνία της. Με δεύτερο αίτημα του πρόσβαλε την άρνηση να του πληρωθούν οι άδειες και οι υπερωρίες που είχε σε πίστη του και συναφώς τη θεώρησή τους ως χρόνου αναγκαστικής άδειας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο διαπίστωσε θεμελιακή παρανομία στη διαδικασία που ακολουθήθηκε και αναρμοδιότητα. Το Κεφ. 311 δεν παρείχε εξουσία για την αφυπηρέτηση του αιτητή. Τα θέματα αναγκαστικής αφυπηρέτησης για λόγους υγείας ρυθμίζονταν από τους περί Αστυνομίας Γενικούς Κανονισμούς (ΚΔΠ 51/89). Επομένως, ακύρωσε την απόφαση, όπως γίνεται αντιληπτό, στο σύνολό της και όχι απλώς με αναφορά στην ημερομηνία της αφυπηρέτησης. (Βλ. Παναγιώτη Σανταφιανού ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερομηνίας 4.8.97).
Ακολούθησε επανεξέταση. Ο Αρχηγός της Αστυνομίας, με βάση την έκθεση του Ιατροσυμβουλίου, σύστησε την αφυπηρέτηση του αιτητή για λόγους δημοσίου συμφέροντος (υγείας), ο Υπουργός υπέβαλε ανάλογη σύσταση προς το Υπουργικό Συμβούλιο και αυτό, με την απόφασή του αρ. 46721, ημερομηνίας 16.10.97 (από προφανές λάθος αναφέρεται το 1998), αποφάσισε ως εξής:
"Το Συμβούλιο αποφάσισε να εγκρίνει την αφυπηρέτηση του υπαστυνόμου Παναγιώτη Σανταφιανού, για λόγους δημόσιου συμφέροντος (υγείας), σύμφωνα με την πρώτη επιφύλαξη του κανονισμού 20(3) των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989."
Ενημερώθηκε γραπτώς ο αιτητής με επιστολή του Αρχηγού ημερομηνίας 18.11.97 και, με επιστολή του δικηγόρου του, αφού αναφέρθηκε στο ιστορικό, ζήτησε οι άδειες απουσίας και οι υπερωρίες που είχε σε πίστη του να μήν υπολογιστούν ως χρόνος αναγκαστικής αφυπηρέτησης ή για τον καθορισμό του χρόνου αφυπηρέτησής του αλλά να του πληρωθούν αναδρομικά. ΄Ηταν η θεση του πως, ενόψει της ακυρωτικής απόφασης, η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου "πρέπει να εφαρμοστεί αναφορικά με την ημερομηνία αφυπηρέτησης, ωφελήματα και υπερωρίες από τις 13.12
.95". Η επιστολή αυτή απευθύνθηκε προς το Υπουργικό Συμβούλιο, τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης και τον Αρχηγό Αστυνομίας. Επελήφθη του θέματος ο Αρχηγός και του απάντησε με επιστολή Ανώτερου Αξιωματικού ημερομηνίας 24.3.98. Τον πληροφόρησε πως "αυτό δεν μπορεί να γίνει", δηλαδή, όπως εξηγεί, να εγκριθεί το αίτημά του να θεωρηθεί ως ημερομηνία αφυπηρέτησης η 13.12.95. Τον παρέπεμψε συναφώς στις πρόνοιες του Κανονισμού 16(2) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (έγκριση αδειών) Κανονισμών του 1995 (ΚΔΠ 101/95), τον οποίο και παρέθεσε. Είναι σαφές και το δέχεται και ο αιτητής πως, στη βάση αυτού του Κανονισμού, πράγματι η αφυπηρέτησή του θα έπρεπε να αρχίσει "από την επομένη της λήξης της άδειας ανάπαυσής του".Ο αιτητής άσκησε την παρούσα προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της άρνησης ικανοποίησής τού αιτήματός του ως προς την ημερομηνία αφυπηρέτησης του και συνακολούθως της ανάλογης πληρωμής για τις άδειες και τις υπερωρίες που είχε σε πίστη του. Αναπτύχθηκε σειρά επιχειρημάτων, κύριο ανάμεσα στα οποία ήταν το κατά πόσο ίσχυε ο πιο πάνω κανονισμός στην περίπτωση μελών της Αστυνομικής Δύναμης. Η θέση των καθ΄ων η αίτηση ήταν πως ίσχυε ενόψει του Κανονισμού 20 της ΚΔΠ 51/89 και πως δεσμίως καθορίστηκε η αναφερθείσα ημερομηνία αφυπηρέτησης.
Με απασχόλησαν ορισμένα ζητήματα, επανάνοιξα την υπόθεση και, στο τέλος, η άποψη των καθ΄ων η αίτηση μεταβλήθηκε. Είναι πλέον η κατηγορηματική θέση τους, όπως ήταν και του αιτητή ευθύς εξ αρχής, πως δεν εφαρμόζεται για τα μέλη της Αστυνομικής Δύναμης η ΚΔΠ 101/95. Αυτή η θέση μου φαίνεται ορθή. Ο Κανονισμός 20(3) στον οποίο είχε γίνει αναφορά παραπέμπει στη "διαδικασία που εφαρμόζεται στη Δημόσια Υπηρεσία", σε σχέση με την καταλληλότητα ή μή του μέλους να εκτελεί όλα τα καθήκοντα τα οποία δυνατόν να του ανατεθούν ή για να αποφασιστεί η παράταση άδειας ασθένειας". Δεν νομίζω πως αυτό θα μπορούσε να αναχθεί σε κανονιστική διάταξη για ισχύ της ΚΔΠ 101/95 σε σχέση με το συζητούμενο θέμα. Και διαφορετικά να ήταν, θα ετίθετο περαιτέρω ζήτημα αφού η ΚΔΠ 101/95 είναι μεταγενέστερη της ΚΔΠ 5
1/89. (Βλ. Ιωάννα Πουλλή ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου 750/91 ημερομηνίας 21.10.92 και Πόλα Κοφτερού ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου ΑΕ 1769 ημερομηνίας 24.4.96).Εν τούτοις, οι καθών η αίτηση υποστήριξαν τη νομιμότητα της απόφασης. Στηρίχτηκε σε λανθασμένη κανονιστική διάταξη αλλά, όπως εισηγούνται, βρίσκει νόμιμο έρεισμα στον Κανονισμό 19(5)(α) της ΚΔΠ 51/89.
Ο Κανονισμός 19 αναφέρεται στις άδειες απουσίας. Καθορίζει τον αριθμό τους για κάθε έτος, απαγορεύει τη συσσώρευσή τους χωρίς προηγούμενη έγκριση, ρυθμίζει τη χορήγηση αδειών που συσσωρεύτηκαν πριν την έναρξη της ισχύος των Κανονισμών και, με την παράγραφο 5(α), ορίζει τα ακόλουθα:
"Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των πιο πάνω παραγράφων του παρόντα Κανονισμού, κάθε μέλος της Δύναμης, άσχετα με το αν υπέβαλε αίτηση για άδεια ή μη, λαμβάνει υποχρεωτικά κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του την άδεια που δικαιούται και ο χρόνος κατά τον οποίο λαμβάνεται τέτοια άδεια ορίζεται από τον Αρχηγό:
Νοείται ότι σε περίπτωση που το μέλος τη Δύναμης πρόκειται να αφυπηρετήσει σύντομα και τέτοια άδεια δε λήφθηκε προηγούμενα αυτή λαμβάνεται κατά τέτοιο χρόνο, ώστε να συμπληρώνεται κατά την ημερομηνία της αφυπηρέτησής του."
Κρίνω ορθή την εισήγηση του αιτητή πως το άρθρο 19(5)(α) δεν παρέχει στήριξη στην προσβαλλόμενη απόφαση. Για να λειτουργούσε ο Κανονισμός προαπαιτείται το μέλος να "πρόκειται να αφυπηρετήσει σύντομα" οπότε, ως μέτρο πρόληψης, με γνωστή την ημερομηνία αφυπηρέτησης, χορηγείται η άδεια ώστε αυτή να συμπληρώνεται τότε. Εδώ δεν έχουμε συνήθη αφυπηρέτηση σε ημερομηνία εκ των προτέρων γνωστή. Η αφυπηρέτηση από το Υπουργικό Συμβούλιο αποφασίστηκε στη βάση της διαπίστωσης του Ιατροσυμβουλίου πως από τις 13.12.95 ο αιτητής δεν μπορούσε να ασκεί τα καθήκοντά του. Το ποιά είναι ή θα πρέπει να είναι η ημερομηνία αφυπηρέτησης του αιτητή προβάλλει ως ζητούμενο και όχι ως δεδομένο. Η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου δεν αναφέρεται σε τέτοια ημερομηνία και ο αιτητής υποστηρίζει πως κατ΄ανάγκην αυτή ανατρέχει στο χρόνο της αρχικής απόφασης που ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο αφού ήταν το αποτέλεσμα επανεξέτασης, κατά συμμόρφωση προς το δεδικασμένο που παράχθηκε. Δεν νομίζω ότι δικαιολογείται να επεκταθώ σ΄αυτά. Δεν αποτελεί, κάτω από οποιοδήποτε φακό, αντικείμενο της προσφυγής η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ούτε οποιαδήποτε κατ΄ισχυρισμόν παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας.
Η προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης του Αρχηγού της Αστυνομίας, στη ρίζα της οποίας βρίσκεται η απόρριψη του αιτήματος να θεωρηθεί ως ημερομηνία αφυπηρέτησης του αιτητή η 13.12.95 και, κατ΄επέκταση, ενόψει της παραπομπής στον Κανονισμό 16(2) της ΚΔΠ 101/95, η θεώρηση ως ημερομηνίας συνταξιοδότησής του της επομένης της λήξης της άδειας ανάπαυσής του. Δεν χορήγησε άδειες ο Αρχηγός και πάντως δεν είναι δυνατό να ενταχθεί η περίπτωση στις καλυπτόμενες από τον Κανονισμό 19(5)(α). Επιλήφθηκε του θέματος του προσδιορισμού της ημερομηνίας αφυπητέρησης του αιτητή και νομίζω πως αυτό δεν ήταν θέμα για το οποίο
, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θα μπορούσε να ασκήσει αρμοδιότητα. Σε εισήγηση για ακύρωση λόγω έλλειψης αρμοδιότητας απέληξαν και τα επιχειρήματα του αιτητή κατ΄επίκληση της υπόθεσης Δημοκρατία ν. Μελέτη (1991) 3 ΑΑΔ 433 αφού η προσβαλλόμενη απόφαση απέκτησε οντότητα στο χώρο του δικαίου. Με βρίσκει σύμφωνο αυτή η προσέγγιση.Στο πλαίσιο της συζήτησης έγινε αναφορά και στις ιδιαίτερες ρυθμίσεις ως προς τις υπερωρίες. Κατά τον Κανονισμό 17 χορηγείται γι΄αυτές υπερωριακό επίδομα, όταν είναι σταθερές κατ΄αποκοπήν, όπως θα έκρινε ο Αρχηγός ή ανάλογος "χρόνος ανάπαυσης". Θα προέκυπτε, επομένως, ως θέμα για συζήτηση αν θα ήταν δυνατό, κάτω από οποιαδήποτε εκδοχή, να θεωρηθεί ότι ο Κανονισμός 19(5)(α) καλύπτει και τις υπερωρίες ή αν, ως προς αυτές, προκύπτει ανάγκη άσκησης διακριτικής εξουσίας σε άλλη βάση. Δεν θα επεκταθώ όμως ούτε ως προς αυτό ούτε ως προς τις όποιες επιπτώσεις από τον έγκυρο προσδιορισμό ή θεώρηση της μιας ή της άλλης ημερομηνίας ως τις ημερομηνίες αφυπηρέτησης του αιτητή.
Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ
/ΜΣι.