ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 937/97
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
Ευθυμούλας Ιωάννου, από τα Λατσιά
Αιτήτρ ιας
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας
Καθ'ης η αίτηση
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 4 Αυγούστου, 1999.Για την αιτήτρια: Α. Σ. Αγγελίδης.
Για την καθ΄ης η αίτηση: Τζ. Καρακάννα (κα).
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αιτήτρια κατέχει τη θέση δασκάλας στη Δημοτική Εκπαίδευση, υπηρετούσε δε κατά τον ουσιώδη χρόνο στο Α΄ Δημοτικό Σχολείο Πέρα Χωρίου Νήσου.
Στις 6.9.97 η αιτήτρια πληροφορήθηκε από τον ημερήσιο τύπο ότι μετατέθηκε στη Λευκωσία.
Η αιτήτρια με επιστολή της ημερ. 7.9.97 υπέβαλε ένσταση για τη μετάθεσή της αυτή. Επανέλαβε την ένσταση της επίσης με επιστολή ημερ. 3.10.97 μέσω του δικηγόρου της.
Προτού εξετασθεί η πιο πάνω ένστασή της από την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ΕΕΥ) η αιτήτρια καταχώρησε την παρούσα προσφυγή στις 14.11.97 με την οποία αιτείται:-
"Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ΄ ης η αίτηση με την οποίαν μετάθεσε την αιτήτρια από το Α΄ Δημοτικό Σχολείο Πέρα Χωρίου Νήσου στη Λευκωσία με ισχύ από 8.9.97 όπως αυτή κοινοποιήθηκε με επιστολή 10.10.97 της καθ΄ ης προς την αιτήτρια, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.".
Μετά την καταχώρηση της προσφυγής και συγκεκριμένα στις 25.11.97 η ΕΕΥ εξέτασε σε συνεδρία της την ένσταση της αιτήτριας την οποία και απέρριψε, εμμένοντας στην απόφαση της για έκτακτη μετάθεση της αιτήτριας. Αναφέρει δε στην απόφαση της η ΕΕΥ:-
"Η Επιτροπή αφού εξέτασε το θέμα, αποφάσισε να επιτρέψει στο δικηγόρο να επιθεωρήσει την επιστολή των Προέδρων Σχολικής Επιτροπής και Συνδέσμου Γονέων που αιτούνται μετακίνηση της πελάτισσάς του. Επιπρόσθετα, να τον πληροφορήσει ότι η έκτακτη μετάθεση της κας Ε. Ιωάννου από το Πέρα Χωριό Νήσου στη Λευκωσία, έγινε με γνώμονα την ομαλή λειτουργία του σχολείου και τα καλώς νοούμενα συμφέροντα της εκπαιδευτικού λειτουργού και δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσμενής διότι η έδρα της είναι τα Λατσιά.".
Στη γραπτή του αγόρευση ο ευπαίδευτος δικηγόρος της αιτήτριας αναπτύσσει δύο λόγους για τους οποίους, ως ισχυρίζεται, οδηγούν σε ακύρωση της επίδικης απόφασης. Πρώτο, ότι ο λόγος της μετάθεσής της ήταν αλλότριος και πέραν των αναγκών της υπηρεσίας αφού υπήρχε πρόσφατη καταγγελία από τη σχολική εφορία και το Σύνδεσμο Γονέων που απέδιδε στην αιτήτρια υπαίτια συμπεριφορά και δεύτερο ότι καμιά αιτιολογία δεν δίδεται για τη μετάθεση και ότι η απλή επίκληση "για κάλυψη εκπαιδευτικών αναγκών" είναι γενική και αόριστη αποτελεί δε επανάληψη του νόμου ή του Κανονισμού.
Με τη γραπτή της αγόρευση η δικηγόρος των καθ΄ων η αίτηση εγείρει για πρώτη φορά προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχασε την εκτελεστότητά της επειδή ενσωματώθηκε στην απόφαση της ΕΕΥ ημερ. 25.11.97 με αποτέλεσμα η προσφυγή να απωλέσει το αντικείμενό της. Η προδικαστική αυτή ένσταση δεν ηγέρθηκε στη γραπτή ένσταση των καθ΄ων η αίτηση. Δεν αποτελεί όμως τούτο κώλυμα στην εξέτασή της, αφού, κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης μπορεί να εξετασθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης, ακόμη και στην κατ΄ έφεση διαδικασία, και αυταπάγγελτα από το Δικαστήριο, γιατί είναι θέμα δημόσιας τάξης (Βλέπε: Κυπριακή Δημοκρατία ν. Γεωργίου Ματθαίου, Α.Ε. 832, ημερ. 12.7.90 και Εταιρεία Αδελφοί Λανίτη Λτδ. ν. Δημοκρατία, Α.Ε. 2373, ημερ. 20.7.99).
Θα εξετάσω, λοιπόν, κατ΄ αρχή την προδικαστική αυτή ένσταση γιατί τυχόν επιτυχία της θα διαθέσει ολόκληρη την προσφυγή.
Στην απαντητική του γραπτή αγόρευση ο δικηγόρος της αιτήτριας προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η ΕΕΥ με την απόφασή της ημερ. 25.11.97 δεν αποφάσισε οτιδήποτε νέο και εκτελεστό. Απλά η κατάληξη της ήταν πληροφοριακού περιεχομένου χωρίς εξέταση του θέματος.
Οι μεταθέσεις εκπαιδευτικών διέπονται από το άρθρο 39 των περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμο καθώς και από τους περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Τοποθετήσεις, Μετακινήσεις και Μεταθέσεις) Κανονισμούς του 1987 (Κ.Δ.Π. 212/87).
Ο Κανονισμός 15 που προβλέπει για τις έκτακτες μεταθέσεις έχει ως εξής:-
"15.-(1) Η Επιτροπή, με αιτιολογημένη απόφασή της, μπορεί να προβαίνει σε έκτακτες μεταθέσεις εκπαιδευτικών λειτουργών στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους όταν η μετάθεση κρίνεται απολύτως απαραίτητη για το συμφέρον της υπηρεσίας
(β) για την πλήρωση αναγκών οι οποίες προέκυψαν μετά την οριστικοποίηση των κανονικών μεταθέσεων.
(2) Η Επιτροπή διενεργεί τις έκτακτες μεταθέσεις που προβλέπονται στην υποπαράγραφο (β) της παραγράφου (1) του Κανονισμού αυτού με βάση τη σειρά προτεραιότητας που καθορίζεται στον Κανονισμό 12 και τον κατάλογο που καταρτίζεται σύμφωνα με την υποπαράγραφο (α) της παραγράφου (3) του Κανονισμού 13.
(3) Ενστάσεις για έκτακτες μεταθέσεις μπορούν να υποβληθούν γραπτώς μέσα σε επτά ημέρες από την κοινοποίησή τους στους ενδιαφερομένους και η Επιτροπή, αφού μελετήσει τους λόγους που περιέχονται σ΄ αυτές, αποφασίζει σχετικά μέσα σε επτά ημέρες από τη λήψη τους.".
Όπως συνάγεται από την παράγραφο 3 του Κανονισμού 15 η ένσταση προβλέπεται ρητά και καθορίζεται η χρονική προθεσμία μέσα στην οποία μπορεί να υποβληθεί καθώς και ο τρόπος υποβολής της, δηλαδή να είναι γραπτή και αιτιολογημένη.
Η ΕΕΥ έχει καθήκον με βάση την ίδια παράγραφο του Κανονισμού 15 να εξετάσει την ένσταση και, αφού μελετήσει τους λόγους που περιλαμβάνονται σ΄ αυτή, να αποφασίσει.
Στην απόφαση της Ολομέλειας Δημοκρατίας ν. Γεώργιου Ματθαίου, Α.Ε. 832, ημερ. 12.7.90, στη σελίδα 10 αναφέρονται τα εξής:-
"Η ένσταση, που προβλέπεται στους Κανονισμούς, παρόλο ότι υποβάλλεται στο ίδιο όργανο, είναι ενδικοφανής προσφυγή. Δεν ταυτίζεται με το γενικό δικαίωμα "του αναφέρεσθαι προς τας αρχάς", που διασφαλίζεται με το Άρθρο 29 του Συντάγματος, ούτε είναι απλή αίτηση θεραπείας ή αναθεώρησης.
Η απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου, 1987, δεν είναι βεβαιωτική, αλλά νέα εκτελεστή διοικητική πράξη, στην οποία ενσωματώθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση της 12ης Αυγούστου, 1987, γιατί ο εφεσίβλητος-αιτητής, με ένστασή του και με επιστολή 2 Σεπτεμβρίου, 1987, υπόβαλε νέα στοιχεία τα οποία λήφθηκαν υπόψη.
Η προσβαλλόμενη απόφαση έχασε την εκτελεστότητα της όταν η δεύτερη εκτελεστή απόφαση κοινοποιήθηκε στον αιτητή-εφεσίβλητο, έστω και με την ένσταση στην προσφυγή.".
Η πιο πάνω υπόθεση Γεωργίου Ματθαίου έχει τα ίδια γεγονότα και αναφέρεται σε συμπληρωματικές μεταθέσεις εκπαιδευτικών με βάση τον Κανονισμό 13. Στις παραγράφους 6 και 7 του Κανονισμού 13 προβλέπονται οι ίδιες ενστάσεις όπως προβλέπονται και στην παράγραφο 3 του Κανονισμού 15.
Οι ισχυρισμοί του δικηγόρου της αιτήτριας ότι η απόφαση της ΕΕΥ ημερ. 25.11.97 δεν περιέχει νέα εκτελεστή πράξη κρίνονται ως ανεδαφικοί. Η ΕΕΥ είχε ενώπιον της την ένσταση της αιτήτριας ημερ. 7.9.97 και την επανάληψη της από την επιστολή του δικηγόρου της ημερ. 3.10.97. Στην ένσταση της αιτήτριας ημερ. 7.9.97 αναφέρονται διάφοροι ισχυρισμοί και οι λόγοι που συνηγορούν στην αποδοχή της ένστασής της. Η ΕΕΥ αφού εξέτασε τους ισχυρισμούς και τους λόγους που προβλήθησαν από την αιτήτρια απέρριψε την ένστασή της, εμμένοντας στην απόφασή της. Η απόφαση της ΕΕΥ της 25.11.97 είναι εκτελεστή διοικητική πράξη στην οποία ενσωματώθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση της 5.9.97 η οποία δημοσιεύθηκε στις 6.9.97.
Η προσβαλλόμενη, κατά συνέπεια, απόφαση έχασε την εκτελεστότητά της.
Η δικηγόρος για τους καθ΄ων η αίτηση υπέβαλε ότι η προσφυγή παρέμεινε χωρίς αντικείμενο μετά την απώλεια της εκτελεστότητάς της και έτσι δεν μπορούσε να προωθηθεί διαδικασία για την ακύρωσή της μετά τις 25.11.97.
Σύμφωνα με την υπόθεση Ματθαίου (πιο πάνω) "σε περιπτώσεις όπου εκτελεστή διοικητική πράξη εφαρμόζεται και αφήνει συνέπειες ζημιογόνες εκ πρώτης όψεως, έστω και αν η πράξη χάσει αργότερα την εκτελεστότητά της, η δίκη δεν καταργείται, γιατί το Δικαστήριο έχει καθήκον να ασκήσει τη δικαιοδοσία του και να καταλήξει σε απόφαση, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 4 του Άρθρου 146 του Συντάγματος.".
Ο δικηγόρος για την αιτήτρια ισχυρίζεται ότι από τη μετάθεση η αιτήτρια υπέστη υλική ζημιά χωρίς όμως να την εξειδικεύει. Αντίθετα, η δικηγόρος για τους καθ΄ων η αίτηση ισχυρίζεται ότι όχι μόνο δεν υπέστη η αιτήτρια ζημιά αλλά αντίθετα ωφελήθηκε γιατί η μετάθεση της δεν ήταν δυσμενής αφού μετατέθηκε πολύ πιο κοντά στην έδρα της. Σημειώνω ότι η έδρα της αιτήτριας, σύμφωνα με τον Κανονισμό 3, ήταν τα Λατσιά. Η αιτήτρια μετακινήθηκε από το Πέρα Χωρίο Νήσου στη Λευκωσία δηλαδή πολύ πλησιέστερα προς την έδρα της από προηγούμενα. Δεν διαφαίνεται ούτε και αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως ότι η αιτήτρια υπέστη οποιαδήποτε ζημιογόνο συνέπεια, αντίθετα συνάγεται εκ πρώτης όψεως το αντίθετο. Κατά συνέπεια η προσφυγή παρέμεινε και χωρίς αντικείμενο.
Η προδικαστική ένσταση των καθ΄ων η αίτηση ευσταθεί και γίνεται αποδεκτή και κατά συνέπεια η προσφυγή κρίνεται απαράδεκτη.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ