ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 759/97
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
A.D.S. DRYMIOTIS & SONS LIMITED
Αιτητές
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
1. Του Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας
2. Του Υπουργού Οικονομικών
Καθ΄ων η Αίτηση
--------------
16 Ιουλίου 1999
Για τους Αιτητές: κ. Ταλιαδώρος για κ. Χρυσοστομίδη.
Για τους Καθ΄ων η Αίτηση: κα. Ευγ. Καρακάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
-----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η προσφυγή ζητά δύο θεραπείες:
"(Α) Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ΄ων η Αίτηση, η οποία περιέχεται στην επιστολή τους ημερομηνίας 4.7.1997, με την οποία ουσιαστικά απορρίφθηκε η ένσταση της Αιτήτριας ημερ. 4.10.1996 αναφορικά με την κατάσχεση και/ή δήμευση τριών (3) αυτοκινήτων με αριθμούς εγγραφής ΖΒΑΝ 145, ΖΒΑΝ152, ΖΕΕΒ238, τα οποία η Αιτήτρια είχε στην κατοχή της και/ή απορρίφθηκε το αίτημα της Αιτήτριας για άμεση επιστροφή των αυτοκινήτων προς αυτή, καθώς επίσης η απόφαση και/ή πράξη των Καθ΄ων η Αίτηση να παραδώσουν τα εν λόγω αυτοκίνητα στον οργανισμό Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ, αντί στην Αιτήτρια, είναι άκυρη και στερείται οποιουδήποτε αποτελέσματος.
(Β) Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη των Καθ΄ων η Αίτηση να γνωστοποιήσουν γραπτώς στην Αιτήτρια, εντός 30 ημερών ή εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, δεόντως αιτιολογημένη απόφαση σε σχέση με την ένσταση της Αιτήτριας ημερ. 4.10.2996 αναφορικά με την κατάσχεση και/ή δήμευση τριών (3) αυτοκινήτων με αρ. εγγραφής ΖΒΑΝ145, ΖΒΑΝ152, ΖΕΕΒ238, τα οποία η Αιτήτρια είχε στην κατοχή της και/ή παράλειψη των Καθ΄ων η Αίτηση να επιστρέψουν
Η θεραπεία Β όμως στην πραγματικότητα ζητά δύο πράγματα: αφ΄ενός την παράλειψη γνωστοποίησης της απόφασης της διοίκησης επί της ένστασης της Αιτήτριας Εταιρείας, και αφ΄ετέρου την παράλειψη της διοίκησης να επιστρέψει τα εν λόγω αυτοκίνητα, που ουσιαστικά εξομοιώνεται με την θεραπεία Α.
Τα γεγονότα που διέπουν την προσφυγή έχουν ως εξής: Η Αιτήτρια Εταιρεία παρέλειψε να καταβάλει τον οφειλόμενο ΦΠΑ που προέκυπτε από τις φορολογικές της δηλώσεις και ανέρχετο σε £3,595.43, περιλαμβανομένων των επιβαρύνσεων και τόκων, κατά την 20.12.1994. Ακολούθησε καταδίκη της σε σχετική ποινική υπόθεση, στις δε 10.8.1996 το συνολικά οφειλόμενο ποσό είχε διαμορφωθεί σε £7,333.66, το οποίο και εκλήθη να πληρώσει, προειδοποιούμενη ότι άλλως ο Έφορος θα προέβαινε σε κατάσχεση δυνάμει του άρθρου 38(2), το οποίο προνοεί:
"(2)Τηρουμένων των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου, εάν το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο εξακολουθεί να αμελεί ή να αρνείται να καταβάλει στον Έφορο οποιοδήποτε ποσό που ο Έφορος απαιτεί δυνάμει των προνοιών του παρόντος ©Νόμου ή των κανονισμών ή διαταγμάτων που εκδίδονται δυνάμει
Νοείται ότι μετά την πάροδο τριάντα (30) ημερών από την ημέρα που ο Έφορος προβαίνει στην κατάσχεση αγαθών ως υποκειμένων σε δήμευση, τα αγαθά λογίζονται κηρυχθέντα σε δήμευση, εκτός αν εντός της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών υποβληθεί στον Έφορο γραπτή αμφισβήτηση ότι τα αγαθά δεν υπόκεινται σε δήμευση."
Δεν υπήρξε ανταπόκριση, και στις 6.9.1996 ο Έφορος απηύθυνε την ακόλουθη επιστολή στην Εταιρεία:
"
ΔΗΛΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗΣ ΑΓΑΘΩΝΤα αγαθά που περιγράφονται στον κατάλογο που επισυνάπτεται (αριθμός σελίδων: 1) έχουν κατασχεθεί και τεθεί υπό επίσημη φύλαξη σύμφωνα με το άρθρο 38(2) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου (Ν. 246/90). Τα αγαθά αυτά θα λογιστούν κηρυχθέντα σε δήμευση μετά την πάροδο τριάντα (30) ημερών από την πιο πάνω ημερομηνία, εκτός εάν εντός της προθεσμίας αυτής υποβάλετε στον Έφορο Φ.Π.Α. γραπτή αμφισβήτηση ότι δεν υπόκεινται σε δήμευση.
Η κατάσχεση αυτή κατέστη αναγκαία καθότι εξακολουθείτε να οφείλετε το ποσό των £7.333,66 που αποτελείται από φόρο, επιπρόσθετες επιβαρύνσεις και τόκους, παρά τις προειδοποιήσεις της Υπηρεσίας για έγκαιρη εξόφλησή του."
Τα αναφερόμενα αγαθά ήσαν τα εν λόγω τρία αυτοκίνητα.
Η Εταιρεία αντέδρασε με την αναφερόμενη στην προσφυγή επιστολή της ημερομηνίας 4.10.1996, την οποία και παραθέτω:
"1) Την 6.9.96 προβήκατε στην κατάσχεση 3 αυτοκινήτων που βρίσκονταν στην κατοχή μας, ήτοι των αυτοκινήτων με αρ. εγγραφής ΖΒΑΝ152, ΖΕΕΒ238 και ΖΒΑΝ145 για εξόφληση οφειλομένου ποσού.
2) Τα πιο πάνω οχήματα είναι ιδιοκτησία της Τράπεζας Κύπρου και βρίσκονται στην κατοχή μας δυνάμει γραπτής συμφωνίας ενοικιαγοράς, πράγμα που ελέχθη στους αρμόδιους υπαλλήλους σας κατά την 6.9.96.
3) Άνευ βλάβης των ανωτέρω, η αξία των κατασχεθέντων αυτοκινήτων υπερβαίνει κατά πολύ του τριπλασίου του οφειλομένου ποσού φόρου.
Ως εκ τούτου ενιστάμεθα στην από μέρους σας κατάσχεση των πιο πάνω αυτοκινήτων και σας καθιστούμε υπεύθυνους για τις ζημιές που μας έχουν προξενηθεί λόγω της πιο πάνω ενέργειας σας, σε μια περίοδο που η Τουριστική κίνηση είναι αυξημένη δεδομένου ότι ασχολούμαστε επαγγελματικά με την ενοικίαση αυτοκινήτων.
Επιφυλάσσοντας όλα τα νόμιμα δικαιώματα μας αναμένουμε τη θέση σας επί του προκειμένου και αξιώνουμε την άμεση παράδοση των αυτοκινήτων που έχουν κατασχεθεί."
Κατόπιν τούτου ο Έφορος ζήτησε να πληροφορηθεί σχετικά από τον Οργανισμό Χρηματοδοτήσεως Τράπεζας Κύπρου και να πάρει τη συμβουλή του Γενικού Εισαγγελέα. Ο δικηγόρος του Οργανισμού πληροφόρησε τον Έφορο ότι τα εν λόγω αυτοκίνητα ανήκουν στον Οργανισμό και είχαν πράγματι παραχωρηθεί στην Εταιρεία με συμβόλαια ενοικιαγοράς, ήσαν δε επίσης δεσμευμένα ως εγγύηση σε σχέση με άλλα συμβόλαια ενοικιαγοράς της Εταιρείας. Λόγω καθυστέρησης πληρωμής δόσεων, τα συμβόλαια ετερματίσθησαν από τον Οργανισμό και κινήθησαν αγωγές οι οποίες εκκρεμούσαν και στις οποίες ο Οργανισμός διεκδικούσε επιστροφή των αυτοκινήτων. Ο δε Γενικός Εισαγγελέας στις 28.5.1997 συμβούλευσε ότι, εφ΄όσον η ιδιοκτησία των αυτοκινήτων ήταν στον Οργανισμό ο οποίος και τα διεκδικούσε με αγωγές, έπρεπε να επιστρέφοντο αφού η συνέχιση της κράτησης τους δεν θα εξυπηρετούσε το σκοπό για τον οποίο κατασχέθησαν. Εν τω μεταξύ στα αυτοκίνητα είχαν προκληθεί κακόβουλες ζημιές και κλοπή. Στις 9.6.1997 ο Οργανισμός ζήτησε από τον Έφορο να του παραδοθούν τα αυτοκίνητα καθ΄όσον στις προαναφερόμενες αγωγές είχαν εκδοθεί αποφάσεις και διαταχθεί η Εταιρεία να τα επιστρέψει στον Οργανισμό. Εν όψει τούτου, ο Έφορος ζήτησε νέα γνωμάτευση από το Γενικό Εισαγγελέα, ο οποίος συμβούλευσε όπως τα αυτοκίνητα παραδοθούν στον Οργανισμό εφ΄όσον επιδίδετο στον Έφορο αντίγραφο της απόφασης. Στις 4.7.1997 ο Έφορος απεύθυνε προς τον Οργανισμό την προσβαλλόμενη με την προσφυγή επιστολή ημερομηνίας 4.7.1997, την οποία και κοινοποίησε προς την Εταιρεία. Η επιστολή πληροφορούσε τον Οργανισμό ότι ο Έφορος είχε αποφασίσει να του αποδώσει τα εν λόγω κατασχεθέντα αυτοκίνητα. Ο Έφορος παρέδωσε τα αυτοκίνητα στον Οργανισμό στις 18.7.1997.
Η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία εγείρει προδικαστική ένσταση αναφορικά με τη θεραπεία Β, καθ΄όσον αφορά την παράλειψη της διοίκησης να απαντήσει στην ένσταση της Εταιρείας εντός 30 ημερών, επί τη βάσει του ότι, εφ΄όσον τελικά εδόθη απάντηση και με τη θεραπεία Α στην προσφυγή προσβάλλεται και η ίδια η απόφαση που περιέχεται στην εν λόγω απάντηση, η θεραπεία Β καθίσταται άνευ αντικειμένου. Για δε τη θεραπεία Α, εγείρει άλλη προδικαστική ένσταση, ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση της 4.7.1997 ο Έφορος ουσιαστικά ανακάλεσε την κατάσχεση, με αποτέλεσμα η θεραπεία να καθίσταται άνευ αντικειμένου. Το ίδιο το δικαστήριο έθεσε στους ευπαιδεύτους συνηγόρους ένα ακόμα πιο βασικό θέμα αναφορικά με την όλη προσφυγή: κατά πόσο η κατάσχεση εμπίπτει στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146.4, ή αφορά μάλλον αστικά δικαιώματα. Το θέμα είναι θεμελιακό αφού διέπει την καθόλα δικαιοδοσία του δικαστηρίου, και είναι ως τέτοιο που εξετάζεται.
Κατ΄αρχή, είναι σημαντικό να διακριβωθεί τι έγινε και τι προσβάλλει η προσφυγή. Η ουσιαστική οφειλή της Εταιρείας δεν έχει αμφισβητηθεί. Και ο Έφορος απαίτησε την πληρωμή της οφειλής ως εξόφληση χρέους. Με την επιστολή του ημερομηνίας 6.9.1996, που αναφέρεται
ως "δηλοποίηση κατάσχεσης αγαθών", προέβη στην κατάσχεση των αυτοκινήτων για την πληρωμή του χρέους, σύμφωνα με το άρθρο 38(2). Η απόφαση αυτή δεν προσβάλλεται αυτή καθ΄αυτή. Εκείνο που προσβάλλεται, όπως λέγει η προσφυγή, είναι η απόφαση του Εφόρου της 4.7.1997 να απορρίψει την ένσταση της Εταιρείας και το αίτημα της για επιστροφή των αυτοκινήτων. Η ένσταση δε ρητά ανάφερε ότι η Εταιρεία ενίστατο στην κατάσχεση των αυτοκινήτων και απαιτούσε την άμεση επιστροφή τους. Και ο ίδιος ο κ. Ταλιαδώρος στις διευκρινίσεις διευκρίνισε ότι προβάλλεται η απόφαση επί της ένστασης, παρατηρώντας ότι έτσι συμπροσβάλλονται και όλες οι προηγούμενες προπαρασκευαστικές πράξεις, που περιλαμβάνει την κατάσχεση. Η απόφαση της πλήρους Ολομέλειας όμως στην υπόθεση Αριστοτέλους ν. Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΑΔ 279, δείχνει ότι η κατάσχεση, εκεί σε αντίστοιχες πρόνοιες του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1967, δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη υποκείμενη σε αναθεωρητικό έλεγχο κατά το Άρθρο 146.4. Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση των Αιτητών ότι η κατάσχεση συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη ως επιφέρουσα στέρηση της κατοχής των αγαθών και εμπεριέχουσα απόφαση από διοικητικό όργανο ότι τα αγαθά πράγματι υπόκειντο σε δήμευση. Ο Κωνσταντινίδης, Δ., ο οποίος έδωσε την απόφαση, το έθεσε ως εξής στη σ. 288:"Βρίσκεται στον πυρήνα της εισήγησης η αντίληψη πως οι διατάξεις του Νόμου που εξουσιοδοτούν την κατάσχεση είναι αυτοτελείς και, επομένως, διαχωρίσιμες από τις υπόλοιπες. Δεν είναι έτσι. Ο Νόμος εισάγει μηχανισμό αδιαίρετο. Η κατάσχεση δεν αποτελεί την ενέργεια που αφ΄εαυτής, κατά το Νόμο, επιφέρει τη δήμευση και δεν επάγεται συνέπειες ως προς το δικαίωμα της κυριότητας επί του εμπορεύματος που κατάσχεται. Το εμπόρευμα περιέρχεται ή δεν περιέρχεται στην κυριότητα της Δημοκρατίας ανάλογα με την αντίδραση του κυρίου του ή την κατάληξη της τελωνειακής δίωξης. Η πρόταση των καθ΄ων η αίτηση και των αιτητών που την υιοθετούν, παραγνωρίζει αυτή την πραγματικότητα. Αποτελεί όρο του Νόμου να διενεργείται η κατάσχεση όχι για
Ο εξοβελισμός, ως αντισυνταγματικών, του Δευτέρου Παραρτήματος και των άλλων διατάξεων ως προς την τελωνειακή δίωξη θα κατέλειπε τις διατάξεις που εξουσιοδοτούν την κατάσχεση αιωρούμενες στο κενό. Το Ανώτατο Δικαστήριο στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του κατά το άρθρο 146 του Συντάγματος, ουδέποτε θα μπορούσε να υποκαταστήσει το Επαρχιακό Δικαστήριο. Το Ανώτατο δικαστήριο ασκεί έλεγχο νομιμότητας και η δικαιοδοσία είναι αμιγώς ακυρωτική. Δεν προβαίνει σε πρωτογενείς διαπιστώσεις ως προς τα γεγονότα κατά την υποκατάσταση της κρίσης της διοίκησης και με κανένα τρόπο δεν θα ήταν επιτρεπτό να κρίνει αν το εμπόρευμα "τω όντι υπέκειτο εις δήμευσιν"."
Αφού εξέτασε δε και τη νομολογία, κατάληξε, στη σελίδα 289, ως εξής:
"Για τους λόγους που παραθέσαμε κρίνουμε πως, στο πλαίσιο του πλέγματος των διατάξεων του Νόμου 82/67, η κατάσχεση δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη και δεν υπόκειται σε αναθεωρητικό έλεγχο δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος. Είναι γεγονός ότι η κατάσχεση αφ΄εαυτής στερεί την κατοχή του εμπορεύματος που κατάσχεται αλλά δεν είναι εξ αυτού του λόγου εκτελεστή διοικητική πράξη ενόψει της άρρηκτης σύνδεσής της προς τη δικαστική διαδικασία που προνοείται."
Θεωρώ την υπόθεση Αριστοτέλους ως έχουσα εφαρμογή και στην προκειμένη περίπτωση, και δεν βλέπω τη διάκριση της που ο κ. Ταλιαδώρος έχει εισηγηθεί ως εκ του ότι στο Νόμο 246/90 δεν υπάρχει πλήρης αναφορά στη διαδικασία ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου όπως στην περίπτωση του Νόμου 82/67. Η ουσία της υπόθεσης έγκειται στο ότι η κατάσχεση προς δήμευση δεν είναι η ίδια εκτελεστή διοικητική πράξη διότι δεν επιφέρει η ίδια τη δήμευση αλλά οδηγεί, σε περίπτωση αμφισβήτησης, στη
δήμευση μετά από απόφαση του αρμοδίου δικαστηρίου, ούτε επάγεται η ίδια συνέπειες ως προς την κυριότητα των αγαθών. Αυτό ισχύει και στην περίπτωση του άρθρου 38(2). Κατ΄αρχή, η όλη διαδικασία της κατάσχεσης προς δήμευση που προβλέπεται στο άρθρο 38(2) επιδιώκει την ικανοποίηση του ήδη καθορισθέντος ως οφειλομένου χρέους φόρου, ώστε να συσχετίζεται με διαδικασίες ικανοποίησης χρέους και όχι με διοικητικές ενέργειες καθορίζουσες νομικά δικαιώματα, όπως η αρχική απόφαση του Εφόρου να προσδιορίσει τον οφειλόμενο φόρο την οποία και δεν αφορά το υπό εξέταση θέμα. Συναφώς, στο άρθρο 34(7) προνοεί ότι το βεβαιούμενο ποσό θεωρείται ως οφειλόμενος φόρος που μπορεί να εισπραχθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του εν λόγω Νόμου, το δε άρθρο 36 προνοεί ότι ο οφειλόμενος φόρος εισπράττεται ως χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία. Αρμόδιο δικαστήριο δε να αποφανθεί επί του αν όντως τα αγαθά υπόκεινται σε δήμευση δεν μπορεί ασφαλώς να είναι το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο ασκεί μόνο έλεγχο νομιμότητας διοικητικών πράξεων και ουδέποτε, όπως υπέδειξε ο Κωνσταντινίδης, Δ., θα μπορούσε κάτω από το Άρθρο 146.4 να υποκαταστήσει το Επαρχιακό Δικαστήριο.Αλλά και ο ίδιος ο Έφορος δεν έχει αρμοδιότητα να αποφανθεί επί της κήρυξης των αγαθών σε δήμευση, αφού η αρμοδιότητα του περιορίζεται στην κατάσχεση προς δήμευση, και ούτε έχει ουσιαστικά αρμοδιότητα να αποφανθεί επί της αμφισβήτησης του φορολογουμένου, η οποία αποτελεί απλώς ένα άλλο βήμα που οδηγεί στη διαδικασία κήρυξης των αγαθών σε δήμευση ή όχι. Καμμιά εκτελεστότητα για σκοπούς της δικαιοδοσίας του ΄Αρθρου 146.4 δεν μπορεί λοιπόν να αποδοθεί είτε στην ίδια την κατάσχεση είτε στην κράτηση των αγαθών στη συνέχεια, όπως και στην οποιαδήποτε αντίδραση του Εφόρου σε ενδεχόμενη αμφισβήτηση της κατάσχεσης. Από αυτή την άποψη μάλιστα, ο Έφορος δεν έχει αποφασίσει τίποτε αναφορικά με την αμφισβήτηση που υπέβαλε η Εταιρεία, και δεν υπάρχει αντικείμενο στην προσφυγή. Όπως υποβάλλει δε η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία, καθ΄όσον ο Έφορος, ενεργώντας με βάση την κυριότητα του Οργανισμού, όπως ισχυρίζετο η Εταιρεία και διαπιστώθηκε με τις εκδοθείσες δικαστικές αποφάσεις και τα εκδοθέντα διατάγματα παράδοσης των αγαθών στον οργανισμό, απέδωσε αυτά στον Οργανισμό, ουσιαστικά ανακάλεσε την κατάσχεση των αυτοκινήτων (ίδε και πάλι την υπόθεση Αριστοτέλους) και η όλη διαδικασία προς κήρυξη σε δήμευση έχασε το αντικείμενο της. Αν καλώς ή κακώς ο Έφορος απέδωσε στον Οργανισμό τα αυτοκίνητα αντί να τα επιστρέψει στην Εταιρεία και αν είναι ή όχι έτσι ένοχος οποιουδήποτε αστικού αδικήματος, ασφαλώς δεν είναι του παρόντος να κριθεί, αφού δεν αφορά τη νομιμότητα διοικητικής πράξης αλλά αστικά δικαιώματα.
Καταλήγω λοιπόν ότι το δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί της προσφυγής η οποία και, αποτυγχάνουσα, απορρίπτεται.
Η Αιτήτρια θα καταβάλει τα έξοδα της Δημοκρατίας.
Δ. Χατζηχαμπής
Δ.
/ΚΧ"Π