ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 58/98

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Avacom Computer Services Ltd

Αιτητών

και

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του

Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων

Καθ΄ων η Αίτηση

--------------

20 Ιουλίου 1999

Για τους Αιτητές: κ. Π. Οικονόμου.

Για τους Καθ΄ων η Αίτηση: κ. Α. Χριστοφόρου, δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.

---------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η προσφυγή ζητά την ακύρωση της απόφασης του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων η οποία κοινοποιήθηκε την Αιτήτρια Εταιρεία με επιστολή ημερομηνίας 10.11.1997 και με την οποία απορρίφθηκε ιεραρχική προσφυγή της εναντίον της απόφασης του Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων ότι η απασχόληση από την Εταιρεία του κ. Αθανασίου ήταν απασχόληση μισθωτού προσώπου υποκείμενη σε υποχρέωση καταβολής εισφορών για την περίοδο της εργοδότησης του από 2.10.1995 μέχρι 1.7.1996. Η θέση της Εταιρείας είναι ότι μεταξύ της και του κ. Αθανασίου, όπως προκύπτει από τις σχετικές συμβάσεις, δεν υπήρχε η σχέση εργοδότη και εργοδοτούμενου ώστε να δημιουργείται η υποχρέωση καταβολής εισφορών από την Εταιρεία, αλλά ότι ο κ. Αθανασίου ήταν αυτοτελώς εργαζόμενος. Η θέση αυτή αποδίδει ουσιαστικά πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο στη διοίκηση απολήγουσα σε υπέρβαση εξουσίας και έλλειψη αιτιολογίας στην απόφαση ως μη συνάδουσα με τα ενώπιον της διοίκησης δεδομένα.

Ποία είναι λοιπόν τα γεγονότα που είχε ενώπιον της η διοίκηση; Το θέμα προέκυψε από παράπονο του κ. Αθανασίου ότι η Εταιρεία παρέλειψε να καταβάλει εισφορές γι΄αυτόν ως μισθωτό πρόσωπο. Το παράπονο διερευνήθηκε με ιδιαίτερη αναφορά στις δύο συμβάσεις μεταξύ της Εταιρείας και του κ. Αθανασίου και καταθέσεις που λήφθησαν από τα δύο μέρη. Ο άξονας της εξέτασης ήταν βέβαια το άρθρο 2 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980, το οποίο δίδει τον ακόλουθο ορισμό του "μισθωτού", σε σχέση με τον οποίο υπάρχει υποχρέωση καταβολής εισφορών:

"'μισθωτός' σημαίνει πρόσωπον ασκούν οιανδήποτε ασφαλιστέαν απασχόλησιν εκ των καθοριζομένων εν τω Μέρει Ι του Πρώτου Πίνακος εκτός εάν η απασχόλησις αυτού είναι εξαιρετέα δυνάμει του Μέρους ΙΙ του ρηθέντος Πίνακος,"

 

Ασφαλιστέα απασχόληση καθορίζεται στο Μέρος 1 του Πρώτου Πίνακα ως [μεταξύ άλλων]:

"1. Απασχόλησις εν Κύπρω προσώπου τινός δυνάμει συμβάσεως εργασίας ή μαθητείας ή υπό τοιαύτας περιστάσεις εξ ων δύναται να συναχθή ύπαρξις σχέσεως εργοδότου και εργοδοτουμένου, περιλαμβανομένης της απασχολήσεως εν τη υπηρεσία της Δημοκρατίας."

 

Η απόφαση του Διευθυντή, που διεβιβάσθη στην Εταιρεία με επιστολή ημερομηνίας 18.2.1997, ήταν ότι η απασχόληση του κ. Αθανασίου ήταν απασχόληση μισθωτού προσώπου, με ιδιαίτερη αναφορά στα ακόλουθα στοιχεία:

"1. Ελέγχατε και εποπτεύατε τις υπηρεσίες που σας πρόσφερε ο κ. Αθανασίου.

2. Υπήρχε καθορισμένος βασικός μισθός και προμήθειες.

3. Τα προϊόντα που προωθούσε ανήκαν στην εταιρεία σας.

4. Οι πελάτες που εξυπηρετούνταν ήταν πελάτες της εταιρείας σας.

5. Από τον κ. Αθανασίου παρεχόταν εξηρτημένη εργασία που δημιουργούσε μαζί σας σχέση εργοδότη-εργοδοτουμένου."

 

Η Εταιρεία υπέβαλε την ιεραρχική προσφυγή της, παραπέμποντας ιδιαίτερα στους όρους της πρώτης συμφωνίας της με τον κ. Αθανασίου της 2.10.1995 σε στήριξη της θέσης της, εδέχθη όμως ότι με τη δεύτερη συμφωνία της 13.5.1996, που είχε εφαρμογή από 1.3.1996 (και όχι 1.5.1996 όπως η ίδια αναφέρει), ο κ. Αθανασίου κατέστη μισθωτός και υπήρχε υποχρέωση καταβολής εισφορών από 1.3.1996 μέχρι της διακοπής της συνεργασίας τους την 1.7.1997, όπως ουσιαστικά εδέχετο και πρότερα. Η ιεραρχική προσφυγή απερρίφθη, οπότε και κατεχωρήθη η προσφυγή.

Αρχίζω από την ιεραρχική προσφυγή για να παρατηρήσω ότι αυτή αφορούσε μόνο την περίοδο 2.10.1995 μέχρι 1.3.1996 βάσει της πρώτης συμφωνίας αφού η ίδια η Εταιρεία την περιόρισε έτσι δεχόμενη ότι από 1.3.1996 ο κ. Αθανασίου ήταν μισθωτός της βάσει της δεύτερης συμφωνίας ώστε να υπήρχε υποχρέωση της να καταβάλλει εισφορές για την περίοδο εκείνη. Η προσφυγή δεν μπορεί λοιπόν να στρέφεται κατά της απόφασης καθ΄όσον αυτή αφορά την περίοδο 1.3.1996 μέχρι 1.2.1996, ούτε μπορεί η Εταιρεία να ακούεται τώρα να λέγει άλλως του τι η ίδια απεδέχθη. Και ο ίδιος δε ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εταιρεία στη γραπτή αγόρευση του περιορίζει την προσφυγή στην περίοδο 2.10.1995 μέχρι 1.3.1996. Εξ άλλου, βέβαια, και η ίδια η δεύτερη συμφωνία είναι χωρίς την παραμικρή αμφιβολία συμφωνία δημιουργούσα σχέση εργοδότη και εργοδοτουμένου. Το θέμα αυτό είναι λοιπόν καθαρό από κάθε άποψη και δεν χρειάζεται να λεχθεί οτιδήποτε περαιτέρω.

Όσον αφορά την περίοδο 2.10.1995 μέχρι 1.3.1996, ο κ. Οικονόμου στη γραπτή αγόρευση του παραπέμπει κυρίως στους όρους της συμφωνίας σε στήριξη της θέσης ότι ο κ. Αθανασίου ήταν αυτοεργοδοτούμενος και όχι μισθωτός της Εταιρείας. Τονίζει δε και τον όρο της συμφωνίας που αναφέρει ότι δεν είναι σύμβαση εργασίας και ότι ο κ. Αθανασίου δεν είναι υπάλληλος αλλά αυτοεργοδοτούμενος, όπως και το ότι ο κ. Αθανασίου θα ήταν ανεξάρτητος από την Εταιρεία στην εκτέλεση των υποχρεώσεων του τόσο διοικητικά όσο και οικονομικά, παίρνοντας μάλιστα ο ίδιος και οικονομικό ρίσκο.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τη Δημοκρατία στη γραπτή αγόρευση του έχει βέβαια άλλη άποψη, υποστηρίζοντας την καθ΄όλα ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και παραπέμποντας στα στοιχεία στα οποία κυρίως βασίσθηκε ο Διευθυντής στη λήψη της απόφασής του.

Το σαφώς προσδιορισθέν εγειρόμενο θέμα απολήγει ουσιαστικά στο κατά πόσο ο Διευθυντής εύλογα θεώρησε ότι τα ενώπιον του στοιχεία αποκάλυπταν ότι ο κ. Αθανασίου ήταν μισθωτός ως εκ της ύπαρξης σχέσεως εργοδότη και εργοδοτούμενου μεταξύ της Εταιρείας και εκείνου προκύπτουσας από σύμβαση εργασίας. Το πρώτο το οποίο πρέπει να λεχθεί βέβαια είναι ότι δεν είναι αποφασιστικής σημασίας η ίδια η αναφορά στη σύμβαση της 2.10.1995 ότι "η Σύμβαση αυτή δεν έχει σκοπό τη σύναψη από τους συμβαλλόμενους σύμβασης εργασίας ή άλλης σχέσης εξάρτησης του Διευθυντή [του κ. Αθανασίου] ο οποίος δεν αποκτά την ιδιότητα του υπαλλήλου αλλά είναι αυτοεργοδοτούμενος" (όρος Β). Σημασία δεν έχει πως οι ίδιοι οι συμβαλλόμενοι, για οποιοδήποτε λόγο, απεκάλεσαν τη σχέση του (και εδώ πρόκειται προφανώς για τυποποιημένο έγγραφο προερχόμενο από την Εταιρεία στο οποίο συμπληρώθησαν τα στοιχεία του κ. Αθανασίου), αλλά τι δείχνουν οι ίδιοι οι όροι της συμφωνίας και της σχέσης των μερών. Αυτό είναι καθαρό σαν θέμα ερμηνείας γενικά και όπως και η ίδια η σύμβαση αναφέρει στην εισαγωγή της ότι η συνεργασία τους "θα διέπεται και ρυθμίζεται από τους όρους, προϋποθέσεις και περιορισμούς που διαλαμβάνονται" σε αυτή. Εξετάζοντας τη σύμβαση, παρατηρώ ότι με αυτή ο κ. Αθανασίου διορίσθηκε Διευθυντής Υποκαταστήματος ως υπεύθυνος πωλήσεων. Ο όρος Α:1 που αφορά τα "καθήκοντα, ευθύνες και αρμοδιότητες Διευθυντού", προνοεί ότι ο κ. Αθανασίου, ως Διευθυντής Υποκαταστήματος, έχει ευθύνη να δημιουργήσει "σε συνεργασία και κάτω από τις οδηγίες του Διευθυντή Πωλήσεων" και να διατηρεί δεκαμελή τουλάχιστον ομάδα αντιπροσώπων πωλητών, τους οποίους εκπαιδεύει και επιβλέπει (όρος Α.2.3). Αυτό αποκαλύπτει ρητή και άμεση εξάρτηση του κ. Αθανασίου από το Διευθυντή Πωλήσεων. Η περαιτέρω αναφορά στον όρο Β ότι "ρυθμίζει την εργασία του κατά την κρίση του" δεν αναιρεί τη σχέση αυτή με τον ίδιο τρόπο που οποιοσδήποτε εργοδοτούμενος μπορεί, στα πλαίσια που του παρέχονται, να ρυθμίζει την εργασία του κατά την κρίση του, όπως εξ άλλου μαρτυρείται από την περαιτέρω αναφορά ότι αυτό είναι "με την προϋπόθεση ότι δεν παραβαίνει τον Κώδικα Συμπεριφοράς της Εταιρείας, που ισχύει από καιρού εις καιρόν". Παραπέμπω επίσης στον όρο Ε.3 της σύμβασης που προνοεί ότι "Κανόνες και οδηγίες που εφαρμόζει η εταιρεία για τη διεξαγωγή των εργασιών της δεσμεύουν το Διευθυντή [τον κ. Αθανασίου] και αποτελούν μέρος της Σύμβασης", που δείχνει και πάλι καθαρά την εξάρτηση του από τις οδηγίες της Εταιρείας. Το ίδιο προκύπτει από τον όρο Ε.7 ο οποίος προνοεί ότι ο κ. Αθανασίου "υποχρεούται να παρακολουθεί ανελλιπώς τις συσκέψεις, τα σεμινάρια και εκπαιδευτικά προγράμματα της εταιρείας οποτεδήποτε κρίνεται απαραίτητο από αυτήν". Περαιτέρω, ο όρος Γ.1. της σύμβασης προνοεί για "βασικό μηνιαίο εισόδημα" £250 του κ. Αθανασίου. Η περαιτέρω αναφορά ότι "το βασικό αυτό επίδομα μετά τη δοκιμαστική περίοδο 6 μηνών μετατρέπεται σε μισθό και η σύμβαση τροποποιείται σε σύμβαση υπηρεσιών με αμοιβές μισθού και προμηθειών", δεν αλλάζει τα πράγματα αφού και πάλι το ερώτημα δεν είναι οι λέξεις που χρησιμοποιούνται ως χαρακτηρισμοί αλλά η ουσιαστική συνέπεια των ίδιων των προνοιών της σύμβασης στο πλαίσιο της ερμηνείας της. Και η ουσία είναι ότι παρέχεται συμφωνημένο μηνιαίο εισόδημα στον κ. Αθανασίου, τόσο κατά τη δοκιμαστική περίοδο των έξη μηνών όσο και μετά. Αυτό δεν επηρεάζεται από το ότι του καταβάλλονταν και προμήθειες επί των εισπράξεων πωλήσεων υπό ορισμένες συνθήκες (όρος Γ.2.) στο βαθμό που ο ίδιος θα συνέβαλλε μέσω των αντιπροσώπων-πωλητών.

Θεωρώ ότι τα πιο πάνω στοιχεία, σε συνδυασμό και με τα όσα περιείχοντο στις καταθέσεις που ελήφθησαν για σκοπούς διευκρίνισης της σχέσης των μερών, σίγουρα καθιστούσαν εύλογα επιτρεπτό στο Διευθυντή να θεωρήσει ότι η σύμβαση μεταξύ της Εταιρείας και του κ. Αθανασίου ήταν σύμβαση εργασίας καθιερώνουσα σχέση εργοδότη και εργοδοτούμενου και καθιστώσα τον κ. Αθανασίου "μισθωτό" για σκοπούς του Νόμου. Ο Διευθυντής είναι στα στοιχεία αυτά που βασίσθηκε στη λήψη της απόφασης του, και καμμιά έλλειψη έρευνας ή πλάνη της διοίκησης δεν διαπιστώνεται είτε ως προς το νόμο είτε ως προς τα πράγματα που να οδήγησε σε υπέρβαση εξουσίας ή τη λήψη αναιτιολόγητης απόφασης, παραπέμπω δε στην απόφαση του Εφετείου Prusi v. Redundant Employees Fund (1988) 1 CLR 363 στην οποία με ανάφερε και ο κ. Χριστοφόρου και στην οποία ο Σαββίδης, Δ., ο οποίος έδωσε την απόφαση, είπε τα ακόλουθα στη σ. 368:

"The question as to whether the relationship of employer and employee exists is always a question of fact and the facts of each particular case have to be taken into consideration. The only criterion for making a person an employee of another is not the payment of a salary for services rendered by him but also it has to be established that the employer can exercise control over the work of the other."

 

Η απόφαση τονίζει τη γενική αρχή ότι το κριτήριο της σχέσης εργοδότη και εργοδοτούμενου είναι εκείνο του ελέγχου του ενός επί του άλλου στα πλαίσια του οποίου είναι σχετικά και τα άλλα στοιχεία. Ο Διευθυντής είναι με αυτό το κριτήριο που είδε το θέμα για να καταλήξει ότι προς την Εταιρεία παρείχετο εξηρτημένη εργασία από τον κ. Αθανασίου και τα ενώπιον του στοιχεία δικαιολογούσαν πλήρως την άποψη του αυτή. Μάλιστα θα προχωρούσα και θα έλεγα ότι η μεταξύ της εταιρείας και του κ. Αθανασίου σύμβαση ήταν μόνο κατ΄ιδία επίκληση σύμβαση αυτοεργοδοτούμενου, αφού από κάθε άποψη στους όρους της καθιστούσε τον κ. Αθανασίου υποκείμενο στον έλεγχο της Εταιρείας. Εν πάση περιπτώσει, η απόφαση του Διευθυντή, η οποία επικυρώθηκε στην ιεραρχική προσφυγή, ήταν καθ΄όλα εύλογα επιτρεπτή.

 

 

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

Η Αιτήτρια θα καταβάλει τα έξοδα της Δημοκρατίας.

 

 

 

 

Δ. Χατζηχαμπής

Δ.

 

 

 

 

 

/ΚΧ"Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο