ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 19/98
ΕΝΩΠΙΟΝ: Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το Αρθρο 146 του Συντάγματος.
ΜΕΤΑΞΥ:
Αρδευτικού Τμήματος Αυλώνας δια
του Ταμία αυτού Παντελή Λοΐζου,
Αιτητών
και
Της Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
1. Υπουργείου Εσωτερικών,
2. Επαρχιακής Διοίκησης Λευκωσίας,
Καθ'ων η αίτηση
------------------------
12 Ιουλίου 1999
Για τους Αιτητές: δ. Νικολάου για Παπαχαραλάμπους & Αγγελίδη.
Για τους Καθ'ων η αίτηση: κα Καρακάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Στις 27/11/95 η Επιτροπή του Αρδευτικού Τμήματος του χωριού Αυλώνα υπέγραψε συμφωνία δανείου ύψους £14.334 από τους Δανειστικούς Επιτρόπους για τη στεγανοποίηση αρδευτικών αυλακιών. Στο πιο πάνω ποσό η συνεισφορά του Αρδευτικού Τμήματος Αυλώνας ανερχόταν στο 1/3 της συνολικής δαπάνης ενώ τα υπόλοιπα 2/3 καταβλήθηκαν από την Κυβέρνηση. Στις 29/4/97 οι αιτητές ζήτησαν τη μείωση της συνεισφοράς τους από 1/3 σε 1/5, ισχυριζόμενοι ότι η συνεισφορά σε αναπτυξιακά έργα των χωριών Μάμμαρι και Δένειας, που γειτνιάζουν με την ούτω καλούμενη πράσινη γραμμή, είναι 1/5. Η παρούσα προσφυγή προσβάλλει την εγκυρότητα της απόφασης του Επάρχου της 15/9/95 με την οποία το αίτημα των αιτητών απορρίφθηκε.
Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η σχετική απόφαση του Επάρχου θα πρέπει να ακυρωθεί γιατί μεταξύ άλλων λήφθηκε χωρίς αιτιολογία, χωρίς τη διεξαγωγή της δέουσας έρευνας, κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και κατά παράβαση της αρχής της ισότητας και ίσης μεταχείρισης.
Οι καθ'ων η αίτηση αρνούνται τους ισχυρισμούς των αιτητών και ισχυρίζονται ότι η κυβερνητική πολιτική για παρόμοια έργα κοντά στη νεκρή ζώνη είναι η ίδια με όλα τα χωριά και ότι ο ισχυρισμός των αιτητών για διαφορετική μεταχείριση των χωριών Δένειας και Μάμμαρι δεν μπορεί να ευσταθήσει αφού τα έργα εκείνα δεν είναι αρδευτικά. Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω οι καθ'ων η αίτηση έχουν εγείρει δύο προδικαστικές ενστάσεις. Ειδικότερα οι καθ'ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η προσφυγή δεν μπορεί να προχωρήσει αφού η καταχώριση της έγινε χωρίς την έγκριση του Επάρχου και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εμπίπτει στη σφαίρα του δημόσιου αλλά του ιδιωτικού δικαίου.
Αναφορικά με την πρώτη προδικαστική ένσταση οι καθ'ων η αίτηση εισηγούνται ότι η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί γιατί δεν λήφθηκε πριν από την καταχώριση της η συγκατάθεση του Επάρχου, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 29 του περί Αρδευτικών Τμημάτων Νόμου Κεφ. 342 (όπως έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 10 του Νόμου 130/68).
Το άρθρο 29 αναφέρει ότι,
"Ολες οι αγωγές ή άλλη νομική διαδικασία που εγείρεται από ή εναντίον αρδευτικού τμήματος εγείρεται από ή εναντίον του ταμία της Επιτροπείας τέτοιου τμήματος ως προσώπου που αντιπροσωπεύει τους γαιοκτήμονες αυτούς.
Νοείται ότι καμιά αγωγή δεν δύναται να καταχωρηθεί και κανένα άλλο ένδικο μέσο δεν δύναται να ληφθεί από αρδευτικό τμήμα χωρίς προηγούμενη απόφαση της επιτροπείας η οποία λαμβάνεται κατά απόλυτη πλειοψηφία των μελών αυτής και για το σκοπό αυτό με γραπτή συγκατάθεση του Επάρχου."
Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η έγκριση του Επάρχου είναι αναγκαία μόνο όταν ο Επαρχος δεν είναι εναγόμενος. Στην παρούσα περίπτωση επειδή ο Επαρχος θα ήταν διάδικος, θα ήταν αδιανόητη η λήψη της γραπτής συγκατάθεσης του για την καταχώριση προσφυγής εναντίον του.
Στην παρούσα περίπτωση είναι αποδεκτό ότι δεν έχει δοθεί η γραπτή συγκατάθεση του Επάρχου για την καταχώριση της προσφυγής. Αντίθετα προβλήθηκε ο ισχυρισμός εκ μέρους των καθ'ων η αίτηση, που έχει μείνει αναπάντητος, ότι ο Επαρχος αρνήθηκε να δώσει τη συγκατάθεση του.
Μια προσεκτική εξέταση των προνοιών του άρθρου 29 του Νόμου δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι η καταχώριση οποιασδήποτε προσφυγής εκ μέρους ενός Αρδευτικού Τμήματος προϋποθέτει τη λήψη απόφασης κατά απόλυτη πλειοψηφία εκ μέρους της Επιτροπείας, που θα πρέπει να συνοδεύεται με τη γραπτή συγκατάθεση του Επάρχου. Το ότι η καταχώριση της προσφυγής θα στραφεί εναντίον του ίδιου του Επάρχου δεν μεταβάλλει την υποχρέωση της λήψης της γραπτής συγκατάθεσης του Επάρχου.
Η συμμόρφωση προς νομοθετικές πρόνοιες που καθορίζουν τη διαδικασία καταφυγής σε ένδικα μέσα αποτελεί απαραίτητο στοιχείο για τη νομιμοποίηση της λήψης δικαστικών μέτρων, σε βαθμό που σχετική παραβίαση τους να καθιστά τη διαδικασία άκυρη.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των αιτητών.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.