ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 812/97
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΡΑΜΒΗ, Δ.
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
Ανδρέα Πραστίτη, από την Αγλαντζιά,
Αιτητή,
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του
Υπουργού Οικονομικών και/ή Εφόρου Φ.Π.Α.,
Καθ΄ων η αίτηση.
- - - - - -
17 Ιουνίου, 1999
.Για τον αιτητή: κα Α. Ευσταθίου.
Για τους καθ΄ων η αίτηση: κα Ε. Ζαχαριάδου.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης του Εφόσου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (α) να τον εγγράψει αναδρομικά από 1.5.1993 στο Μητρώο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ) και (β) να του επιβάλει χρηματική επιβάρυνση ύψους £2150.- για την παράλειψή του να γνωστοποιήσει την υποχρέωσή του προς εγγραφή.
Ο αιτητής είναι ιδιοκτήτης σχολής οδηγών αυτοκινήτου. Υστερα από έρευνα που διεξήγαγε το Επαρχιακό Γραφείο ΦΠΑ Λευκωσίας η οποία ολοκληρώθηκε στις 20.12.96, διαπιστώθηκε ότι ο αιτητής είχε υποχρέωση εγγραφής στο μητρώο ΦΠΑ από 1.5.93 με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 13(1)(α)(ι) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου - Ν. 246/90 (στο εξής "ο Νόμος").
Για τους σκοπούς της έρευνας ζητήθηκαν πληροφορίες από τον σύνδεσμο εκπαιδευτών μαθητευομένων οδηγών αυτοκινήτου και από το γραφείο εξεταστών της Αρχής Αδειών του Τμήματος Οδικών Μεταφορών. Από τα στοιχεία της έρευνας προέκυψε ότι κατά την περίοδο από 1.1.93 - 31.3.93 το ύψος των φορολογητέων παροχών υπηρεσιών που πραγματοποίησε ο αιτητής ήταν £4120. Το αποτέλεσμα της έρευνας γνωστοποιήθηκε στον αιτητή σε συνάντηση η οποία έγινε στις 11.6.97 στο Επαρχιακό Γραφείο ΦΠΑ Λευκωσίας. Ο αιτητής αρνήθηκε το αποτέλεσμα της έρευνας και παρουσίασε βιβλίο στο οποίο καταχωρούσε, όπως ισχυρίστηκε, όλες τις εισπράξεις του. Σύμφωνα με τα στοιχεία του βιβλίου διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα:
(α) Ο αιτητής διέθετε κατά τον χρόνο της έρευνας δύο εκπαιδευτικά αυτοκίνητα. Παλαιότερα διέθετε για τον ίδιο σκοπό άλλα τρία αυτοκίνητα.
(β) Παρείχε μηνιαίως 100-120 ώρες εκπαιδευτικά μαθήματα σε μαθητευόμενους οδηγούς. Για κάθε ώρα μαθήματος για απόκτηση άδειας οδηγήσεως αυτοκινήτου σαλούν χρέωνε το 1993 και το 1994 £3,50 έως £4,00. Το 1995 χρέωνε £5,00 και το 1996 χρέωνε £6,00. Για κάθε ώρα μαθήματος για την απόκτηση άδειας οδήγησης λεωφορείου το 1993 χρέωνε £10,00, το 1994 £10-12,00, το 1995 £15,00 και το 1996 £15,00. Οταν οι μαθητές του χρησιμοποιούσαν για τις εξετάσεις ένα από τα αυτοκίνητά του πληρωνόταν για μεν τα σαλούν αυτοκίνητα £15,00 και για το λεωφορείο £25,00-30,00.
(γ) Για κάθε αρχάριο μαθητή έκανε κατά μέσο όρο 15 έως 20 μαθήματα και στην περίπτωση μη αρχάριων μαθητών 4 έως 5 μαθήματα.
Η αντιπαραβολή των στοιχείων που προέκυψαν από την εξέταση του βιβλίου του αιτητή με τα στοιχεία που προέκυψαν από την έρευνα των αρχείων των εξεταστών της Αρχής Αδειών κατέδειξε πως ο αιτητής δεν καταχωρούσε στο βιβλίο του όλα τα μαθήματα που παρέδιδε. Διαπιστώθηκε ότι μαθητές του αιτητή που είχαν δώσει εξετάσεις για απόκτηση άδειας του οδηγού δεν ήταν καταχωρημένοι στο βιβλίο του αιτητή.
Κατόπιν των πιο πάνω διαπιστώσεων ζητήθηκε από τον αιτητή να προσκομίσει οποιαδήποτε στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να διαφοροποιήσουν το αποτέλεσμα της έρευνας σύμφωνα με το οποίο προέκυπτε υποχρέωση εγγραφής του στο μητρώο ΦΠΑ.
Ο αιτητής δεν προσκόμισε οποιαδήποτε στοιχεία οπότε ο Εφορος ΦΠΑ προχώρησε στην εγγραφή του στο Μητρώο ΦΠΑ με αριθμό εγγραφής 00198499L από 1.5.93. Ο Εφορος γνωστοποίησε την απόφασή του στον αιτητή με επιστολή του ημερομηνίας 6.8.97 και ταυτόχρονα τον πληροφόρησε ότι του είχε επιβληθεί χρηματική επιβάρυνση ύψους £2.150 με βάση το άρθρο 21Α του Νόμου λόγω καθυστέρησης 43 μηνών να γνωστοποιήσει την υποχρέωσή του για εγγραφή.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του Εφόρου λήφθηκε καθ΄ υπέρβαση και ή κατάχρηση εξουσίας και/ή εξυπηρετεί αλλότριο σκοπό, είναι αδικαιολόγητη, στερείται αιτιολογίας και/ή της δέουσας αιτιολογίας, στηρίχθηκε σε πλάνη περί τα πράγματα και/ή το νόμο, είναι αποτέλεσμα εσφαλμένης άσκησης της διακριτικής εξουσίας του Εφόρου και λήφθηκε χωρίς να διεξαχθεί προηγουμένως δέουσα έρευνα.
Το άρθρο 5 του Νόμου προβλέπει:
"5.
-(1) Ο φόρος επιβάλλεται σε κάθε φορολογητέα παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών.(γ) Υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο είναι κάθε πρόσωπο που ασκεί επιχείρηση συμφωνα με την παράγραφο (2) του άρθρου 2, εφόσο έχει εγγραφεί ως τέτοιο στο Μητρώο ΦΠΑ ή οφείλει να εγγραφεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(3) Φορολογητέα παράδοση αγαθών η φορολογητέα παροχή υπηρεσιών είναι κάθε παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών που αποτελεί αντικείμενο του ΦΠΑ και δεν εξαιρείται συμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(4) Ο φόρος ο οποίος επιβαρύνει οποιαδήποτε παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών αποτελεί υποχρέωση του προσώπου που πραγματοποιεί την παράδοση ή παροχή και τηρουμένων των διατάξεων που αφορούν την τήρηση λογαριασμών, την υποβολή φορολογικών δηλώσεων και την πληρωμή του φόρου, καθίσταται οφειλόμενος κατά το χρόνο που πραγματοποιείται ή θεωρείται ότι πραγματοποιείται η παράδοση ή η παροχή, σύμφωνα με
τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.(5) Ο φόρος ο οποίος επιβαρύνει την εισαγωγή αγαθών επιβάλλεται και καταβάλλεται ως να ήταν τελωνειακός δασμός."
Ο όρος "επιχείρηση" σύμφωνα με την ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 2(2)(α) του Νόμου σημαίνει: "οικονομική δραστηριότητα η οποία ασκείται κατά τρόπο ανεξάρτητο, ανεξάρτητα από τον επιδιωκόμενο σκοπό ή τα αποτελέσματα της δραστηριότητας αυτής, και περιλαμβάνει την άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος, επιτηδεύματος ή βιοποριστικής εργασίας".
Σύμφωνα με το άρθρο 13(1)(α)(ι) του Νόμου: "κάθε πρόσωπο που πραγματοποιεί φορολογητέες παραδόσεις αγαθών η φορολογητές παροχές υπηρεσιών οφείλει να εγγραφεί μετά το τέλος οποιασδήποτε φορολογικής περιόδου αν η αξία των φορολογητέων παραδόσεων αγαθών ή των φορολογητέων παροχών υπηρεσιών που έχει πραγματοποιήσει κατά τη διάρκεια της εν λόγω φορολογικής περιόδου έχει υπερβεί το ποσό των £3.000". Και σύμφωνα με το άρθρο 14(1) του Νόμου κάθε πρόσωπο το οποίο με βάση το άρθρο 13(1) του Νόμου υποχρεούται να εγγραφεί μετά το τέλος
οποιασδήποτε φορολογικής περιόδου οφείλει να ειδοποιήσει τον Εφορο για την υποχρέωση του αυτή το αργότερο μέσα σε τριάντα ημέρες από το τέλος της εν λόγω φορολογικής περιόδου και ο Εφορος προβαίνει στην εγγραφή του είτε έχει ειδοποιηθεί από το πρόσωπο αυτό είτε όχι.Τέλος το άρθρο 21Α του Νόμου προβλέπει τις κυρώσεις που ο Εφορος έχει εξουσία να επιβάλλει κατά των παραβατών των πιο πάνω διατάξεων. Με βάση την εν λόγω διάταξη, οι παραβάτες υπόκεινται σε χρηματική επιβάρυνση £50 για κάθε μήνα ή το μέρος αυτού για τον οποίο ή το οποίο διαρκεί η καθυστέρηση, η άρνηση ή η παράλειψη.
Στην προκείμενη περίπτωση η επαγγελματική δραστηριότητα του αιτητή εμπίπτει στην έννοια του όρου επιχείρηση με βάση το άρθρο 2 του Νόμου. Συνεπώς ο αιτητής είχε κατ΄ αρχήν υποχρέωση εγγραφής στο Μητρώο ΦΠΑ σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 5 του Νόμου.
Η έρευνα που έγινε για να διαπιστωθεί κατά πόσο ο αιτητής ήταν πρόσωπο υποκείμενο σε εγγραφή στο Μητρώο ΦΠΑ με βάση τις πρόνοιες του Νόμου ήταν λεπτομερής και κάλυψε ένα σχετικά ευρύ φάσμα στοιχείων. Η μεθοδολογία της έρευνας ήταν η καλύτερη που προσφερόταν υπό τις περιστάσεις κατά την κρίση του Εφόρου. Οι καταχωρήσεις στο βιβλίο που τηρούσε ο αιτητής διαπιστώθηκε ότι ήταν ελλειπείς και δεν ταυτίζονταν με κάποια από τα στοιχεία που τηρούσαν οι εξεταστές της Αρχής Αδειών. Η έρευνα κατέδειξε ότι μαθητευόμενοι οδηγοί που υποβλήθηκαν σε εξέταση για απόκτηση άδειας οδηγού πήραν μαθήματα από τον αιτητή χωρίς να καταγράφονται τα ονόματά τους ή οποιαδήποτε άλλα σχετικά στοιχεία στο βιβλίο του αιτητή. Με βάση τα στοιχεία του βιβλίου του αιτητή και τα στοιχεία που προέκυψαν από την περαιτέρω έρευνα έγινε ο υπολογισμός των εισοδημάτων του αιτητή κατά την κρίσιμη περίοδο. Με βάση αυτά τα στοιχεία διαπιστώθηκε η υποχρέωση εγγραφής του αιτητή στο
Μητρώο ΦΠΑ σύμφωνα με το Νόμο.Η διακρίβωση των γεγονότων ήταν πλήρης και η αξιολόγησή τους ορθή. Η απόφαση του Εφόρου η οποία είχε ως υπόβαθρο τα εν λόγω γεγονότα ήταν εύλογα εφικτή και δικαιολογείται πλήρως από το αποτέλεσμα της έρευνας. Οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν στον αιτητή ως αποτέλεσμα της παράλειψης του να συμμορφωθεί με το Νόμο είναι στα πλαίσια του άρθρου 21Α του Νόμου.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Α. Κραμβής,
Δ.
ΑΦ.