ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 906/96
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.
Αναφορικά με το ’ρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ
:Μαρίας Ε. Ιωάννου Λτδ,
Αιτήτριας
- και -
Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας,
Καθ΄ ου η αίτηση
---------------------------
19 Μαΐου 1999
Για την αιτήτρια: Σπ. Ευαγγέλου.
Για τον καθ΄ ου η αίτηση: Ε. Καρακάννα.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αιτήτρια εταιρεία ανέλαβε από την 1 Οκτωβρίου 1995 την επιχείρηση του Ευέλθοντος Ιωάννου ως λειτουργούσα επιχείρηση. Ο Ευέλθων Ιωάννου, σύζυγος της διευθύνουσας συμβούλου της αιτήτριας εταιρείας, ήταν εγγεγραμμένος στο Μητρώο Φ.Π.Α και βαρυνόταν με εκκρεμείς φορολογικές υποχρεώσεις σε σχέση με την επιχείρηση.
Στις 24 Οκτωβρίου 1995 η αιτήτρια υπέβαλε, στο προβλεπόμενο έντυπο, αίτηση που έφερε ημερ. 20 Οκτωβρίου 1995 για εγγραφή στο Μητρώο Φ.Π.Α., γνωστοποιώντας με την αίτηση την υποχρέωση της για εγγραφή από 1 Οκτωβρίου 1995 και συνάμα δηλώνοντας ως κύρια εμπορική απασχόληση "Τουριστικές και εμπορικές δραστηριότητες, κύριες ασχολίες (καντίνες)".
Την αίτηση συνόδευε συμπληρωμένο έντυπο - βλ. την Κ.Δ.Π. 170/94 - μεταβίβασης της λειτουργούσας επιχείρησης του Ευέλθoντος Ιωάννου, υπογεγραμμένο και από τα δύο μέρη. Ήταν προφανώς σε σχέση με την ανάληψη της εν λόγω επιχείρησης που εγγραφόταν η αιτήτρια. Οι υποχρεώσεις της οποίας, επακόλουθα της μεταβίβασης, προσδιορίζονταν, όπως εκτίθενται στο έντυπο, ως εξής:
"Δηλώνω ότι συμφωνώ ότι όταν εγκριθεί η μεταβίβαση:
α) θα αποστείλω οποιοδήποτε οφειλόμενο φόρο ή άλλα ποσά που οφείλοντο από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη.
β) να καταβάλω οποιοδήποτε οφειλόμενο φόρο ή άλλα ποσά που οφείλοντο από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη.
γ) οποιαδήποτε φορολορική δήλωση που υποβλήθηκε από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη θα θεωρείται ότι υποβλήθηκε από εμένα.
δ) οποιαδήποτε επιστροφή φόρου που έγινε από τον Έφορο στον προηγούμενο ιδιοκτήτη θα θεωρείται ως επιστροφή που έγινε σε μένα.
ε) ν΄ αναλάβω οποιεσδήποτε υποχρεώσεις αναφορικά με τον Φ.Π.Α. για τα αποθέματα και τα περιουσιακά στοιχεία που έχουν μεταβιβαστεί σε μένα."
Στις 25 Οκτωβρίου 1995 ο Έφορος προέβη στην εγγραφή της αιτήτριας από 1 Οκτωβρίου 1995. Με επιστολή ημερ. 31 Οκτωβρίου 1995 την πληροφόρησε περί τούτου και της υπέδειξε ότι "η μεταβίβαση λειτουργούσας επιχείρησης δεν συνιστά φορολογητέα πράξη ...".
Με απόφαση του Εφόρου συναρτημένη με περιοδική κατάσταση λογαριασμού ημερ. 28 Αυγούστου 1996, επί του προβλεπόμενου εντύπου, η αιτήτρια κλήθηκε να καταβάλει ως οφειλόμενο από την ιδία, ως ιδιοκτήτρια της επιχείρησης, το ποσό των £2.340,29. Η αιτήτρια διαμαρτυρήθηκε μέσω του δικηγόρου της και ζήτησε διευκρινήσεις. Ο Έφορος, με επιστολή ημερ. 18 Οκτωβρίου 1996, εξήγησε ότι "Το ποσό των £2340,29 που οφείλεται από το εγγεγραμμένο πρόσωπο Μαρία Ιωάννου Λτδ προέρχεται από επιβαρύνσεις και τόκο που επιβλήθηκαν στον κ. Ευέλθοντα Ιωάννου" και προέβη σε ανάλυση των στοιχείων: αφορούσαν το διάστημα μεταξύ 1 Ιουλίου 1992 και 30 Ιουνίου 1995 με εξαίρεση τόκο ύψους £41,40 που προέκυψε μέχρι τις 10 Ιουλίου 1996 επί των ποσών που οφείλονταν κατά το αναφερθέν διάστημα.
Τα νομικά σημεία στα οποία βασίζεται η προσφυγή διατυπώνονται ως εξής:
"1. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη με το Νόμο, το Σύνταγμα και τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου. Συγκεκριμένα, η απόφαση του καθ΄ ου η αίτηση:
(α) Λήφθηκε καθ΄ υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας.
(β) Στερείται αιτιολογίας ή επαρκούς αιτιολογίας.
(γ) Δεν ήταν αποτέλεσμα επαρκούς και/ή δέουσας
έρευνας.
(δ) Ήταν αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα
και/ή το Νόμο.
2. Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας των πιο πάνω λόγων η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη με τις διατάξεις:
(α) Των ’ρθρων 24, 28, 29, 30 και 35 του Συντάγματος.
(β) Των διατάξεων του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου (Νόμος 246 του 1990, όπως αυτός τροποποιήθηκε μεταγενέστερα) συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 25(14) και των σχετικών Κανονισμών συμπεριλαμβανομένης της Κ.Δ.Π. 222/91."
Στην Κ.Δ.Π. 222/91 προς την οποία, σύμφωνα με τα διατυπωθέντα στην προσφυγή, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη, εκτίθενται οι περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Μεταβιβάσεις Λειτουργουσών Επιχειρήσεων) Κανονισμοί του 1991 που εκδόθηκαν βάσει του άρθρου 57(1) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του
1990 (Ν. 246/90) στο οποίο διαλαμβάνεται ότι:"57. - (1) Επιπρόσθετα από τις περιπτώσεις που προβλέπονται ρητά στον παρόντα Νόμο, το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να εκδίδει και οποιουσδήποτε άλλους κανονισμούς ή διατάγματα για τον καθορισμό ή τη ρύθμιση οποιουδήποτε θέματος το οποίο μπορεί ή πρέπει να καθοριστεί ή ρυθμιστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και γενικότερα για σκοπούς καλύτερης εφαρμογής των διατάξεων του Νόμου αυτού."
Στον Καν. 3(3)(α) των εν λόγω Κανονισμών προβλέπεται ότι:
"3 .................................................. ...................................
(3) .................................................. ............................
(α) οποιαδήποτε υποχρέωση του μεταβιβάζοντος να υποβάλει φορολογική δήλωση ή να αποδώσει λογαριασμό ή να καταβάλει φόρο σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού 3 ή 5 των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Απόδοση Λογαριασμών και Καταβολή του φόρου) Κανονισμών του 1991 ο οποίος ισχύει κατά την ημερομηνία της μεταβίβασης, καθίσταται υποχρέωση του προσώπου προς το οποίο γίνεται η μεταβίβαση
''
Παρατηρώ ότι με την προσφυγή δεν προσβάλλεται ο εν λόγω Κανονισμός ως εκβαίνων της νομοθετικής εξουσιοδότησης. Τουναντίον, η αιτήτρια τον επικαλείται αφού η προσβαλλόμενη απόφαση εμφανίζεται να βρίσκεται σε αντίθεση με αυτόν. Δεν θα εξετάσω λοιπόν τη νομιμότητα του.
Στη γραπτή αγόρευση του, ο συνήγορος της αιτήτριας προώθησε για εξέταση τις ακόλουθες θέσεις τις οποίες συνοψίζω:
(α) Ο Έφορος ενήργησε με αντιφατικό τρόπο αφού ενωρίτερα, αλλά μετά τη μεταβίβαση, συνέχισε να απαιτεί από τον Ευέλθoντα Ιωάννου, αντί από την αιτήτρια, το οφειλόμενο κατά τον ουσιώδη χρόνο ποσό και ως εκ τούτου δεν διατηρούσε δυνατότητα να μεταβάλει πορεία. Κατά το συνήγορο, αυτό ήταν το πιο "ουσιαστικό επίδικο σημείο στην υπόθεση"
.(β) Ο Έφορος κακώς αξίωσε το υπό αναφορά ποσό κι αυτό διότι:
(i) η απόφαση του "είναι παράλογη, αυθαίρετη και αντιφατική"
(ii) δεν θα έπρεπε να είχε επιβληθεί επιβάρυνση βάσει του άρθρου 25(14) (όπως τροποποιήθηκε)
(iii) οι πρόνοιες στα άρθρα 21Α και 25(14) για χρηματικές επιβαρύνσεις είναι αντίθετες με τα ’ρθρα 12.3, 23, 24.4, 28, 30 και 35 του Συντάγματος
(iv) το άρθρο 38, με το οποίο προβλέπεται πρόσθετη επιβάρυνση, τόκος όπως και δήμευση αγαθών, δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής αφού δεν εκδόθηκαν κανονισμοί βάσει του εδαφίου (3) στο οποίο προβλέπεται ότι "Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να εκδίδει κανονισμούς ....... και για τον καθορισμό των εξουσιών και καθηκόντων του Εφόρου, ......"
Ως προς το πρώτο ζήτημα, το οποίο αφορά τη στάση που τήρησε ο Έφορος, δεν διακρίνω ο,τιδήποτε το άτοπο στην απόφαση του να απαιτήσει το ποσό από την αιτήτρια βάσει του αναφερθέντος Καν. 3(3)(α), ανεξάρτητα από το αν και μετά τη μεταβίβαση της επιχείρησης το ζήτησε από τον Ευέλθοντα Ιωάννου.
Το ίδιο αβάσιμες θεωρώ και τις άλλες αιτιάσεις αναφορικά με τα επιμέρους που συνέθεταν το αξιούμενο ποσό. Δεν διακρίνω ο,τιδήποτε το μεμπτό. Εν πάση περιπτώσει, με εξαίρεση τον τόκο, ύψους £41,40 που προέκυψε μετά τις 30 Ιουνίου 1995, γνώση για το οφειλόμενο ποσό είχε λάβει ο προηγούμενος ιδιοκτήτης Ευέλθων Ιωάννου πριν από τη μεταβίβαση της επιχείρησης. Επομένως είχε τότε αρχίσει να τρέχει ο χρόνος για προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο. Σύμφωνα με ό,τι προβλέπεται στον Καν. 3(3)(α), η αιτήτρια τέθηκε στη μοίρα που θα ήταν ο προηγούμενος ιδιοκτήτης. Δεν θα μπορούσε να έχει και αυτή αναδρομικά ή άλλως τη δυνατότητα αμφισβήτησης της νομιμότητας των προ πολλού τετελεσμένων. Δεν νομίζω ότι παρίσταται ανάγκη να επεκταθώ. Ίσως να ήταν ωστόσο χρήσιμο αν, για το ζήτημα συνταγματικότητας, παρέπεμπα στην πρόσφατη απόφαση μου στη Μαρία Γεωργίου ως διαχειρίστριας κ.α. ν. Δημοκρατίας, συνεκδικασθείσες προσφ. αρ. 574/95 κ.α. ημερ. 29 Σεπτεμβρίου 1998.
Παραμένει το ζήτημα του άρθρου 38 του Νόμου βάσει του οποίου επιβλήθηκε το ποσό των £41,40 τόκου. Δεν συμμερίζομαι την άποψη ότι προϋπόθεση για την εφαρμογή των εδαφίων (1) και (2) είναι η έκδοση κανονισμών βάσει του εδαφίου (3). Στα εδάφια (1) και (2) προνοείται θετικά και με σαφήνεια η επιβολή της υποχρέωσης στο φορολογούμενο. Αυτή η υποχρέωση δεν συναρτάται με την έκδοση κανονισμού. Ο κανονισμός που προβλέπεται στο εδάφιο (3) αποβλέπει στη δυνατότητα καθορισμού, από το Υπουργικό Συμβούλιο, εξουσιών και καθηκόντων του Εφόρου πέραν των όσων έχει, αν θεωρηθεί ότι χρειάζεται τέτοιος καθορισμός για καλύτερη εφαρμογή του νόμου. Δεν σημαίνει ότι στο μεταξύ ο Έφορος δεν έχει καθήκον και εξουσία να ενεργήσει.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του ’ρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ