ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 251/97
ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.
Αναφορικά με τα Άρθρα 28 και 146 του Συντάγματος
Μεταξύ -
Μιχάλη Στυλιανού από τη Λευκωσία
Αιτητή
- και -
1. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου
2. Υπουργικού Συμβουλίου
Καθών η αίτηση
--------------------
Ημερομηνία:
20 Aπριλίου, 1999Αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας ημερ. 30/10/98
Για τον αιτητή: Α. Σ. Αγγελίδης
Για το καθού η αίτηση 1: Π. Πολυβίου
Για το καθού η αίτηση 2: Λ. Κουρσουμπά, Εισαγγελέας της
Δημοκρατίας
Για το ενδιαφερόμενο μέρος: Α. Κωνσταντίνου
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Το ενδιαφερόμενο μέρος Παύλος Σωτηριάδης διορίστηκε με σύμβαση για 3 χρόνια Γενικός Διευθυντής του καθού η αίτηση 1 (εφεξής Ρ.Ι.Κ. ή το Ίδρυμα). Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση αυτή, που πήρε στις 15/1/97 το Διοικητικό Συμβούλιο του Ρ.Ι.Κ. και ακολούθως είχε εγκρίνει το καθού η αίτηση 2 Υπουργικό Συμβούλιο, κατ' εφαρμογήν του άρθρ. 9 του περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου Νόμου, Κεφ. 300 Α, όπως τροποποιήθηκε.
Με το υπό κρίση διάβημα του ο αιτητής επιζητεί άδεια του δικαστηρίου να καταθέσει μαρτυρία, υπό μορφή ενόρκων δηλώσεων "για να καταστεί δυνατή η απόδειξη του ισχυρισμού του ότι η εικόνα των Υπηρεσιακών Εκθέσεων του αιτητή για τα έτη 1993, 1994 και 1995 είναι καλύτερη από την αντίστοιχη εικόνα του ενδιαφ. προσώπου".
Το Ίδρυμα δεν εναντιώθηκε στο αίτημα. Το ίδιο και το καθού η αίτηση 2. Η κα Κλάππα, που εμφανίστηκε εκ μέρους του, δήλωσε ότι δε θα λάμβανε μέρος στη διαδικασία γιατί έκρινε πως το θέμα δεν αφορούσε το Υπουργικό Συμβούλιο. Ένσταση καταχωρήθηκε μόνο από το ενδιαφερόμενο μέρος που, στην παράγραφο 7 της ένορκης δήλωσης του, αναφέρει ότι πρώην αξιωματούχοι του Ρ.Ι.Κ., που κατονομάζει, τον διαβεβαίωσαν ότι "δεν ετοίμασαν καμιά Έκθεση ή Αξιολόγηση για μένα, στις περιόδους που ασκούσαν τα πιο πάνω καθήκοντα τους". Ούτε του κοινοποιήθηκε ή έλαβε γνώση τέτοιων εκθέσεων μετά το 1990.
Περαιτέρω ανέφερε πως δεν ευθύνεται ο ίδιος προσωπικά για την έλλειψη εκθέσεων. Στη συνέχεια επιδίδεται σε νομικούς ισχυρισμούς ότι, δηλαδή, δεν πρέπει να επιτραπεί μαρτυρία για αναπλήρωση του κενού ή να δοθούν πληροφορίες για την υπηρεσιακή του εικόνα για την περίοδο που δεν υπήρχαν εκθέσεις γιαυτόν.
Ο δικηγόρος του αιτητή υπέβαλε ότι προκύπτει από την παράγραφο 7 της μαρτυρίας του ενδιαφερόμενου μέρους, που μόλις ανέφερα, πως το κρίσιμο ερώτημα είναι αν υπάρχουν ή όχι οι εν λόγω υπηρεσιακές εκθέσεις, όπως είναι και το αίτημα. Και αν το Διοικητικό Συμβούλιο είχε ενεργήσει υπό πλάνη στο θέμα αυτό. Εδώ, συνέχισε, δεν πρόκειται για τεχνικό ζήτημα όπως ήταν η περίπτωση στην προσφ. αρ. 623/96 C.M.P. Αρχιτέκτονες & Σύμβουλοι Μηχανικοί Λτδ. και άλλος ν. Α.Η.Κ. ημερ. 16/12/98, που παρέθεσε ο αντίδικος του, αλλά για τη διαπίστωση ενός πραγματικού γεγονότος που είναι αντικείμενο συγκρουόμενων ισχυρισμών. Και συμπλήρωσε:
"Για όλους τους λόγους που αναφέρονται στην αίτηση αυτή και στην ανάγκη της πλευράς διερεύνησης των δεδομένων στο σώμα της κύριας αίτησης που λέγει ακριβώς την κατάσταση. Και όπως ανέφερα ήδη έχω την ένορκη δήλωση η οποία συνοδεύει την αίτηση την οποία δεν κατέθεσα διότι δεν μπορώ να την καταθέσω, είναι αυτό που ζητούμε να προσαγάγουμε υπό μορφή μαρτυρίας."
Ο αντίλογος της άλλης πλευράς στηρίζεται στη σκέψη ότι το δικαστήριο, αφεαυτού, χωρίς τη βοήθεια μαρτυρίας, μπορεί να διαπιστώσει την πραγματική κατάσταση σε σχέση με τις εκθέσεις.
Δε δικαιολογείται ιδιαίτερη ενασχόληση με τη νομολογία. Απλά και μόνο να υπενθυμίσω τον εαυτό μου ότι είναι απαραίτητη, για την προσαγωγή προτεινόμενης μαρτυρίας, η εξάρτηση της (υπό το πρίσμα της έννοιας της σχετικότητας) από τα επίδικα θέματα. Αυτή είναι η ουσία της απόφασης στις Α.Ε. 982 και 983 Κυπριακή Δημοκρατία ν. C. Kassinos Construction Ltd. ημερ. 16/11/90. Παράδειγμα πρόσφατης εφαρμογής της τελευταίας αποτελεί η υπόθεση αρ. 491/97 James Peters v. Δημοκρατίας ημερ. 8/12/98.
Πρέπει να παρατηρήσω ότι, με αφορμή τους ισχυρισμούς του ενδιαφερόμενου μέρους στην παράγραφο 7 της ένορκης δήλωσης, ο δικηγόρος του αιτητή διαφοροποίησε, ανεπίτρεπτα, τη βάση της αίτησης. Από το περιεχόμενο της, όπως και την ένορκη δήλωση του αιτητή, το ουσιαστικό μέρος των οποίων παρέθεσα, δε συνάγεται ότι η προτεινόμενη μαρτυρία αφορά την ύπαρξη ή μη υπηρεσιακών εκθέσεων του ενδιαφερόμενου μέρους. Το αίτημα για παράθεση μαρτυρίας, όπως είναι διατυπωμένο, είναι άσχετο με τους ισχυρισμούς της παραγράφου 7. Ο αιτητής δεν προβάλλει τέτοιο ισχυρισμό στην κρινόμενη αίτηση ή τη βεβαίωση που την υποστηρίζει. Ούτε στους νομικούς λόγους που στηρίζουν την αίτηση αναφέρεται οτιδήποτε ή ακόμη στην αγόρευση του αιτητή.
Αίτημα για προσαγωγή μαρτυρίας δεν μπορεί να αφεθεί να καθορίζεται έτσι περιστασιακά, ανάλογα με τους ισχυρισμούς του αντιδίκου και έξω από το πλαίσιο της σχετικής αίτησης. Η αντιμετώπιση αυτή θα αποτελούσε εκτροπή της δίκης και θα αντιστρατευόταν παράλληλα τη βασική αρχή της σχετικότητας, που καθιστά δυνατή την παροχή άδειας προσαγωγής μαρτυρίας. Ιδιαίτερα κατά το στάδιο αυτό, που δεν είναι γνωστό το περιεχόμενο των φακέλων. Πέραν τούτου, υπεροχή οποιουδήποτε των διαδίκων όσον αφορά τις υπηρεσιακές τους εκθέσεις δεν αποδεικνύεται κατά κανόνα με μαρτυρία, αλλά με εξέταση του υλικού που είναι συγκεντρωμένο στους φακέλους.
Η αίτηση απορρίπτεται. Με έξοδα υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους.
Σ. Νικήτας, Δ.
/Κασ