ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 900/97

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΡΑΜΒΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Αιτητών,

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του

Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού,

Καθ΄ων η αίτηση.

- - - - - -

31 Μαρτίου, 1999.

Για τον αιτητή: κ. Μυλωνάς και κ. Α. Δημητρίου.

Για τους καθ΄ων η αίτηση: κα Ρ. Πετρίδου.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Οι αιτητές αποτελούν εγγεγραμμένο σύνδεσμο σκοπός του οποίου είναι η προστασία και προώθηση των συμφερόντων των μελών του που είναι ιδιοκτήτες εγγεγραμμένων φροντιστηρίων.

Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές επιδιώκουν την ανάκληση και τον τερματισμό της λειτουργίας των Κρατικών Ινστιτούτων Επιμόρφωσης γιατί, καθώς ισχυρίζονται, η λειτουργία των εν λόγω Ινστιτούτων θίγει τα συμφέροντα της ολότητας και/ή σημαντικού μέρους των μελών των αιτητών καθότι μεγάλος αριθμός μαθητών εγγράφεται στα Κρατικά Ινστιτούτα Επιμόρφωσης στερώντας έτσι τα μέλη των αιτητών από εγγραφές μαθητών στα δικά τους φροντιστήρια με αποτέλεσμα να επηρεάζονται τα οικονομικά τους συμφέροντα και να υφίστανται ζημία.

Τα Κρατικά Ινστιτούτα Επιμόρφωσης διαδέχθηκαν τα Ινστιτούτα Ξένων Γλωσσών που ιδρύθηκαν και λειτούργησαν το 1959. Το Ελληνικό Εκπαιδευτικό Συμβούλιο ως η τότε "Ανώτατη Εκπαιδευτική Αρχή" αποφάσισε την ίδρυση των Ινστιτούτων Ξένων Γλωσσών και εξέδωσε εσωτερικούς κανονισμούς.

Ο σκοπός της ίδρυσης και λειτουργίας των Ινστιτούτων Ξένων Γλωσσών καταγράφεται στη δεύτερη παράγραφο των κανονισμών:

"Σήμερον παρατηρείται εις όλας τας χώρας του κόσμου τάσις προς μάθησιν ξένων γλωσσών τούτο δε οφείλεται εις πολλούς και ποικίλους λόγους, κυρίως όμως διότι κατενοήθη ότι διά πληρεστέραν κατανόησιν του τρόπου ζωής και της σκέψεως ενός λαού χρειάζεται η άρση της γλωσσικής αυλαίας η οποία χωρίζει τα έθνη. Εις την Κύπρο η ανάγκη γνώσεως ξένων γλωσσών είναι, λόγω ιδιαζουσών συνθηκών, έτι μεγαλυτέρα, ταύτην δε διείδεν το Εκπαιδευτικόν Συμβούλιον και προέβη εις την ενέργειαν ταύτην."

 

 

Το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο και το Γραφείο Παιδείας που ήταν οι φορείς παιδείας κατά τη μεταβατική περίοδο 1959-60, παρέδωσαν το Σεπτέμβρη 1960 τις αρμοδιότητες και λειτουργίες τους στην Ελληνική Κοινοτική Συνέλευση και διαλύθηκαν.

Η κοινοτική Συνέλευση υιοθέτησε την εφαρμογή των κανονισμών λειτουργίας των Ινστιτούτων Ξένων Γλωσσών που είχε εκδώσει το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο και τα Ινστιτούτα συνέχισαν την λειτουργία τους με βάση τους εν λόγω κανονισμούς όπως και προηγουμένως.

Με βάση τον περί Μεταβιβάσεως και Ασκήσεως των Αρμοδιοτήτων της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης και περί Υπουργείου Παιδείας Νόμο του 1965 (Ν. 12/65) οι νομοθετικές αρμοδιότητες της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης μεταβιβάστηκαν στη Βουλή των Αντιπροσώπων ενώ οι διοικητικές αρμοδιότητες μεταβιβάστηκαν στο Υπουργείο Παιδείας που ίδρυσε ο εν λόγω νόμος. Στις διοικητικές αρμοδιότητες του Υπουργείου Παιδείας ανήκαν όλα τα θέματα τα αφορώντα τη λειτουργία των Ινστιτούτων Ξένων Γλωσσών.

Το Υπουργικό Συμβούλιο, με την υπ΄ αριθμ. 30480 απόφαση του ημερομηνίας 14.7.1988 η οποία συνάδει προς τις πρόνοιες του Νόμου 12/65 (ανωτέρω) ενέκρινε την μετονομασία των Ινστιτούτων Ξένων Γλωσσών σε Κρατικά Ινστιτούτα Επιμόρφωσης από τη σχολική χρονιά 1988-89.

Τα Κρατικά Ινστιτούτα Επιμόρφωσης δεν αποτελούν φροντιστήρια ούτε σχολεία στη στενή των σχετικών νόμων έννοια.

Οι σκοποί των Κρατικών Ινστιτούτων επιμόρφωσης προδιαγράφονται στην τελευταία τροποποίηση των κανονισμών λειτουργίας και είναι ".... να προσφέρουν με απογευματινά και βραδινά μαθήματα, δυνατότητες και ευκαιρίες σε ενήλικες και μαθητές ώστε:

"(α) να εκμάθουν ξένες γλώσσες ή να καλλιεργήσουν τις γνώσεις τους σ΄ αυτές

(β) τύχουν γενικής επιμόρφωσης σε θέματα που καθορίζονται από το Υπουργείο Παιδείας ή/και να αποκτήσουν προσόντα σε καθορισμένους τομείς εξειδίκευσης

(γ) ενθαρρυνθούν στην πραγμάτωση της διά βίου εκπαίδευσης."

Η υπηρεσία των Κρατικών Ινστιτούτων Επιμόρφωσης επανδρώνεται και λειτουργεί με βάση εσωτερικούς κανονισμούς λειτουργίας. Μέρος της δαπάνης για τη λειτουργία των Ινστιτούτων καλύπτεται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Η φύση των προσφερόμενων υπηρεσιών και το σύστημα με το οποίο παρέχονται εντάσσει την προσφερόμενη υπηρεσία στις "παροχικές" υπηρεσίες του κράτους. Η συγκεκριμένη υπηρεσία στοχεύει στην ικανοποίηση του αναφαίρετου δικαιώματος των πολιτών να απολαμβάνουν ευκαιριών μόρφωσης και ανάπτυξης της προσωπικότητας χωρίς οικονομικούς ή άλλους περιορισμούς. Συναφώς, προβλέπονται απαλλαγές από την καταβολή διδάκτρων πλήρως ή μερικώς οι οποίες καλύπτουν ένα φάσμα πολιτών με ιδιαιτερότητες όπως ανάπηροι, παθόντες, εθνοφρουροί, μαθητές, παιδιά πεσόντων, αγνοουμένων, εγκλωβισμένων και αναπήρων, παθόντων, τυφλοί τηλεφωνητές, άνεργοι πτυχιούχοι, ανάπηροι κλπ. Τέλη εγγραφής εισπράττονται από όλους ανεξαιρέτως τους εγγραφόμενους.

Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι οι συγκεκριμένες υπηρεσίες που προσφέρει το κράτος προς τους πολίτες μέσω των Κρατικών Ινστιτούτων Επιμόρφωσης εντάσσεται στην ευρύτερη πολιτική του κράτους για επιμόρφωση των πολιτών και ανύψωση του μορφωτικού τους επιπέδου.

Η εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης αποτελεί προϋπόθεση για την ανάληψη αναθεωρητικής δικαιοδοσίας με βάση το άρθρο 146.1 του Συντάγματος. Για να είναι προσβλητή μια πράξη της διοίκησης με βάση το άρθρο 146.1 του Συντάγματος αυτή πρέπει να είναι εκτελεστή. Εκτελεστότητα της διοικητικής πράξης σημαίνει το υποχρεωτικό της συμπεριφοράς των διοικουμένων έναντι του κανόνος δικαίου ο οποίος την θεσπίζει.

Στην Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Limited (1994) 3 ΑΑΔ 26 αναφέρθηκε ότι το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων, δηλαδή η γένεση εξ αυτής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στον διοικούμενο, μη υφιστάμενες πριν την έκδοσή της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη διοίκηση να επικαλεσθεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεσή τους.

Στην προκείμενη περίπτωση οι αιτητές προσβάλλουν την ίδρυση και λειτουργία των Κρατικών Ινστιτούτων Επιμόρφωσης καθώς και την επάνδρωσή τους. Προσβάλλουν επίσης και την απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση "να αποκλείσουν τους ιδιοκτήτες και/ή τους διευθυντές ιδιωτικών φροντιστηρίων από την εργοδότησή τους στα Κρατικά Ινστιτούτα Επιμόρφωσης."

Οι αιτητές στην ουσία προσβάλλουν με την ίδια αίτηση περισσότερες της μιας "πράξεις" που δεν έχουν μεταξύ τους συνάφεια γεγονός το οποίο συνιστά δικονομικό ελάττωμα. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου η εξέταση αναπόφευκτα θα περιοριστεί στην πρώτη "προσβαλλόμενη πράξη".

Ομως, ανεξάρτητα από την πιο πάνω διαπίστωση σχετικά με την ύπαρξη του δικονομικού ελαττώματος θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο οι αιτητές πληρούν την βασική προϋπόθεση της ύπαρξης έννομου συμφέροντος για να είναι η προσφυγή τους βιώσιμη. Στην Dias United Publishing Co Ltd v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 870/91, 5.12.96 κρίθηκε, μεταξύ άλλων, ότι οι προσφεύγοντες, οι οποίοι είχαν αποκτήσει άδεια λειτουργίας ραδιοφωνικού σταθμού πολλά χρόνια μετά τη χορήγηση άδειας στο ΡΙΚ από τον Υπουργό Οικονομικών για τη λειτουργία λαχείου με βάση τον περί Λαχείων Νόμο όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 71/86 εστερούντο δικαιώματος να προσβάλουν την απόφαση γιατί δεν είχε θιγεί κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης ίδιο συμφέρον. Η απόφαση ήταν απόφαση της Ολομέλειας και σ΄ αυτήν αναφέρονται τα εξής:

"............ Αποτελεί προϋπόθεση νομιμοποίησης η ύπαρξη έννομου συμφέροντος όχι μόνο κατά τον χρόνο της άσκησης της προσφυγής αλλά και κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Είναι συναφώς χαρακτηριστική η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας στην υπόθεση 2040/63 σύμφωνα με την οποία "απαραδέκτως ασκείται αίτησις ακυρώσεως υπό σωματείου μη υφιστάμενου κατά την έκδοσιν της δι΄ αυτής προσβαλλόμενης πράξεως αλλ΄ αποκτήσαντος νομική προσωπικότητα μετά ταύτα." (Βλ. Ευρετήριο Νομολογίας 1961-1970 τόμος 1ος Α-Δ αρ. 2323 σελίς 195)."

 

 

Στην προκείμενη περίπτωση τα Κρατικά Ινστιτούτα Επιμόρφωσης προϋπήρξαν των αιτητών οι οποίοι απέτυχαν να αποδείξουν ότι τα μέλη τους έχουν υποστεί ευθέως οποιαδήποτε βλάβη ή ζημιά ή ότι έχουν θιγεί τα συμφέροντά τους καθ΄ οιονδήποτε τρόπο ένεκα της λειτουργίας των Κρατικών Ινστιτούτων Επιμόρφωσης.

Καταλήγω στο συμπέρασμα ότι οι αιτητές δεν έχουν το απαιτούμενο έννομο συμφέρον που να καθιστά την προσφυγή τους παραδεκτή. Εξάλλου η προσφυγή είναι απαράδεκτη και εκ του λόγου ότι αυτή δεν στρέφεται εναντίον συγκεκριμένης εκτελεστής διοικητικής πράξης αλλά γενικά και αόριστα εναντίον κανονισμών που αφορούν τον τρόπο λειτουργίας συγκεκριμένης υπηρεσίας του Υπουργείου Παιδείας.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 

Α. Κραμβής,

Δ.

ΑΦ.

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο