ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση αρ. 789/97

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

1. Ανδρέα Θεοφάνους, από τη Λεμεσό

2. Πέτρου Παναγίδη, από τη Λεμεσό

Αιτητών

- και -

Αρχής Λιμένων Κύπρου

Καθ'ων η αίτηση

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 29 Μαρτίου, 1999.

Για τους αιτητές: Θ. Γιούπας για Α. Σ. Αγγελίδη.

Για τους καθ΄ων η αίτηση: Λ. Ελευθερίου για Τ. Παπαδόπουλο.

Ενδιαφερόμενο μέρος 1, απών.

Για το ενδιαφερόμενο μέρος 2: Ι. Νικολάου.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν από το Δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:-

"Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ΄ης η αίτηση η οποία γνωστοποιήθηκε γραπτά προς όλο το Προσωπικό την 21.8.97 και με την οποία προήγαγε τους 1. Μάρκο Μάτση και 2. Πιερή Πιερίδη στη θέση του Λιμενικού Επιθεωρητή αναδρομικά από 11.4.94 αντί και/ή στη θέση των αιτητών είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος."

Με απόφαση του Δικαστηρίου στην υπόθεση Πιερής Πιερίδης κ.ά. ν. Αρχή Λιμένων Κύπρου, Υπόθεση αρ. 589/94, ημερ. 6/9/96, οι προαγωγές των Π. Καρυδά και Μ. Μάτση στη θέση Λιμενικού Επιθεωρητή ακυρώθηκαν.

Το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής επιλήφθηκε του θέματος πλήρωσης των κενωθεισών, συνεπεία της ακύρωσης, θέσεων σε συνεδρίαση ημερ. 21/7/97. Το σχετικό απόσπασμα έχει ως εξής:-

"Το Συμβούλιο εξέτασε το φάκελο πλήρωσης της θέσης καθώς επίσης τους προσωπικούς και τους φακέλους με τις ετήσιες εμπιστευτικές και υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων και έκρινε ότι και οι 5 υποψήφιοι πληρούσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης του Λιμενικού Επιθεωρητή.

Στη συνέχεια το Συμβούλιο ασχολήθηκε με την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων με βάση το καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο της λήψης της προηγούμενης απόφασής του. Το Συμβούλιο εμελέτησε όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχε ενώπιόν του, το Σημείωμα 85/96, την απόφαση του Δικαστηρίου, τη συνολική σταδιοδρομία των υποψηφίων, καθώς και τους φακέλους με τα προσωπικά στοιχεία και την αξία των υποψηφίων όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στο σύνολο των εμπιστευτικών και υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων για προαγωγή στη θέση του Λιμενικού Επιθεωρητή, με έμφαση στα τρία τελευταία χρόνια που υπήρχαν 1990, 1991 και 1992. Το Συμβούλιο εξετάζοντας τις εμπιστευτικές εκθέσεις των υποψηφίων δεν έλαβε υπόψη τις τροποποιήσεις του προσυπογράφοντα λειτουργού στις περιπτώσεις που αυτές έγιναν παράτυπα όσον αφορά την αλλαγή της βαθμολογίας από τον προσυπογράφοντα λειτουργό επειδή, όπως προκύπτει από τις σχετικές εκθέσεις, ο προσυπογράφων λειτουργός δεν συζητούσε τις τροποποιήσεις της βαθμολογίας με τον αξιολογούντα λειτουργό και δεν αιτιολογούσε τις τροποποιήσεις που επέφερε στη βαθμολογία στις περιπτώσεις διαφωνίας και συγκεκριμένα στις εκθέσεις του κου Π. Παναγίδη για τα χρόνια 1980, 1981, 1982, 1983, 1984, 1985 και 1986, στις εκθέσεις του κου Π. Καρυδά για τα χρόνια 1980, 1981, 1982, 1983, 1984, 1985 και 1986 και στις εκθέσεις του κου Μ. Μάτση για τα χρόνια 1980, 1984, 1985 και 1986.".

Με αποχή ενός μέλους, το Συμβούλιο, αφού εκτίμησε τους υποψηφίους με βάση τη σχετική νομοθεσία και το σύνολο των στοιχείων του καθενός, χωρίς να λάβει υπόψη τη σύσταση του Διευθυντή Εκμετάλλευσης την οποία θεώρησε ως μη επαρκώς τεκμηριωμένη και αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν του ουσιώδη στοιχεία έκρινε, με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους, αξία, προσόντα, αρχαιότητα, ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερείχαν των υπολοίπων υποψηφίων. Συγκεκριμένα:-

"(α) Ο Πρόεδρος και οι κοι Σ. Γιαννάκη, Ο. Θεοδούλου και Λ. Κουζαπάς υποστήριξαν ως πιο κατάλληλο για προαγωγή στη μια από τις δύο κενές θέσεις τον κον Π. Πιερίδη, επειδή η γενική υπηρεσιακή του εικόνα αναφορικά με την αξία, με έμφαση στα τελευταία 3 χρόνια, ήταν περίπου η ίδια με τους υπόλοιπους υποψηφίους εξαιρουμένης της αξιολόγησής του για το χρόνο 1989 όπου υπερείχε καταφανώς έναντι όλων των υπολοίπων. Υπέδειξαν ότι από πλευράς προσόντων όλοι οι υποψήφιοι ήταν περίπου ίσοι, ενώ με βάση το κριτήριο της αρχαιότητας ο κος Π. Πιερίδης κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν υστερούσε.

(β) Ο Αντιπρόεδρος και οι κοι Σ. Καραβιώτης, Ζ. Κουλίας και Μ. Κωνσταντινίδης υποστήριξαν ως πιο κατάλληλο για προαγωγή στη μια από τις δύο κενές θέσεις τον κον Π. Καρυδά, επειδή η γενική υπηρεσιακή του εικόνα αναφορικά με την αξία, ιδιαίτερα κατά τα 3 τελευταία χρόνια, παρουσιάζετο ελαφρά καλύτερη έναντι των υπολοίπων υποψηφίων. Ανέφεραν ότι από πλευράς προσόντων δεν υστερούσε ουδενός των υπολοίπων, ενώ δεν θα έπρεπε ν΄ αποδοθεί σημαντική βαρύτητα ή ιδιαίτερη βαρύτητα στο κριτήριο της αρχαιότητας που ανάγετο στο μη πρόσφατο παρελθόν.

(γ) Όλα τα Μέλη του Συμβουλίου πλην του κου Κ. Χατζηγιάννη υποστήριξαν ως πιο κατάλληλο για προαγωγή στη δεύτερη από τις κενές θέσεις τον κο Μ. Μάτση, για τον οποίο τόνισαν ότι η γενική υπηρεσιακή του εικόνα αναφορικά με την αξία παρουσίαζε από το 1987 και ύστερα ανοδική εξελικτική πορεία έναντι ιδιαίτερα της αντίστοιχης εικόνας των κων Π. Παναγίδη και Α. Θεοφάνους, ενώ ήταν καλύτερη από εκείνη των υπολοίπων. Από πλευράς προσόντων όλοι οι υποψήφιοι ήταν περίπου ίσοι, ενώ δεν θα έπρεπε ν΄ αποδοθεί σημαντική βαρύτητα ή ιδιαίτερη βαρύτητα στο κριτήριο της αρχαιότητας μια και δημιουργήθηκε στο μακρινό παρελθόν.".

Με βάση το αποτέλεσμα της διαδικασίας η οποία προηγήθηκε το Συμβούλιο έκρινε κατά πλειοψηφία ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη Μάτσης και Πιερίδης ήταν οι πιο κατάλληλοι για προαγωγή και αποφάσισε την προαγωγή τους στη θέση Λιμενικού Επιθεωρητή από 11/4/94. Η απόφαση λήφθηκε με την αποχή ενός μέλους και ειδικότερα όσον αφορά στην προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους Πιερίδη, λόγω της ισοψηφίας η οποία σημειώθηκε, η απόφαση λήφθηκε με τη δεύτερη ή νικώσα ψήφο του Προέδρου.

Απετέλεσε βασική εισήγηση του δικηγόρου των αιτητών ότι το Διοικητικό Συμβούλιο, παράνομα και αντίθετα προς τις αρχές της επανεξέτασης δεν έλαβε υπόψη την υπέρ των αιτητών σύσταση του Διευθυντή κατά την αρχική διαδικασία, η οποία, με βάση το ακυρωτικό αποτέλεσμα, δεν συμπεριλαμβάνετο μεταξύ των στοιχείων τα οποία κρίθηκαν δικαστικά ως πάσχοντα.

Περαιτέρω εισηγήθηκε ότι το Διοικητικό Συμβούλιο, αποφασίζοντας ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερείχαν σε αξία των αιτητών, ενήργησε αντίθετα προς το κριθέν από το Δικαστήριο ζήτημα ότι αιτητές και ενδιαφερόμενα μέρη ήταν περίπου ίσοι με βάση τα τρία θεσμοθετημένα κριτήρια.

Πρόσθετα, ο δικηγόρος των αιτητών ισχυρίστηκε ότι η επίδικη απόφαση ήταν κενή αιτιολογίας για το λόγο ότι το Διοικητικό Συμβούλιο, αντίθετα προς το δεδικασμένο, παρέλειψε εκ νέου να αιτιολογήσει τα σημεία υπεροχής και τους λόγους πρόκρισης των ενδιαφερομένων μερών.

Αντικρούοντας το επιχείρημα περί παράβασης του δεδικασμένου λόγω της παραγνώρισης της νόμιμης σύστασης του Διευθυντή τόσο ο δικηγόρος των καθ΄ων η αίτηση όσο και ο δικηγόρος του ενδιαφερόμενου μέρους Πιερίδη, εισηγήθηκαν ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής είχε ήδη αποφασίσει την παραγνώριση της σύστασης του Διευθυντή κατά την αρχική ακυρωθείσα διαδικασία για τους λόγους τους οποίους ανέφερε στο πρακτικό της συνεδρίασής του ημερ. 29/1/94. Το Δικαστήριο, εισηγήθηκαν, εξέδωσε την ακυρωτική απόφαση στην Προσφυγή 589/94 έχοντας ενώπιόν του το δεδομένο αυτό και γνωρίζοντας ότι το Διοικητικό Συμβούλιο δεν συμπεριέλαβε τη σύσταση του Διευθυντή μεταξύ των στοιχείων κρίσεων των υποψηφίων.

Περαιτέρω εισηγήθηκαν ότι στην ακυρωτική απόφαση ουδόλως αποφασίστηκε ότι αιτητές και ενδιαφερόμενα μέρη ήταν ίσοι σε αξία αλλά ότι ήταν δύσκολο να εντοπιστεί οποιαδήποτε ουσιαστική υπεροχή ενός υποψηφίου έναντι άλλου, παραπέμποντας εκ νέου το ζήτημα στο Διοικητικό Συμβούλιο, ως το αποκλειστικά αρμόδιο όργανο, ώστε να αποφασίσει, αιτιολογημένα, ποίος υποψήφιος ήταν ουσιαστικά υπέρτερος.

Σύμφωνα με την ίδια εισήγηση, το Διοικητικό Συμβούλιο, κατά την επανεξέταση του θέματος, έδωσε επαρκή αιτιολογία αναφορικά με τους λόγους προτίμησης των ενδιαφερομένων μερών, συμμορφούμενο πλήρως προς το περιεχόμενο της ακυρωτικής απόφασης.

Οι λόγοι για τους οποίους το Δικαστήριο ακύρωσε την αρχικά εκδοθείσα πράξη προαγωγής συνίσταντο στο ότι το Διοικητικό Συμβούλιο παρέλειψε να αιτιολογήσει επαρκώς την απόφαση επιλογής των ενδιαφερομένων μερών δεδομένου ότι αιτητές και ενδιαφερόμενα μέρη παρουσιάζονταν περίπου ίσοι στο κριτήριο της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας καθώς επίσης ότι στη σχετική απόφαση της πλειοψηφίας, λήφθηκε υπόψη η φύση των καθηκόντων τα οποία εκτελούσαν οι προαχθέντες, η οποία σύμφωνα με τη νομολογία, δεν αποτελεί νόμιμο στοιχείο πρόκρισης ενός υπαλλήλου έναντι των συναδέλφων του.

Κριθέν ζήτημα θεωρείται το ζήτημα το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο διάγνωσης και κρίσης, τελεί σε στενό σύνδεσμο και αποτελεί αναγκαίο στήριγμα του συμπεράσματος της απόφασης, όχι όμως και άλλα περιστατικά, αναφερόμενα απλώς ιστορικά και μη αναγκαία για τη συναγωγή του συμπεράσματος όπως διατυπώνεται στο διατακτικό της απόφασης.

Ουδόλως προκύπτει ότι το ζήτημα της νομιμότητας της σύστασης απετέλεσε αντικείμενο διάγνωσης και κρίσης ή ότι αυτό συναρτήθηκε προς το συμπέρασμα της απόφασης αλλά ότι στο ζήτημα αυτό αναφέρθηκε ιστορικά και μόνο το Δικαστήριο, το οποίο, σαφώς ακύρωσε την πράξη για έλλειψη επαρκούς αιτιολόγησης της τελικής απόφασης.

Ήδη, κατά την αρχική εξέταση του θέματος, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να αγνοήσει τη σύσταση του Διευθυντή για τους ίδιους λόγους τους οποίους επανέλαβε και στην επίδικη διαδικασία.

Το Διοικητικό Συμβούλιο, στα πλαίσια διενέργειας έρευνας, δεν εκωλύετο να ζητήσει τις απόψεις του Διευθυντή για τους υποψηφίους αλλά, αντίθετα προς την εισήγηση των αιτητών, καμιά ρητή εκ του Νόμου υποχρέωση δεν υφίστατο προς το Συμβούλιο να αναζητήσει ή να υιοθετήσει ή να παράσχει ειδική αιτιολογία για τυχόν παραγνώριση των συστάσεων.

Οι συστάσεις του Προϊσταμένου δεν αποτελούν θεσμοθετημένο στοιχείο κρίσεως της αξίας των υπαλλήλων της Αρχής και σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 του Μέρους IV των περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (Σχέδια και Λοιποί Όροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1982, ΚΔΠ 317/82, τυγχάνουν αναλογικής εφαρμογής, περιοριστικά, μόνον οι διατάξεις του αρ. 46 των περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμων του 1967 ως 1981, οι οποίες αφορούν στη μέθοδο υπολογισμού της αρχαιότητας των υπαλλήλων (Βλ. σχετικά, Ιωάννα Πουλλή ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Υπόθεση αρ. 750/91, ημερ. 21/10/92 και Πόλα Κοφτερού ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Α.Ε. Αρ. 1769, ημερ. 24/4/96).

Περαιτέρω και αντίθετα προς τον ισχυρισμό των αιτητών, κανένα δεδικασμένο δεν απέρρευσε από την ακυρωτική απόφαση αναφορικά με το ζήτημα της ουσιαστικής καταλληλότητας των υποψηφίων για προαγωγή.

Το Δικαστήριο ακύρωσε την πράξη για πλημμέλεια της αιτιολογίας και άφησε τη διοίκηση αδέσμευτη αναφορικά με το πόρισμά της.

Η ακριβής υποχρέωση της προς συμμόρφωση συνίστατο στην παροχή επαρκέστερης αιτιολόγησης της απόφασης επιλογής.

Η διαπίστωση της πλειοψηφίας του Διοικητικού Συμβουλίου ότι όλοι οι υποψήφιοι ήταν περίπου ίσοι σε προσόντα και η αρχαιότητα ορισμένων έναντι άλλων δημιουργήθηκε κατά το μακρυνό παρελθόν και δεν μπορούσε να έχει ιδιαίτερη σημασία ήταν ορθή και σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων.

Το ενδιαφερόμενο μέρος Πιερίδης προσλήφθηκε στην υπηρεσία της Αρχής στη θέση Λιμενικού Λειτουργού 3ης Τάξης σε μηνιαία βάση στις 15/12/66 και διορίστηκε στην ίδια θέση σε μόνιμη βάση από 1/3/69. Στις 1/1/70 προάχθηκε στη θέση Λιμενικού Λειτουργού 2ης Τάξης.

Το ενδιαφερόμενο μέρος Μάτσης διορίστηκε σαν ημερομίσθιος Τελωνειακός Λειτουργός Αποθηκών στο Τμήμα Τελωνείων κατά το 1964 και στη θέση Λιμενικού Λειτουργού 2ης Τάξης στην υπηρεσία της Αρχής στις 1/10/77.

Ο αιτητής Θεοφάνους διορίστηκε από την ΕΔΥ στη θέση "Boatman" από 1/8/66 και μεταφέρθηκε στην Αρχή Λιμένων Κύπρου στις 1/10/77 στη θέση Λιμενικού Λειτουργού 2ης Τάξης.

Ο αιτητής Παναγίδης διορίστηκε στο Τμήμα Λιμένων στις 11/12/61 και προάχθηκε στη θέση Λιμενικού Λειτουργού 2ης Τάξης από 1/11/66.

Έκτοτε αιτητές και ενδιαφερόμενα μέρη εξελίσσονταν παράλληλα προς τις ανώτερες κλίμακες της ιεραρχίας της θέσης τους και συγκεκριμένα προάχθηκαν στη θέση Λιμενικού Λειτουργού 1ης Τάξης στις 1/8/78, στη θέση Ανώτερου Λιμενικού Λειτουργού στις 1/1/83 και στη θέση Βοηθού Λιμενικού Επιθεωρητή στις 2/1/83.

Όπως προκύπτει από την αντιπαραβολή των στοιχείων των φακέλων αιτητές και ενδιαφερόμενα μέρη ήταν περίπου ίσοι στο κριτήριο της αξίας καθόλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους και η μικρή υπεροχή των αιτητών σε ορισμένα επί μέρους στοιχεία των εμπιστευτικών εκθέσεων ορισμένων ετών δεν ήταν ικανή να δημιουργήσει υπέρ αυτών έκδηλη υπεροχή.

Εφόσον το Συμβούλιο ανέφερε ότι έλαβε υπόψη όλα τα θεσμοθετημένα κριτήρια, εκτίμησε τους υποψηφίους με βάση τη σχετική νομοθεσία και το σύνολο των στοιχείων ενός εκάστου με έμφαση στα τρία τελευταία χρόνια και οι αιτητές δεν απέδειξαν υπεροχή η οποία να τεκμηριώνεται ως έκδηλη, η επιλογή των ενδιαφερομένων μερών ήταν εύλογα επιτρεπτή και η αιτιολογία της σχετικής απόφασης της πλειοψηφίας άνκαι λακωνική δύναται να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης (Βλ. σχετικά και, Ιωάννα Πουλλή ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, ανωτέρω, Παναγιώτης Χ"Βασιλείου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Υπόθεση αρ. 271/94, ημερ. 28/6/95, Πιερής Πιερίδης κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Υπόθεση αρ. 728/91 κ.ά. ημερ. 2/2/96 και Γιάννης Κουρσάρος ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Υπόθεση αρ. 277/94, ημερ. 31/5/96).

Ενόψει των πιο πάνω η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/Επσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο