ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 219/98.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Χαράλαμπου Κωνσταντινίδη,

Αιτητή

και

Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου,

Καθ΄ ων η αίτηση

______________________

18 Φεβρουαρίου, 1999.

Για τον αιτητή: Α. Κωνσταντίνου.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Γ. Κακογιάννης.

______________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου ("η Α.Η.Κ.") με ημερ. 23.2.98, με την οποία ο Πάνος Κεφάλα ("το Ε.Μ.") προάχθηκε στη μόνιμη θέση Διευθυντή Εμπορικών Υπηρεσιών ("η επίδικη θέση"), Κεντρικά Γραφεία, αναδρομικά από 1.9.97.

Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή:

Με απόφαση της ημερ. 30.6.97 ("η πρώτη απόφαση") η Α.Η.Κ. αποφάσισε την προαγωγή του Ε.Μ. στην επίδικη θέση. Η απόφαση εκείνη ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 10.12.97, μετά από προσφυγή του αιτητή - με αρ. 575/97 - λόγω κακής συγκρότησης του Διοικητικού Συμβουλίου της Α.Η.Κ. κατά τον ουσιώδη χρόνο.

Κατά τη λήψη της πρώτης απόφασης η Α.Η.Κ. έλαβε υπόψη τη σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της Αρχής για θέματα προσωπικού ("η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή") η οποία αποφάσισε ομόφωνα να συστήσει στην Α.Η.Κ. την προαγωγή του Ε.Μ. στην επίδικη θέση.

Προτού διαμορφώσει την πιο πάνω σύσταση της η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή άκουσε τις συστάσεις του Γενικού Διευθυντή. Ο τελευταίος σύστησε για προαγωγή τον αιτητή. Δήλωσε ότι ο αιτητής "υπερτερεί καταφανώς έναντι των άλλων υποψηφίων σε πείρα και ικανότητες σχετικά με τα καθήκοντα και ευθύνες που προνοεί το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης". Δήλωσε, επίσης, ότι ο αιτητής υπερτερεί έναντι του Ε.Μ. σε αρχαιότητα, σε τέτοιο βαθμό που κατά τη γνώμη του ξεχωρίζει ως ο καταλληλότερος υποψήφιος για προαγωγή στην επίδικη θέση, ανεξάρτητα και από το γεγονός ότι το Ε.Μ. είναι περίπου ισοδύναμος με τον αιτητή σε αξία, επίδοση και απόδοση στην υπηρεσία. Ανέφερε, επίσης, ότι ο αιτητής υπερτερεί έναντι του Ε.Μ. σε πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης.

Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή ζήτησε και από τον κ. Ι. Χατζηπαύλου, ο οποίος είχε διοριστεί αναπληρωματικά Διευθυντής Τεχνικών Υπηρεσιών και Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής, να εκφράσει και τις δικές του απόψεις αναφορικά με τους υποψηφίους. Ο τελευταίος δήλωσε, ανάμεσα σ΄ άλλα, ότι από τη μελέτη των σχετικών φακέλων έχει διαπιστώσει ότι το Ε.Μ. "προηγείται σε αρχαιότητα" του αιτητή "για 30 χρόνια δηλαδή από 1.10.64 μέχρι 1.3.94". ΄Οσο δε αφορά τις βαθμολογίες το 1994 το Ε.Μ. προηγείτο του αιτητή, το 1995 δεν υπάρχουν βαθμολογίες και στις πρόσφατες βαθμολογίες του 1996 ο αιτητής εμφανίζεται να προηγείται του Ε.Μ.

΄Οπως αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή δεν είχε πεισθεί από τα λεχθέντα του Γενικού Διευθυντή ότι ο αιτητής υπερέχει καταφανώς έναντι του Ε.Μ. σε ότι αφορά την πείρα και ικανότητα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης "πράγμα που όπως επεσήμαναν" πιστοποιεί και η άποψη που δόθηκε από τον κ. Ι. Χατζηπαύλου. Σύμφωνα με την Συμβουλευτική Υπεπιτροπή και οι δύο υποψήφιοι υπηρέτησαν σε θέσεις Εμπορικών Υπηρεσιών αρκετά παρόμοιες και από τη μελέτη των προσωπικών φακέλων το Ε.Μ. είχε αρχαιότητα έναντι του αιτητή για 30 χρόνια δηλαδή από 1.10.64 μέχρι 1.3.94. Τα μέλη της Υπεπιτροπής επεσήμαναν ότι υπάρχει μικρή υπεροχή και σταθερότητα του Ε.Μ. στη βαθμολογία εξαιρουμένης εκείνης του έτους 1996. Επανάλαβαν επίσης την περίεργη απουσία βαθμολογίας για τα έτη 1994 κα 1995. Ταυτόχρονα θεώρησαν σχετικά πολύ μικρή ή οριακή την υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα έναντι του Ε.Μ.. Το σχετικό πρακτικό καταλήγει ως εξής: "Ως εκ τούτου τα μέλη της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής θεωρούν ότι ο Πάνος Κεφάλας - το Ε.Μ. - είναι ο καταλληλότερος υποψήφιος" για προαγωγή στην επίδικη θέση και αποφάσισαν ομόφωνα και παρά την αντίθετη σύσταση του Διευθυντή να συστήσουν στην Αρχή την προαγωγή του στην επίδικη θέση. Στο σχετικό πρακτικό αναφέρεται, επίσης, ότι η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή έλαβε δεόντως υπόψη τις συστάσεις και απόψεις του Γενικού Διευθυντή και ότι άκουσε τις απόψεις του κ. Χατζηπαύλου στις οποίες έδωσε τη βαρύτητα που έκρινε πρέπον.

Μετά την πιο πάνω ακυρωτική απόφαση ημερ. 10.12.97 ("η ακυρωτική απόφαση") η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή αποφάσισε να επανεξετάσει το θέμα πλήρωσης της επίδικης θέσης "με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο λήψης της απόφασης που ακυρώθηκε ήτοι 30.6.97".

Κατά την επανεξέταση - στις 3.2.98 - η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή "έλαβε δεόντως υπόψη τις συστάσεις και απόψεις" του Γενικού Διευθυντή, ο οποίος είχε στο μεταξύ αποβιώσει. ΄Οπως αναφέρεται πιο πάνω ο Γενικός Διευθυντής είχε προτείνει για προαγωγή στην επίδικη θέση τον αιτητή. Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή "ασκώντας το δικαίωμα που της παρέχεται από τον Καν. 6(2) του Δευτέρου Πίνακα - Μέρος ΙΙ - των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (΄Οροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986 ("οι Κανονισμοί") κάλεσε επίσης και τον νυν Αρχιμηχανικό και Γενικό Διευθυντή της Αρχής κ. Ι. Χατζηπαύλου για να δώσει τις απόψεις του με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο λήψης της απόφασης που ακυρώθηκε δηλαδή στις 30.6.97".

Στην αρχή της δήλωσης του ο κ. Χατζηπαύλου επανέλαβε επακριβώς τα όσα ανέφερε ενώπιον της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής σε σχέση με τη λήψη της πρώτης απόφασης. Πρόσθεσε επίσης ορισμένα άλλα στοιχεία στα οποία γίνεται αναφορά στη σελ. 6 της παρούσας απόφασης.

Στη συνέχεια η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή "αφού μελέτησε και αξιολόγησε προσεκτικά όλα τα ενώπιον της στοιχεία προέβη στην επιλογή του καλύτερου διαθέσιμου υποψηφίου για προαγωγή και αποφάσισε να συστήσει στην Αρχή την προαγωγή του Ε.Μ." στην επίδικη θέση.

Κατά την επανεξέταση του θέματος από το Διοικητικό Συμβούλιο της Α.Η.Κ. - στις 23.2.98 - τέθηκαν ενώπιον του τα πρακτικά της πιο πάνω συνεδρίας της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής ημερ. 3.2.98. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Α.Η.Κ. "μελέτησε και αξιολόγησε όλα τα στοιχεία και δεδομένα που αφορούν τους υποψηφίους και ανάγονται στο νομικό και πραγματικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου της λήψης της απόφασης που ακυρώθηκε". ΄Ελαβε δεόντως υπόψη τις ομόφωνες συστάσεις και απόψεις της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής οι οποίες περιέχονται στα πρακτικά της συνεδρίας της Υπεπιτροπής με ημερ. 3.2.98. Επιπρόσθετα μελέτησε προσεκτικά και έλαβε δεόντως υπόψη τις συστάσεις και απόψεις του εκλιπόντος Γενικού Διευθυντή της Α.Η.Κ., ο οποίος πρότεινε για προαγωγή τον αιτητή. Οι συστάσεις του ήταν καταγραμμένες στα πρακτικά της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής ημερ. 10 και 11 Ιουνίου, 1997. Στη συνέχεια η Α.Η.Κ. προχώρησε στη δική της ενδελεχή έρευνα, αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων και παρά την αντίθετη σύσταση του εκλιπόντος Γενικού Διευθυντή "με πέντε ψήφους υπέρ και δύο αποχές" αποφάσισε την προαγωγή του Ε.Μ. στην επίδικη θέση.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή εισηγήθηκε πως "εσφαλμένα προσήλθε κατά την επανεξέταση ο νέος Γενικός Διευθυντής για να προβεί σε συστάσεις, αφού οι προηγούμενες συστάσεις του πρώην Γενικού Διευθυντή ήταν νόμιμες".

Επεξηγώντας την πιο πάνω εισήγηση ο ευπαίδευτος συνήγορος ανέφερε:

Κατά την αρχική διαδικασία - του Ιουνίου του 1997 - κλήθηκε και έδωσε συστάσεις ο τότε Γενικός Διευθυντής. Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή κάλεσε για να εκφράσει και τις δικές του απόψεις και τον κ. Ι. Χατζηπαύλου. Κατά την επανεξέταση, η οποία έλαβε χώραν μετά το θάνατο του τότε Γενικού Διευθυντή, ο κ. Ι. Χατζηπαύλου - ο νέος Γενικός Διευθυντής - δεν προσήλθε στη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή πλέον ως Προϊστάμενος Τμήματος ή Υπηρεσίας, αλλά ως νέος Γενικός Διευθυντής. Με τον τρόπο αυτό λήφθηκαν υπόψη τόσο από τη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή όσο και από το Διοικητικό Συμβούλιο της Α.Η.Κ., και οι συστάσεις του τότε Γενικού Διευθυντή που συγκρούοντο μεταξύ τους. Η ενέργεια της Α.Η.Κ. - συνεχίζει η εισήγηση - παραβίασε σαφή Νομολογιακή αρχή σύμφωνα με την οποία αν η σύσταση του Γενικού Διευθυντή που δόθηκε στον ουσιώδη χρόνο, κατά την αρχική διαδικασία, δεν είναι άκυρη, "δεν επιτρέπεται κατά την επανεξέταση να προσέλθει για να εκφέρει νέες συστάσεις ο νέος ή ο ίδιος Γενικός Διευθυντής. Μόνο αν οι αρχικές συστάσεις ήταν ή κηρύχθηκαν άκυρες, μόνο και μόνο τότε επιτρέπονται νέες συστάσεις".

Στις υποθέσεις Λυώνας ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 683/14.6.90 και Δημοκρατία ν. Πιτσιλλίδη κ.α., Α.Ε. 1086/13.12.90, κρίθηκε πως κατά την επανεξέταση ακυρωθείσας απόφασης ορθά κλήθηκε ο εν υπηρεσία Προϊστάμενος του Τμήματος για να εκφράσει απόψεις και να προβεί σε συστάσεις αναφορικά με τους υποψήφιους εφόσο αυτές που έκαμε κατά τον ουσιώδη χρόνο ο Προϊστάμενος, που στο μεταξύ είχε αφυπηρετήσει, κρίθηκαν ουσιαστικά ως ανύπαρκτες λόγω ουσιώδους νομικού ελαττώματος (βλ. και Αργυρίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 376, 387 και Ελευθερίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 692/91/10.7.92, απόφαση Αρτεμίδη, Δ.). Η αρχή που προκύπτει από τις αποφάσεις στις πιο πάνω υποθέσεις είναι τούτη: Η κλήση του Διευθυντή για να προβεί σε συστάσεις μετά από ακυρωτική απόφαση επιτρέπεται μόνο στις περιπτώσεις όπου οι προηγούμενες συστάσεις ήταν παράνομες ή άκυρες ή ανύπαρκτες. Αυτή η αρχή συνάδει με τη γενική αρχή του διοικητικού δικαίου σύμφωνα με την οποία το νομικό και πραγματικό καθεστώς των πράξεων που εκδίδονται "εις εκτέλεσιν ακυρωτικής αποφάσεως είναι το της εκδόσεως της ακυρωθείσης πράξεως". Προκειμένου δε για ακύρωση διορισμού οφείλει η διοίκηση κατά τη νέα πλήρωση της θέσης να ενεργήσει "επί τη βάσει του κατά την έκδοσιν του ακυρωθέντος διορισμού υφιστάμενου νομικού και πραγματικού καθεστώτος" (βλ. Δήμητρας Κοντογιώργα-Θεοχαροπούλου "Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως (ανατύπωση) 1988", σελ. 244 και 247).

Στην παρούσα υπόθεση οι συστάσεις του τότε Γενικού Διευθυντή δεν ήταν παράνομες. Λήφθηκαν δεόντως υπόψη τόσο από τη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή όσο και από την Α.Η.Κ.. Ωστόσο η ευπαίδευτη συνήγορος της τελευταίας έχει προβάλει τη θέση ότι οι απόψεις του νέου Γενικού Διευθυντή τόσο κατά την αρχική διαδικασία όσο και στην παρούσα έχουν τον χαρακτήρα διερεύνησης γεγονότων και όχι "σύστασης" με την έννοια του Καν. 23(3) της Κ.Δ.Π. 281/96. Πουθενά "δεν αναγράφεται στα πρακτικά (ούτε της αρχικής ούτε της παρούσας διαδικασίας) φράση ή οτιδήποτε άλλο που να υποδηλώνει 'εισήγηση' και/ή 'σύσταση' του νέου Γενικού Διευθυντή υπέρ οποιουδήποτε υποψηφίου παρά μόνο κρίσεις που βασίζονται στα στοιχεία των φακέλων".

Το νομικό καθεστώς που διέπει τις συστάσεις και απόψεις ρυθμίζεται από τον Καν. 23(3) και τον Καν. 6(2) του Δεύτερου Πίνακα (Μέρος ΙΙ) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (΄Οροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986.

Πράγματι ο μεν Καν. 23(3) ομιλεί για συστάσεις ο δε Καν. 6(2) για απόψεις. Από το ενώπιον μου υλικό διαπιστώνω:

(1) Στα πλαίσια της πρώτης διαδικασίας ο νέος Γενικός Διευθυντής έδωσε τις απόψεις του δυνάμει του Καν. 6(2).

(2) Στα πλαίσια της νέας διαδικασίας η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή κάλεσε το νέο Διευθυντή, "ασκώντας το δικαίωμα που της παρέχεται από τον Καν. 6(2)", για να δώσει τις απόψεις του με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο λήψης της απόφασης που ακυρώθηκε, δηλαδή στις 30.6.97.

(3) Κατά τη νέα διαδικασία ο νέος Γενικός Διευθυντής επανέλαβε κατά λέξη τα όσα ανέφερε κατά την αρχική διαδικασία - παρατίθενται στη σελ. 2 - και πρόσθεσε και τα πιο κάτω:

"Ο κ. Ι. Χατζηπαύλου επίσης ανέφερε ότι από τα προσωπικά στοιχεία των αιτητών φαίνεται καθαρά ότι ο 8678 Κεφάλας Πάνος υπερτερούσε του 8840 Κωνσταντινίδη Χαράλαμπου όσον αφορά την απαιτούμενη πείρα για τη θέση και ότι είναι αναμφίβολα πιο έμπειρος σε όλες τις υπηρεσίες και διαδικασίες της Αρχής όσον αφορά μελέτες και κατασκευές που είναι κάτι το απαραίτητο για τη θέση του Διευθυντή Εμπορικών Υπηρεσιών που έχει την κύρια ευθύνη για την έκδοση όρων παροχής ρεύματος και άλλες σχετικές συναλλαγές με το κοινό. Ο κ. Ι. Χατζηπαύλου επίσης τόνισε ότι η αξιολόγηση του 8678 Κεφάλα Πάνου ήταν πάντα τουλάχιστον ίση μ΄ αυτήν του 8840 Κωνσταντινίδη Χαράλαμπου και ότι ο ίδιος ο τέως Αρχιμηχανικός & Γενικός Διευθυντής στην αξιολόγηση του για τον 8678 Κεφάλα Πάνο για το έτος 1996 αναφέρει ότι 'είναι ένας άριστος συνεργάτης που μπορεί να εξελιχθεί σε ανώτερη Διευθυντή θέση χωρίς πρόβλημα. Η προθυμία του είναι παραδειγματική'."

Δεν θα ασχοληθώ με το κατά πόσο τα όσα είπε ο νέος Γενικός Διευθυντής κατά τη δεύτερη διαδικασία δόθηκαν δυνάμει του Καν. 23(3) ή του Καν. 6(2). Αυτά που θα πρέπει να με απασχολήσουν είναι τα πιο κάτω:

Το περιεχόμενο και η ουσία των όσων λέχθηκαν και το κατά πόσο προσθέτουν στα στοιχεία που υπήρχαν ενώπιον της Διοίκησης κατά τον κρίσιμο χρόνο ο οποίος είναι εκείνος της λήψης της πρώτης απόφασης.

Με βάση λοιπόν το περιεχόμενο των όσων λέχθηκαν διαπιστώνω ότι:

(α) Συγκρούονται με τα όσα λέχθηκαν από τον πρώην Γενικό Διευθυντή.

(β) Παρουσιάζουν το Ε.Μ. ως πιο κατάλληλο υποψήφιο από τον αιτητή.

(γ) Αποτελούν στην ουσία σύσταση υπέρ του Ε.Μ..

(δ) Αυτά που λέχθηκαν πέρα από όσα λέχθηκαν κατά την πρώτη διαδικασία

περιέχουν στοιχεία τα οποία δεν ήταν υπόψη της διοίκησης κατά τον

κρίσιμο χρόνο. Αποτελούν πρόσθετα στοιχεία τα οποία επαυξάνουν

ουσιωδώς την αξία του Ε.Μ. και τις διεκδικήσεις του για προαγωγή.

Με βάση λοιπόν τα όσα αναφέρονται στην παραγ. (δ) πιο πάνω η διοίκηση κατά τη νέα πλήρωση της θέσης δεν έχει ενεργήσει "επί τη βάσει του κατά την έκδοση του ακυρωθέντος διορισμού υφιστάμενου πραγματικού καθεστώτος". ΄Εχει επομένως ενεργήσει κατά παράβαση των αρχών του διοικητικού δικαίου και - κατά συνέπεια - με τρόπο αντίθετο προς το νόμο μέσα στην έννοια του άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Για το λόγο αυτό η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να ακυρωθεί.

Οι απόψεις του νυν Γενικού Διευθυντή, δυνάμει του Καν. 6(2) είχαν δοθεί στα πλαίσια της λήψης της πρώτης απόφασης. Σε τί αποσκοπούσε η εκ νέου παράθεση των απόψεων του και πάλι - όπως το έθεσε η ευπαίδευτη συνήγορος της Α.Η.Κ. - δυνάμει του Καν. 6(2); ΄Εχω την άποψη πως αποτελούσε προσπάθεια για επαύξηση των διεκδικήσεων του Ε.Μ. για προαγωγή. Αυτό παραβιάζει όχι μόνο την πιο πάνω αρχή του διοικητικού δικαίου αλλά και τις αρχές της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη. Η διοίκηση παραβαίνει αυτές τις αρχές οσάκις χωρίς νόμιμο λόγο ή αιτία επιδιώκει την επαύξηση των διεκδικήσεων ενός υποψηφίου για προαγωγή (Βλ. Δαγτόγλου "Γενικό Διοικητικό Δίκαιο", Τρίτη έκδοση, παραγ. 382, 385 και 388: "Η διοίκηση παραβαίνει την αρχή της καλής πίστεως προπάντων όταν ενεργεί κατά τρόπο αντίθετο προς την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ιδιώτη. Η εμπιστοσύνη του ιδιώτη στην καλή πίστη, ειλικρίνεια και συνέπεια της διοικήσεως είναι αναγκαία για τη λειτουργία κάθε δημοκρατικής πολιτείας.").

Περαιτέρω: Εφόσον οι συστάσεις και απόψεις που δόθηκαν κατά τη λήψη της αρχικής απόφασης ήταν νόμιμες η κλήση οποιουδήποτε λειτουργού, για να προβεί σε συστάσεις ή να δώσει τις απόψεις του, παραβιάζει την αρχή που διαμορφώθηκε στις υποθέσεις Λυώνα, Πιτσιλλίδη και Ελευθερίου (πιο πάνω).

Για τους πιο πάνω λόγους η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της με έξοδα £300.

 

 

 

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο