ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 18/98
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
The Umber Corporation of Larnaca Ltd.
Αιτητώ ν
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
1. Υπουργικού Συμβουλίου
2. Υπουργείου Εσωτερικών
Καθ'ων η αίτηση
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 10 Φεβρουαρίου, 1999.Για τους αιτητές. Χρ. Χριστοφίδης για Λ. Παπαφιλίππου.
Για τους καθ΄ων η αίτηση: Μ. Παπαϊωάννου (κα).
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αιτήτρια Εταιρεία ασχολείται με την ανόρυξη, επεξεργασία και εμπορία "ούμπρας".
Την 28.9.1992 η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση στο Επαρχιακό Γραφείο του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Λεμεσού για την έκδοση πολεοδομικής άδειας για εκμετάλλευση λατομείου "ούμπρας" στην περιοχή του χωριού Κουκά της Επαρχίας Λεμεσού. Η αίτηση της απορρίφθηκε από την Πολεοδομική Αρχή στις 15.1.1993.
Εναντίον της πιο πάνω απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής ασκήθηκε από την αιτήτρια ιεραρχική προσφυγή με επιστολή της προς το Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 17.2.1993.
Η αιτήτρια Εταιρεία δι΄ επιστολής των καθ΄ων η αίτηση, ημερομηνίας 19.11.1997, πληροφορήθηκαν ότι η Ιεραρχική Προσφυγή τους απορρίφθηκε από την Υπουργική Επιτροπή στην οποία εκχωρήθηκαν οι εξουσίες του Υπουργικού Συμβουλίου. Η επιστολή έχει ως εξής:-
"Αναφέρομαι στην ταυτάριθμη επιστολή μου ημερομηνίας 20.5.96 σχετικά με την Ιεραρχική Προσφυγή που υποβάλατε εναντίον απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής να μη χορηγήσει πολεοδομική άδεια για λατομική ανάπτυξη στα χωριά Κουκά και Τριμίκλινη και λυπούμαι να σας πληροφορήσω ότι η Υπουργική Επιτροπή, στην οποία έχει εκχωρηθεί η εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου σύμφωνα με το άρθρο 31(2) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου για λήψη απόφασης σε Ιεραρχική Προσφυγή που υποβάλλεται με βάση το άρθρο 31(1) του ιδίου Νόμου, στη συνεδρία της ημερομηνίας 2.10.1997 αποφάσισε να απορρίψει την πιο πάνω Ιεραρχική Προσφυγή σας, θεωρώντας ότι η Πολεοδομική Αρχή εφάρμοσε ορθά και μέσα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της, τις πρόνοιες της Δήλωσης Πολιτικής.".
Εναντίον αυτής της απόφασης ασκήθηκε η παρούσα προσφυγή με γεγονότα όπως τα εξέθεσα πιο πάνω. Ως λόγους ακύρωσης η αιτήτρια προβάλλει υπέρβαση εξουσίας και πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο, παραβίαση του Άρθρου 25 του Συντάγματος και την ανεπαρκή αιτιολογία της απόφασης.
Στη γραπτή αγόρευση της δικηγόρου των καθ΄ων η αίτηση, προβάλλεται για πρώτη φορά προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη. Τέτοιος ισχυρισμός δεν προβλήθηκε στη γραπτή ένσταση των καθ΄ων η αίτηση.
Το θέμα του εκπροθέσμου της προσφυγής άπτεται της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και, με βάση τη νομολογία, μπορεί να εξετασθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας και αυταπάγγελτα (ex proprio motu) από το Δικαστήριο.
Είναι ο ισχυρισμός των καθ΄ων η αίτηση ότι τα γεγονότα που αναγράφονται στην προσφυγή και αναπτύσσονται στο περίγραμμα της αγόρευσης του δικηγόρου της αιτήτριας δεν συνάδουν ούτε συνταυτίζονται με την επίδικη απόφαση.
Από τα έγγραφα που επεσύναψε η αιτήτρια στην προσφυγή της προκύπτει ότι η επίδικη απόφαση (Τεκμήριο Δ) φέρει αρ. φακέλλου 79/91/336 ενώ τόσο η απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής (Τεκμήριο Β) όσο και η Ιεραρχική Προσφυγή που υπέβαλε η αιτήτρια (Τεκμήριο Γ) φέρουν αρ. φακέλου ΛΕΜ/1271/92. Είναι φανερό ότι η επίδικη απόφαση δεν αφορούσε την Ιεραρχική Προσφυγή της αιτήτριας ημερομηνίας 17.2.1993 και με αρ. φακέλου ΛΕΜ/1272/92. Όλα τα γεγονότα που αναφέρονται στην προσφυγή της αιτήτριας, καθώς και τα γεγονότα που αναπτύχθησαν στην γραπτή αγόρευσή της, βασίζονται στην αίτηση της στην Πολεοδομική Αρχή η οποία απορρίφθηκε στις 15.1.1993 και στην Ιεραρχική Προσφυγή της προς το Υπουργικό Συμβούλιο ημερ. 17.2.1993.
Από το φάκελο της υπόθεσης που είναι ενώπιόν μου, φαίνεται ότι στις 4.5.1995 η Υπουργική Επιτροπή (στην οποία είχε εκχωρηθεί η εξουσία από το Υπουργικό Συμβούλιο) σε συνεδρία της ημερ. 4.5.1995 απέρριψε την Ιεραρχική Προσφυγή της αιτήτριας. Με επιστολή της η αρμοδία αρχή, ημερ. 26.5.1995, κοινοποίησε την πιο πάνω απόφαση στην αιτήτρια.
Από τα προαναφερθέντα είναι έκδηλο ότι η προσβαλλόμενη επίδικη απόφαση δεν έχει καμιά συνάφεια ή σχέση με τα περιβάλλοντα γεγονότα όπως αναφέρονται στην προσφυγή της αιτήτριας και ούτε λήφθηκε σε σχέση με την Ιεραρχική Προσφυγή της αιτήτριας προς το Υπουργικό Συμβούλιο ημερομηνίας 17.2.1993. Αυτή η Ιεραρχική Προσφυγή απορρίφθηκε από την Υπουργική Επιτροπή σε συνεδρία της ημερομηνίας 4.5.1995, γεγονός το οποίο ήταν εν γνώσει της αιτήτριας από την κοινοποίηση-επιστολή της αρμοδίας αρχής ημερομηνίας 26.5.1995.
Όλα τα πιο πάνω περιήλθαν σε γνώση της αιτήτριας από τις 10.6.1998 ημερομηνία καταχώρησης της γραπτής αγόρευσης της δικηγόρου των καθ΄ων η αίτηση. Παρά ταύτα κανένα διάβημα δεν λήφθηκε από την αιτήτρια για ενδεχόμενη τροποποίηση της προσφυγής της. Αντίθετα επέμενε στους ισχυρισμούς της ως προς τα γεγονότα και στην απαντητική της αγόρευση.
Είναι γεγονός ότι η αιτήτρια με την προσφυγή της προσβάλλει απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου η οποία της κοινοποιήθηκε δι΄ επιστολής ημερομηνίας 19.11.1997. Η προσφυγή καταχωρήθηκε στις 12.1.1998, εντός της ανατρεπτικής προθεσμίας των 75 ημερών που επιβάλλει το Άρθρο 146.3 του Συντάγματος. Κατά συνέπεια δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι εκπρόθεσμη. Η προδικαστική ένσταση υπό τη μορφή που υποβάλλεται δεν μπορεί να ευσταθήσει.
Προκύπτει όμως ένα σοβαρό πρόβλημα παρατυπίας της προσφυγής. Σύμφωνα με τους Κανονισμούς η προσφυγή για να είναι έγκυρη πρέπει να αναφέρει τόσο τους νομικούς λόγους για τους οποίους ζητείται η ακύρωση της διοικητικής απόφασης όσο και τα γεγονότα που τους στοιχειοθετούν. Παράλειψη παράθεσης είτε των νομικών λόγων είτε των γεγονότων καθιστά την προσφυγή παράτυπη και αντικανονική και υπόκειται σε απόρριψη.
Στην παρούσα υπόθεση αναπτύσσεται η όλη επιχειρηματολογία για τους νομικούς λόγους όχι απλώς σε ανύπαρκτα γεγονότα, αλλά, ακόμα χειρότερα, σε γεγονότα που αφορούν άλλη προγενέστερη διοικητική απόρριπτική απόφαση, ημερ. 4.5.1995.
Η προσβαλλόμενη απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής ημερ. 2.10.1997 η οποία κοινοποιήθηκε στους αιτητές δι΄ επιστολής ημερ. 12.11.1997 φαίνεται ότι αφορά άλλη Ιεραρχική Προσφυγή των αιτητών και όχι αυτή που αναφέρεται στα γεγονότα και τα επισυνημμένα στην προσφυγή έγγραφα.
Είναι γεγονός ότι η απλή παράλειψη παράθεσης στην προσφυγή των γεγονότων είναι θεραπεύσιμη και μπορεί ακόμα να αγνοηθεί αυτή η παράλειψη εάν με τις γραπτές αγορεύσεις παρατίθενται λεπτομερώς και η άλλη πλευρά καθυστέρησε στην έγερση τέτοιου θέματος. (Βλέπε: Ανδρέα Παναγή και Άλλης ν. Συμβουλίου Εγγραφής Κτηματομεσιτών, Υποθέσεις αρ. 369/96 και 370/97, ημερ. 12.11.1997 και Μάρω Κολοκοτρώνη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 977/92, ημερ. 30.12.1994).
Στην παρούσα όμως υπόθεση όλα τα γεγονότα της προσφυγής και τα επισυνημμένα σ΄ αυτή έγγραφα καμιά σχέση δεν έχουν με την προσβαλλόμενη απόφαση. Πέραν τούτου, τόσο η γραπτή αγόρευση όσο και η απαντητική αγόρευση των αιτητών αναφέρονται στα ίδια λανθασμένα γεγονότα, η δε όλη επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται βασίζεται ακριβώς σ΄αυτά τα λανθασμένα γεγονότα. Η διοικητική απόφαση στην οποία αναφέρεται η θεραπεία που ζητείται με την προσφυγή δεν προσδιορίζεται ούτε στοιχειοθετείται από τα γεγονότα που την υποστηρίζουν για τη θεμελίωσή της. (Βλέπε: Μισιρλής ν. Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΑΔ 379).
Εν όψει των πιο πάνω, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η προσφυγή είναι άκυρη καθ΄ ότι δεν πληροί τις υποχρεώσεις που επιβάλλουν οι περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Κανονισμοί του 1962 και συγκεκριμένα ο Κ. 4(2)(β) και ως εκ τούτου δεν παρίσταται ανάγκη εξέτασης της ουσίας της.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ