ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 938/97

ΕΝΩΠΙΟΝ: Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το Αρθρο 146 του Συντάγματος.

ΜΕΤΑΞΥ:

1. Θεοπίστης Γεωργίου, Αρναούτη 18Β, Λεμεσός,

2. MOUSA ABD-EL-HADY HAGGAG, στο εξωτερικό,

Αιτητών

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

του Διευθυντή του Τμήματος Μεταναστεύσεως και/ή

του Υπουργείου Εσωτερικών και/ή

του Υπουργού Εσωτερικών,

Καθ'ων η αίτηση

-----------------------

12 Ιανουαρίου 1999

Για τους Αιτητές: κα Α. Ευσταθίου.

Για τους Καθ'ων η αίτηση: κ. Γιωργαλλής, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.

------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(α) Τα γεγονότα

Ο β΄ αιτητής, που κατάγεται από την Αίγυπτο και είναι ηλικίας 37 χρόνων, ήταν κάτοχος διπλώματος Α΄ Μηχανικού Πλοίων και αφίχθηκε για πρώτη φορά στην Κύπρο στις 7/2/1983. Του παραχωρήθηκε άδεια παραμονής και εργασίας κατά διαστήματα, αρχικά σαν κτηνοτρόφος στη Λάρνακα και αργότερα σαν εργάτης στην εταιρεία "Tryfon Industries Ltd" στη Λεμεσό μέχρι τις 3/1/87. Στη Λάρνακα διέμενε σε ενοικιαζόμενη κατοικία που ανήκε στο θείο της μέλλουσας γυναίκας του Θεοπίστης Γεωργίου, α΄ αιτήτριας. Η πιο πάνω, που κατάγεται από τον Ασώματο Κερύνειας, ήταν το πέμπτο παιδί από τα 8 παιδιά φτωχής οικογένειας, αναλφάβητη και από 12 χρόνων εργαζόταν σαν εργάτρια. Η γνωριμία του β΄ αιτητή με τη Θεοπίστη Γεωργίου έγινε μέσω του θείου της και μέσα σε ένα χρόνο παντρεύτηκαν. Από τον πιο πάνω γάμο το ζεύγος απέκτησε 5 παιδιά ηλικίας 3 μέχρι 13 χρόνων. Στις 18/2/87 ο β΄ αιτητής καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο Λάρνακας σε 7 χρόνια φυλάκιση για κατοχή ναρκωτικών και αργότερα στις 28/2/87 καταδικάστηκε για δεύτερη φορά σε 3 μήνες φυλάκιση για κατοχή ναρκωτικών. Αποφυλακίστηκε στις 21/4/90 και για ανθρωπιστικούς λόγους, με την έγκριση του Υπουργού Εσωτερικών, του επετράπη να παραμείνει κοντά στην οικογένεια του χωρίς να εκδοθεί διάταγμα απέλασης του. Εκτοτε του παρεχωρείτο προσωρινή άδεια παραμονής και εργασίας. Η τελευταία άδεια έληγε στις 30/9/95. Στις 10/10/95 καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο Λάρνακας σε 12 χρόνια φυλάκιση για κατοχή και εμπορία ναρκωτικών. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο στις 12/3/97, μείωσε την καταδίκη από 12 χρόνια σε 18 μήνες φυλάκιση και έτσι στις 13/3/97 αφέθηκε ελεύθερος. Ο Αρχηγός της Αστυνομίας και η Υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών εισηγήθηκαν την απέλαση του από την Κύπρο, άνκαι το Γραφείο Ευημερίας ανέφερε ότι τυχόν απέλαση του θα είχε σοβαρές οικονομικές και ψυχολογικές επιπτώσεις τόσο στη σύζυγο όσο και στα ανήλικα παιδιά του. Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών συμφώνησε με την εισήγηση του Λειτουργού Μετανάστευσης προς τον Υπουργό Εσωτερικών για την απέλαση του αιτητή από την Κύπρο λόγω των κατ' επανάληψη καταδικών του για κατοχή και εμπορία ναρκωτικών. Ετσι η αίτηση του β΄ αιτητή που εκκρεμούσε για παράταση της παραμονής και εργασίας του στην Κύπρο απορρίφθηκε και κλήθηκε όπως εγκαταλείψει την Κύπρο. Ο β΄ αιτητής αρνήθηκε να συμμορφωθεί και εκδόθηκαν προς τούτο διατάγματα κράτησης και απέλασης του σύμφωνα με το άρθρο 6(1)(κ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105. Το πιο πάνω άρθρο προνοεί ότι:

"6(1). The following persons shall be prohibited immigrants .....

(k) any person who enters or resides in the Colony contrary to any prohibition, condition, restriction or limitation contained in this Law or any Regulations made under this Law or in any permit granted or issued under this Law or such Regulations."

 

Ο αιτητής απελάθηκε στις 13/11/97 αεροπορικώς στην Αίγυπτο από όπου προερχόταν και έκτοτε βρίσκεται εκτός Κύπρου. Είναι η θέση των αιτητών ότι η σχετική απόφαση είναι άκυρη αφού,

(α) Θίγει το δικαίωμα της προστασίας της οικογενειακής ζωής και

(β) Είναι αναιτιολόγητη.

(β) Το δικαίωμα προστασίας της οικογενειακής ζωής

Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η απόφαση των καθ'ων η αίτηση της 7/10/97 προσβάλλει το δικαίωμα προστασίας της οικογενειακής τους ζωής, όπως αυτό διασφαλίζεται από το άρθρο 15 του Συντάγματος και από τα άρθρα 8 και 12 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Προστασίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και Θεμελιωδών Ελευθεριών (Νόμος 39/62). Προς υποστήριξη των πιο πάνω ισχυρισμών η ευπαίδευτη συνήγορος των αιτητών αναφέρθηκε στην απόφαση G.I.S.T.I. (Groupe d' Information et de Sontien des Travailleurs Immigres et Antres), C.E. 8, Decembre 1978, Rec. 493 του Γαλλικού Συμβουλίου της Επικρατείας, στην οποία εξετάστηκε η εγκυρότητα της απόφασης της Γαλλικής Κυβέρνησης να αναστείλει την εφαρμογή διατάγματος το οποίο αναγνώριζε το δικαίωμα παραμονής στη Γαλλία σε οικογένειες μεταναστών. Στην πιο πάνω απόφαση τονίστηκε ότι το δικαίωμα της οικογενειακής ζωής δεν εφαρμόζεται μόνο για Γάλλους υπηκόους αλλά καθορίζει αρχές που υπερβαίνουν τα Γαλλικά σύνορα, έτσι που να επιδέχεται εφαρμογής και για αλλοδαπούς που διαμένουν κανονικά στη Γαλλία, όπως επίσης και για ημεδαπούς. Η ευπαίδευτη συνήγορος των αιτητών επικαλέστηκε επίσης την απόφαση Χ και Υ ν. Ομοσπονδίας της Δημοκρατίας της Γερμανίας (Αρ. 6357-73, Δ.P. 1, σ.77) για την οποία ο GERALD COHEN - JONATHAN στην έκδοση "LA CONVENTION EUROPEENNE DE DROITS DE L' HOMME" παρατηρεί ότι,

"Η επιτροπή, σε μια περίπτωση ενός αλλοδαπού ο οποίος απειλείτο με απέλαση χωρίς η οικογένεια του να μπορέσει να τον ακολουθήσει, θεωρεί ότι "η προστασία της τάξης ή η πρόληψη του εγκλήματος δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαιολογία για προσβολή του δικαιώματος για οικογενειακή ζωή ενός προσώπου το οποίο δεν έχει διαπράξει σοβαρό παράπτωμα."

 

Το άρθρο 15 του Συντάγματος, που αντιστοιχεί στο άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Προστασίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και Θεμελιωδών Ελευθεριών, προνοεί ότι:

"1. Εκαστος έχει το δικαίωμα όπως η ιδιωτική και οικογενειακή αυτού ζωή τυγχάνη σεβασμού.

2. Δεν χωρεί επέμβασις κατά την άσκησιν του δικαιώματος τούτου, ειμή τοιαύτη οία θα ήτο σύμφωνος προς τον νόμον και αναγκαία μόνον προς το συμφέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας υγείας ή των δημοσίων ηθών ή της προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των υπό του Συντάγματος ηγγυημένων εις παν πρόσωπον."

 

Οι πιο πάνω εισηγήσεις των αιτητών παραβλέπουν ένα σοβαρό στοιχείο το οποίο τονίζεται εμφαντικά στις πιο πάνω αποφάσεις και μπορεί να ανατρέψει το δικαίωμα κατοχύρωσης της οικογενειακής ζωής. Το ότι δηλαδή ο βίος του αλλοδαπού που ζει στην ξένη χώρα πρέπει να είναι έντιμος και δεν πρέπει να φέρει στίγματα καταδικών σε σοβαρές ποινικές υποθέσεις που έχουν εκδικαστεί από αρμόδια τοπικά δικαστήρια, όπως π.χ. αδικήματα που σχετίζονται με την τρομοκρατία και την κατοχή και εμπορία ναρκωτικών.

Οπως αναφέρεται στο σύγγραμμα των Harris, O' Boyle and Warbrick "Law of the European Convention on Human Rights" σ. 351 και 352,

"There have been developments in the case-law on the justification for interfering with family life by removing from the jurisdiction a member of the family who has no right to stay. Given the established position that the right to respect for family life does not in general involve a positive obligation to allow the family to establish itself in a particular country, the state is entitled to remove an alien for a good reason under Article 8(2), usually for the protection of public order or the prevention of crime, even where it might be difficult for him thereafter to enjoy his family life. .................................................. .........

Certainly, it is difficult to see that the mere seriousness of crime will be good reason for deportation. The state will have to show some additional impact on public order, as might arise in terrorist offences or drug trafficking."

(Ιδε Berrebab v. Netherlands A138 (1988), Mustaquim v. Belgium A193 (1991) και Beldjoudi v. France A234 (1992).)

 

Στην παρούσα περίπτωση ο β΄ αιτητής εγκαταστάθηκε στην Κύπρο κατόπιν αδείας των τοπικών αρχών από το 1985. Από τα 12 χρόνια παραμονής του στην Κύπρο, εξέτισε συνολικά 4 χρόνια και 7 μήνες στη φυλακή για αδικήματα που σχετίζονται με την εισαγωγή, κατοχή και εμπορία ναρκωτικών. Μετά τη δεύτερη αποφυλάκιση του στις 21/4/90, άνκαι είχαν γίνει τα απαραίτητα διαβήματα του για την απέλαση του από την Κύπρο, αποφασίστηκε να του επιτραπεί η παραμονή στην Κύπρο για ανθρωπιστικούς λόγους και ειδικότερα για να αποφευχθεί η δημιουργία δυσμενών ψυχολογικών επιδράσεων στη σύζυγο του και τα ανήλικα τέκνα του. Η τελευταία άδεια παραμονής του έληγε στις 7/9/95. Ο β΄ αιτητής δεν εξετίμησε την πιο πάνω συμπεριφορά των τοπικών αρχών και αναμίχθηκε σε άλλη σοβαρή ποινική υπόθεση κατοχής και εμπορίας ναρκωτικών. Ετσι στις 10/10/95 καταδικάστηκε σε 12 χρόνια φυλάκιση από το Κακουργιοδικείο Λάρνακας για κατοχή και εμπορία ναρκωτικών και σαν αποτέλεσμα άσκησης έφεσης η ποινή μειώθηκε σε 18 μήνες φυλάκιση. Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι ο β΄ αιτητής, όχι μόνο δεν εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία που του έδωσαν οι τοπικές αρχές να παραμείνει στην Κύπρο μετά τη δεύτερη αποφυλάκιση του, αλλά επιπρόσθετα καταχράσθηκε του ευεργετήματος που του παραχωρήθηκε και συμμετέσχε στη διάπραξη άλλων σοβαρών αδικημάτων που σχετίζονταν και πάλι με την κατοχή και εμπορία ναρκωτικών για τα οποία καταδικάσθηκε πρωτόδικα σε φυλάκιση 12 χρόνων που μειώθηκε, κατόπιν άσκησης έφεσης, σε 18 μήνες.

Η πιο πάνω συμπεριφορά του β΄ αιτητή σε συνδυασμό με τη σοβαρότητα των αδικημάτων στα οποία είχε εμπλακεί, δεν μου αφήνει καμιά αμφιβολία ότι η απόφαση του Λειτουργού Μετανάστευσης της 7/10/97 μέσα στα πλαίσια των προνοιών του άρθρου 6(1) του Κεφ. 105, ήταν εύλογα επιτρεπτή.

(γ) Ελλειψη αιτιολογίας

Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η επίδικη απόφαση είναι άκυρη γιατί δεν περιέχει τους λόγους απόρριψης της αίτησης του β΄ αιτητή για την άδεια παραμονής του. Είναι εισήγηση των αιτητών ότι η αναφορά στο φάκελο του β΄ αιτητή ότι "με τις σημερινές καταδίκες του σε βαριές ποινές φυλάκισης ο αλλοδαπός κατέστη απαγορευμένος μετανάστης σύμφωνα με το άρθρο 6(1)(δ) του Κεφ. 105 του Νόμου για τους Αλλοδαπούς και τη Μετανάστευση", δεν μπορεί να ευσταθήσει. Και τούτο γιατί η πιο πάνω αναφορά περιορίζεται στην τελευταία καταδίκη του της 10/10/95 σε 12 χρόνια φυλάκιση, η σοβαρότητα της οποίας προσέλαβε πλασματικό χαρακτήρα όταν το Ανώτατο Δικαστήριο μείωσε την πιο πάνω καταδίκη σε 18 μήνες φυλάκιση.

Μια διοικητική απόφαση πρέπει να είναι αιτιολογημένη σε βαθμό που να παρέχει στο Δικαστήριο την ευχέρεια να ελέγχει τη νομιμότητα της. Η αοριστία και η ασάφεια που καθιστά αδύνατο τον έλεγχο μιας διοικητικής απόφασης έχει ως φυσικό επακόλουθο την ακύρωση της πράξης. (Ιδε Δαγτόγλου "Γενικό Διοικητικό Δίκαιο", 3η έκδοση, 1992, παράγραφοι 636, 646 και 647). Η αιτιολογία πρέπει να είναι ειδική και επαρκής. Ομως μπορεί να πάρει μια λακωνική μορφή νοουμένου ότι το συμπέρασμα ανταποκρίνεται προς τα γεγονότα που περιέχονται στο σχετικό φάκελο. (Ιδε Σπηλιωτόπουλου "Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου", 6η έκδοση, σ.67 και Ι. Σαρμά "Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας", σ. 130).

Μια προσεκτική εξέταση του φακέλου της υπόθεσης δείχνει ότι ο φάκελος περιέχει τα απαραίτητα εκείνα στοιχεία τα οποία αποτελούν το βάθρο πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η σχετική διοικητική απόφαση. Τα στοιχεία αυτά και ιδιαίτερα οι τρεις καταδίκες του β΄ αιτητή σε σοβαρές κατηγορίες που αφορούν την κατοχή και εμπορία ναρκωτικών, αποτελούν ικανοποιητική αιτιολογία της σχετικής απόφασης.

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των αιτητών.

 

 

Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,

Δ.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο