ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(1997) 4 ΑΑΔ 2685

6 Νοεμβρίου, 1997

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΒΡΑΧΙΜΗΣ ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑΣ,

Αιτητής,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ (ΑΡ. 1),

Καθ' ης η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 121/96)

Δεδικασμένο — Όροι παραγωγής του από ακυρωτική ή απορριπτική απόφαση — Αποκλεισμός  της δημιουργίας του στη κριθείσα περίπτωση.

Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Ανεξαρτησία και καθήκοντα της Ε.Δ. Υ. υπό το Ν. 33/67.

Δημόσιοι Υπάλληλοι —Προαγωγές — Προσόντα — Ελέγχονται από την Ε.Δ.Υ. και το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει πρωτογενώς.

Διοικητικό Δίκαιο — Διορισμοί και προαγωγές — Αξιολόγηση ακαδημαϊκών προσόντων ως απαιτουμένων αλλά και ως πλεονέκτημα , — Κρισιμότητα του υλικού που τίθεται ενώπιον του διορίζοντος οργάνου.

Δημόσιοι Υπάλληλοι —Προαγωγές —Αρχαιότητα επί υψηλών θέσεων που επιπλέον είναι θεσμοθετημένες ως πρώτου διορισμού και προαγωγής — Πρόσθετα, μη προβλεπόμενα στο σχέδιο υπηρεσίας, προσόντα — Πείρα από την συγκεκριμένη εργασία την οποία απησχολείτο ο υπάλληλος εμπίπτει στο στοιχείο ως αξίας.

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία —Ακυρωτικός έλεγχος — Η ουσιαστική κρίση διορίζοντος οργάνου ως προς την ουσιαστική καταλληλότητα των υποψηφίων για προαγωγή παραμένει ανέλεγκτη.

Ο αιτητής προσέβαλε την κατ' επανεξέταση προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, αναδρομικά από 15/5/1988.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1. Τόσο οι ακυρωτικές όσο και οι απορριπτικές αποφάσεις του Δικαστηρίου οι οποίες εκδίδονται στα πλαίσια του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος αποτελούν δεδικασμένο μεταξύ των διαδίκων σε κάθε δικαστική υπόθεση ή διαφορά στην οποία προέχει το κριθέν διοικητικής φύσεως ζήτημα.

Κριθέν ζήτημα θεωρείται το ζήτημα το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο διάγνωσης και κρίσης, τελεί σε στενό σύνδεσμο και αποτελεί αναγκαίο στήριγμα του γενόμενου από την απόφαση δεκτού σαν συμπεράσματος, όχι όμως και άλλα περιστατικά ιστορικά απλώς αναφερόμενα αλλά μη αναγκαία για τη συναγωγή του συμπεράσματος το οποίο διατυπώνεται στο διατακτικό της απόφασης.

Το Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση Παναγιώτου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 1837, εν προκειμένω, για το λόγο ότι, «Η ουσιώδης παράλειψη της καταγραφής στα πρακτικά της απόδοσης των υποψήφιων κατά τις συνεντεύξεις της ενώπιον της Τμηματικής Επιτροπής καθιστά το δικαστικό έλεγχο αδύνατο και την αιτιολογία για την προσβαλλόμενη πράξη, ως εκ του λόγου τούτου, ανεπαρκή».

Κανένα δεσμευτικό δεδικασμένο δεν απέρρευσε από την εν λόγω απόφαση ως προς το ζήτημα της κτήσης από τον αιτητή του επίμαχου προσόντος, ζήτημα το οποίο ουδέποτε τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου προς διάγνωση και κρίση και το σχετικό απόσπασμα στο οποίο παρέπεμψε ο δικηγόρος του αποτελούσε γεγονός ιστορικά απλώς αναφερόμενο, μη αναγκαίο προς συναγωγή του διατακτικού της απόφασης.

2. Ανεξάρτητα από τις συστάσεις της Τμηματικής Επιτροπής στα πλαίσια του Άρθρου 36(1) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1967, Ν.33/67, τις γνωματεύσεις και απόψεις οποιωνδήποτε άλλων απλών συμβουλευτικών σωμάτων και ανεξάρτητα από την κρίση της ως προς την κτήση των αναγκαίων προσόντων στα πλαίσια της διαδικασίας πλήρωσης άλλων θέσεων με διαφορετικά Σχέδια Υπηρεσίας, η Επιτροπή έχει πρωτογενές καθήκον ελέγχου του θέματος κτήσης των προσόντων από τους υποψηφίους και ερμηνείας και εφαρμογής των Σχεδίων Υπηρεσίας σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.

3. Ο έλεγχος της συνδρομής των αναγκαίων προσόντων στο πρόσωπο των υποψηφίων, η ερμηνεία και η εφαρμογή των Σχεδίων Υπηρεσίας, αποτελούν ζήτημα η λύση του οποίου ανάγεται στην αποκλειστική διακριτική ευχέρεια του αρμοδίου οργάνου· το Δικαστήριο δεν ασκεί πρωτογενή έλεγχο και δεν υποκαθιστά την κρίση του αρμοδίου οργάνου εκτός εάν η λύση η οποία δόθηκε δεν ήταν εύλογα εφικτή.

4. Παρά την καθιερωμένη νομολογιακή αρχή ότι, ο μεταπτυχιακός τίτλος δεν αποτελεί υποκατάστατο του πρώτου ακαδημαϊκού διπλώματος σε συγκεκριμένο θέμα σπουδών, η Επιτροπή θεώρησε τον αιτητή τόσο ως προσοντούχο υποψήφιο βάσει του μεταπτυχιακού του διπλώματος, MS.C in Agricultural Extension, όσο και ως κάτοχο του πλεονεκτήματος.

Η ελαττωματικότητα στην εφαρμογή του Σχεδίου Υπηρεσίας δεν επηρέασε εν προκειμένω τις εγγυήσεις υπέρ της νομιμότητας της πράξης, για το λόγο ότι, (α) δεν εθίγη οποιοδήποτε συμφέρον του αιτητή και ο αιτητής δεν υπέστη συγκεκριμένη βλάβη, εφόσον αυτός κρίθηκε τόσο ως προσοντούχος όσο και ως κατέχων το πλεονέκτημα, (β) δεν άσκησε ουσιώδη επίδραση στη λήψη της επίδικης απόφασης, εφόσον, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, η κρί ση και τελική επιλογή δεν στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο στα τυπικά προσόντα των υποψηφίων αλλά στην ουσιαστική τους καταλληλότητα προς επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης, (γ) δεν προβλήθηκε ως λόγος, παρανομία στην. κρίση της Επιτροπής κατά την εκτίμηση των ακαδημαϊκών προσόντων των ενδ. μερών και συνεπώς βλάβη του αιτητή λόγω της ειδικής σχέσης του: προς την προσβαλλόμενη πράξη.

Έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί ότι η νομιμότητα της διοικητικής ενέργειας κρίνεται επί τη βάσει των πραγματικών στοιχείων τα οποία ευρίσκοντο ενώπιον του αρμοδίου οργάνου κατά το χρόνο έκδοσης της σχετικής απόφασης, στοιχεία δε και ισχυρισμοί, τα οποία δεν είχαν τεθεί ενώπιον του οργάνου προς γνώση και διερεύνηση δεν αποτελούν αντικείμενο αναθεωρητικού ελέγχου.

5. Η ρυθμιστική βαρύτητα του κριτηρίου της αρχαιότητας σε σχέση με τα λοιπά στοιχεία κρίσεως σε θέσεις Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής και θέσεις υψηλές στην υπαλληλική ιεραρχία, όπως η επίδικη, είναι σύμφωνα με τη νομολογία, περιορισμένη.

6. Περαιτέρω, ακαδημαϊκά προσόντα και πιστοποιητικά παρακολούθησης εκπαιδευτικών προγραμμάτων, τα οποία δεν ορίζονται είτε ως απαιτούμενα είτε ως πρόσθετα προσόντα από τα Σχέδια Υπηρεσίας, δεν έχουν αποφασιστική σημασία ούτε θεμελιώνουν αφεαυτών έκδηλη υπεροχή.

7. Τα καθήκοντα, εξάλλου, τα οποία εκτελούσε ο αιτητής στη θέση Γεωργικού Λειτουργού - Τμήμα Γεωργίας και τα καθήκοντα τα οποία εκτελούσαν τα ενδ. μέρη στη θέση Διοικητικού Λειτουργού στην Υπηρεσία Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού και στοn Γραφείο της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας τεκμηριώνουν το εύρημα της Επιτροπής ότι η πείρα και οι εμπειρίες τις οποίες απέκτησαν τα ενδιαφερόμενα μέρη σχετίζονταν άμεσα με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης ενώ οι εμπειρίες του αιτητή περιορίζονταν στο Τμήμα Γεωργίας.

Η πείρα και οι εμπειρίες τις οποίες αποκτά υπάλληλος εργαζόμενος υπό συγκεκριμένη ιδιότητα και οι οποίες, λόγω της φύσης τους, επιτρέπουν τη συναγωγή συμπεράσματος ως προς τις ικανότητες του προς επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων συγκεκριμένης θέσης, αποτελούν κριτήριο το οποίο εμπίπτει στην αξία του υποψηφίου.

8. Εφόσον η υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα σταθμίστηκε και οι λόγοι πρόκρισης των ενδ. μερών εξειδικεύτηκαν ώστε ο δικαστικός έλεγχος της αιτιολογίας να καθίσταται ευχερής και δεν προκύπτει πλάνη περί τα πράγματα ή υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής εξουσίας του αρμοδίου οργάνου, ούτε έκδηλη υπεροχή του αιτητή έναντι των ενδ. μερών, η κρίση της Επιτροπής ως προς την ουσιαστική καταλληλότητα των υποψηφίων για προαγωγή, παραμένει ανέλεγκτη.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Παναγιώτου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 1837,

Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 390,

Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349,

Δημοκρατία κ.ά. ν. Ιερωνυμίδη (1996) 3 Α.Α.Δ. 286,

Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 2778,

Χρίστου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Δ) Α.Α.Δ. 2111,

Γιαννουρή ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 4460,

Δημοκρατία ν. Κουλία (1991) 3 Α.Α.Δ. 390,

Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 193,

Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 475,

Κύρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 41,

Δημοκρατία ν. Καλυβίτου (1994) 3 Α.Α.Δ. 603,

Δημοκρατία ν. Κυπρή (1989) 3(Δ) Α.Α.Δ. 2600,

Λύωνας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2038,

Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 414,

Sekkides v. R. (1988) 3 C.L.R. 2136,

Louca v. Savva a.ο. (1989) 3(A) C.L.R. 672,

Λοϊζίδου ν. ΕΕΥ κ.ά. (1992) 4 Α.Α.Δ. 732,

Παπαϊωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ.2) (1991) 3 Α.Α.Δ. 713,

Γαλανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 43,

Δημοκρατία ν. Ματθαίου (1990) 3 Α.Α.Δ. 2452,

Ηροδότου ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 803,

Pantazis v. R. (1986) 3 C.L.R. 473,

Christodoulides a.o. v. R. (1987) 3 C.L.R. 2095,

Leonidou v. R. (1986) 3 C.L.R. 1918,

Κυριακίδου ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1494,

Ευρυβιάδης ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 4190,

Ευαγγέλου ν. Κεντρικής Τράπεζας (1989) 3 Α.Α.Δ. 3051,

Ηλιάδης κ.ά. ν. Χριστοφή (1991) 3 Α.Α.Δ. 25,

Τηλεμάχου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 3161.

Προσφυγή.

Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, αντί του αιτητή.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Ρ. Βραχίμη-Πετρίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ' ης η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης προαγωγής των ενδ. μερών Κώστα Μακρίδη και Ανδρέα Καράτση στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, Υπηρεσία Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, αναδρομικά, από 15.5.88.

Συμμορφούμενη προς το ακυρωτικό αποτέλεσμα της απόφασης στην υπόθεση Κωστάκης Παναγιώτου κ.ά ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 1837, η Επιτροπή, σε συνεδρίασή της ημερ. 22.11.95, επανεξέτασε το ζήτημα πλήρωσης των δύο κενωθεισών θέσεων σύμφωνα με το ισχύον κατά την 15.5.88 νομικό και πραγματικό καθεστώς.

Η Επιτροπή έκρινε ασφαλέστερο να αγνοήσει τις εκθέσεις της νέας Τμηματικής Επιτροπής η οποία συστάθηκε, αφενός, διότι έκρινε ανεπαρκή τα σχόλια για τους υποψηφίους και, αφετέρου, λόγω της αλλαγής η οποία επήλθε στην υπηρεσιακή ιδιότητα δύο μελών διαρκούσης της επανεξέτασης.

Κατά την εξέταση του θέματος κτήσης των τυπικών προσόντων από τους υποψηφίους, η Επιτροπή σημείωσε ότι το πρώτο ακαδημαϊκό δίπλωμα του αιτητή στη Γεωπονική δεν ικανοποιούσε τις απαιτήσεις της παρ. 3(1)(α) του Σχεδίου Υπηρεσίας, έκρινε όμως ότι αυτός ήταν προσοντούχος βάσει του μεταπτυχιακού του διπλώματος το οποίο ενέπιπτε στις Κοινωνικές Επιστήμες και το οποίο κατείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο.

Με ιδιαίτερη έμφαση στην υπηρεσιακή εικόνα των τελευταίων ετών, από το 1980 και εντεύθεν και με βάση την αρχαιότητα, τα προσόντα, το. πλεονέκτημα, την πείρα σε σχέση προς τα καθήκοντα της θέσης εξέτασε την ουσιαστική καταλληλότητα των υποψηφίων προς εκτέλεση των καθηκόντων του ανώτερου βαθμού.

Αναφορικά με τον αιτητή και τα ενδ. μέρη κατέγραψε τα ακόλουθα:

«Καράτσης Ανδρέας: Υπηρετούσε στη θέση Διοικητικού Λειτουργού Α', Γενικό Διοικητικό Προσωπικό, Γενικές Κατηγορίες Προσωπικού (Κλ. All), από 1.3.86. Κατείχε Πτυχίο Εμπορικών και μεταπτυχιακό στη Δημόσια Διοίκηση. Ήταν τοποθετημένος στην Υπηρεσία Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού και είχε μακρόχρονη και ευδόκιμη υπηρεσία και πείρα στον τομέα που σχετίζεται άμεσα με τα καθήκοντα της θέσης, όπως αυτά καθορίζονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας Οι αξιολογήσεις του ήταν «εξαίρετες». Διέθετε το πλεονέκτημα.»

«Μακρίδης Κώστας: Υπηρετούσε στη θέση Διοικητικού Λειτουργού Α', Γενικό Διοικητικό Προσωπικό, Γενικές Κατηγορίες Προσωπικού (Κλ. All), από 1.3.86. Κατείχε Πτυχίο Νομικής και Master of Public Administration. Ήταν τοποθετημένος στο Γραφείο της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας και είχε μακρόχρονη και ευδόκιμη υπηρεσία και πείρα στον τομέα που σχετίζεται άμεσα με τα καθήκοντα της θέσης, όπως αυτά καθορίζονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας. Οι αξιολογήσεις του ήταν «εξαίρετες», ενώ για το έτος 1983 δεν υπάρχει αξιολόγηση γιατί απουσίαζε στο εξωτερικό. Διέθετε το πλεονέκτημα.»

«Χατζηχάννας Βραχίμης: Υπηρετούσε στη θέση Γεωργικού Λειτουργού Α', Τμήμα Γεωργίας (Κλ. Α11/Α12), από 15.11.82. Κατείχε Πτυχίο Γεωπονικής, Master of Science in Agricultural Extension και μεταπτυχιακό δίπλωμα «Comprehensive Regional Development Planning». Επίσης, κατείχε Master of Public Administration, το οποίο όμως απέκτησε μετά τον πρώτο ουσιώδη χρόνο. Οι εμπειρίες του περιορίζοντο στο Τμήμα Γεωργίας και ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια στο σχέδιο ανάπτυξης Πιτσιλιάς. Οι αξιολογήσεις του ήταν για ένα χρόνο στο επίπεδο του «Εξαίρετος» και για πέντε χρόνια «Λίαν Καλός», ενώ για τα χρόνια 1986 και 1987 δεν υπάρχουν αξιολογήσεις γιατί απουσίαζε στο εξωτερικό. Διέθετε το πλεονέκτημα.»

Με βάση όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, η Επιτροπή έκρινε ότι τα ενδ. μέρη, είχαν σπουδές σε μεταπτυχιακό επίπεδο, εξαίρετες αξιολογήσεις, διέθεταν το πλεονέκτημα, η πείρα και οι εμπειρίες τις οποίες απέκτησαν σχετίζονταν άμεσα προς τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης και υπερείχαν των λοιπών υποψηφίων.

Ακολούθως προχώρησε σε συγκρίσεις μεταξύ επιλεγέντων και μη επιλεγέντων, σημείωσε την υπεροχή σε αρχαιότητα τεσσάρων υποψηφίων - δημοσίων υπαλλήλων, μεταξύ των οποίων και ο αιτητής, ανέφερε όμως, ότι το στοιχείο τούτο δεν μπορούσε μεμονωμένα να αντισταθμίσει τη γενική υπεροχή των ενδ. μερών η οποία προέκυπτε από τη συνεκτίμηση όλων των κριτηρίων. Ειδικότερα, ως προς τον αιτητή, ανέφερε, ότι η πείρα και οι εμπειρίες τις οποίες απέκτησε δεν σχετίζονταν άμεσα με τα καθήκοντα της θέσης, ενώ υστερούσε ουσιαστικά και σε αξία.

Με βάση όλα τα ενώπιόν της στοιχεία τα οποία ανάγονταν στον ουσιώδη χρόνο η Επιτροπή έκρινε ότι τα ενδ. μέρη υπερείχαν των υπολοίπων υποψηφίων και αποφάσισε την προαγωγή τους, ανδρομικά από 15.5.88.

Είναι ο ισχυρισμός του δικηγόρου του αιτητή ότι το εύρημα της Επιτροπής ότι ο αιτητής πληρούσε τα απαιτούμενα προσόντα της παρ.3(1) του Σχεδίου Υπηρεσίας με βάση τον μεταπτυχιακό του τίτλο και όχι το πρώτο πανεπιστημιακό του δίπλωμα στη Γεωπονική ήταν εσφαλμένο, για το λόγο ότι, (α) παραβίαζε το δεδικασμένο από την απόφαση στην υπόθεση, Κωστάκης Παναγιώτου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), (β) ήταν αντίθετο προς τις συστάσεις της Τμηματικής Επιτροπής η οποία κατά την αρχική εξέταση του θέματος κατέταξε τον αιτητή στον κατάλογο των προσοντούχων υποψηφίων με βάση τον πρώτο ακαδημαϊκό του τίτλο, (γ) ήταν αντίθετο προς τις γνωματεύσεις και άλλες δικαστικές αποφάσεις οι οποίες έκριναν τον αιτητή ως προσοντούχο με βάση το εν λόγω προσόν.

Τόσο οι ακυρωτικές όσο και οι απορριπτικές αποφάσεις του Δικαστηρίου οι οποίες εκδίδονται στα πλαίσια του αρ. 146.1 του Συντάγματος αποτελούν δεδικασμένο μεταξύ των διαδίκων σε κάθε δικαστική υπόθεση ή διαφορά στην οποία προέχει το κριθέν διοικητικής φύσεως ζήτημα.

Κριθέν ζήτημα θεωρείται το ζήτημα το οποίο αποτέλεσε αντικείμενο διάγνωσης και κρίσης, τελεί σε στενό σύνδεσμο και αποτελεί αναγκαίο στήριγμα του γενόμενου από την απόφαση δεκτού σαν συμπεράσματος, όχι όμως και άλλα περιστατικά ιστορικά απλώς αναφερόμενα αλλά μη αναγκαία για τη συναγωγή του συμπεράσματος το οποίο διατυπώνεται στο διατακτικό της απόφασης. (Βλ. Χρίστος Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 390, Κλεάνθης Ηλία Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349, Δημοκρατία κ.ά. ν. Μάριου Ιερωνυμίδη (1996) 3 Α.Α.Δ. 286 και Ανδρέας Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 2778).

Το Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση Παναγιώτου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, για το λόγο ότι, «Η ουσιώδης παράλειψη της καταγραφής στα πρακτικά της απόδοσης των υποψήφιων κατά τις συνεντεύξεις της ενώπιον της Τμηματικής Επιτροπής καθιστά το δικαστικό έλεγχο αδύνατο και την αιτιολογία για την προσβαλλόμενη πράξη, ως εκ του λόγου τούτου, ανεπαρκή».

Κανένα δεσμευτικό δεδικασμένο δεν απέρρευσε από την εν λόγω απόφαση ως προς το ζήτημα της κτήσης από τον αιτητή του επίμαχου προσόντος, ζήτημα το οποίο ουδέποτε τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου προς διάγνωση και κρίση και το σχετικό απόσπασμα στο οποίο παρέπεμψε ο δικηγόρος του αποτελούσε γεγονός ιστορικά απλώς αναφερόμενο, μη αναγκαίο προς συναγωγή του διατακτικού της απόφασης.

Ο σχετικός ισχυρισμός, ο οποίος προβλήθηκε, τυγχάνει αβάσιμος και απορρίπτεται.

Η Επιτροπή, συμμορφούμενη προς το ακυρωτικό αποτέλεσμα της απόφασης, ορθά, δεν έλαβε υπόψη τις αναιτιολόγητες συστάσεις της Τμηματικής κατά την αρχική εξέταση του θέματος και για τους λόγους τους οποίους ανέφερε, έκρινε ασφαλέστερο να διερευνήσει πρωτογενώς το ζήτημα της κτήσης των προσόντων από τους υποψηφίους.

Ανεξάρτητα από τις συστάσεις της Τμηματικής Επιτροπής στα πλαίσια του αρ. 36(1) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1967, Ν.33/67, τις γνωματεύσεις και απόψεις οποιωνδήποτε άλλων απλών συμβουλευτικών σωμάτων και ανεξάρτητα από την κρίση της ως προς την κτήση των αναγκαίων προσόντων στα πλαίσια της διαδικασίας πλήρωσης άλλων θέσεων με διαφορετικά Σχέδια Υπηρεσίας, η Επιτροπή έχει πρωτογενές καθήκον ελέγχου του θέματος κτήσης των προσόντων από τους υποψηφίους και ερμηνείας και εφαρμογής των Σχεδίων Υπηρεσίας σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. (Βλ. Γιαννούλα Τάκη Χρίστου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Δ) Α.Α.Δ. 2111, Πέτρος Γιαννουρή ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 4460, Δημοκρατία ν. Κουλία (1991) 3 Α.Α.Δ., 390, Σοφούλα Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 193, Μαλάμω Νεοφύτου ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 475 και Κυριάκος Κύρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 41).

Όπως τονίστηκε στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση, Δημοκρατία ν. Αννα Καλυβίτου (1994) 3 Α.Α.Δ. 603, "Δεν μπορεί η Τμηματική Επιτροπή να υφαρπάσει ούτε η ΕΔΥ να . αφήσει σ' αυτήν το θεσμοθετημένο καθήκον της να αποφασίσει αν ένας υποψήφιος είναι κατά το σχέδιο υπηρεσίας προάξιμος".

Ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός ο οποίος προβλήθηκε τυγχάνει αβάσιμος και απορρίπτεται.

"Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν σε κατάληλο θέμα, π.χ. τη Διοίκηση Προσωπικού, τη Δημόσια Διοίκηση, τη Διοίκηση Επιχειρήσεων, τα Νομικά (περιλαμβανομένου του Barrister-at-Law), τις Οικονομικές, Κοινωνικές ή Πολιτικές Επιστήμες, κ.λ.π. ή μέλος αναγνωρισμένου σώματος επαγγελματιών λογιστών", αποτελούσε αναγκαίο προσόν, σύμφωνα με την παρ.3(1)(α) του Σχεδίου Υπηρεσίας και σύμφωνα με την παρ.3(5), "Μετεκπαίδευση ή ειδική εκπαίδευση σε ένα ή περισσότερους τομείς της διοικήσεως προσωπικού/δημόσιας διοικήσεως/ διευθύνσεως", αποτελούσε πλεονέκτημα.

Ο έλεγχος της συνδρομής των αναγκαίων προσόντων στο πρόσωπο των υποψηφίων, η ερμηνεία και η εφαρμογή των Σχεδίων Υπηρεσίας, αποτελούν ζήτημα η λύση του οποίου ανάγεται στην αποκλειστική διακριτική ευχέρεια του αρμοδίου οργάνου· το Δικαστήριο δεν ασκεί πρωτογενή έλεγχο και δεν υποκαθιστά την κρίση του αρμοδίου οργάνου εκτός εάν η λύση η οποία δόθηκε δεν ήταν εύλογα εφικτή. (Βλ. Δημοκρατία ν. Θεοφανώ Κυπρή (1989) 3(A) Α.Α.Δ. 2600, Λύωνα κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2038 και Χαραλαμπίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 414).

Όπως προκύπτει από την φύση των θεμάτων τα οποία ορίζονται ως κατάλληλα στην σχετική υποπαράγραφο του Σχεδίου Υπηρεσίας, η κρίση της Επιτροπής ότι, το πρώτο ακαδημαϊκό προσόν του αιτητή στη Γεωπονική δεν ήταν σε κατάλληλο θέμα, κρίνεται εύλογα επιτρεπτή και δεν παρέχει περιθώρια επέμβασης του Δικαστηρίου προς υποκατάσταση της κρίσης της Επιτροπής επί θέματος της αρμοδιότητάς της.

Παρά την καθιερωμένη νομολογιακή αρχή ότι, ο μεταπτυχιακός τίτλος δεν αποτελεί υποκατάστατο του πρώτου ακαδημαΐκού διπλώματος σε συγκεκριμμένο θέμα σπουδών, η Επιτροπή θεώρησε τον αιτητή τόσο ως προσοντούχο υποψήφιο βάσει του μεταπτυχιακού του διπλώματος, MS.C in Agricultural Extension, όσο και ως κάτοχο του πλεονεκτήματος.

Η ελαττωματικότητα στην εφαρμογή του Σχεδίου Υπηρεσίας δεν επηρέασε εν προκειμένω τις εγγυήσεις υπέρ της νομιμότητας της πράξης, για το λόγο ότι, (α) δεν εθίγη οποιοδήποτε συμφέρον του αιτητή και ο αιτητής δεν υπέστη συγκεκριμμένη βλάβη, εφόσον αυτός κρίθηκε τόσο ως προσοντούχος όσο και ως κατέχων το πλεονέκτημα, (β) δεν άσκησε ουσιώδη επίδραση στη λήψη της επίδικης απόφασης, εφόσον, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, η κρίση και τελική επιλογή δεν στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο στα τυπικά προσόντα των υποψηφίων αλλά στην ουσιαστική τους καταλληλότητα προς επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης, (γ) δεν προβλήθηκε ως λόγος, παρανομία στην κρίση της Επιτροπής κατά την εκτίμηση των ακαδημαϊκών προσόντων των ενδ. μερών και συνεπώς βλάβη του αιτητή λόγω της ειδικής σχέσης του προς την προσβαλλόμενη πράξη. (Βλ. σχετικά, Πορίσματα Νομολογίας ΣτΕ (1929-1959) σελ.260, Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιον Διοικητικού Δικαίου, 1978, σελ.416-417, Sekkides v. R. (1988) 3 C.L.R. 2136, Louca v. Savva a.o. (1989) 3(A) C.L.R. 672, Πόπη Λοϊζίδου ν. ΕΕΥ κ.ά. (1992) 4 Α.Α.Δ. 732, Νιόβη Παπαϊωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1991) 3 Α.Α.Δ. 713 και Θάλεια Γαλανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 43).

Έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί ότι η νομιμότητα της διοικητικής ενέργειας κρίνεται επί τη βάσει των πραγματικών στοιχείων τα οποία ευρίσκοντο ενώπιον του αρμοδίου οργάνου κατά το χρόνο έκδοσης της σχετικής απόφασης, στοιχεία δε και ισχυρισμοί, τα οποία δεν είχαν τεθεί ενώπιον του οργάνου προς γνώση και διερεύνηση δεν αποτελούν αντικείμενο αναθεωρητικού ελέγχου. (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας ΣτΕ (1929-1959), σελ.162, Δημοκρατία ν. Γεώργιος Ματθαίου (1990) 3 Α.Α.Δ. 2452 και Ηλίας Ηροδότου ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 803).

Όλες οι αιτιάσεις του αιτητή αναφορικά με τις παρατυπίες κατά τη σύνταξη των εμπιστευτικών και υπηρεσιακών του εκθέσεων κατά τα αναφερόμενα από αυτόν έτη και όλοι οι ισχυρισμοί για παράλειψη διενέργειας έρευνας εκ μέρους της Επιτροπής προς διαπίστωση της πραγματικής κατάστασης, κρίνονται αβάσιμοι, για το λόγο ότι δεν προκύπτει ότι το ζήτημα τούτο ετέθη ενώπιον της Επιτροπής προς γνώση και διερεύνηση στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας αλλά ετέθη από το δικηγόρο του αιτητή επ' ευκαιρία της υπ' αρ. 542/88 προσφυγής, μελετήθηκε και απορρίφθηκε από την Επιτροπή κατά τη διαδικασία πλήρωσης της θέσης Ανώτερου Γεωργικού Λειτουργού, Τμήμα Γεωργίας ημερ. 30.9.91, επαναβεβαιώθηκε κατά τη διαδικασία πλήρωσης των θέσεων Ανωτέρου Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού ημερ. 30.10.91 και επισφραγίστηκε με το απορριπτικό πόρισμα της Επιτροπής ημερ. 6.12.91, το οποίο κοινοποιήθηκε στον αιτητή.

Η ρυθμιστική βαρύτητα του κριτηρίου της αρχαιότητας σε σχέση με τα λοιπά στοιχεία κρίσεως σε θέσεις Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής και θέσεις υψηλές στην υπαλληλική ιεραρχία, όπως η επίδικη, είναι σύμφωνα με τη νομολογία, περιωρισμένη (βλ. Pantazis ν. R. (1986) 3 C.L.R. 473 και Christodoulides & Others v. R. (1987) 3 C.L.R. 2095).

Περαιτέρω, ακαδημαϊκά προσόντα και πιστοποιητικά παρακολούθησης εκπαιδευτικών προγραμμάτων, τα οποία δεν ορίζονται είτε ως απαιτούμενα είτε ως πρόσθετα προσόντα από τα Σχέδια Υπηρεσίας, δεν έχουν αποφασιστική σημασία ούτε θεμελιώνουν αφεαυτών έκδηλη υπεροχή. (Βλ. Leonidou v. R. (1986) 3 C.L.R. 1918, Κυριακίδου ν. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1494 και Χαράλαμπος Ευρυβιάδης ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 4190).

Τα καθήκοντα, εξάλλου, τα οποία εκτελούσε ο αιτητής στη θέση Γεωργικού Λειτουργού - Τμήμα Γεωργίας και τα καθήκοντα τα οποία εκτελούσαν τα ενδ. μέρη στη θέση Διοικητικού Λειτουργού στην Υπηρεσία Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού και στο Γραφείο της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας τεκμηριώνουν το εύρημα της Επιτροπής ότι η πείρα και οι εμπειρίες τις οποίες απέκτησαν τα ενδ. μέρη σχετίζονταν άμεσα με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης ενώ οι εμπειρίες του αιτητή περιορίζονταν στο Τμήμα Γεωργίας.

Η πείρα και οι εμπειρίες τις οποίες αποκτά υπάλληλος εργαζόμενος υπό συγκεκριμμένη ιδιότητα και οι οποίες, λόγω της φύσης τους, επιτρέπουν τη συναγωγή συμπεράσματος ως προς τις ικανότητές του προς επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων συγκεκριμμένης θέσης, αποτελούν κριτήριο το οποίο εμπίπτει στην αξία του υποψηφίου. (Βλ. Ιωσήφ Ευαγγέλου ν. Κεντρικής Τράπεζας (1989) 3 Α.Α.Δ. 3051, Σπύρος Ηλιάδης κ.ά. ν. Χρυσόστομου Χριστοφή (1991) 3 Α.Α.Δ. 25 και Ανδρέας Τηλεμάχου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 3161).

Η επαγγελματική αξία των υπαλλήλων αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις και όπως προκύπτει από τους σχετικούς φακέλους, τα ενδ. μέρη χαρακτηρίζονται καθ' όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους σταθερά και από πάσης απόψεως εξαίρετα, με ευμενέστατα σχόλια αναφορικά με την υπαλληλική τους ποιότητα, προσφορά και απόδοση και συστήνονται σθεναρά για προαγωγή από τους προϊσταμένους τους.

Από αντιπαραβολή των αντίστοιχων στοιχείων των φακέλων του αιτητή προκύπτει γενική υπεροχή των ενδ. μερών έναντι αυτού σε αξία και πιστοποιείται η συμφωνία των κρίσεων και αξιολογήσεων της Επιτροπής με τα στοιχεία των φακέλων.

Εφόσον η υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα σταθμίστηκε και εφόσον οι λόγοι πρόκρισης των ενδ. μερών εξειδικεύτηκαν ώστε ο δικαστικός έλεγχος της αιτιολογίας να καθίσταται ευχερής και δεν προκύπτει πλάνη περί τα πράγματα ή υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής εξουσίας του αρμοδίου οργάνου, ούτε έκδηλη υπεροχή του αιτητή έναντι των ενδ. μερών, η κρίση της Επιτροπής ως προς την ουσιαστική καταλληλότητα των υποψηφίων για προαγωγή, παραμένει ανέλεγκτη.

Η προσφυγή απορρίπτεται και η επίδικη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα σε βάρος του αιτητή.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο