ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 4 ΑΑΔ 2562
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 689/96
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗ, Δ.
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Ξενή Λάρκου από τη Λευκωσία
Αιτητή
και
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθ΄ων η αίτηση
--------------
22 Οκτωβρίου 1997
Για τον αιτητή: κ. Α.Σ. Αγγελίδης και κ. Π. Σαρρής.
Για τους καθ΄ων η αίτηση: κα. Τ. Πολυχρονίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α' για Γενικό Εισαγγελέα.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής ζητά την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), που δημοσιεύθηκε στις 21.6.96, με την οποία προάχθηκε κατόπιν επανεξέτασης αναδρομικά από 1.6.89 στη θέση Πρώτου Λειτουργού Εσωτερικών Προσόδων, το ενδιαφερόμενο μέρος Πέτρος Σιαμμασιάν, αντί αυτού.
Με απόφαση της ΕΔΥ ημερ. 11.5.89, προάχθηκαν στην επίδικη θέση, που είναι θέση προαγωγής, το ενδιαφερόμενο μέρος και ακόμα ένας υποψήφιος, ο Πολύβιος Ριαλάς. Ο αιτητής καταχώρησε εναντίον των προαγωγών αυτών την προσφυγή 516/89, η οποία απορρίφθηκε την 21.8.91. Ο αιτητής εφεσίβαλε την απορριπτική απόφαση του Δικαστηρίου με την Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 1430. Η έφεση περιορίστηκε σε ένα σημείο που αφορούσε
μόνο το ενδιαφερόμενο μέρος Σιαμμασιάν. Το σημείο αυτό ήταν το κατά πόσο διεξήχθη η δέουσα έρευνα αναφορικά με την κατοχή από το ενδιαφερόμενο μέρος, του πλεονεκτήματος του Σχεδίου Υπηρεσίας. Η Ολομέλεια του Δικαστηρίου αποδέχτηκε την έφεση (βλ. Λάρκος ν. Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΑΔ 396) και ακύρωσε την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους για το λόγο ότι του ευρήματος της ΕΔΥ ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας, δεν είχε προηγηθεί η δέουσα έρευνα.Η ΕΔΥ επανεξέτασε το θέμα κατά τη συνεδρία της ημερ. 28.2.96 και αφού έλαβε υπόψη της διάφορα στοιχεία, έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατείχε το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας. Παράλληλα, έκρινε ότι ο αιτητής το κατείχε. Με βάση το εύρημα της αυτό, η ΕΔΥ έκρινε επίσης ότι δεν μπορούσε να λάβει υπόψη κατά την επανεξέταση, τη σύσταση του τότε Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (ο Διευθυντής), η οποία είχε στηριχθεί στην εσφαλμένη θέση ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε το πλεονέκτημα. Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω αποφάσεών της, η ΕΔΥ αντιμετώπισε πρόβλημα συστάσεων του Προϊσταμένου του Τμήματος. Εξέτασε το ενδεχόμενο να καλέσει το νέο Διευθυντή για υποβολή συστάσεων, αλλά έκρινε ότι τυχόν υποβολή σύστασης από το νέο Διευθυντή θα μπορούσε εύλογα να θεωρηθεί ως μη αντικειμενική, ενόψει του γεγονότος ότι ο νέος Διευθυντής ήταν ο κ. Ριαλάς, ο οποίος κατά το χρόνο λήψης της ακυρωθείσας απόφασης ήταν συνυποψήφιος του ενδιαφερόμενου μέρους (επομένως και του αιτητή) και είχε επιλεγεί για προαγωγή στην ίδια θέση από την ίδια ημερομηνία (11.5.89). Επί πλέον, εναντίον της μετέπειτα προαγωγής του στη θέση Διευθυντή, εκκρεμούσε προσφυγή που είχε καταχωρήσει ο αιτητής. Η ΕΔΥ εξέτασε και το ενδεχόμενο να κληθεί να υποβάλει συστάσεις ο Γενικός Διευθυντής, Υπουργείο Οικονομικών, προβληματίστηκε όμως και πάλι για την αξία της τυχόν σύστασής του, ενόψει του γεγονότος ότι μόλις πρόσφατα είχε τοποθετηθεί στο Υπουργείο και δεν είχε προσωπική γνώση των υποψηφίων.
Ενόψει των πιο πάνω προβληματισμών της η ΕΔΥ αποφάσισε να ζητήσει νομική συμβουλή από το Γενικό Εισαγγελέα για τον περαιτέρω χειρισμό του θέματος. Προς τούτο απέστειλε επιστολή ημερ. 4.3.96. Λειτουργός της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, με επιστολή του ημερ. 26.3.96, γνωμοδότησε ότι ήταν νομικά επιτρεπτό στην ΕΔΥ, ενόψει των περιστατικών της υπόθεσης, να αγνοήσει τη σύσταση του Διευθυντή και να προχωρήσει στην επιλογή υποψηφίου με βάση τα υπόλοιπα ενώπιόν της ουσιώδη στοιχεία.
Σε νέα συνεδρία της ημερ. 20.5.96, η ΕΔΥ αφού έλαβε υπόψη την πιο πάνω γνωμάτευση, εξέτασε ισχυρισμούς του ενδιαφερόμενου μέρους αναφορικά με την κατοχή, από τον αιτητή, του πλεονεκτήματος, τους οποίους και απέρριψε τελικά, καταλήγοντας ότι ο αιτητής το κατείχε. Στη συνέχεια ασχολήθηκε με την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, σημειώνοντας τη σημαντική υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα και αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία, έκρινε κατά πλειοψηφία ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε των άλλων υποψηφίων και αποφάσισε να τον προαγάγει, αναδρομικά, από 1.6.89 μέχρι την ημερομηνία της αφυπηρέτησής του,
που ήταν η 1.11.92.Η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 21.6.96 και εναντίον της ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα προσφυγή.
Οι ισχυρισμοί που προβάλλει ο δικηγόρος του αιτητή αφορούν τρεις κυρίως λόγους ακυρότητας της επίδικης απόφασης. Ο πρώτος λόγος αφορά τη μη λήψη συστάσεων του Προϊσταμένου του Τμήματος, ο δεύτερος την αιτιολογία της επίδικης απόφασης και ιδιαίτερα την ειδική αιτιολογία που απαιτείται για παραγνώριση του πλεονεκτήματος που κατείχε ο αιτητής και ο τρίτος την εγκυρότητα/αντικειμενικότητα ορισμένων εμπιστευτικών εκθέσεων του αιτητή.
Ξεκινώντας από τον τελευταίο λόγο ακυρότητας, συμφωνώ με τη θέση της δικηγόρου για τους καθ΄ων η αίτηση ότι το θέμα της εγκυρότητας των εμπιστευτικών εκθέσεων του αιτητή αποτελεί δεδικασμένο γι΄ αυτον θέμα και ως εκ τούτου κωλύεται να το εγείρει εκ νέου. Το δεδικασμένο για τον αιτητή πηγάζει τόσο από την απόφαση της Ολομέλειας στις υποθέσεις Ξενή Λάρκου και Άλλου ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 455/87 και 683/87, ημερ. 11.4.89, όσο και την υπόθεση Ξενή Λάρκου και Άλλου ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 516/89, ημερ. 21.8.91, όπου η εγκυρότητα των ίδιων εμπιστευτικών εκθέσεων του, αποτελούσε επίδικο θέμα. Οι ισχυρισμοί του αιτητή που αφορούσαν τις συγκεκριμένες εμπιστευτικές εκθέσεις του, απορρίφθηκαν και στις δυο περιπτώσεις. Δεν θ΄ασχοληθώ περισσότερο με το θέμα και απορρίπτω τους σχετικούς ισχυρισμούς του αιτητή.
Η λήψη υπόψη των συστάσεων του Προϊσταμένου του Τμήματος κατά τη διαδικασία προαγωγής είναι επιβεβλημένη από το Νόμο. (Δημοκρατία ν. Πιτσιλλίδη και Άλλων, Α.Ε. 1086, ημερ. 13.12.90, Μαρούλλας Νικολαΐδου Πατσαλή ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 373/93, ημερ. 29.3.94). Στην παρούσα περίπτωση δεν υπήρχε αδυναμία υποβολής συστάσεων. Η υποβολή συστάσεων ήταν δυνατή με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου η διαγραφή της διαδικασίας που έπρεπε να ακολουθηθεί. Το Δικαστήριο ελέγχει μόνο τη νομιμότητα της απόφασης που προσβάλλεται. Το λιγότερο που μπορεί να λεχθεί είναι ότι ο Προϊστάμενος, για σκοπούς υποβολής συστάσεων, δεν είναι απαραίτητο να γνωρίζει προσωπικά τους υποψηφίους, ούτε να είναι προϊστάμενος για ορισμένο χρονικό διάστημα (Λύωνα και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 683/88, 703/88, 706/88, ημερ. 14.6.90). Η επίδικη απόφαση είναι τρωτή για το λόγο αυτό και πρέπει να ακυρωθεί.
Ενόψει της κατάληξής μου αυτής, δεν θα ασχοληθώ με τον εναπομείναντα λόγο ακυρώσεως που αφορά την αιτιολογία της επίδικης απόφασης και την απαιτούμενη ειδική αιτιολογία για παραγνώριση του πλεονεκτήματος του αιτητή.
Σαν αποτέλεσμα, η προσφυγή αυτή επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται, με £200.- έξοδα εις βάρος των καθ΄ων η αίτηση.
Γ. Χρυσοστομής
Δ.
/ΚΧ"Π