ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 4/1978 - Ο περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμος του 1978
Ν. 52/1980 - Ο περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμος του 1980
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(1995) 4 ΑΑΔ 1657
11 Σεπτεμβρίου, 1995
[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ/στής]
ΜΑΡΙΑ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ/ Ή ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΚΑΙ/ Ή ΑΛΛΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 848/93)
Φορολογία — Φορολογία κεφαλαιουχικών κερδών — Πληρωθής φόρος κληρονομίας που εκπίπτει κατά τον υπολογισμό του φόρου επί του κεφαλαιουχικού κέρδους — Από σφάλμα δεν ζητήθηκε η έκπτωσή του — Εκ των υστέρων αίτημα επιστροφής — Οι πρόνοιες του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμοι (Ν. 4/78) και η νομολογία — Το αίτημα συνιστά εκπρόθεσμη ένσταση.
Η αιτήτρια εκ παραδομής, όπως είχε οδηγήσει, δεν διεκδίκησε την έκπτωση του καταβληθέντος φόρου κληρονομίας από τον φόρο κεφαλαιουχικών κερδών που της επιβλήθη και αποτάθηκε εκ των υστέρων για επιστροφή του συναντώντας την προσβαλλόμενη άρνηση των καθ' ων η αίτηση που χαρακτήριζαν το αίτημά της ένσταση κατά του φόρου κεφαλαιουχικών κερδών η προθεσμία για την υποβολή της οποίας είχε εκπνεύσει σύμφωνα με το νόμο.
Τον Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
Η αίτηση της αιτήτριας είναι φανερό από το περιεχόμενο της, αφού αμφισβήτησε το ύψος του επιβληθέντος φόρου και ζήτησε αναθεώρηση της φορολογίας, ότι πρόκειτο περί ένστασης επί της επιβληθείσης φορολογίας, η οποία ορθά και νόμιμα δεν έγινε αποδεκτή, γιατί δεν υποβλήθηκε μέσα στα χρονικά όρια που ορίζει το Άρθρο 20(1) των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων του 1978-1991.
Πέραν τούτου, από το υλικό που τέθηκε ενώπιόν του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αιτήτρια πλήρωσε εκούσια και χωρίς καμιά επιφύλαξη τον επιβληθέντα φόρο και διεκδικεί έκπτωση σύμφωνα με το Άρθρο 11(2) των περί Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμων (Ν. 52/80, Ν. 135/90) του φόρου κληρονομιάς ύψους Λ.Κ.2.695, σαν αποτέλεσμα νομικού σφάλματός της και όχι σαν αποτέλεσμα παραδρομής, όπως ισχυρίζεται ο δικηγόρος της. Σε τέτοια περίπτωση δεν χωρεί επιστροφή φόρου.
Η θέση αυτή βρίσκει έρεισμα στην υπόθεση Ανδρέας Καμμίτσης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας.
Οι περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμοι δεν επιτρέπουν επιστροφή φόρου και ο φόρος εισπράττεται σύμφωνα με το Άρθρο 3(1) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου (Ν. 4/78), με βάση τον οποίο είτε θα πρέπει να υποβάλλεται ένσταση για την επιβληθείσα φορολογία σύμφωνα με το Άρθρο 20, είτε να γίνεται αίτημα για επιστροφή για παρακρατήσεις που έγιναν εκτός του ελέγχου του φορολογούμενου σύμφωνα με το Άρθρο 35(1) του Ν. 4/78.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Καμμίτσης ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1994) 4 Α.Α.Δ. 823,
Hellenic Company Ltd v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1617.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ' ων η αίτηση, με την οποία η ένσταση της αιτήτριας, με την οποία ζητούσε να αφαιρεθεί από το φόρο κεφαλαιουχικών κερδών ποσό £2.695,-που πληρώθηκε σαν φόρος κληρονομιάς, δεν έγινε αποδεκτή.
Ε. Ευσταθίου, για την Αιτήτρια.
Στ. Χ"Γιάννη-Ιωσήφ, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.: Η παρούσα προσφυγή στρέφεται εναντίον της απόφασης των καθ' ων η αίτηση ημερ. 26.8.93, με την οποία πληροφόρησαν την αιτήτρια ότι η ένσταση της με την οποία ζητούσε να αφαιρεθεί από το φόρο κεφαλαιουχικών κερδών ποσό £2.695.-, που πληρώθηκε σαν φόρος κληρονομιάς σχετικά με το ακίνητο αρ. εγγραφής F95, τεμ. 103, Φ/Σχ. XXX/21W2,1/2 μερίδιο, στην Πάνω Λακατάμια, με βάση το άρθρο 11(2) των περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμων, Ν. 52/80 και 135/90, δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή αφού δεν υποβλήθηκε μέσα στα χρονικά όρια που ορίζει το άρθρο 20(1) των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεων Φόρων Νόμων του 1978-1991.
Το πιο πάνω ακίνητο πωλήθηκε στις 17.7.92 με πωλητήριο έγγραφο και σαν τίμημα πώλησης δηλώθηκε το ποσό των £83.000 για το όλο μερίδιο. Η αιτήτρια ήταν συνιδιοκτήτρια από 1/2 μερίδιο με την αδελφή της Ανδρούλλα Χρυσάνθου.
Στις 15.10.92 η αιτήτρια υπέβαλε Δήλωση Διάθεσης Ακίνητης Ιδιοκτησίας στο καθορισμένο έντυπο Ε.Πρ. 401, σύμφωνα με την οποία ο πληρωτέος φόρος Κεφαλαιουχικών Κερδών ανήρχετο στο ποσό των £5.091.-. Η αιτήτρια δεν διεκδίκησε το φόρο κληρονομιάς που πληρώθηκε και στις 22.10.92 πλήρωσε το πιο πάνω ποσό.
Η αιτήτρια στις 12.7.93 απέστειλε στο Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων την ακόλουθη επιστολή (Παράρτημα Α στην ένσταση):
"Αναφέρομαι στην επιβολή φορολογίας κεφαλαιουχικών κερδών για την πώληση του κτήματός μας F95 Π. Λακατάμιας. Κατά τον καθορισμό του ύψους του φόρου δεν λήφθηκε υπόψη εκ παραδρομής το γεγονός ότι για το κτήμα αυτό πληρώθηκε φόρος κληρονομιών σύμφωνα με το φάκελό σας Ε2581.
Ήδη ο φόρος πληρώθηκε στις 22.10.92 που καθορίστηκε με το έντυπο 401.
Παρακαλώ, επισυνάπτω προς τούτο σχετική βεβαίωση του Εφόρου Κληρονομιών για το ύψος του φόρου που αναλογεί στο κτήμα F95, όπως αναθεωρηθεί το ύψος της φορολογίας και μας επιστραφεί το αναλογούν ποσό."
Ο καθ' ου η αίτηση Διευθυντής, σε απάντηση της πιο πάνω επιστολής της αιτήτριας, απέστειλε επιστολή με ημερομηνία 26.8.93, με την οποία πληροφόρησε την αιτήτρια ότι η ένστασή της δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή, αφού δεν υποβλήθηκε μέσα στα χρονικά όρια που ορίζει το άρθρο 20(1) των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων του 1978-1991.
Είναι η εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας ότι οι καθ' ων η αίτηση παράνομα και/ή πεπλανημένα εξέλαβαν την αίτηση της αιτήτριας ως ένσταση κατά ειδοποιήσεως και/ή επιβολής φορολογίας, χωρίς να ερευνήσουν την ύπαρξη των νομίμων προϋποθέσεων εκείνων που θα εδικαιολογούσαν την υπαγωγή της ατομικής ρύθμισης στον θεσπιζόμενο κανόνα δικαίου, δηλαδή στο άρθρο 20(1) του Ν. 4/78.
Ακόμα ανάφερε ότι η αιτήτρια δεν αμφισβητούσε την επιβληθείσα φορολογία, αλλά αιτείτο το νομοθετικά κατοχυρωμένο δικαίωμα (άρθρο 11(2) του Ν. 52/80 και 135/90) της επιστροφής των ως άνω αχρεωστήτως καταβληθέντων £2.695 ως Φόρου Κληρονομιάς.
Το άρθρο 20(1) του Ν. 4/78, είπε, αφορά ενστάσεις κατά φορολογίας και η προθεσμία την οποία καθορίζει αφορά πρόσωπα τα οποία αμφισβητούν επιβληθείσαν φορολογία και όχι πρόσωπα τα οποία υποβάλλουν αιτήσεις προς το Διοικητικό Όργανο. Η απόφαση των καθ' ων η αίτηση αφορά αίτηση επιστροφής και προέκυψε με το συνυπολογισμό του ήδη καταβληθέντος Φόρου Κληρονομίας στον Φόρο Κεφαλαιουχικών Κερδών, όπως είναι η παρούσα υπόθεση.
Επίσης προσθέτει ότι το σαφές αίτημα της αιτήτριας επί του θέματος, όπως αυτό περιέχεται τόσο στην επιστολή της ημερ. 12.7.93 όσο και με την επιστολή του δικηγόρου της ημερ. 15.10.93, είναι η επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθέντων και ότι η θέση των καθ' ων η αίτηση ότι το αίτημα της αιτήτριας αποτελούσε ένσταση είναι εσφαλμένη και για το λόγο ότι ένσταση δεν μπορεί λογικά να γίνει κατά πληρωθείσης φορολογίας, αλλά ασφαλώς επί επιβληθείσης και εκκρεμούσης από το αρμόδιο όργανο φορολογίας.
Τέλος εισηγήθηκε ότι με βάρη την αρχή της χρηστής διοίκησης, οι καθ' ων η αίτηση οφείλουν να επιστρέψουν το προαναφερόμενο ποσό στην αιτήτρια.
Η εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας δεν με βρίσκει σύμφωνο και υιοθετώ πλήρως τις θέσεις των καθ' ων η αίτηση.
Κατ' αρχήν η αίτηση της αιτήτριας είναι φανερό από το περιεχόμενό της, αφού αμφισβήτησε το ύψος του επιβληθέντος φόρου και ζήτησε αναθεώρηση της φορολογίας, ότι πρόκειτο περί ένστασης επί της επιβληθείσας φορολογίας, η οποία ορθά και νόμιμα δεν έγινε αποδεκτή, γιατί δεν υποβλήθηκε μέσα στα χρονικά όρια που ορίζει το άρθρο 20(1) των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων του 1978-1991. Το άρθρο 20(1) προνοεί τα ακόλουθα:
"20.(1) Παν πρόσωπον το οποίον αμφισβητεί την εις αυτό επιβληθείσαν φορολογίαν, δύναται, δι' εγγράφου ειδοποιήσεως ενστάσεως, να αποταθή εις τον Διευθυντήν προς επανεξέτασιν και αναθεώρησιν αυτής αλλά οφείλει όπως ταυτοχρόνως αποστείλη εις τον Διευθυντήν δήλωσιν του αντικειμένου του φόρου εάν δεν έχει υποβάλει τοιαύτην, και καταβάλλει τον οφειλόμενον φόρον βάσει ιδικού του υπολογισμού. Η ειδοποίησις αύτη δέον όπως εκθέτη επακριβώς τους λόγους της ενστάσεως του εις την φορολογίαν, εκτός δε εάν άλλως προβλέπηται εν οιωδήποτε ετέρω νόμω, δέον όπως αύτη δοθή ουχί βραδύτερον του τέλους του μηνός ο οποίος έπεται του μηνός εν τω οποίω η εν τω άρθρω 19 αναφερομένη ειδοποίησις εδόθη εις το πρόσωπον τούτο:"
Πέραν τούτου, από το υλικό που τέθηκε ενώπιόν μου προκύπτει ότι η αιτήτρια πλήρωσε εκούσια και χωρίς καμιά επιφύλαξη τον επιβληθέντα φόρο και διεκδικεί έκπτωση σύμφωνα με το άρθρο 11(2) του περί Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου του φόρου κληρονομιάς ύψους £2.695, σαν αποτέλεσμα νομικού σφάλματος της και όχι σαν αποτέλεσμα παραδρομής, όπως ισχυρίζεται ο δικηγόρος της. Σε τέτοια περίπτωση δεν χωρεί επιστροφή φόρου.
Η θέση αυτή βρίσκει έρεισμα στην υπόθεση Ανδρέας Καμμίτσης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 823. Στην υπόθεση αυτή ο αιτητής είχε καταβάλει το φόρο εισοδήματος που όφειλε χωρίς καμιά επιφύλαξη και αρκετά χρόνια αργότερα ζήτησε αναθεώρηση της φορολογίας του και επιστροφή μέρους των φόρων του που κατά τους ισχυρισμούς του κατέβαλε αχρεωστήτως. Ο Έφορος θεώρησε την επιστολή του αιτητή ως ένσταση και την απέρριψε ως εκπρόθεσμη. Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν χωρεί επιστροφή φόρου στις περιπτώσεις που ο φορολογούμενος προβαίνει σε εκούσια πληρωμή με σκοπό τη διευθέτηση των φορολογικών του υποχρεώσεων προς τις φορολογικές αρχές ή στην περίπτωση που η πληρωμή γίνεται κατόπιν νομικού σφάλματος.
Πέραν τούτου ο περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμος δεν επιτρέπει επιστροφή φόρου και ο φόρος εισπράττεται σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου, Ν. 4/78, με βάση τον οποίο είτε θα πρέπει να υποβάλλεται ένσταση για την επιβληθείσα φορολογία σύμφωνα με το άρθρο 20, είτε να γίνεται αίτημα για επιστροφή για παρακρατήσεις που έγιναν εκτός του ελέγχου του φορολογούμενου σύμφωνα με το άρθρο 35(1) του Ν. 4/78. Εκτός από αυτές τις περιπτώσεις δεν υπάρχει άλλη πρόνοια στο Νόμο που να επιτρέπει επιστροφή του πληρωθέντος φόρου και η αιτήτρια κάτω από τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, δεν καλύπτεται από το άρθρο 35. Η ένστασή της ορθά απορρίφθηκε σαν εκπρόθεσμη. Όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 35(1) του Ν. 4/78, βλ. Hellenic Company Ltd v. The Republic (1987) 3 C.L.R. 1617.
Η απόφαση του Εφόρου ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Η προσφυγή απορρίπτεται. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται. Δεν επιδικάζονται έξοδα.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.