ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1995) 4 ΑΑΔ 1055
26 Μαΐου, 1995
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΝΙΚΟΣ ΜΕΪΤΤΑΝΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΛΑΡΝΑΚΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 726/94)
Αστυνομική Δύναμη — Ειδικοί αστυφύλακες — Φύση και εξουσίες — Συνέπειες.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Αντικείμενο — Αστυνομική Δύναμη — Ειδικοί Αστυφύλακες — Τερματισμός υπηρεσιών — Συνιστά, προδήλως, εκτελεστή πράξη υποκείμενη σε προσφυγή.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Λόγοι ακυρώσεως — Έλλειψη αιτιολογίας—Αναιτιολόγητος τερματισμός υπηρεσιών ειδικού αστυφύλακα—Αδύνατος ο δικαστικός έλεγχος λόγω παντελούς ελλείψεως αιτιολογίας.
Ο αιτητής είχε διοριστεί ως ειδικός αστυφύλακας το 1992 για να τερματιστούν οι υπηρεσίες του δύο περίπου έτη αργότερα με μία επιστολή, γεγονός που οδήγησε στην άσκηση της προσφυγής.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Ο διορισμός των ειδικών αστυφυλάκων διέπεται από τον περί Αστυνομίας Νόμο, Κεφ. 185, όπως έχει τροποποιηθεί. Οι ειδικοί αστυφύλακες δίδουν το νενομισμένο όρκο και έχουν τις εξουσίες, τα προνόμια και την προστασία που έχουν οι αστυνομικοί. Ασκούν τα ίδια καθήκοντα, υπόκεινται στις ίδιες κυρώσεις και στις ίδιες αρχές και ο διορισμός τους τερματίζεται όπως ορίζει ο Νόμος. Εκδήλως η απόφαση για τον τερματισμό των υπηρε σιών ειδικού αστυφύλακα συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη που υπόκειται σε αναθεωρητικό έλεγχο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Ο Αστυνομικός Διευθυντής εν προκειμένω πληροφόρησε τον αιτητή πως αποφάσισε τον τερματισμό των υπηρεσιών του κατ' εφαρμογή του Άρθρου 35 του Νόμου. Κατά το Αρθρο 35, ο Αστυνομικός Διευθυντής δύναται να τερματίσει τις υπηρεσίες ειδικού αστυφύλακα αν θεωρεί ότι αυτές μπορούν να εγκαταλειφθούν με ασφάλεια.
2. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι άκυρη ως αναιτιολόγητη Η απλή παραπομπή στο Αρθρο 35 δεν είναι αρκετή. Ελλείπει οτιδήποτε που θα παρέπεμπε στην ύπαρξη της προϋπόθεσης που θέτει ο Νόμος.
Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αιτιολογήθηκε με αναφορά είτε ρητή είτε έμμεση, σε οποιοδήποτε γεγονός και ό,τι εμφανίζεται ως η ουσιαστική κρίση της διοίκησης είναι αδύνατο να ελεχθεί.
Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 14/6/94 με την οποία τερματίσθηκαν οι υπηρεσίες του αιτητή ως ειδικού αστυφύλακα.
Κρ. Παπαλοΐζου για Γ. Χαραλαμπίδη, για τον αιτητή.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής διορίστηκε ως ειδικός αστυφύλακας στις 24 Ιουλίου 1992. Ο Αστυνομικός Διευθυντής Λάρνακας, με επιστολή του ημερομηνίας 14 Ιουνίου 1994, τερμάτισε τις υπηρεσίες του. Η προσφυγή στρέφεται κατά του κύρους της απόφασης αυτής.
Ορθά οι καθ' ων η αίτηση εγκατέλειψαν τον ισχυρισμό τους πως το ζήτημα εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. Ο διορισμός των ειδικών αστυφυλάκων διέπεται από τον περί Αστυνομίας Νόμο, Κεφ. 285, όπως έχει τροποποιηθεί. Οι ειδικοί αστυφύλακες δίδουν το νενομισμένο όρκο και έχουν τις εξουσίες, τα προνόμια και την προστασία που έχουν οι αστυνομικοί. Ασκούν τα ίδια καθήκοντα, υπόκεινται στις ίδιες κυρώσεις και στις ίδιες αρχές και ο διορισμός τους τερματίζεται όπως ορίζει ο Νόμος. Εκδήλως η απόφαση για τον τερματισμό των υπηρεσιών ειδικού αστυφύλακα συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη που υπόκειται σε αναθεωρητικό έλεγχο δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος.
Ο Αστυνομικός Διευθυντής πληροφόρησε τον αιτητή πως αποφάσισε τον τερματισμό των υπηρεσιών του κατ' εφαρμογή του άρθρου 35 του Νόμου. Κατά το άρθρο 35, ο Αστυνομικός Διευθυντής δύναται να τερματίσει τις υπηρεσίες ειδικού αστυφύλακα αν θεωρεί ότι αυτές μπορούν να εγκαταλειφθούν με ασφάλεια, (if he considers that such services can be safely dispensed with). Η επιστολή προς τον αιτητή δεν περιέχει αιτιολογία. Δεν έχει παρουσιαστεί διοικητικός φάκελος γιατί, όπως εξηγήθηκε, δεν υπάρχει και δεν τηρήθηκε οποιοδήποτε πρακτικό από τον Αστυνομικό Διευθυντή. Η διοικητική ενέργεια εξαντλείται στην επιστολή που στάληκε στον αιτητή.
Η επιστολή του Αστυνομικού Διευθυντή διαβιβάστηκε στον Αρχηγό της Αστυνομίας. Δεν φαίνεται να έχει αρμοδιότητα ο Αρχηγός πάνω στο θέμα αλλά τα όσα ακολούθησαν είναι ενδεικτικά της πλημμέλειας που πράγματι εντοπίζεται. Ο Αρχηγός ζήτησε πληροφορίες αναφορικά με το αν ο αιτητής (και ακόμα ένας ειδικός αστυφύλακας) "παρατηρήθηκαν/καταγγέλθησαν ή καθ' οιονδήποτε τρόπον προειδοποιήθηκαν για την μή ικανοποιητική απόδοσή τους". Ο υπεύθυνος ασφάλειας του αεροδρομίου Λάρνακας στο οποίο υπηρετούσε ο αιτητής, υπέβαλε έκθεση. Αρκούν ως προς την έκθεση αυτή οι παρατηρήσεις του Αρχηγού που περιέχονται στην επιστολή του ημερομηνίας 18 Ιουλίου 1994 προς τον Αστυνομικό Διευθυντή Λάρνακας. Διαπιστώνει ο Αρχηγός πως στην έκθεση "δεν αναφέρονται συγκεκριμένες περιπτώσεις απειθαρχίας και λήψης οιωνδήποτε μέτρων" εναντίον του αιτητή και ζητά έκθεση "στην οποία να αναφέρονται οι λόγοι και τα στοιχεία βάσει των οποίων αποφασίστηκε η απόλυση".
Τα στοιχεία της νέας έκθεσης, και πάλιν του υπεύθυνου ασφάλειας του αεροδρομίου, δεν ήταν διαφορετικά από εκείνα της πρώτης. Η έκθεση περιέχει αναφορά σε παρατηρήσεις που έγιναν προς τον αιτητή σε σχέση με την εκτέλεση των καθηκόντων του και την εν γένει συμπεριφορά του και επεκτείνεται σε σχόλια αναφορικά με παραστάσεις του πατέρα του. Εκείνο που πρέπει να σημειωθεί είναι η δήλωση πως
(α) στις 6 Ιουνίου 1994 είχαν δοθεί στον υπεύθυνο ασφάλειας του αεροδρομίου οδηγίες να ετοιμάσει επιστολή σχετικά με ειδικούς αστυφύλακες που κατά τη γνώμη του ήσαν ακατάλληλοι και
(β) πως η εντολή εκτελέστηκε χωρίς να γνωρίζει ο υπεύθυνος ασφάλειας ότι θα επακολουθούσαν απολύσεις.
Δεν υπάρχει, όπως δηλώθηκε, άλλο σχετικό έγγραφο και συνάγεται πως η εμπλοκή του Αρχηγού στο θέμα δεν είχε συνέχεια.
Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι άκυρη ως αναιτιολόγητη. Η απλή παραπομπή στο άρθρο 35 δεν είναι αρκετή. Ελλείπει οτιδήποτε που θα παρέπεμπε στην ύπαρξη της προϋπόθεσης που θέτει ο Νόμος, όπως την έχω παραθέσει. Η απορία που εξέφρασε ο ίδιος ο Αρχηγός της Αστυνομίας αναφορικά με τους λόγους του τερματισμού των υπηρεσιών του αιτητή, είναι ενδεικτική.
Δεν θα επεκταθώ στις παρατηρήσεις που αναφέρεται ότι έγιναν στον αιτητή ούτε γενικότερα στην έκθεση του υπεύθυνου ασφάλειας του αεροδρομίου σε σχέση με το ποιους θεωρούσε ως ακατάλληλους. Εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση αιτιολογείτο με αναφορά στην έκθεση εκείνη, θα ετίθετο όχι μόνο το ζήτημα του ευλόγου της κρίσης υπό το φως των γεγονότων αλλά και εκείνο της δυνατότητας άσκησης της εξουσίας που παρέχει το άρθρο 35 του Νόμου για τέτοιο λόγο.
Ο αιτητής πρότεινε σειρά λόγων ακυρότητας μεταξύ των οποίων και την άποψη πως βρέθηκε ένοχος πειθαρχικού παραπτώματος και τιμωρήθηκε χωρίς, μεταξύ άλλων, να του είχε παρασχεθεί η ευκαιρία να ακουστεί. Ενόψει της διαπίστωσης για παντελή έλλειψη αιτιολογίας, η συζήτηση άλλου θέματος θα ήταν ακαδημαϊκή. Οι καθ' ων η αίτηση λέγουν πως η ουσιαστική κρίση της διοίκησης εκ-φεύγει του ακυρωτικού ελέγχου εκτός αν "η διοίκηση βασίστηκε σε αμφισβητούμενα/λανθασμένα γεγονότα ή η απόφαση με βάση τα γεγονότα, δεν είναι εύλογα επιτρεπτή". Όπως όμως σημείωσα, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αιτιολογήθηκε με αναφορά είτε ρητή είτε έμμεση, σε οποιοδήποτε γεγονός και ό,τι εμφανίζεται ως η ουσιαστική κρίση της διοίκησης είναι αδύνατο να ελεχθεί πάνω στη βάση των αρχών όπως τις συνόψισαν οι καθ' ων η αίτηση.
Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή για να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.