ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:C316
(2014) 3 ΑΑΔ 157
14 Μαΐου, 2014
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ Π., ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]
NIKOΣ NIKΟΛΑΟΥ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητης-Καθ' ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 39/2010)
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Πλάνη περί τα πράγματα ― Δεν οδηγεί αναπόφευκτα σε ακύρωση, παρά μόνον εάν είναι ουσιώδης ― Περιστάσεις, υπό τις οποίες κρίθηκε επουσιώδης η πλάνη στην κριθείσα περίπτωση.
Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Προαγωγές ― Ο τόπος της υπηρεσίας δεν μπορεί να έχει βαρύτητα και να θέτει υποψήφιο σε πλεονεκτικότερη θέση ― Η αρχή αυτή δεν παραβιάστηκε στην κριθείσα περίπτωση.
Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Προαγωγές ― Αρχαιότητα ― Είναι δυνατόν να αντισταθμίζεται από άλλα νόμιμα στοιχεία κρίσεως ― Η αξιολόγηση του διορίζοντος οργάνου ήταν εύλογα επιτρεπτή στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Ο εφεσείων επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε απορριφθεί η προσφυγή του κατά της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στην θέση Τεχνικού Ηλεκτρολογίας.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Η αντιμετώπιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ήταν με αναφορά στο ότι η πλάνη δεν μπορούσε να θεωρηθεί ουσιώδης, αφού υπήρχε εν πάση περιπτώσει αισθητή διαφορά μεταξύ των δύο, η οποία και παρέμενε μετά από τη διόρθωση της πλάνης. Δεν μπορεί το Δικαστήριο να αποκλίνει από αυτήν την κατάληξη, εφόσον μάλιστα, παρά το γεγονός ότι η αναφορά ήταν σε 33 Α αντί 31 Α, εν τούτοις το βάρος αναφοράς στη διαδικασία είναι στο ότι υπήρχε ουσιώδης αισθητή διαφορά των δυο υποψηφίων ως προς την αξία, η οποία παρέμενε όντως παρά το γεγονός ότι η διαφορά μειώνετο κατά 2 Α. Δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί κάτι άλλο από το ότι η διαφορά αυτή είναι όντως αισθητή, όπως έχει χαρακτηρισθεί, και επομένως, ως προς την πλάνη σε σχέση με τη βαθμολογημένη αξία, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ήταν τέτοια που να επηρέαζε ουσιωδώς τα πράγματα.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αγνόησε το γεγονός ότι ο τόπος της υπηρεσίας δεν μπορεί να έχει βαρύτητα και να θέτει υποψήφιο σε πλεονεκτικότερη θέση. Είχε όμως την άποψη ότι καθ' όσον στη συγκεκριμένη περίπτωση και οι δυο (εφεσείων και ΕΜ) υπηρετούσαν στην ίδια περιφέρεια, το ζήτημα ήταν ουδέτερης σημασίας, αφού η σχετική εκτίμηση του πλεονεκτήματος της υπηρεσίας στην εν λόγω περιφέρεια προφανώς δεν αφορούσε στη σύγκριση του εφεσείοντα προ το ΕΜ. Αυτό είναι σωστό και είναι η κοινή λογική των πραγμάτων. Άρα ούτε και από αυτή την άποψη δεν γίνεται απόκλιση από την πρωτόδικη απόφαση.
3. Η αρχαιότητα του εφεσείοντα ανάγεται στο γεγονός ότι ο ίδιος είχε διοριστεί στη θέση Τεχνικού 2ης τάξης την 17/1/1984, ενώ το ΕΜ διορίστηκε στην εν λόγω θέση Τεχνικού 2ης τάξης την 1/12/91, υπήρχε δηλαδή μια αρχαιότητα 8 σχεδόν ετών. Και το ερώτημα δεν είναι θέμα πλάνης, όπως έχει γίνει δεκτό από τον εφεσείοντα, αλλά θέμα απόδοσης της δέουσας βαρύτητας σε μια τέτοια αρχαιότητα. Η αρχαιότητα συνσταθμίζεται με τα άλλα δεδομένα και η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ότι, παρά την αρχαιότητα που υπήρχε, παραμένει εύλογη η κρίση του διοικητικού οργάνου η οποία βασίστηκε σε υπεροχή σε βαθμολογημένη αξία και υπεροχή σε προσόντα, έστω και αν αυτά δεν ήσαν απαραίτητα και αποτελούν πλεονέκτημα. Αυτή η κρίση ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τον Αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Κωνσταντινίδης, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 754/08), ημερ. 1/3/2010.
Μ. Παπαντωνίου (κα), για τον Εφεσείοντα-Αιτητή.
Α. Χρίστου (κα) για Ιωαννίδη και Δημητρίου, για την Eφεσίβλητη.
Καμιά εμφάνιση, για το Eνδιαφερόμενο Mέρος.
Ex tempore
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π.: Η προσφυγή του εφεσείοντα, όσον αφορά την επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους (ΕΜ) για προαγωγή στη θέση του Τεχνικού Ηλεκτρολογίας στην ΑΗΚ απορρίφθηκε. Στην έφεση η οποία είναι ενώπιον μας, ο εφεσείων εγείρει θέματα τα οποία αφορούν τρεις ουσιαστικά πτυχές της υπόθεσης. Η μια έχει να κάμει με πλάνη εκ μέρους του Διευθυντή αλλά και της Αρχής σε σχέση με τη βαθμολογημένη αξία. Είχε εκληφθεί από το Διευθυντή και την Αρχή ότι, ως προς την βαθμολογία, το ΕΜ είχε 33 Α κατά τα τελευταία 5 έτη έναντι 24 του εφεσείοντα, ενώ στην πραγματικότητα το ΕΜ είχε 31 Α. Η πλάνη αυτή του Διευθυντή, που μεταφέρθηκε στην Αρχή, συνδυάζεται και με εισήγηση για παράλειψη δέουσας έρευνας εκ μέρους της Αρχής, με την κατεύθυνση ότι είναι προφανής η έλλειψη δέουσας έρευνας εφόσον η δέουσα έρευνα θα αποκάλυπτε την ορθή βαθμολογική κατάσταση.
Το θέμα ηγέρθηκε ενώπιον του αδελφού μας Δικαστή ο οποίος εξεδίκασε την προσφυγή. Η αντιμετώπιση του ήταν με αναφορά στο ότι η πλάνη δεν μπορούσε να θεωρηθεί ουσιώδης, αφού υπήρχε εν πάση περιπτώσει αισθητή διαφορά μεταξύ των δύο, η οποία και παρέμενε μετά από τη διόρθωση της πλάνης. Η διαφορά αυτή ήταν μεταξύ των 7 Α αντί των 9 Α, και το ερώτημα το οποίο τίθεται ενώπιον μας είναι κατά πόσον είναι ορθή η προσέγγιση αυτή του αδελφού μας Δικαστή, με δεδομένη την πλάνη και με δεδομένη τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να εξετάσει κατά πόσο μια διαπιστούμενη πλάνη είναι ουσιώδης ή όχι.
Από όσα έχουμε ακούσει, δεν θεωρούμε ότι μπορούμε να αποκλίνουμε από την κατάληξη που είχε ο αδελφός μας Δικαστής, εφόσον μάλιστα, παρά το γεγονός ότι η αναφορά ήταν σε 33 Α αντί 31 Α, εν τούτοις το βάρος αναφοράς στη διαδικασία είναι στο ότι υπήρχε ουσιώδης αισθητή διαφορά των δυο υποψηφίων ως προς την αξία, η οποία παρέμενε όντως παρά το γεγονός ότι η διαφορά μειώνετο κατά 2 Α. Δεν μας είναι δυνατό να διαπιστώσουμε άλλως παρά το ότι η διαφορά αυτή είναι όντως αισθητή, όπως έχει χαρακτηρισθεί, και επομένως, ως προς την πλάνη σε σχέση με τη βαθμολογημένη αξία, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ήταν τέτοια που να επηρέαζε ουσιωδώς τα πράγματα.
Η άλλη εισήγηση του εφεσείοντα είναι ότι ο Διευθυντής κακώς στη σύσταση του ανέδειξε το γεγονός ότι το ΕΜ απασχολείτο στην περιφέρεια όπου βρίσκεται η κρινόμενη θέση, ώστε ως εκ τούτου να καθίστατο καταλληλότερος για τις ανάγκες της θέσης. Ο αδελφός μας Δικαστής δεν αγνόησε το γεγονός ότι ο τόπος της υπηρεσίας δεν μπορεί να έχει βαρύτητα και να θέτει υποψήφιο σε πλεονεκτικότερη θέση. Είχε όμως την άποψη ότι καθ' όσον στη συγκεκριμένη περίπτωση και οι δυο (εφεσείων και ΕΜ) υπηρετούσαν στην ίδια περιφέρεια, το ζήτημα ήταν ουδέτερης σημασίας, αφού η σχετική εκτίμηση του πλεονεκτήματος της υπηρεσίας στην εν λόγω περιφέρεια προφανώς δεν αφορούσε στη σύγκριση του εφεσείοντα προ το ΕΜ. Αυτό είναι σωστό και είναι η κοινή λογική των πραγμάτων. Εφόσον η αναφορά σε τόπο υπηρεσίας δεν πρέπει να γίνεται διότι προφανώς θέτει τον υποψήφιο που υπηρετεί σε εκείνη την περιφέρεια σε πλεονεκτικότερη θέση από άλλο υποψήφιο που δεν υπηρετεί εκεί, δεν πρέπει να έχει ισχύ σε περίπτωση που υπηρετούσαν και οι δύο υποψήφιοι στην ίδια περιφέρεια, γεγονός που ήταν γνωστό ως στοιχείο ενώπιον του διοικητικού οργάνου. Αρα ούτε και από αυτή την άποψη δεν μπορούμε να αποκλίνουμε από την απόφαση του αδελφού μας Δικαστή.
Η τρίτη πτυχή της έφεσης αφορά το θέμα της αρχαιότητας η οποία έχει κατά την εξέταση της έφεσης συμφωνηθεί ουσιαστικά μεταξύ των μερών ότι είναι αρχαιότητα αναγόμενη σε προηγούμενη υπηρεσία, εφόσον και οι δύο, ενδιαφερόμενο μέρος και εφεσείων, κατέχουν τη θέση του τεχνικού ηλεκτρολογίας, που ήταν η προηγούμενη της επίδικης, από 1/3/96. Η αρχαιότητα του εφεσείοντα ανάγεται στο γεγονός ότι ο ίδιος είχε διοριστεί στη θέση τεχνικού 2ης τάξης την 17/1/1984, ενώ το ΕΜ διορίστηκε στην εν λόγω θέση τεχνικού 2ης τάξης την 1/12/91, υπήρχε δηλαδή μια αρχαιότητα 8 σχεδόν ετών. Και το ερώτημα δεν είναι θέμα πλάνης, όπως έχει γίνει δεκτό από τον εφεσείοντα, αλλά θέμα απόδοσης της δέουσας βαρύτητας σε μια τέτοια αρχαιότητα. Η αρχαιότητα συνσταθμίζεται με τα άλλα δεδομένα και η κρίση του αδελφού μας Δικαστή στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ότι, παρά την αρχαιότητα που υπήρχε, παραμένει εύλογη η κρίση του διοικητικού οργάνου η οποία βασίστηκε σε υπεροχή σε βαθμολογημένη αξία και υπεροχή σε προσόντα έστω και αν αυτά δεν ήσαν απαραίτητα και αποτελούν πλεονέκτημα. Άρα το ερώτημα στο Εφετείο είναι κατά πόσον ήταν όντως εύλογα επιτρεπτή η κρίση αυτή και φυσικά έχοντας υπόψη τη σωρεία της νομολογίας. Θεωρούμε ότι αυτή η κρίση ήταν εύλογα επιτρεπτή. Ακόμα και σε περιπτώσεις που τα πράγματα είναι πολύ πιο κοντά, η ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου να κρίνει εκείνο και όχι το δικαστήριο έχει θεωρηθεί ως κρίση που επιτρέπει την επιλογή ως εύλογη. Τόσο μάλλον στη δεδομένη περίπτωση, που η διαφορά σε αξία και προσόντα είναι εμφανής. Επομένως η διαφορά σε αρχαιότητα η οποία υπήρχε δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν λήφθηκε υπόψη δεόντως και δεν συνσταθμίστηκε από το διορίζον όργανο, το οποίο έχει την αποκλειστική ευθύνη της επιλογής.
Ως εκ τούτου η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται €800 έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.