ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 3 ΑΑΔ 624

10 Νοεμβρίου, 2004

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

ΝΙΚΟΣ ΣΠΗΛΙΩΤΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,

2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3312)

 

Αστυνομική Δύναμη ― Προαγωγές ― Θέση Αστυνόμου Β' ― Σύσταση Αρχηγού ― Αιτιολογία ― Απαιτείται συγκεκριμένη αιτιολόγηση επιλογής των συστηνομένων ― Δεν παρασχέθηκε υπό τις περιστάσεις ― Παράβαση του Άρθρου 13 του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285.

Ο εφεσείων επιδίωξε, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση, την ακύρωση της απόφασης προαγωγής των ενδιαφερομένων προσώπων, αντί του ιδίου.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Προκύπτει ότι ο Αρχηγός δεν διατύπωσε οποιαδήποτε σύσταση.  Τα όσα μετέδωσε στον Υπουργό δεν υπερέβαιναν τα όρια των διαπιστώσεων του αναφορικά με το πώς αξιολογείτο ο κάθε υποψήφιος. Όφειλε να καθόριζε ρητώς και να  αιτιολογούσε  ποιους  σύστηνε για προαγωγή, και να κατέγραφε την αιτιολογία η οποία θα έπρεπε, αν ο αριθμός των συστηνομένων ήταν μικρότερος του τετραπλάσιου των θέσεων, να απευθυνόταν και σ' αυτό. Δεν νοείται σύσταση χωρίς διατυπωθείσα συγκεκριμενοποίηση. Που εν προκειμένω δεν υπήρχε. Η πρόνοια στο Άρθρο 13 για τη σύσταση του Αρχηγού αποτελεί ουσιώδη τύπο με τον οποίο δεν υπήρξε συμμόρφωση. Ένεκα αυτής της πλημμέλειας η πρωτόδικη απόφαση δεν μπορεί να υποστηριχθεί. 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 841/99), ημερομηνίας 3/9/2001, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του και επικυρώθηκε η απόφαση με την οποία ο Yπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Tάξεως, στις 23/4/99, προήγαγε, κατόπιν τρίτης εξέτασης του θέματος τα ίδια εννέα ενδιαφερόμενα μέρη, κατόπιν σύστασης του Aρχηγού Aστυνομίας, στη θέση Aστυνόμου B΄, αντί του ιδίου.

Κρ. Παπαλοΐζου, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Φλωρέντζος, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Καμιά εμφάνιση για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου  θα δώσει ο Νικολάου, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, ημερ. 4 Μαρτίου 1994, πληρώθηκαν έντεκα θέσεις προαγωγής στο βαθμό Αστυνόμου Β΄. Η σχετική εξουσία του Υπουργού προβλέπεται στο άρθρο 13 του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285, όπως τροποποιήθηκε. Ενδιαφέρουν εν προκειμένω τα πρώτα τρία εδάφια:

«13.-(1) Τηρουμένων των επομένων διατάξεων, οι Ανώτεροι Αξιωματικοί προάγονται και απολύονται από τον Υπουργό, κατόπιν σύστασης του Αρχηγού.

         (2) Για το σκοπό υποβολής της σύστασής του, ο Αρχηγός αξιολογεί τους υποψήφιους για προαγωγή στη θέση Ανώτερου Αξιωματικού και αποστέλλει δεόντως αιτιολογημένη έκθεση για κάθε ένα από αυτούς στον Υπουργό, η οποία θα περιέχει επίσης κατά αλφαβητική σειρά τα ονόματα των προσώπων που συστήνονται για προαγωγή:

Νοείται ότι, για κάθε κενή θέση πρέπει να συστήνονται όχι λιγότεροι από τέσσερις εφόσον υπάρχουν κατάλληλα πρόσωπα για τέτοια σύσταση.

        (3) Ο Υπουργός προβαίνει στην προαγωγή των υποψηφίων που συστήθηκαν από τον Αρχηγό με δεόντως αιτιολογημένη απόφασή του.»

Η απόφαση του Υπουργού προσεβλήθη με τις προσφυγές αρ. 278/94, 398/94 και 413/94. Αφορούσαν μαζί σε όλους τους προαχθέντες αλλά εν τέλει η εμβέλεια τους περιορίστηκε στους εξής εννέα: Σταύρο Θεοδώρου, Κώστα Μαρκουλλή, Ανδρέα Μηνά, Μιλτιάδη Νεοκλέους, Γεώργιο Παναγιώτου, Σωτήρη Παφίτη, Πέτρο Πέτρου, Ανδρέα Τοφαρή και Αρέστη Χαραλάμπους.  Στις 25 Ιουνίου 1997 το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε τις προαγωγές επειδή, καθώς έκρινε, τόσο η σύσταση του Αρχηγού όσο και η απόφαση του Υπουργού ήταν αναιτιολόγητες. Εξειδίκευσε ότι:

«Η απόφαση του Υπουργού, όπως είναι διατυπωμένη, δεν περιέχει στο σώμα της την απαιτούμενη από το Νόμο αιτιολογία για την επιλογή των ενδιαφερόμενων μερών, αλλά περιορίζεται στην απαρίθμηση των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη με μόνη επιπλέον αναφορά ότι οι επιλεγέντες κρίθηκαν ως οι πιο κατάλληλοι.

Ούτε και η έκθεση του Αρχηγού ρίχνει περισσότερο φως στο κενό της αιτιολογίας.  Στην έκθεσή του για τον κάθε υποψήφιο ο Αρχηγός, αφού αναφέρεται σε διάφορα στοιχεία της υπηρεσίας τους και σειρές μαθημάτων που παρακολούθησαν, απαριθμεί τα στοιχεία που του επιβάλλει ο Νόμος (Καν. 21) να λάβει υπόψη προς το σκοπό υποβολής της σύστασής του και το μόνο που στην ουσία προσθέτει είναι το αποτέλεσμα της αξιολόγησής του για τον κάθε υποψήφιο με τους χαρακτηρισμούς "καλός", "πολύ καλός" ή "εξαίρετος" στην αξία και τα προσόντα.»

Κατά τη δεύτερη εξέταση υποβλήθηκε νέα έκθεση, με σύσταση μόνο για τα ενδιαφερόμενα μέρη ενώ προηγουμένως είχαν συστηθεί και οι σαράντα οκτώ υποψήφιοι. Στις 3 Ιουλίου 1997 ο Υπουργός αποφάσισε την επαναπροαγωγή των ενδιαφερόμενων μερών. Προσεβλήθη η απόφαση του με την προσφυγή αρ. 745/97 και ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 19 Απριλίου 1999. Όπως και πριν, διαπιστώθηκε πλημμέλεια στη σύσταση η οποία δεν πληρούσε «την απαίτηση να είναι ρητή η αιτιολογία στο σώμα της πράξης». Επισημάνθηκε εξ άλλου πως για εννέα θέσεις συστήθηκαν μόνο εννέα υποψήφιοι ενώ σύμφωνα με την επιφύλαξη στο άρθρο 13(2) συστήνεται αριθμός τουλάχιστον τετραπλάσιος όταν υπάρχουν κατάλληλοι υποψήφιοι. Ως προς την απόφαση του Υπουργού, υποδείχθηκε ότι πέρα από την επίδραση που είχε σ' αυτήν η πλημμελής σύσταση, δεν περιείχε «την εξειδίκευση που δεσμευόταν να παράσχει ενόψει της ακυρωτικής απόφασης» αφού «ουσιαστικά επαναλήφθηκε η αναφορά στις πηγές πληροφόρησης και η τελική κρίση περί υπεροχής, αυτή τη φορά ως προς την αξία και τα προσόντα των ενδιαφερόμενων προσώπων, γενικά και αόριστα».

Ακολούθησε η τρίτη εξέταση με αναφορά στην οποία ο Αρχηγός απέστειλε στον Υπουργό την προοριζόμενη ως νέα έκθεση και σύσταση του. Επρόκειτο για έγγραφο, ημερ. 23 Απριλίου 1999, με συνοδευτικό υλικό. Παραθέτουμε το ουσιαστικό μέρος του εγγράφου:

«2. Ασκώντας τις εξουσίες που μου παρέχει το άρθρο 13(2) του περί Αστυνομίας Νόμου Κεφ. 285, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 69/87 και σύμφωνα με τις πρόνοιες των Καν. 3, 20 και 21 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989, Κ.Δ.Π. 52/89, υποβάλλω πιο κάτω νέα δεόντως αιτιολογημένη έκθεση, για κάθε προσοντούχο υποψήφιο, σύμφωνα με τον Καν. 19(α) των ιδίων Κανονισμών, κατ' αλφαβητική σειρά.

3. Για να βοηθηθείτε να ασκήσετε τις εξουσίες που σας παρέχει το άρθρο 13(1) και (3) του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 69/87, σας συναποστέλλω τους Προσωπικούς Φακέλους - Ατομικά Δελτία και όλα τα συναφή στοιχεία όλων των υποψηφίων, πάνω στα οποία βασίζονται οι συστάσεις αυτές, μεταξύ των στοιχείων αυτών συμπεριλαμβάνονται και αυτά που αναφέρονται στις Εμπιστευτικές Εκθέσεις (καν. 20) και τις Συστάσεις των Αστυνομικών διευθυντών και Διοικητών Μονάδων (καν. 21(α)) και συνεκτιμώμενα με όλα τ' άλλα συναφή στοιχεία, συνθέτουν στο μεγαλύτερο βαθμό, την ΑΞΙΑ και τα ΠΡΟΣΟΝΤΑ του υποψηφίου, όπως τα απαιτούν τα καθήκοντα, οι ευθύνες και γενικά η αποστολή του Ανώτερου Αξιωματικού της Αστυνομίας. Τα στοιχεία αυτά αναφέρονται στα σχετικά έντυπα κάτω από τους ακόλουθους τίτλους:

(α) Προσωπικά χαρακτηριστικά

(β) Προσωπικές σχέσεις και συμπεριφορά

(γ) Επαγγελματικά προσόντα

(δ) Επαγγελματικές ικανότητες-δυνατότητες

(ε) Διοικητικά προσόντα»

Το υλικό περιλάμβανε και σύντομη ατομική έκθεση από τον Αρχηγό για τον κάθε υποψήφιο. Γινόταν αναφορά στα προσωπικά και υπηρεσιακά στοιχεία του υποψηφίου, στην εκπαίδευση του, στις ηθικές-υλικές αμοιβές που μπορεί να έλαβε, στις ικανότητες και ιδιότητες όπως και σε άλλα χαρακτηριστικά του και συμπληρωνόταν με την ακόλουθη στερεότυπη παράγραφο η οποία κατέληγε  για το πώς, με διαβάθμιση το εξαίρετος, το πολύ καλός και το καλός, ο υποψήφιος αξιολογείτο σε αξία και προσόντα:

«Αξιολογώντας τις εμπιστευτικές εκθέσεις και τις συστάσεις των Προϊσταμένων του, όπως φαίνονται στα σχετικά έντυπα και αφού μελέτησα και συνεκτίμησα το περιεχόμενο του Προσωπικού του Φακέλου και όλα τα συναφή στοιχεία στο σύνολό τους και σύμφωνα με τις Γενικές Αρχές του Καν. 3 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών 1989, Κ.Δ.Π. 52/89, κατατάσσω τον υποψήφιο στην κατηγορία του ...... στην ΑΞΙΑ και του ..... στα ΠΡΟΣΟΝΤΑ.»

Σημειώνουμε εδώ ότι όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη κατατάχθηκαν στην κατηγορία των  εξαίρετων τόσο σε αξία όσο και σε προσόντα. Ακολουθούσαν διάφορες άλλες κατηγορίες, όπως των εξαίρετων σε αξία και πολύ καλών στα προσόντα, των πολύ καλών σε αξία και εξαίρετων σε προσόντα, των πολύ καλών τόσο σε αξία όσο και σε προσόντα και ούτω καθ' εξής. Ο Υπουργός, με απόφαση ημερ. 23 Απριλίου 1999, προήγαγε και πάλι τα ενδιαφερόμενα μέρη. Η απόφαση προσεβλήθη με την προσφυγή αρ. 841/99 στην οποία στις 3 Σεπτεμβρίου 2001 εκδόθηκε η εκκαλούμενη απορριπτική απόφαση, με επακόλουθη επικύρωση της προσβληθείσας πράξης.

Ο εφεσείων έθεσε, με πέντε λόγους έφεσης, δύο βασικά ζητήματα. Το ένα αφορά στη σύσταση. Προβάλλει ότι εσφαλμένα θεωρήθηκε ότι η έκθεση του Αρχηγού περιείχε σύσταση ή σύσταση αιτιολογημένη, όπως την εννοεί ο νόμος. Το άλλο αφορά στην απόφαση του Υπουργού, σε σχέση με την οποία προβάλλει ότι και πάλι δεν πληρούσε την απαίτηση για εξειδίκευση  της αναγκαίας αιτιολογίας. Προσθέτει δε, σε σχέση και με τις δύο προβαλλόμενες ως πλημμέλειες, ότι αποτελούσαν και παράβαση δεδικασμένου.

Προκύπτει ότι ο Αρχηγός δεν διατύπωσε οποιαδήποτε σύσταση. Τα όσα μετέδωσε στον Υπουργό δεν υπερέβαιναν τα όρια των διαπιστώσεων του αναφορικά με το πώς αξιολογείτο ο κάθε υποψήφιος. Όφειλε να καθόριζε ρητώς και να αιτιολογούσε  ποιούς  σύστηνε για προαγωγή, και να κατέγραφε την αιτιολογία η οποία θα έπρεπε, αν ο αριθμός των συστηνομένων ήταν μικρότερος του τετραπλάσιου των θέσεων, να απευθυνόταν και σ' αυτό. Δεν νοείται σύσταση χωρίς διατυπωθείσα συγκεκριμενοποίηση. Που εν προκειμένω δεν υπήρχε. Η πρόνοια στο άρθρο 13 για τη σύσταση του Αρχηγού αποτελεί ουσιώδη τύπο με τον οποίο δεν υπήρξε συμμόρφωση. Ένεκα αυτής της πλημμέλειας η πρωτόδικη απόφαση δεν μπορεί να υποστηριχθεί. Καθίσταται δε αχρείαστο να επεκταθούμε στην απόφαση του Υπουργού και γενικότερα στο δεδικασμένο.

Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.   Η προσβληθείσα διοικητική απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος. Έξοδα πρωτόδικα και έφεσης υπέρ του εφεσείοντος.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο