ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 3 ΑΑΔ 287
24 Μαρτίου, 2004
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΑΡΧΗ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ/ Ή
2. ΕΙΔΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΡΧΗΣ
ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσείοντες-Καθ' ων η αίτηση,
v.
ΑΝΤΕΝΝΑ Τ.V. ΛΙΜΙΤΕΔ,
Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3251)
Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ― Ευθύνη κατάταξης των προγραμμάτων σε κατηγορίες καταλληλότητας ανήκει στους σταθμούς ― Ο Κανονισμός 22 της Κ.Δ.Π. 10/2000 δεν είναι ως εκ τούτου ατελής.
Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ― Ο περί Κινηματογραφικών ταινιών Νόμος (Κεφ. 43) δεν εφαρμόζεται για τα προγράμματα τηλεόρασης ― Αφορά στην προβολή Κινηματογραφικών ταινιών στους κινηματογράφους.
Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ― Υποβολή και εξέταση παραπόνου ― Διορισμός ερευνώντος λειτουργού ― Ορθή διεξαγωγή διαδικασίας υποβολής της έκθεσής του.
Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ― Συμβουλευτική Επιτροπή ― Συμβουλευτικές οι αρμοδιότητές της ― Η Αρχή δεν απέκλινε από τις απόψεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής για να απαιτείται αιτιολογία στην απόφασή της για οποιαδήποτε απόκλιση.
Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ― Υποβολή και εξέταση παραπόνου ― Δέουσα έρευνα ― Δεν απαιτείτο να αποταθεί στο Συμβούλιο Λογοκρισίας βάσει του περί Κινηματογραφικών Ταινιών Νόμου.
Οι περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμοί του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000) ― Οι Κανονισμοί 33(1)(γ) και 41(1)(γ) δεν είναι ultra vires του Άρθρου 29(1) του Ν. 7(Ι)/98.
Με την έφεση προβλήθηκαν τρεις λόγοι εφέσεως που έπλητταν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία ακυρώθηκε απόφαση καταδίκης και επιβολής διοικητικού προστίμου στην εφεσίβλητη για παράβαση των Κανονισμών.
Με την αντέφεση ζητήθηκε η εξέταση των λόγων ακυρώσεως που δεν είχαν εξεταστεί πρωτόδικα.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση και απορρίπτοντας την αντέφεση, αποφάσισε ότι:
1. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 21(1) των Κανονισμών οι τηλεοπτικοί σταθμοί έχουν υποχρέωση να λαμβάνουν μέτρα ώστε οι εκπομπές να βρίσκονται στο ποιοτικό επίπεδο που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της τηλεόρασης και να συστήνουν Επιτροπές Δεοντολογίας που θα έχουν την ευθύνη διατήρησης των προγραμμάτων στο κατάλληλο επίπεδο (Άρθρα 21(1) και (2) των Κανονισμών). Η υποχρέωση διασφάλισης, μεταξύ άλλων, σεβασμού προς την προσωπικότητα, τιμή και υπόληψη κάθε προσώπου η εικόνα του οποίου εμφανίζεται στην οθόνη ή γίνεται αναφορά στο όνομά του (Άρθρο 21(4)), η λήψη μέτρων για την τήρηση γενικά παραδεκτών κανόνων ευπρέπειας και καλαισθησίας στη γλώσσα και στη συμπεριφορά (Άρθρο 21(5)), όπως επίσης και η υποχρέωση εξασφάλισης ότι τα προγράμματα που μεταδίδονται μέσα στην οικογενειακή ζώνη είναι κατάλληλα για το κοινό, δείχνουν ότι η κατάταξη των εκπομπών στις καθορισμένες κατηγορίες, αποτελεί ευθύνη του τηλεοπτικού σταθμού.
Από τα πιο πάνω εξυπακούεται ότι υπάρχει υποχρέωση ταξινόμησης των τηλεταινιών στις διάφορες κατηγορίες και ότι η υποχρέωση αυτή βαρύνει τους τηλεοπτικούς σταθμούς.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στη δυνατότητα εφαρμογής των περί Κινηματογραφικών Ταινιών (Λογοκρισία) Κανονισμών 1953-1978 σε μια προσπάθεια μερικής πλήρωσης του κενού που παρατηρείται στο Άρθρο 22 των Κανονισμών.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας υπέδειξε ότι οι πιο πάνω Κανονισμοί δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωση μετάδοσης τηλεοπτικών εκπομπών.
Η κατάταξη της ταινίας στην κατηγορία "3" έγινε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Κινηματογραφικών Ταινιών Νόμου από το Συμβούλιο Λογοκρισίας και αφορούσε την προβολή της σε δημόσιους κινηματογράφους, σε χώρους δηλαδή στους οποίους "επιτρέπεται η είσοδος στο κοινό". Για τη μετέπειτα προβολή της από τηλεοπτικούς σταθμούς το νομικό πλαίσιο το οποίο εφαρμόζεται είναι εκείνο που καθορίζεται από τους περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμούς του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000), αφού η προβολή δεν γίνεται δημόσια σε αίθουσες κινηματογράφου.
Έπεται ότι η εισήγηση της εφεσείουσας είναι ορθή.
3. Όπως έχει ήδη αναφερθεί στην παράθεση των γεγονότων, μετά την υποβολή του παραπόνου η εφεσείουσα διόρισε σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 42 του Κανονισμού Λειτουργό, η οποία αφού είδε την ταινία υπέβαλε τη σχετική της έκθεση στο Συμβούλιο της εφεσείουσας. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν καθόλα νόμιμη και η αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση ότι το Δικαστήριο δεν μπορούσε να γνωρίζει αν ο ίδιος ο λειτουργός είδε την ταινία και αν την είδε, η κρίση της εφεσείουσας βασίστηκε στην κρίση αδιευκρίνιστου λειτουργού, δεν ανταποκρίνεται με τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί.
Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι η εισήγηση της εφεσείουσας είναι ορθή.
4. Οι αρμοδιότητες της Συμβουλευτικής Επιτροπής περιορίζονται στην παροχή συμβουλών προς την Αρχή Ραδιοτηλεόρασης. Πιο συγκεκριμένα, η Συμβουλευτική Επιτροπή σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 10(β) των περί της Συμβουλευτικής Επιτροπής Ραδιοτηλεόρασης Κανονισμών του 1999 (Κ.Δ.Π. 154/99), συμβουλεύει την Αρχή Ραδιοτηλεόρασης. Η εφεσείουσα (όπως φαίνεται από τα πρακτικά της επίδικης απόφασης) ζήτησε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή τις απόψεις της αναφορικά με το περιεχόμενο της ταινίας. Η θέση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν ότι δεν αποτελούσε ευθύνη και αρμοδιότητα της η παρακολούθηση και η έκφραση απόψεων ως σώμα λογοκρισίας για τις προβαλλόμενες ταινίες, σημειώνοντας ότι η ταινία προβλήθηκε σε ακατάλληλη ώρα και περιείχε σκηνές που μπορούσαν να θεωρηθούν σαν ενθάρρυνση για χρήση ναρκωτικών. Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι η εφεσείουσα δεν απέκλινε από τη γνώμη της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αφού γνώμη για το ερωτικό περιεχόμενο της ταινίας δεν δόθηκε. Έπεται ότι η επίδικη απόφαση δεν απαιτούσε την πρόταξη ειδικής αιτιολογίας από την εφεσείουσα όταν αποφάσιζε ότι υπήρχε παραβίαση των Κανονισμών 22(3) και 33(1)(γ). Όπως πολύ ορθά υποδείχθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσείουσας, η αιτιολογία θα ήταν ίσως αναγκαία αν η Συμβουλευτική Επιτροπή συμβούλευε την εφεσείουσα ότι η ταινία δεν ήταν έντονου ερωτικού περιεχομένου. Αντίθετα η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν ορθή και προς τούτο υπάρχει και η απαραίτητη αιτιολογία.
5. Η εφεσίβλητη εισηγείται ότι η επίδικη πράξη θα πρέπει να ακυρωθεί γιατί η εφεσείουσα παρέλειψε να προβεί στη δέουσα έρευνα αφού παρέλειψε να αποταθεί στην Επιτροπή ή στο Συμβούλιο Λογοκρισίας για να πληροφορηθεί σε ποιά κατηγορία είχε καταταχθεί η προβολή της επίδικης ταινίας. Και τούτο γιατί η ταινία είχε καταταχθεί στην Κατηγορία "3", δηλαδή ήταν κατάλληλη για προβολή για άτομα άνω των 18 χρόνων. Είναι η θέση της εφεσίβλητης ότι η εφεσείουσα σε αυτή την περίπτωση ενήργησε ως Σώμα Λογοκρισίας χωρίς να έχει τέτοια δικαιοδοσία.
Η κατάταξη της ταινίας στην Κατηγορία "3" δεν μπορούσε να επηρεάσει τον όλο χειρισμό της προβολής της ταινίας από την εφεσείουσα, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου και των σχετικών Κανονισμών.
Η εισήγηση απορρίπτεται.
6. Το Άρθρο 51 του Νόμου δίνει την ευχέρεια στην Αρχή Ραδιοτηλεόρασης να εκδίδει Κανονισμούς για την καλύτερη εφαρμογή του Νόμου που συμπεριλαμβάνουν τρόπο ελέγχου της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του τηλεοπτικού σταθμού.
Όπως έχει ήδη σημειωθεί το Άρθρο 33(1)(γ) των Κανονισμών απαγορεύει την προβολή σεξουαλικών δραστηριοτήτων που μπορεί να θίξουν τις ευαισθησίες των τηλεθεατών και το Άρθρο 41(1)(γ) των Κανονισμών παρέχει στην Αρχή Ραδιοτηλεόρασης την εξουσία να εξετάζει παράπονα του κοινού για τη μετάδοση σεξουαλικής δραστηριότητας και αδικαιολόγητης βίας κατά παράβαση του Νόμου και των Κανονισμών.
Από την παράθεση των πιο πάνω προνοιών μπορεί να λεχθεί ότι τα Άρθρα 33(1)(γ) και 41(1)(γ) έχουν εκδοθεί μέσα στα πλαίσια της νομοθετικής εξουσιοδότησης που παρέχει ο Νόμος 7(1)/98. Έπεται ότι η εισήγηση περί ultra vires των Κανονισμών, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.
Η έφεση επιτυγχάνει και η αντέφεση απορρίπτεται, με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Sigma Radio T.V. Ltd. κ.ά. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 134.
Έφεση.
Έφεση από τους Kαθ' ων η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 1409/2000), ημερομηνίας 16/5/2001, με την οποία ακύρωσε την απόφαση με την οποία η Aρχή Pαδιοτηλεόρασης έκρινε ότι συγκεκριμένη τηλεταινία η οποία προβλήθηκε από την αιτήτρια κατετάγετο στην κατηγορία (A), ότι υπήρξε παράβαση εκ μέρους της των Kανονισμών 22(3) και 33(1)(γ) των περί Pαδιοφωνικών και Tηλεοπτικών Σταθμών Kανονισμών του 2000 (K.Δ.Π. 10/2000) και της επέβαλε πρόστιμο £500,- καθώς και σχετική αντέφεση από την αιτήτρια.
Γ. Τριανταφυλλίδης, για τους Εφεσείοντες.
Α. Κωνσταντίνου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (εφεσείουσα) προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση της Αρχής να επιβάλει πρόστιμο £500 στον ραδιοτηλεοπτικό σταθμό Antenna T.V. Ltd (εφεσίβλητη) για την προβολή της κινηματογραφικής ταινίας με τίτλο "Showgirls".
(α) Τα γεγονότα.
Κατόπιν τηλεφωνικού παραπόνου στις 4/4/2000 προς την Αρχή Ραδιοτηλεόρασης ότι η τηλεταινία "Showgirls" που μεταδόθηκε από την εφεσίβλητη στις 3/4/2000 μεταξύ της 10.35 και 12.50 μ.μ. ήταν σκληρό πορνό, η εφεσείουσα πληροφόρησε εγγράφως την εφεσίβλητη ότι εξέταζε εναντίον της πιθανή παράβαση των Κανονισμών 22(3) και 33(1)(γ) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000), αφού η τηλεταινία "Showgirls" που προβλήθηκε στις 3/4/2000 περιείχε σκηνές με έντονο ερωτικό περιεχόμενο και δραστηριότητες με περιεχόμενο που πιθανό να έθιγαν την ευαισθησία των τηλεθεατών. Προς τούτο η εφεσείουσα κάλεσε την εφεσίβλητη αν επιθυμούσε να υποβάλει τις εξηγήσεις της και/ή τις παραστάσεις της μέσα σε δέκα μέρες από τη λήψη της πιο πάνω επιστολής.
Ο Διευθύνων Σύμβουλος της εφεσίβλητης με σχετική επιστολή του ημερομηνίας 2/6/2000 πληροφόρησε την εφεσείουσα ότι,
(α) Η ταινία "Showgirls" προβλήθηκε εκτός ωρών της "οικογενειακής ζώνης" και ότι
(β) Η ταινία κατατάχθηκε ως κατάλληλη για άτομα πάνω των 17 χρόνων.
Η εφεσείουσα ζήτησε τις απόψεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής αναφορικά με το περιεχόμενο της ταινίας. Αρχικά έγινε παρακολούθηση αποσπασμάτων της ταινίας από τα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής και αργότερα παρακολούθηση της ταινίας από Λειτουργό Ραδιοτηλεόρασης, η οποία στη σχετική έκθεση που ετοίμασε προς τα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής ανέφερε τα πιο κάτω:
"Μετά την παρακολούθηση της εν λόγω ταινίας, έχω διαπιστώσει τα παρακάτω:
Η τηλεταινία "Showgirls" είναι ερωτική περιπέτεια. Η υπόθεση της ταινίας είναι οι αγώνες που κάνει μια νεαρή κοπέλα προκειμένου να πραγματοποιήσει το όνειρο της να γίνει διάσημη χορεύτρια. Και επειδή στον κόσμο του θεάματος ο συναγωνισμός είναι σκληρός, είναι διατεθειμένη να κάνει τα πάντα για να φτάσει στην κορυφή. Αρχικά δουλεύει σαν στριπτιζέζ σε ένα νυχτερινό κέντρο, για να καταλήξει στη συνέχεια χορεύτρια του μπαλέτου σε ένα φαντασμαγορικό σόου.
Η ταινία περιέχει σκηνές με έντονο ερωτικό περιεχόμενο που προκύπτουν από το θεματικό πλαίσιο μέσα από το οποίο κινείται η ταινία. Συγκεκριμένα παρατηρήθηκαν τα παρακάτω:
· Μουσικοχορευτικά σόου με ημίγυμνες χορεύτριες να χορεύουν προκλητικά πάνω στη σκηνή
· Χυδαία φρασεολογία
· Βλασφημίες προς τα Θεία
· Χορεύτριες να χορεύουν προκλητικά γύρω από μια μπάρα (σε μια περίπτωση δύο χορεύτριες ταυτόχρονα) ενώ η κάμερα επικεντρώνεται με κοντινά πλάνα σε μέρη του σώματος τους
· Ιδιωτικός διεγερτικός χορός μεταξύ της πρωταγωνίστριας του έργου και πελάτη του κέντρου
· Ομοφυλοφιλικές τάσεις και υπονοούμενα μεταξύ της πρωταγωνίστριας και της κορυφαίας του σόου
· Μεγάλης διάρκειας ερωτική επαφή της πρωταγωνίστριας με τον καλλιτεχνικό διευθυντή του σόου
· Ηθοποιοί που κάνουν χρήση κοκαΐνης και να την παρουσιάζουν ως ωφέλιμη για τους μύες."
Ακολούθως η εφεσείουσα εξέτασε το παράπονο που υποβλήθηκε και κατέληξε στα πιο κάτω συμπεράσματα:
(α) Αναφορικά με τον Κανονισμό 22(3) δεν αποδέχθηκε την εισήγηση του σταθμού ότι η ταινία κατατασσόταν ως κατάλληλη για άτομα πάνω των 17 χρόνων, αλλά θεώρησε ότι η τηλεταινία ήταν κατηγορίας (Α), δηλαδή ταινία με έντονο ερωτικό περιεχόμενο και αποφάνθηκε ότι υπήρχε παραβίαση του Κανονισμού 22(3) αφού η απαγόρευση προβολής ταινιών (Α) από μη κωδικοποιημένους σταθμούς, ισχύει για ολόκληρο το εικοσιτετράωρο.
(β) Διαπίστωσε ότι υπήρξε παραβίαση του Κανονισμού 33(1)(γ) αφού προβλήθηκαν σκηνές που έθιξαν τις ευαισθησίες των τηλεθεατών, αφού λήφθηκαν παράπονα για το περιεχόμενο της ταινίας που στοιχειοθετούσαν ότι η τηλεταινία υπερέβηκε το αισθητήριο του μέσου τηλεθεατή.
Με βάση τα πιο πάνω ευρήματά της η εφεσείουσα επέβαλε πρόστιμο £500 στην εφεσίβλητη.
(β) Η πρωτόδικη απόφαση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο που εξέτασε την προσφυγή της εφεσίβλητης, αποφάνθηκε ότι η απόφαση ήταν τρωτή τόσο ως προς τον Κανονισμό 22(3) όσο και ως προς τον Κανονισμό 33(1)(γ) και ακύρωσε την απόφαση.
Αναφορικά με τον Κανονισμό 22 το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι για να ήταν αποτελεσματική η εφαρμογή του Κανονισμού θα έπρεπε η κρίση για κάθε ένα πρόγραμμα να εκφέρεται εκ των προτέρων, ώστε να δίνεται και η ανάλογη οπτική ένδειξη που προνοείται και ότι ελλείψει τέτοιου προκαθορισμού δεν μπορεί η Αρχή να αποφασίζει ότι ένα πρόγραμμα είναι κατάλληλο ή ακατάλληλο για συγκεκριμένες κατηγορίες ηλικιών. Επιπρόσθετα τονίστηκε ότι ο Κανονισμός 22 είναι ατελής εφόσον προνοεί για την παροχή οπτικής ένδειξης ανάλογα με την καταλληλότητα χωρίς να ρυθμίζεται η κατάταξη προγραμμάτων σε κατηγορίες καταλληλότητας. Υποβλήθηκε επίσης ότι η εφεσείουσα δεν μπορούσε να κρίνει αν η ταινία ήταν "έντονου ερωτικού περιεχομένου" χωρίς να την έχει δει, αφού στα πρακτικά δεν αναφερόταν ότι η Αρχή παρακολούθησε την ταινία. Το μόνο που αναφέρεται είναι ότι λειτουργός της Αρχής διατύπωσε το πιο πάνω συμπέρασμα και η κρίση της Αρχής απέληξε να είναι η κρίση του αδιευκρίνιστου λειτουργού.
Αναφορικά με την παραβίαση του Κανονισμού 33(1)(γ) το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού σημείωσε ότι το μόνο συγκεκριμένο παράπονο αφορούσε το ανώνυμο τηλεφωνικό παράπονο της 4/4/2000, αποφάνθηκε ότι συνιστούσε πλάνη η εξαγωγή συμπεράσματος ότι η ταινία θα μπορούσε να θίξει τις ευαισθησίες του μέσου τηλεθεατή, αφού δεν υπήρχε εξειδίκευση του παραπόνου. Ο Κανονισμός 33(1)(γ) δεν μπορούσε να αναφέρεται στην ευαισθησία μεμονωμένων τηλεθεατών, αλλά του μέσου τηλεθεατή και στη σχετική απόφαση δεν υπήρχε οποιαδήποτε ουσιαστική διαπίστωση ποιές ευαισθησίες είχαν θιγεί, όπως επίσης και τα στοιχεία των τηλεθεατών που είχαν θιγεί για να εξακριβωθεί αν αυτά ανταποκρίνονταν σε εκείνα του μέσου τηλεθεατή.
(γ) Η έφεση και η αντέφεση.
Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα υποβάλλει ότι η πρωτόδικη απόφαση πάσχει για διάφορους λόγους που συμπεριλαμβάνουν εισηγήσεις ότι,
(i) Η ευθύνη κατάταξης των ταινιών έχει ανατεθεί στους τηλεοπτικούς σταθμούς,
(ii) Οι Κανονισμοί των περί Κινηματογραφικών Ταινιών (Λογοκρισία) Κανονισμών δεν εφαρμόζονται στην παρούσα περίπτωση και ότι,
(iii) Δεν λήφθηκε υπόψη η έκθεση της αρμόδιας λειτουργού που παρακολούθησε την ταινία.
Με την αντέφεση της η εφεσίβλητη ζητά την τροποποίηση της πρωτόδικης απόφασης για να καταστεί δυνατή η εξέταση κατ' έφεση των πιο κάτω λόγων που προβλήθηκαν πρωτόδικα αλλά δεν εξετάστηκαν:
(i) Η εφεσείουσα δεν έδωσε αιτιολογία για την απόκλιση της από τη γνώμη της Συμβουλευτικής Επιτροπής,
(ii) Η επίδικη απόφαση θα έπρεπε να ακυρωθεί λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας αφού η εφεσείουσα δεν αποτάθηκε στην Επιτροπή ή στο Συμβούλιο Λογοκρισίας και ότι,
(iii) Τα άρθρα 33(1)(γ) και 41(1)(γ) των Κανονισμών της Κ.Δ.Π. 10/2000 είναι καθ' υπέρβαση νομοθετικής εξουσιοδότησης (ultra vires) των άρθρων 26 και 29 του Νόμου 7(Ι)/98.
(δ) Οι λόγοι της έφεσης.
(i) Η ευθύνη κατάταξης των ταινιών έχει ανατεθεί στους τηλεοπτικούς σταθμούς.
Έχει υποβληθεί εκ μέρους της εφεσείουσας ότι η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Κανονισμός 22 είναι ατελής αφού δεν ρυθμίζεται η παροχή οπτικής ένδειξης ανάλογα με την καταλληλότητα, είναι λανθασμένος. Και τούτο γιατί ο Νομοθέτης ανέθεσε σύμφωνα με τις πρόνοιες των άρθρων 21 και 22 των Κανονισμών τις ευθύνες κατάταξης των τηλεοπτικών προγραμμάτων στους τηλεοπτικούς σταθμούς.
Η πιο πάνω εισήγηση είναι ορθή.
Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 22(1) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000), οι αδειούχοι τηλεοπτικοί σταθμοί έχουν την υποχρέωση να δίνουν προειδοποιήσεις σχετικά με τη φύση της εκπομπής, είτε αυτή βρίσκεται χρονικά μέσα στα πλαίσια της οικογενειακής ζώνης είτε εκτός. Η προειδοποίηση μπορεί να είναι γραπτή (άρθρο 22(1)(α)), ή ακουστική (άρθρο 22(1)(β)), ή οπτική (άρθρο 22(1)(γ)). Στην περίπτωση της οπτικής προειδοποίησης η ένδειξη σε παρένθεση μπορεί να είναι "K" (για προγράμματα κατάλληλα για γενική παρακολούθηση), 12 (για προγράμματα ακατάλληλα για άτομα κάτω των 12 χρόνων), 15 (για προγράμματα ακατάλληλα για άτομα κάτω των 15 χρόνων), 18 (για προγράμματα ακατάλληλα για άτομα κάτω των 18 χρόνων) και Α (για προγράμματα έντονου ερωτικού περιεχομένου). Η προβολή εκπομπών από μη κωδικοποιημένους τηλεοπτικούς σταθμούς που εμπίπτουν στην κατηγορία Α απαγορεύεται ρητώς.
Το άρθρο 33(1)(γ) των Κανονισμών απαγορεύει την τηλεοπτική μετάδοση εκπομπών που περιέχουν σεξουαλικές δραστηριότητες με περιεχόμενο που μπορεί να θίξει τις ευαισθησίες τηλεθεατών.
Σε περίπτωση ισχυριζόμενης παραβίασης των διατάξεων του Νόμου ή των Κανονισμών η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου έχει την εξουσία να επιβάλει κυρώσεις αφού ακούσει προς τούτο τα ενδιαφερόμενα μέρη (άρθρο 2(2)(5)(ii) του Νόμου).
Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 21(1) των Κανονισμών οι τηλεοπτικοί σταθμοί έχουν υποχρέωση να λαμβάνουν μέτρα ώστε οι εκπομπές να βρίσκονται στο ποιοτικό επίπεδο που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της τηλεόρασης και να συστήνουν Επιτροπές Δεοντολογίας που θα έχουν την ευθύνη διατήρησης των προγραμμάτων στο κατάλληλο επίπεδο (άρθρα 21(1) και (2) των Κανονισμών). Η υποχρέωση διασφάλισης, μεταξύ άλλων, σεβασμού προς την προσωπικότητα, τιμή και υπόληψη κάθε προσώπου η εικόνα του οποίου εμφανίζεται στην οθόνη ή γίνεται αναφορά στο όνομά του (άρθρο 21(4)), η λήψη μέτρων για την τήρηση γενικά παραδεκτών κανόνων ευπρέπειας και καλαισθησίας στη γλώσσα και στη συμπεριφορά (άρθρο 21(5)), όπως επίσης και η υποχρέωση εξασφάλισης ότι τα προγράμματα που μεταδίδονται μέσα στην οικογενειακή ζώνη είναι κατάλληλα για το κοινό, δείχνουν ότι η κατάταξη των εκπομπών στις καθορισμένες κατηγορίες, αποτελεί ευθύνη του τηλεοπτικού σταθμού. (Βλ. Sigma Radio T.V. Ltd. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου και Εκδοτικός Οίκος Δίας ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 134).
Από τα πιο πάνω εξυπακούεται ότι υπάρχει υποχρέωση ταξινόμησης των τηλεταινιών στις διάφορες κατηγορίες και ότι η υποχρέωση αυτή βαρύνει τους τηλεοπτικούς σταθμούς.
(ii) Οι περί των περί Κινηματογραφικών Ταινιών (Λογοκρισία) Κανονισμοί δεν εφαρμόζονται στην παρούσα περίπτωση.
Η επίδικη ταινία "Showgirls" υποβλήθηκε για έλεγχο στο Συμβούλιο Λογοκρισίας σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Κινηματογραφικών Ταινιών Νόμου (Κεφ. 43, όπως έχει τροποποιηθεί με τους Νόμους 27/62, 77/68, 41/71 και 17/78) και κατατάγηκε στην κατηγορία "3", δηλαδή κρίθηκε κατάλληλη για προβολή σε κινηματογράφους για άτομα άνω των 18 χρόνων. Ακολούθως προβλήθηκε στους κινηματογράφους πάνω σε παγκύπρια βάση το 1996.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στη δυνατότητα εφαρμογής των περί Κινηματογραφικών Ταινιών (Λογοκρισία) Κανονισμών 1953-1978 σε μια προσπάθεια μερικής πλήρωσης του κενού που παρατηρείται στο άρθρο 22 των Κανονισμών.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας υπέδειξε ότι οι πιο πάνω Κανονισμοί δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωση μετάδοσης τηλεοπτικών εκπομπών. Και τούτο γιατί ο περί Κινηματογραφικών Ταινιών Νόμος (Κεφ. 43, όπως έχει τροποποιηθεί) εφαρμόζεται αποκλειστικά στις περιπτώσεις προβολής κινηματογραφικών ταινιών σε κινηματογραφικές αίθουσες, αφού σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου, "προβολή, με τις συγγενείς της εκφράσεις, κινηματογραφικής ταινίας σημαίνει προβολή στην οποία επιτρέπεται η είσοδος στο κοινό".
Η εισήγηση της εφεσείουσας είναι ορθή. Η κατάταξη της ταινίας στην κατηγορία "3" έγινε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Κινηματογραφικών Ταινιών Νόμου από το Συμβούλιο Λογοκρισίας και αφορούσε την προβολή της σε δημόσιους κινηματογράφους, σε χώρους δηλαδή στους οποίους "επιτρέπεται η είσοδος στο κοινό". Για τη μετέπειτα προβολή της από τηλεοπτικούς σταθμούς το νομικό πλαίσιο το οποίο εφαρμόζεται είναι εκείνο που καθορίζεται από τους περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμούς του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000), αφού η προβολή δεν γίνεται δημόσια σε αίθουσες κινηματογράφου.
Έπεται ότι η εισήγηση της εφεσείουσας είναι ορθή.
(iii) Δεν λήφθηκε υπόψη η Έκθεση της αρμόδιας Λειτουργού που παρακολούθησε την ταινία.
Το άρθρο 42 των Κανονισμών προνοεί ότι όταν υποβληθεί παράπονο για παραβίαση των Νόμων ή των Κανονισμών, η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης ορίζει λειτουργό για τη διερεύνηση του παραπόνου. Ο λειτουργός μπορεί, αφού ακούσει οποιουσδήποτε μάρτυρες και πάρει γραπτές καταθέσεις, να υποβάλει το πόρισμα του στην Αρχή Ραδιοτηλεόρασης με όλα τα σχετικά στοιχεία. Η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης έχει εξουσία, αφού αποστείλει αντίγραφο της πιθανής παράβασης στο σταθμό εναντίον του οποίου έγινε η καταγγελία και αφού του δώσει την ευχέρεια να υποβάλει τις παραστάσεις του, να καλέσει μάρτυρες και να αποδεχθεί οποιαδήποτε προφορική ή γραπτή μαρτυρία, προτού καταλήξει στην τελική της απόφαση.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί στην παράθεση των γεγονότων, μετά την υποβολή του παραπόνου η εφεσείουσα διόρισε σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 42 του Κανονισμού Λειτουργό, η οποία αφού είδε την ταινία υπέβαλε τη σχετική της έκθεση στο Συμβούλιο της εφεσείουσας. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν καθόλα νόμιμη και η αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση ότι το Δικαστήριο δεν μπορούσε να γνωρίζει αν ο ίδιος ο λειτουργός είδε την ταινία και αν την είδε, η κρίση της εφεσείουσας βασίστηκε στην κρίση αδιευκρίνιστου λειτουργού, δεν ανταποκρίνεται με τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί.
Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι η εισήγηση της εφεσείουσας είναι ορθή.
(ε) Οι λόγοι της αντέφεσης.
(i) Απόκλιση από τη γνώμη της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Η εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν διετύπωσε κρίση ότι η ταινία περιείχε σκηνές με έντονο ερωτικό περιεχόμενο, αλλά έκρινε μόνο ότι η ταινία προβλήθηκε σε ακατάλληλη ώρα και ότι περιείχε σκηνές που μπορούσαν να θεωρηθούν σαν ενθάρρυνση για χρήση ναρκωτικών. Επειδή δεν υπήρχε αναφορά σε σκηνές με έντονο ερωτικό περιεχόμενο και επειδή η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν έκρινε ότι η ταινία ήταν κατηγορίας "A", ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας εισηγήθηκε ότι η ταινία υπαγόταν σε άλλη κατηγορία και η προβολή της ήταν επιτρεπτή. Έτσι η εφεσείουσα θα έπρεπε να αιτιολογήσει ειδικά την απόκλιση της από τη γνώμη της Συμβουλευτικής Επιτροπής όπως απαιτεί η νομολογία.
Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή γιατί οι αρμοδιότητες της Συμβουλευτικής Επιτροπής περιορίζονται στην παροχή συμβουλών προς την Αρχή Ραδιοτηλεόρασης. Πιο συγκεκριμένα, η Συμβουλευτική Επιτροπή σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 10(β) των περί της Συμβουλευτικής Επιτροπής Ραδιοτηλεόρασης Κανονισμών του 1999 (Κ.Δ.Π. 154/99), συμβουλεύει την Αρχή Ραδιοτηλεόρασης μεταξύ άλλων για εθνικά, θρησκευτικά και άλλα θέματα κοινοτικών ή θρησκευτικών μειονοτήτων και της μεταχείρισης που τυγχάνουν από τους σταθμούς, για την προστασία του περιβάλλοντος, για τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των δημοσιογράφων και για την προστασία των ανηλίκων, ιδιαίτερα από προγράμματα που μπορεί να προκαλέσουν σοβαρή ζημιά στη σωματική, ψυχική ή πνευματική τους ανάπτυξη. Η εφεσείουσα (όπως φαίνεται από τα πρακτικά της επίδικης απόφασης) ζήτησε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή τις απόψεις της αναφορικά με το περιεχόμενο της ταινίας. Η θέση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν ότι δεν αποτελούσε ευθύνη και αρμοδιότητα της η παρακολούθηση και η έκφραση απόψεων ως σώμα λογοκρισίας για τις προβαλλόμενες ταινίες, σημειώνοντας ότι η ταινία προβλήθηκε σε ακατάλληλη ώρα και περιείχε σκηνές που μπορούσαν να θεωρηθούν σαν ενθάρρυνση για χρήση ναρκωτικών. Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι η εφεσείουσα δεν απέκλινε από τη γνώμη της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αφού γνώμη για το ερωτικό περιεχόμενο της ταινίας δεν δόθηκε. Έπεται ότι η επίδικη απόφαση δεν απαιτούσε την πρόταξη ειδικής αιτιολογίας από την εφεσείουσα όταν αποφάσιζε ότι υπήρχε παραβίαση των Κανονισμών 22(3) και 33(1)(γ). Όπως πολύ ορθά υποδείχθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσείουσας, η αιτιολογία θα ήταν ίσως αναγκαία αν η Συμβουλευτική Επιτροπή συμβούλευε την εφεσείουσα ότι η ταινία δεν ήταν έντονου ερωτικού περιεχομένου. Αντίθετα η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν ορθή και προς τούτο υπάρχει και η απαραίτητη αιτιολογία.
(ii) Έλλειψη δέουσας έρευνας.
Η εφεσίβλητη εισηγείται ότι η επίδικη πράξη θα πρέπει να ακυρωθεί γιατί η εφεσείουσα παρέλειψε να προβεί στη δέουσα έρευνα αφού παρέλειψε να αποταθεί στην Επιτροπή ή στο Συμβούλιο Λογοκρισίας για να πληροφορηθεί σε ποιά κατηγορία είχε καταταχθεί η προβολή της επίδικης ταινίας. Και τούτο γιατί η ταινία είχε καταταχθεί στην Κατηγορία "3", δηλαδή ήταν κατάλληλη για προβολή για άτομα άνω των 18 χρόνων. Είναι η θέση της εφεσίβλητης ότι η εφεσείουσα σε αυτή την περίπτωση ενήργησε ως Σώμα Λογοκρισίας χωρίς να έχει τέτοια δικαιοδοσία.
Έχουμε ήδη σημειώσει ότι η κατάταξη της ταινίας στην Κατηγορία "3" έγινε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Κινηματογραφικών Ταινιών Νόμου (Κεφ. 43, όπως έχει τροποποιηθεί), με διαφορετικά κριτήρια από εκείνα που εφαρμόζονται στη μετάδοση τηλεοπτικών εκπομπών. Η κατάταξη της ταινίας στην Κατηγορία "3" δεν μπορούσε να επηρεάσει τον όλο χειρισμό της προβολής της ταινίας από την εφεσείουσα, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου και των σχετικών Κανονισμών.
Η εισήγηση απορρίπτεται.
(iii) Τα άρθρα 33(1)(γ) και 41(1)(γ) της Κ.Δ.Π. 10/2000 είναι ultra vires των άρθρων 26 και 29 του Νόμου 7(1)/98
Έχει υποβληθεί εκ μέρους της εφεσίβλητης ότι το άρθρο 31(1)(γ) είναι καθ' υπέρβαση νομοθετικής εξουσιοδότησης (ultra vires) των άρθρων 26 και 29 του Νόμου 7(1)/98 γιατί,
(α) Το άρθρο 26 του Νόμου 7(1)/98 δεν περιέχει απαγόρευση να μη θίγονται οι ευαισθησίες τηλεθεατών,
(β) Το άρθρο 29 του Νόμου προστατεύει ανήλικους από πορνογραφικές σκηνές και σκηνές αδικαιολόγητης βίας και δεν αφορά τους ενήλικες για τους οποίους δεν κάμνει οποιαδήποτε αναφορά.
Αναφορικά με το άρθρο 41(1)(γ) των Κανονισμών του 2000 που δίνει το δικαίωμα στο κοινό υποβολής παραπόνου, υποβλήθηκε ότι έπρεπε να περιορίζεται στην προστασία των ανηλίκων και να μην επεκτείνεται αδιάκριτα στους πάντες.
Το άρθρο 29(1) του Νόμου προνοεί ότι,
"Η Αρχή λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι εκπομπές των σταθμών δεν περιλαμβάνουν προγράμματα τα οποία ενδέχεται να βλάψουν σοβαρά τη σωματική, την πνευματική ή την ηθική ανάπτυξη των ανηλίκων και ιδίως προγράμματα που περιέχουν πορνογραφικές σκηνές ή σκηνές αδικαιολόγητης βίας."
Το άρθρο 51 του Νόμου δίνει την ευχέρεια στην Αρχή Ραδιοτηλεόρασης να εκδίδει Κανονισμούς για την καλύτερη εφαρμογή του Νόμου που συμπεριλαμβάνουν τρόπο ελέγχου της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του τηλεοπτικού σταθμού.
Όπως έχει ήδη σημειωθεί το άρθρο 33(1)(γ) των Κανονισμών απαγορεύει την προβολή σεξουαλικών δραστηριοτήτων που μπορεί να θίξουν τις ευαισθησίες των τηλεθεατών και το άρθρο 41(1)(γ) των Κανονισμών παρέχει στην Αρχή Ραδιοτηλεόρασης την εξουσία να εξετάζει παράπονα του κοινού για τη μετάδοση σεξουαλικής δραστηριότητας και αδικαιολόγητης βίας κατά παράβαση του Νόμου και των Κανονισμών.
Από την παράθεση των πιο πάνω προνοιών μπορεί να λεχθεί ότι τα άρθρα 33(1)(γ) και 41(1)(γ) έχουν εκδοθεί μέσα στα πλαίσια της νομοθετικής εξουσιοδότησης που παρέχει ο Νόμος 7(1)/98. Έπεται ότι η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.
Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η αντέφεση απορρίπτεται. Η εφεσίβλητη καταδικάζεται να καταβάλει τα έξοδα της πρωτόδικης και της κατ' έφεση διαδικασίας.
H έφεση επιτυγχάνει και η αντέφεση απορρίπτεται, με έξοδα.