ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 3 ΑΑΔ 218
8 Μαρτίου, 2004
[AΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσείουσα-Καθ' ης η αίτηση,
v.
ΕΛΕΝΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3234)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διαθεσιμότητα ― Επιστροφή απολαβών ― Διακριτική ευχέρεια της ΕΔΥ ― Υπέρβασή της, υπό τις περιστάσεις απόρριψης του αιτήματος μερικής επιστροφής με την αιτιολογία της «σοβαρότητας του αδικήματος» και παρά την εξωνομική διάρκεια της διαθεσιμότητας.
Η Δημοκρατία εφεσείουσα επεδίωξε ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία η απόφαση της ΕΔΥ για απόρριψη αιτήματος επιστροφής μέρους των κατακρατηθέντων μισθών της εφεσίβλητης λόγω διαθεσιμότητας, είχε ακυρωθεί.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η, εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, απόρριψη της εισήγησης της δικηγόρου της εφεσίβλητης ότι δεν υπήρχε επιχειρηματολογία για την αιτήτρια στη γραπτή της αγόρευση.
Είναι γεγονός ότι η γραπτή αγόρευση του δικηγόρου της αιτήτριας είναι πολύ σύντομη (καταλαμβάνει μόνο μισή σελίδα). Εν τούτοις παραπέμπει στην επισυνημμένη επιστολή των δικηγόρων της αιτήτριας προς την ΕΔΥ ημερ. 5.4.2000 που είναι λεπτομερής και έχει έκταση δύο σελίδων. Το περιεχόμενο της επιστολής αυτής έγινε μέρος της αγόρευσης της αιτήτριας και ήταν ενώπιον του Δικαστηρίου, το οποίο γνώριζε τα επίδικα θέματα όπως προέκυπταν από το περιεχόμενο της επιστολής και την ίδια την προσφυγή.
2. Οι τρεις λόγοι ουσίας διαπραγματεύονται, ουσιαστικά, το θέμα της αιτιολογίας της επίδικης απόφασης. Είναι ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι η αιτιολογία της απόφασης της ΕΔΥ είναι επαρκής και ικανοποιητική κάτω από τις περιστάσεις της υπόθεσης.
Το Δικαστήριο συμφωνεί με την πρωτόδικη απόφαση, όπως περικλείεται στο απόσπασμα που ακολουθεί:-
«Τη συνέπεια αυτή, που οφείλετο στην πολύμηνη καθυστέρηση του Ερευνώντα Λειτουργού και κατ' επέκταση της διοίκησης, και στην επίσης πολύμηνη καθυστέρηση διεκπεραίωσης της πειθαρχικής υπόθεσης που ήταν βασική ευθύνη της ΕΔΥ, η ΕΔΥ την εξαιρεί των παραμέτρων άσκησης της διακριτικής εξουσίας της κάτω από το Άρθρο 85(4) με το αιτιολογικό ότι δεν προέκυψε εξ υπαιτιότητας της ΕΔΥ. Θεωρώ ότι τούτο συνιστούσε σαφώς πλάνη περί τα πράγματα αλλά και το νόμο, παρατηρώ δε ότι αν η ΕΔΥ συσχέτιζε, ως όφειλε, τις συνέπειες για την Αιτήτρια της μη διεκπεραίωσης της έρευνας εντός της από του Νόμο τασσομένης προθεσμίας, σε σχέση με την ακόλουθη υπέρβαση των απολαβών της που κατακρατήθησαν, με την απόφαση της δυνάμει του Άρθρου 85(4), δεν θα μπορούσε να είχε καταλήξει στην προσβαλλόμενη απόφαση. Αν η έρευνα συμπληρώνετο εντός του ενός μηνός που προβλέπεται από το Νόμο, αλλά και η ίδια η υπόθεση διεκπεραιώνετο σε πιο σύντομο χρόνο, η Αιτήτρια, και αν αποφασίζετο να μην της επιστραφούν οι κατακρατηθείσες απολαβές της, θα υφίστατο πολύ πιο περιορισμένη ζημιά και αφού οι εν λόγω κατακρατηθείσες απολαβές θα ήσαν πολύ λιγότερες και αφού η επιβληθείσα ποινή του υποβιβασμού στην κατώτερη θέση θα της επιβάλλετο νωρίτερα και έτσι θα είχε και νωρίτερα αναλάβει τα καθήκοντα της αμέσως κατώτερης θέσης αλλά και αρχίσει να απολαμβάνει τις απολαβές της αμέσως κατώτερης θέσης. Όπως έγινε όμως, η καθυστέρηση την επηρέασε ποικιλότροπα όσο και σοβαρά. Και έτσι όφειλε να είχε ληφθεί υπ' όψη.»
Οι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από την καθ' ης η αίτηση Eπιτροπή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 531/2000), ημερομηνίας 23/4/2001, με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση της Eπιτροπής η οποία λήφθηκε σε συνεδρίαση ημερομηνίας 2/2/2000 να απορρίψει το αίτημα του δικηγόρου της αιτήτριας, η οποία κατά την ίδια συνεδρίαση κρίθηκε ένοχη διάπραξης πειθαρχικού παραπτώματος και της επιβλήθηκε η ποινή του υποβιβασμού στην κατώτερη θέση για επιστροφή στην καθ' ης η δίωξη μέρους του ποσού που κατακρατήθηκε για την περίοδο της διαθεσιμότητάς της, ασκώντας τη διακριτική της ευχέρεια, δυνάμει του Άρθρου 85(4) των περί Δημόσιας Yπηρεσίας Nόμων του 1990 έως 1996.
Ε. Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσείουσα.
Ν. Κλεάνθους για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.:Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Μ. Κρονίδης.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) με απόφαση της ημερομηνίας 24.6.1998 έθεσε την εφεσίβλητη, Επιμελητή (Αναισθησιολογίας), Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, σε διαθεσιμότητα από 25.6.1998 μέχρι την ολοκλήρωση της εναντίον της πειθαρχικής έρευνας. Η πειθαρχική έρευνα ολοκληρώθηκε τελικά το Μάρτιο του 1999. Η ΕΔΥ σε συνεδρία της ημερ. 8.3.1999 έκρινε ότι το δημόσιο συμφέρον απαιτεί να τεθεί σε διαθεσιμότητα η εφεσίβλητη, δυνάμει του άρθρου 85(2) των περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμων του 1990-1996, μέχρι τη συμπλήρωση της πειθαρχικής υπόθεσης η οποία καταχωρήθηκε εναντίον της.
Η ΕΔΥ, με απόφαση της ημερομηνίας 2.2.2000, βρήκε ένοχη την εφεσίβλητη στις κατηγορίες (πειθαρχικές) που αντιμετώπιζε και της επέβαλε την ποινή του υποβιβασμού στην αμέσως κατώτερη θέση αυτή του Ιατρικού Λειτουργού, 1ης Τάξης (Αναισθησιολογίας), από τις 3.2.2000 ημερομηνία που διέταξε και τη λήξη της διαθεσιμότητάς της.
Κατά τη διάρκεια της ίδιας συνεδρίας η ΕΔΥ έκρινε ότι δεν πρέπει να επιστραφεί οποιοδήποτε ποσό που κατακρατήθηκε από το μισθό της εφεσίβλητης (½ του μισθού) για όσο χρόνο αυτή ευρίσκετο σε διαθεσιμότητα.
Το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά της ΕΔΥ έχει ως εξής:-
«Όσον αφορά το αίτημα του δικηγόρου κ. Τριανταφυλλίδη για επιστροφή στην καθ' ης η δίωξη μέρους του ποσού που κατακρατήθηκε για την περίοδο της διαθεσιμότητάς της, η Επιτροπή, ασκώντας τη διακριτική της ευχέρεια, δυνάμει του άρθρου 85(4) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 1996, κρίνει ότι δεν πρέπει να επιστραφεί οποιοδήποτε ποσό και τούτο για τους ακόλουθους λόγους:
α) Η σοβαρότητα του αδικήματος δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο.
β) Η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της εκδίκασης της υπόθεσης προέκυψε ουχί εξ υπαιτιότητος της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας.»
Η εφεσίβλητη καταχώρησε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο. Αδελφός Δικαστής, στην άσκηση της μονομελούς δικαιοδοσίας του, αποδέχθηκε την προσφυγή και ακύρωσε την επίδικη απόφαση.
Η εφεσείουσα (Κυπριακή Δημοκρατία) καταχώρησε την παρούσα έφεση. Προβάλλει τέσσερις λόγους που κατ' ισχυρισμό της οδηγούν σε ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Ο πρώτος λόγος είναι διαδικαστικός και οι άλλοι τρεις λόγοι ουσίας.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η, εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου, απόρριψη της εισήγησης της δικηγόρου της εφεσίβλητης ότι δεν υπήρχε επιχειρηματολογία για την αιτήτρια στη γραπτή της αγόρευση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:-
«Αντιπαρέρχομαι ως αβάσιμη την εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τη Δημοκρατία ότι δεν υπάρχει ενώπιον μου επιχειρηματολογία για την Αιτήτρια καθ' όσον στην αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της γίνεται απλώς παραπομπή στην εν λόγω επιστολή του. Η επιστολή υιοθετήθηκε ως μέρος της αγόρευσης και όλοι γνωρίζουμε τα επίδικα θέματα όπως αυτά προκύπτουν ξεκάθαρα και από την ίδια την προσφυγή.»
Έχουμε καταλήξει ότι ο λόγος αυτός της έφεσης δεν ευσταθεί, και ότι η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή.
Είναι γεγονός ότι η γραπτή αγόρευση του δικηγόρου της αιτήτριας είναι πολύ σύντομη (καταλαμβάνει μόνο μισή σελίδα). Εν τούτοις παραπέμπει στην επισυνημμένη επιστολή των δικηγόρων της αιτήτριας προς την ΕΔΥ ημερ. 5.4.2000 που είναι λεπτομερής και έχει έκταση δύο σελίδων. Το περιεχόμενο της επιστολής αυτής έγινε μέρος της αγόρευσης της αιτήτριας και ήταν ενώπιον του Δικαστηρίου, το οποίο γνώριζε τα επίδικα θέματα όπως προέκυπταν από το περιεχόμενο της επιστολής και την ίδια την προσφυγή.
Οι τρεις λόγοι ουσίας διαπραγματεύονται, ουσιαστικά, το θέμα της αιτιολογίας της επίδικης απόφασης. Είναι ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι η αιτιολογία της απόφασης της ΕΔΥ είναι επαρκής και ικανοποιητική κάτω από τις περιστάσεις της υπόθεσης.
Είναι ο ισχυρισμός της ευπαιδεύτου δικηγόρου της Δημοκρατίας ότι το άρθρο 85(4) (Ν. 1/90) παρέχει στην ΕΔΥ διακριτική εξουσία να επιστρέψει ή όχι οποιοδήποτε μέρος των απολαβών που κατακρατήθησαν κατά την διάρκεια της διαθεσιμότητας του υπαλλήλου, και ότι η απόφαση για κατακράτηση του μέρους του ποσού δεν αποτελεί ποινή - όπως προνοείται στο άρθρο 79.
Οι θέσεις αυτές της εφεσείουσας είναι ορθές. Τις εστερνίστηκε όμως και το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αυτό το οποίο αποτέλεσε το λόγο της εφεσιβαλλόμενης απόφασης ήταν το γεγονός ότι η ΕΔΥ αιτιολογώντας την επίδικη απόφαση της αναφέρθηκε στη σοβαρότητα του αδικήματος. Το στοιχείο όμως αυτό, όπως ορθά αναφέρει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, λήφθηκε υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής, αυτής του υποβιβασμού της εφεσίβλητης στην προηγούμενη θέση αυτής που κατείχε. Και όπως ορθά παρατήρησε «τούτο απέληγε ουσιαστικά σε διπλή τιμωρία της Αιτήτριας για τον ίδιο λόγο και εξήρχετο έτσι των πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας της ΕΔΥ.» Προσθέτουμε απλώς ότι η διακριτική εξουσία που παρέχει στην ΕΔΥ το άρθρο 85(4) δεν μπορεί να καταλήγει σε επιβολή δεύτερης ποινής.
Περαιτέρω η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η οποιαδήποτε καθυστέρηση στη διερεύνηση της πειθαρχικής υπόθεσης και στην εκδίκαση της δεν αποτελούσε ξεχωριστό λόγο ακύρωσης στην προσφυγή και λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με αυτό θεωρώντας ότι υπήρξε «πλάνη περί τα πράγματα και το νόμο....».
Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση της εφεσείουσας. Το ζήτημα εγέρθηκε ρητά στα νομικά σημεία της προσφυγής και επίσης στην επιστολή που ενσωματώθηκε στη γραπτή αγόρευση της αιτήτριας. Το θέμα της καθυστέρησης ήταν το δεύτερο σκέλος της αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, όλα τα γεγονότα ήταν στο φάκελο και συμφωνούμε με την πρωτόδικη απόφαση όπως περικλείεται στο απόσπασμα που ακολουθεί:-
«Αυτό με οδηγεί στο δεύτερο σκέλος της εισήγησης του κ. Τριανταφυλλίδη που αφορά την πλάνη περί τα πράγματα ως προς την καθυστέρηση. Κατά την άποψη μου, η ορθή παράμετρος του πράγματος έχει σαν αφετηρία την πρόνοια του κανονισμού 2 του 2ου Πίνακα, Μέρος Ι, που προνοεί ότι η πειθαρχική έρευνα που γίνεται με βάση το άρθρο 81(2)(β) του Νόμου συμπληρώνεται οπωσδήποτε το αργότερο μέσα σε τριάντα μέρες αφ΄ότου ενετάλη. Εδώ η έρευνα συμπληρώθηκε όχι σε ένα αλλά σε πέραν των οκτώ μηνών, αφού, όπως δηλώθηκε, συμπληρώθηκε στις 3.3.1999 - για να πάρει σχεδόν άλλο ένα χρόνο να συμπληρωθεί η υπόθεση. Αυτή η εντελώς εξωνομική και εξωπραγματική καθυστέρηση απέληξε σε ανάλογη παράταση της διαθεσιμότητας και την ακόλουθη τεράστια αύξηση των κατακρατηθεισών απολαβών της Αιτήτριας, η απώλεια για την οποία, ως αποτέλεσμα της απόφασης να μην επιστραφούν οι εν λόγω απολαβές, ήταν τεράστια και έξω από τα πλαίσια που είχε υπ' όψη του ο νομοθέτης σε συνάρτηση με το άρθρο 81(2)(β). Τη συνέπεια αυτή, που οφείλετο στην πολύμηνη καθυστέρηση του Ερευνώντα Λειτουργού και κατ΄επέκταση της διοίκησης, και στην επίσης πολύμηνη καθυστέρηση διεκπεραίωσης της πειθαρχικής υπόθεσης που ήταν βασική ευθύνη της ΕΔΥ, η ΕΔΥ την εξαιρεί των παραμέτρων άσκησης της διακριτικής εξουσίας της κάτω από το άρθρο 85(4) με το αιτιολογικό ότι δεν προέκυψε εξ υπαιτιότητας της ΕΔΥ. Θεωρώ ότι τούτο συνιστούσε σαφώς πλάνη περί τα πράγματα αλλά και το νόμο, παρατηρώ δε ότι αν η ΕΔΥ συσχέτιζε, ως όφειλε, τις συνέπειες για την Αιτήτρια της μη διεκπεραίωσης της έρευνας εντός της από του Νόμο τασσομένης προθεσμίας, σε σχέση με την ακόλουθη υπέρβαση των απολαβών της που κατακρατήθησαν, με την απόφαση της δυνάμει του άρθρου 85(4), δεν θα μπορούσε να είχε καταλήξει στην προσβαλλόμενη απόφαση. Αν η έρευνα συμπληρώνετο εντός του ενός μηνός που προβλέπεται από το Νόμο, αλλά και η ίδια η υπόθεση διεκπεραιώνετο σε πιο σύντομο χρόνο, η Αιτήτρια, και αν αποφασίζετο να μην της επιστραφούν οι κατακρατηθείσες απολαβές της, θα υφίστατο πολύ πιο περιορισμένη ζημιά και αφού οι εν λόγω κατακρατηθείσες απολαβές θα ήσαν πολύ λιγότερες και αφού η επιβληθείσα ποινή του υποβιβασμού στην κατώτερη θέση θα της επιβάλλετο νωρίτερα και έτσι θα είχε και νωρίτερα αναλάβει τα καθήκοντα της αμέσως κατώτερης θέσης αλλά και αρχίσει να απολαμβάνει τις απολαβές της αμέσως κατώτερης θέσης. Όπως έγινε όμως, η καθυστέρηση την επηρέασε ποικιλότροπα όσο και σοβαρά. Και έτσι όφειλε να είχε ληφθεί υπ' όψη.»
Τελικά έχουμε καταλήξει ότι οι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.