ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 3 ΑΑΔ 113
9 Φεβρουαρίου, 2004
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ,
Εφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3223)
Διοικητικό Δίκαιο ― Διοικητική πρακτική ― Αλλαγή της δεν χρειάζεται αιτιολογία ― Απόρριψη αιτήματος που υποβλήθηκε μετά την αλλαγή της πρακτικής του Υπουργικού Συμβουλίου, για παραχώριση «κατά χάριν» συντάξεων στους απολυθέντες, νόμιμη.
Ο εφεσείων προσέβαλε την απορριπτική εκκαλούμενη απόφαση, στην προσφυγή του κατά της απόρριψης από το Υπουργικό Συμβούλιο του αιτήματός του για κατά χάρη σύνταξη, στα πλαίσια της ακολουθητέας πρακτικής.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Ο Αιτητής θα μπορούσε να είχε προσβάλει την παράλειψη της διοίκησης να επιληφθεί του αιτήματός του εντός του δέοντος χρόνου, οπότε ενδεχομένως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά. Εφόσον όμως το αίτημά του δεν είχε εξεταστεί πριν από την αλλαγή της πρακτικής του Υπουργικού Συμβουλίου, κατόπιν αυτής δεν μπορούσε να εξεταστεί καθόλου. Δοθέντος δε ότι η αλλαγή της πρακτικής αυτής, ως γενικής διοικητικής πρακτικής, ήταν καθόλα νόμιμη και δεν εχρειάζετο ούτε οποιαδήποτε αιτιολόγησή της, δεν τίθεται θέμα παραβίασης της αρχής της χρηστής διοίκησης ή της αρχής της ίσης μεταχείρισης, όπως ενδεχομένως να ετίθετο αν το αίτημα του Αιτητή είχε εξεταστεί και απορριφθεί στα πλαίσια υφιστάμενης διοικητικής πρακτικής. Απεναντίας, η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, με την κατάργηση της προηγούμενης πρακτικής και την παραπομπή όλων των αιτημάτων στη δικαιωματική διεκδίκησή τους, αποκαθιστούσε την ορθή διάσταση των πραγμάτων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Azinas v. Cyprus, Υπόθ. Αρ. 56679/00, ημερ. 20.6.2002 (Απόφαση Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων).
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 1161/99), ημερομηνίας 23/3/2001, με την οποία απέρριψε την προσφυγή του κατά της απόφασης ημερ. 24/6/99, με την οποία το Υπουργικό Συμβούλιο απέρριψε το αίτημά του ημερομηνίας 5/2/96 να αναθεωρήσει την απόφαση για απόλυσή του από την Αστυνομία όπου υπηρετούσε ως Λοχίας αλλά και να του αποδώσει κατά χάρη τα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα του ωφελήματα στη βάση προηγούμενης πρακτικής του Υπουργικού Συμβούλιου.
Α. Ευτυχίου, για τον Εφεσείοντα.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Στις 27.9.1997 ο Αιτητής, ο οποίος υπηρετούσε ως Λοχίας στην Αστυνομία, απολύθηκε από "Πειθαρχική Επιτροπή" για το λόγο, που διαπιστώθηκε ως ανάρμοστη συμπεριφορά, ότι παρέβη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου όπως όλα τα μέλη της Αστυνομίας, μεταξύ άλλων κρατικών λειτουργών, φέρουν μαύρο περιβραχιόνιο με τη στολή τους εις ένδειξη πένθους για το θάνατο του Προέδρου της Δημοκρατίας και Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε οριστικά από το Υπουργικό Συμβούλιο, στο οποίο ο Αιτητής είχε προσφύγει, στις 22.10.1981. Με την απόλυσή του ο Αιτητής δεν έλαβε οποιαδήποτε σύνταξη αν και, όπως μας ελέχθη κατά την ακρόαση, δεν υπήρχε νομική πρόνοια που να ορίζει ότι η απόλυση συνεπάγετο και απώλεια της σύνταξης (όπως ούτε και πρόνοια για καταβολή της), καθώς και ότι αν ο Αιτητής είχε αφυπηρετήσει κανονικά θα εδικαιούτο σύνταξη.
Ο Αιτητής προσέβαλε την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για απόλυσή του χωρίς όμως αποτέλεσμα. Επανήλθε στο θέμα στις 5.2.1996 οπότε και απεύθυνε αίτημα προς το Υπουργικό Συμβούλιο να αναθεωρήσει και ακυρώσει την απόφασή του για απόλυση του Αιτητή και να του αποδώσει ακόλουθα τα συνταξιοδοτικά δικαιώματά του, δοθέντος ότι θα είχε ήδη τότε αφυπηρετήσει εν πάση περιπτώσει. Η επιστολή του κατέληγε ως εξής:
"Διαζευκτικά αιτείται αν τούτο δεν είναι δυνατό για οποιοδήποτε νομικό λόγο να παραχωρήσει σ' αυτό κατά επιείκεια σύνταξη σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσής του."
Η διοίκηση δεν τοποθετήθηκε παρά μόνο στις 22.7.1999 μετά που το Υπουργικό Συμβούλιο έλαβε στις 24.6.1999 την ακόλουθη απόφαση:
"Το Συμβούλιο αποφάσισε όπως στο μέλλον δεν θα επιλαμβάνεται αιτημάτων πρώην μελών της Αστυνομίας για παραχώρηση "κατά χάρη" συνταξιοδοτικών ωφελημάτων και ότι, εκεί όπου υποβάλλονται τέτοια αιτήματα, οι Αιτητές να συμβουλεύονται να προσφεύγουν στη δικαιοσύνη για τη διεκδίκησή τους, εάν αυτό είναι επιθυμία τους."
Και τότε μόνο για να κοινοποιήσει στον Αιτητή την εν λόγω απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, οπότε και ο Αιτητής κατεχώρησε προσφυγή με την οποία προσέβαλλε την εν λόγω απόφαση.
Η προσφυγή προωθήθηκε στην ίδια βάση που το θέμα είχε τύχει χειρισμού από τη διοίκηση, δηλαδή της κατά χάρη καταβολής συνταξιοδοτικών ωφελημάτων. Ήταν η θέση του Αιτητή ότι η αλλαγή της προηγούμενης πρακτικής του Υπουργικού Συμβουλίου να εξετάζει την κατά χάρη παραχώρηση συνταξιοδοτικών ωφελημάτων σε πρώην μέλη της Αστυνομίας, που επήλθε με την απόφαση της 22.7.1999, ήταν παράνομη ως αναιτιολόγητη και ως παραβιάζουσα την αρχή της χρηστής διοίκησης και την αρχή της ίσης μεταχείρισης, δοθέντος ότι στη βάση της προηγούμενης πρακτικής είχαν δοθεί συνταξιοδοτικά ωφελήματα σε άλλα πρώην μέλη της Αστυνομίας. Ήταν επίσης η θέση του Αιτητή ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη λήψη απόφασης επί του αιτήματός του, με αποτέλεσμα αυτό να μην εξεταστεί στη βάση της προηγούμενης πρακτικής και να μην μπορεί να εξεταστεί καθόλου πλέον μετά από την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με την οποία η πρακτική εκείνη ετερματίζετο. Ο αδελφός μας Δικαστής ενώπιον του οποίου ήχθη η προσφυγή απέρριψε και τις δύο αυτές και εν πολλοίς συναρτούμενες θέσεις. Η όποια καθυστέρηση, είπε, δεν μπορούσε να ήταν σχετική αφού δεν ήταν δυνατό να λεχθεί ότι το αίτημα του Αιτητή θα εγκρίνετο αν εξετάζετο στη βάση της προηγούμενης πρακτικής. Η δε αλλαγή της πρακτικής του Υπουργικού Συμβουλίου, ως διοικητικής πρακτικής η οποία μπορεί να διαφοροποιείται, δεν μπορούσε, σύμφωνα με τη νομολογία, να επιφέρει έννομα αποτελέσματα.
Η προσβολή των καταλήξεων αυτών με την έφεση και η προώθηση των θέσεων του Αιτητή ενώπιόν μας είχε και πάλι ως κεντρικό άξονα το αίτημά του όπως του παραχωρηθεί κατά χάρη σύνταξη στη βάση της προηγούμενης πρακτικής του Υπουργικού Συμβουλίου που εβασίζετο σε γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα ότι, στην απουσία πρόνοιας στο νόμο για δικαιωματική σύνταξη σε περιπτώσεις απόλυσης [και πριν από τη θέσπιση των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικοί)(Τροποποιητικοί) Κανονισμών του 1993, Κ.Δ.Π. 127/93], μπορούσε να δοθεί κατά χάρη σύνταξη σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Κατά τη συζήτηση της έφεσης προέκυψαν ερωτήματα ως προς το κατά πόσο ο Αιτητής, εν όψει και της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Azinas v. Cyprus, 56679/00 20.6.2002, θα μπορούσε να διεκδικεί δικαιωματικά και όχι κατά χάρη συνταξιοδοτικά ωφελήματα. Τούτο εξ άλλου θα έθετε τα πράγματα και στη σωστή σειρά τους καθόσον θέμα κατά χάρη σύνταξης θα προέκυπτε λογικά μόνο αν διαπιστώνετο πρώτα ότι δεν υπήρχε δικαίωμα σε σύνταξη. Η έφεση όμως δεν ακολούθησε αυτή την πορεία ώστε να τεθεί ευθέως ενώπιον της διοίκησης διεκδίκηση δικαιωματικής σύνταξης και παρέμεινε στα πλαίσια που αφορούσαν αποκλειστικά την κατά χάρη σύνταξη.
Αφήνοντας αυτό κατά μέρος, και χωρίς να εκφέρουμε γνώμη ως προς το θέμα σε περίπτωση που ήθελε πάρει τέτοια τροπή στο μέλλον, δεν διαπιστώνουμε έρεισμα στους λόγους έφεσης. Ο αδελφός μας Δικαστής εξήγησε γιατί η καθυστέρηση στην εξέταση του αιτήματος του Αιτητή δεν μπορούσε να συσχετιστεί με την δυνατότητα επιτυχίας του. Να πούμε, πιο θεμελιακά, ότι ο Αιτητής θα μπορούσε να είχε προσβάλει την παράλειψη της διοίκησης να επιληφθεί του αιτήματός του εντός του δέοντος χρόνου, οπότε ενδεχομένως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά. Εφόσον όμως το αίτημά του δεν είχε εξεταστεί πριν από την αλλαγή της πρακτικής του Υπουργικού Συμβουλίου, κατόπιν αυτής δεν μπορούσε να εξεταστεί καθόλου. Δοθέντος δε ότι η αλλαγή της πρακτικής αυτής, ως γενικής διοικητικής πρακτικής, ήταν καθόλα νόμιμη και δεν εχρειάζετο ούτε οποιαδήποτε αιτιολόγησή της, δεν τίθεται θέμα παραβίασης της αρχής της χρηστής διοίκησης ή της αρχής της ίσης μεταχείρισης, όπως ενδεχομένως να ετίθετο αν το αίτημα του Αιτητή είχε εξεταστεί και απορριφθεί στα πλαίσια υφιστάμενης διοικητικής πρακτικής. Απεναντίας, η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, με την κατάργηση της προηγούμενης πρακτικής και την παραπομπή όλων των αιτημάτων στη δικαιωματική διεκδίκησή τους, αποκαθιστούσε την ορθή διάσταση των πραγμάτων.
Χωρίς λοιπόν να αποφαινόμεθα καθ' οιονδήποτε τρόπο επί της δυνατότητας διεκδίκησης από τον Αιτητή δικαιωματικών συνταξιοδοτικών ωφελημάτων, καταλήγουμε ότι η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της Δημοκρατίας και εναντίον του αιτητή.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.