ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 3 ΑΑΔ 758
12 Δεκεμβρίου, 2000
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΣΤΑΥΡΟΣ ΜΑΡΑΓΚΟΥ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Εφεσιβλήτων-Καθ'ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2646)
Ο περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμος (Ν.8/91) ―Έννοια του «εισοδήματος» στο Άρθρο 6 του Νόμου ― Περιλαμβάνει και ενοίκια που εισπράττονται από περιουσία, έστω και παράνομα ― Εισοδήματα που εξαιρούνται καθορίζονται στο Άρθρο 9 του Νόμου.
Ο περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμος (Ν.8/91) ― Αίτημα για βοήθημα από το Γραφείο Ευημερίας ― Απόρριψή του, λόγω μη διαφοροποίησης της οικονομικής κατάστασης του αιτητή ― Εύλογη υπό τις περιστάσεις η απόφαση.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία η προσφυγή του κατά της απόρριψης του αιτήματος του για οικονομική βοήθεια απορρίφθηκε.
Η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι τα δύο δωμάτια που ενοικίαζε ανήκαν στην περιουσία του αποθανόντος πατέρα του που βρισκόταν ακόμα υπό διαχείριση και έτσι το ποσό που εισπραττόταν δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως εισόδημα μέσα στα πλαίσια του Άρθρου 6 του Νόμου 8/91. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 6 του πιο πάνω Νόμου το εισόδημα ή οι οικονομικοί πόροι του αιτητή συμπεριλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, οποιοδήποτε εισόδημα καταβάλλεται στον αιτητή από το κράτος σύμφωνα με τις πρόνοιες οποιουδήποτε Νόμου, όπως επίσης και το καθαρό εισόδημά του που προκύπτει από εργασία και/ή περιουσία.
Η έφεση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και τούτο γιατί όπως πολύ ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν υπήρξε οποιαδήποτε διαφοροποίηση στην οικονομική κατάσταση του εφεσείοντος και η εισήγηση για τον παράνομο χαρακτήρα των ενοικίων έπρεπε να απορριφθεί αφού "κριτήριο είναι το πραγματικό γεγονός της ύπαρξης του εισοδήματος, εισόδημα το οποίο ο ίδιος επωφελείτο και τούτο δεν μπορεί να επηρεαστεί από νομικές παραβάσεις ή υποχρεώσεις του αιτητή". Αναφορικά με τη διαφοροποίηση της οικονομικής κατάστασης του εφεσείοντος ως αποτέλεσμα επίσκεψης που πραγματοποιήθηκε από Λειτουργό των καθ' ων η αίτηση στα υπό μίσθωση υποστατικά, διαπιστώθηκε ότι ο εφεσείων εξακολουθούσε να ενοικιάζει και εισπράττει τα ενοίκια για τα δύο δωμάτια. Μπορεί η επίσκεψη να είχε γίνει μετά από την απορριπτική απόφαση των καθ' ων η αίτηση, αλλά οι τελευταίοι είχαν πριν από την έκδοση της απόφασης στοιχεία που αναφέρονταν στη μίσθωση του ενός δωματίου, ενώ για το δεύτερο δωμάτιο εξυπακουόταν από την αίτηση του εφεσείοντος ότι η μίσθωση συνεχιζόταν. Ειδικότερα με την τελευταία αίτησή του ο εφεσείων δεν αμφισβητούσε την είσπραξη των ενοικίων αλλά τη νομιμότητα της προέλευσής τους.
Ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν υπήρξε διαφοροποίηση στα οικονομικά περιστατικά του εφεσείοντος και ότι η ύπαρξη του εισοδήματος δεν μπορούσε να επηρεασθεί από τυχόν παραβάσεις ή υποχρεώσεις του εφεσείοντος. Εξάλλου ο αποκλεισμός των ενοικίων δεν συμπεριλαμβάνεται μέσα στις πρόνοιες του Άρθρου 9 του Νόμου 8/91 που καθορίζει τα εισοδήματα που εξαιρούνται στον καθορισμό του δημόσιου βοηθήματος.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Π. Αρτέμης, Δ.) στην Υπόθεση Αρ. 668/96, ημερομηνίας 9/4/98, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του για παροχή δημόσιου βοηθήματος.
Σ. Δράκος, για τον Εφεσείοντα.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσιβλήτους.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Ο Περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμος αρ. 8/91 παρέχει την ευχέρεια σε ένα πρόσωπο του οποίου το εισόδημα και οι άλλοι οικονομικοί του πόροι δεν επαρκούν για να ικανοποιήσουν τις βασικές ή ειδικές του ανάγκες, να αποταθεί στο Διευθυντή του Τμήματος Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων για την παροχή δημόσιου βοηθήματος (άρθρο 3). Το δημόσιο βοήθημα που συμπεριλαμβάνει βοήθημα σε μετρητά ή είδος (άρθρο 2) δεν παρέχεται, μεταξύ άλλων, για περίοδο που ο αιτητής απασχολείται πλήρως σε προσοδοφόρα εργασία (άρθρο 3(1)(α)), σε πρόσωπο που εκούσια παραμένει άνεργος (άρθρο 3(1)(β)), για οποιαδήποτε περίοδο μεγαλύτερη από ένα ημερολογιακό μήνα κατά την οποία ο αιτητής απουσιάζει από τη Δημοκρατία (άρθρο 3(1)(γ)) και αν η οικία στην οποία διαμένει ο αιτητής είναι τέτοιας αξίας ώστε με τη χρησιμοποίησή της ή αξιοποίησή της, στο μέτρο που είναι δυνατό, θα βελτιώνονταν οι οικονομικοί του πόροι ή θα καθίστατο αυτοσυντήρητος (άρθρο 3(1)(ζ)).
Ο εφεσείων, που σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει παραθέσει ο ίδιος, είναι σήμερα ηλικίας 41 χρόνων, πτυχιούχος (Bachelor) Αρχιτεκτονικής και χειριστής ηλεκτρονικών υπολογιστών, υπέβαλε στις 31/1/96 στον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων αίτηση για παροχή δημόσιου βοηθήματος σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 6 του Περί Δημόσιων Βοηθημάτων Νόμου αρ. 8/91. Το Επαρχιακό Γραφείο Ευημερίας με σχετική επιστολή του ημερομηνίας 15/5/96 τον πληροφόρησε ότι η αίτησή του εξετάστηκε με προσοχή (όπως και όλες οι προηγούμενες) και απορρίφθηκε γιατί τα οικονομικά του δεδομένα σε σχέση με τις προηγούμενες αιτήσεις του της 20/6/95 και 9/10/95 δεν είχαν διαφοροποιηθεί. Τα οικονομικά δεδομένα του εφεσείοντος που δεν είχαν διαφοροποιηθεί αναφέρονταν σε δύο προηγούμενες αιτήσεις του που είχαν απορριφθεί, στις οποίες ο εφεσείων είχε δηλώσει ότι εισέπραττε ένα συγκεκριμένο ποσό μηνιαίως από τη μίσθωση δύο δωματίων στο σπίτι στο οποίο διέμενε ο ίδιος. Πιο συγκεκριμένα ο εφεσείων είχε δηλώσει στις δύο προηγούμενες αιτήσεις του ότι εισέπραττε £120 μηνιαίως ενοικιάζοντας ένα δωμάτιο σε ένα πρόσωπο από τη Σρι Λάνκα και ένα άλλο δωμάτιο σε ένα άλλο πρόσωπο, το οποίο παρακολουθείτο από το Γραφείο Ευημερίας ως κηδεμονευόμενος και το οποίο έπαιρνε ένα δημόσιο βοήθημα. Στην τελευταία επίδικη αίτησή του της 15/5/96 ο εφεσείων είχε δηλώσει ότι κατοικούσε σε σπίτι του οποίου έκαμε κατάληψη, που αποτελεί κληρονομικό στοιχείο της περιουσίας που άφησε ο πατέρας του σε οικιστική περιοχή του Δήμου Στροβόλου κοντά στο εργοστάσιο Κώστα Θεοδώρου Λτδ, χωρίς να κάμνει καμιά αναφορά αν ακόμα εξακολουθούσε να εισπράττει το ενοίκιο από τα δύο δωμάτια που ενοικίαζε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η σχετική απόφαση των καθ'ων η αίτηση ήταν εύλογα επιτρεπτή και απέρριψε την αίτηση. Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης προβάλλοντας ως μοναδικό λόγο ότι το εισόδημα που θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη το Γραφείο Ευημερίας, δεν μπορεί να συμπεριλαμβάνει και εισόδημα από παρανομία. Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι τα δύο δωμάτια που ενοικίαζε ανήκαν στην περιουσία του αποθανόντος πατέρα του που βρισκόταν ακόμα υπό διαχείριση και έτσι το ποσό που εισπραττόταν δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως εισόδημα μέσα στα πλαίσια του άρθρου 6 του Νόμου 8/91. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 6 του πιο πάνω Νόμου το εισόδημα ή οι οικονομικοί πόροι του αιτητή συμπεριλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, οποιοδήποτε εισόδημα καταβάλλεται στον αιτητή από το κράτος σύμφωνα με τις πρόνοιες οποιουδήποτε Νόμου, όπως επίσης και το καθαρό εισόδημά του που προκύπτει από εργασία και/ή περιουσία.
Η έφεση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και τούτο γιατί όπως πολύ ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν υπήρξε οποιαδήποτε διαφοροποίηση στην οικονομική κατάσταση του εφεσείοντος και η εισήγηση για τον παράνομο χαρακτήρα των ενοικίων έπρεπε να απορριφθεί αφού "κριτήριο είναι το πραγματικό γεγονός της ύπαρξης του εισοδήματος, εισόδημα το οποίο ο ίδιος επωφελείτο και τούτο δεν μπορεί να επηρεαστεί από νομικές παραβάσεις ή υποχρεώσεις του αιτητή". Αναφορικά με τη διαφοροποίηση της οικονομικής κατάστασης του εφεσείοντος ως αποτέλεσμα επίσκεψης που πραγματοποιήθηκε από Λειτουργό των καθ'ων η αίτηση στα υπό μίσθωση υποστατικά, διαπιστώθηκε ότι ο εφεσείων εξακολουθούσε να ενοικιάζει και εισπράττει τα ενοίκια για τα δύο δωμάτια. Μπορεί η επίσκεψη να είχε γίνει μετά από την απορριπτική απόφαση των καθ'ων η αίτηση, αλλά οι τελευταίοι είχαν πριν από την έκδοση της απόφασης στοιχεία που αναφέρονταν στη μίσθωση του ενός δωματίου, ενώ για το δεύτερο δωμάτιο εξυπακουόταν από την αίτηση του εφεσείοντος ότι η μίσθωση συνεχιζόταν. Ειδικότερα με την τελευταία αίτησή του ο εφεσείων δεν αμφισβητούσε την είσπραξη των ενοικίων αλλά τη νομιμότητα της προέλευσής τους. Δεν παρατηρήθηκε διαφοροποίηση της οικονομικής κατάστασης του εφεσείοντος αφού η είσπραξη συνεχιζόταν, ενώ θα πρέπει να τονισθεί ότι ο ισχυρισμός της αμφισβήτησης της νομιμότητας της είσπραξης είχε προβληθεί ξανά από τον εφεσείοντα στην αίτησή του της 9/10/95 και δεν είχε γίνει αποδεκτός.
Στην παρούσα περίπτωση ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν υπήρξε διαφοροποίηση στα οικονομικά περιστατικά του εφεσείοντος και ότι η ύπαρξη του εισοδήματος δεν μπορούσε να επηρεασθεί από τυχόν παραβάσεις ή υποχρεώσεις του εφεσείοντος. Εξάλλου ο αποκλεισμός των ενοικίων δεν συμπεριλαμβάνεται μέσα στις πρόνοιες του άρθρου 9 του Νόμου 8/91 που καθορίζει τα εισοδήματα που εξαιρούνται στον καθορισμό του δημόσιου βοηθήματος. Η απόφαση των εφεσιβλήτων ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.