ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2000) 3 ΑΑΔ 752
12 Δεκεμβρίου, 2000
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΡΟΛΕΜΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤIAΣ,
ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Eφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2629)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Προσόντα ― Δέουσα έρευνα ― Διεξαχθείσα κατά την επανεξέταση ― Ορθά λήφθηκε υπόψη η βεβαίωση του πανεπιστημίου, που αναφερόταν σε ζητήματα του ουσιώδους χρόνου.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊστάμενου ― Υπό τις περιστάσεις που αναλύθηκαν, κρίθηκαν νόμιμες ― Χαρακτηριστικά.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία η προσφυγή του κατά της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους, που έγινε μετά από επανεξέταση, απορρίφθηκε.
Η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε, και πολύ ορθά, την επαναλαμβανόμενη εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντος, πως η επιστολή του πανεπιστημίου, της 1.11.95, που στάληκε για να διευκρινιστεί ο τομέας σπουδών του ενδιαφερόμενου μέρους, δεν έπρεπε να γίνει αποδεκτή, γιατί δήθεν αποτελούσε στοιχείο μεταγενέστερο του ουσιώδους χρόνου. Υιοθετούνται τα παρακάτω από την πρωτόδικη απόφαση.
«Δεν συμφωνώ με οτιδήποτε από αυτά. Ορθά ήταν που η Ε.Δ.Υ. διερεύνησε περαιτέρω το θέμα του ακαδημαϊκού προσόντος του ενδιαφερόμενου προσώπου. Το επέβαλλε η δικαστική απόφαση. Και ορθά ήταν που λήφθηκε υπόψη η επιστολή του Πανεπιστημίου δεδομένου ότι αναφερόταν διευκρινιστικά σε γεγονός που προϋπήρχε της προηγουμένως ληφθείσας απόφασης. Έπειτα, η ερμηνεία που δόθηκε στο περιεχόμενο της επιστολής ήταν όχι μόνο δικαιολογημένη, αλλά και η μόνη δυνατή. Προέκυπτε σαφώς ότι το ακαδημαϊκό προσόν του ενδιαφερόμενου προσώπου ήταν το υπό του σχεδίου υπηρεσίας απαιτούμενο. Περαιτέρω διερεύνηση δεν χρειαζόταν.»
2. Τα ίδια ισχύουν και σε σχέση με τη σύσταση του διευθυντή κατά την επανεξέταση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρεται με λεπτομέρεια σε όλες τις αιτιάσεις του δικηγόρου του εφεσείοντος, ότι δηλαδή δεν ήταν αιτιολογημένη, ότι συνιστούσε προσωπική άποψη η οποία ήταν εξωγενής, εφόσον δεν αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του ως διευθυντής, πως δεν είχε κατονομάσει τους προϊσταμένους από τους οποίους πήρε σχετικές πληροφορίες κ.λ.π.. Ζητήματα τα οποία απασχόλησαν τη νομολογία και που θεωρούνται πλέον λυμένα. Υιοθετείται το κατωτέρω απόσπασμα από την απόφαση:
«Η σύσταση του Διευθυντή, ήταν, πλήρως, ακόμα και σχολαστικά, αιτιολογημένη. Η προσωπική γνώση που ο Διευθυντής είχε αποκτήσει για τους υποψηφίους προτού καταλάβει τη θέση, πέρασε εν τέλει μέσα από την κρίση του υπό την ιδιότητα του ως Διευθυντή και μπορούσε ως εκ τούτου να προσμετρήσει. Ως προς τις πληροφορίες του από άλλες πηγές, ο Διευθυντής προέβη σε επαρκή αποκάλυψη. Περαιτέρω εξειδίκευση δεν χρειαζόταν. Το ότι λήφθηκαν πληροφορίες για την ετοιμασία νέας σύστασης, καθίστατο αναπόφευκτο, από το ότι επρόκειτο περί νέου Διευθυντή και έπρεπε να υποβληθεί νέα σύσταση ενόψει του δικαστικού παραμερισμού της προηγούμενης. Σημαντικό είναι το ότι, όπως τόνισε ο Διευθυντής, τα στοιχεία αναφέρονταν στον ουσιώδη χρόνο, ήτοι, στον χρόνο της προηγούμενης εξέτασης και όχι της επανεξέτασης. Ως προς τις ιδιαίτερες ιδιότητες και ικανότητες του ενδιαφερόμενου προσώπου, ρητό έρεισμά τους ήταν οι πηγές που εκτίθενται στη σύσταση. Η όποια σύγκλιση με τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις δεν μειώνει τη σημασία των όσων αναφέρονται στη σύσταση, αλλά προσθέτει, εφόσον ιδιαίτερα πρόκειται για ιδιότητες και ικανότητες πέραν των αξιολογηθέντων. Ως προς το ότι αποδόθηκε κάποια, αλλά όχι, καθώς τονίζεται, αποφασιστική σημασία στον μεταπτυχιακό τίτλο του ενδιαφερόμενου προσώπου, δεν θεωρείται ότι παραγνώριζε την ισοτιμία των απαιτούμενων προσόντων των υποψηφίων - ο Διευθυντής ρητά αναφέρεται σε αυτή την πτυχή - και δεν φαίνεται να παραβιάστηκε το επί του ζητήματος δεδικασμένο. Υπενθυμίζεται ότι εκείνο που με την προηγούμενη δικαστική απόφαση θεωρήθηκε απαράδεκτο, ήταν το ότι τόσο ο τότε Διευθυντής όσο και η Ε.Δ.Υ. θεώρησαν εκ προοιμίου ότι ο επιλεγείς θα έπρεπε οπωσδήποτε να κατείχε το μεταπτυχιακό προσόν χωρίς να αφήνεται περιθώριο για άλλη συγκριτική θεώρηση μεταξύ των προσοντούχων υποψηφίων. Τέλος, επισημαίνεται ότι ο Διευθυντής στη σύστασή του, δεν παραγνώρισε την αρχαιότητα του αιτητή. Τουναντίον αναφέρθηκε σε αυτή ρητά και τη στάθμισε με όλα τα άλλα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Γ. Νικολάου. Δ.) στην Υπόθεση Αρ. 440/96, ημερομηνίας 18/3/98, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εναντίον της προαγωγής, κατόπιν επανεξέτασης του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Γεωργικών Ερευνών, Ινστιτούτο Γεωργικών Ερευνών.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Λ. Χριστοδουλίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Α. Ευσταθίου, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Χρ.Αρτεμίδης,
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Στις 26.1.94 το ενδιαφερόμενο μέρος προάχθηκε στη θέση Ανώτερου Λειτουργού Γεωργικών Ερευνών, Ινστιτούτο Γεωργικών Ερευνών. Η προαγωγή του προσβλήθηκε από συνάδελφούς του, υποψηφίους για προαγωγή, μεταξύ αυτών και ο εφεσείων. Οι προσφυγές πέτυχαν στις 23.10.95. Η προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους ακυρώθηκε. (Κωνσταντινίδης, Δ.). Η ΕΔΥ, συμμορφούμενη με το άρθρο 146.5 του Συντάγματος, ειδοποίησε το ενδιαφερόμενο μέρος ότι επανερχόταν στην προηγούμενη θέση που κατείχε, και στις 14.3.96 προέβη σε επανεξέταση του θέματος. Επέλεξε πάλι για προαγωγή το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.
Καταχωρίστηκε νέα προσφυγή από τον εφεσείοντα, αντικείμενο της ενώπιόν μας διαδικασίας, η οποία απορρίφθηκε από συνάδελφο μας (Νικολάου, Δ.) στις 18.3.98.
Δυο είναι τα σημεία που ηγέρθηκαν πρωτοδίκως, και επαναλήφθηκαν ενώπιόν μας, με εισήγηση να διαφωνήσουμε με την κρίση του συναδέλφου μας. Η πρωτόδικη απόφαση είναι τόσο λεπτομερειακή και διαυγής ώστε θα αρκούσε να παραπέμψουμε σ' αυτή, υιοθετώντας το περιεχόμενό της, χωρίς να προσθέσουμε ο,τιδήποτε. Η έκφραση, ως εκ τούτου, των δικών μας σκέψεων θα είναι περιεκτική. Το πρώτο θέμα που απασχόλησε είναι κατά πόσο το ενδιαφερόμενο μέρος κατέχει το απαιτούμενο προσόν της παραγρ. 1 του σχεδίου υπηρεσίας, δηλαδή «μεταπτυχιακό τίτλο ή ισότιμο πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο σε ένα από τους κατάλληλους επιστημονικούς κλάδους π.χ. Γεωργία, Κτηνοτροφία, Προστασία Φυτών, Δενδροκομία, Εδαφολογία, Γεωργική Οικονομική κ.λπ.» Ο επιστημονικός κλάδος, πάντοτε σύμφωνα με τα σχέδια υπηρεσίας, καθορίζεται κατά την πλήρωση της θέσης αναλόγως των αναγκών της υπηρεσίας. Στην περίπτωση που εξετάζουμε καθορίστηκε ο κλάδος των οπωροκηπευτικών. Η ΕΔΥ θεώρησε αρχικά πως το ενδιαφερόμενο μέρος διέθετε το προσόν τούτο, γιατί είχε μεταπτυχιακό τίτλο «M.Sc. in Agriculture». Στην πρώτη όμως, ακυρωτική απόφαση, ο δικαστής έκρινε πως η ΕΔΥ όφειλε να ζητήσει εξηγήσεις και να ερευνήσει περαιτέρω το ζήτημα, γιατί δεν ήταν καθαρό από το δίπλωμα του ενδιαφερόμενου προσώπου, αν τούτο αφορούσε στον κλάδο των οπωροκηπευτικών. Κατά την επανεξέταση η ΕΔΥ είχε ενώπιόν της, αποτέλεσμα δικής της έρευνας, την επιστολή του πανεπιστημίου, ημερ. 1.11.95, το οποίο απένειμε στο ενδιαφερόμενο μέρος τον πιο πάνω τίτλο, πως ο τομέας σπουδών του ήταν των «Οπωροκηπευτικών». Επί του προκειμένου το πανεπιστήμιο διευκρίνισε πως μέχρι το 1993 οι τίτλοι σπουδών που απένειμε ορίζονταν ως «agriculture», ανεξάρτητα από τον εξειδικευμένο τομέα σπουδών, γι' αυτό και στο σχετικό πιστοποιητικό αναγραφόταν «M.Sc. in Agriculture».
Το δεύτερο σημείο αφορούσε στη σύσταση του διευθυντή, η οποία είχε κριθεί ως μεμπτή στην ακυρωτική απόφαση. Και τούτο γιατί ο διευθυντής, όταν προέβαινε σ' αυτή, είχε εξουδετερώσει τη σημείωση 1 στο σχέδιο υπηρεσίας, σύμφωνα με την οποία ο εφεσείων ήταν προσοντούχος υποψήφιος για τη θέση, αξιολογώντας ως ικανούς να ανταποκριθούν στα καθήκοντα της θέσης μόνο αυτούς που κατείχαν οποιοδήποτε από τα διαζευκτικά προσόντα της κύριας παραγράφου του σχεδίου υπηρεσίας. Η ΕΔΥ είχε υιοθετήσει τη γνώμη του διευθυντή, με αποτέλεσμα να θεωρούνται άξιοι για τη θέση, και επιλογή, οι υποψήφιοι που είχαν το μεταπτυχιακό προσόν. Υποψήφιοι προσοντούχοι όμως ήσαν και αυτοί που ικανοποιούσαν τη σημείωση 1 στο σχέδιο υπηρεσίας, μεταξύ αυτών και το ενδιαφερόμενο μέρος.
Ο συνάδελφός μας έκρινε πως και τα δυο πιο πάνω τρωτά θεραπεύθηκαν κατά την επανεξέταση. Απέρριψε, και πολύ ορθά κατά τη γνώμη μας, την επαναλαμβανόμενη εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντος πως η επιστολή του πανεπιστημίου, της 1.11.95, που στάληκε για να διευκρινιστεί ο τομέας σπουδών του ενδιαφερόμενου μέρους, δεν έπρεπε να γίνει αποδεκτή, γιατί δήθεν αποτελούσε στοιχείο μεταγενέστερο του ουσιώδους χρόνου. Να μεταφέρουμε παρακάτω αυτά που είπε ο συνάδελφός μας επί του ζητήματος, και να τα υιοθετήσουμε για οικονομία λόγου.
«Δεν συμφωνώ με ο,τιδήποτε από αυτά. Ορθά ήταν που η Ε.Δ.Υ. διερεύνησε περαιτέρω το θέμα του ακαδημαϊκού προσόντος του ενδιαφερόμενου προσώπου. Το επέβαλλε η δικαστική απόφαση. Και ορθά ήταν που λήφθηκε υπόψη η επιστολή του Πανεπιστημίου δεδομένου ότι αναφερόταν διευκρινιστικά σε γεγονός που προϋπήρχε της προηγουμένως ληφθείσας απόφασης. Έπειτα, η ερμηνεία που δόθηκε στο περιεχόμενο της επιστολής ήταν όχι μόνο δικαιολογημένη αλλά και η μόνη δυνατή. Προέκυπτε σαφώς ότι το ακαδημαϊκό προσόν του ενδιαφερόμενου προσώπου ήταν το υπό του σχεδίου υπηρεσίας απαιτούμενο. Περαιτέρω διερεύνηση δεν χρειαζόταν.»
Τα ίδια ισχύουν και σε σχέση με τη σύσταση του διευθυντή κατά την επανεξέταση. Ο συνάδελφός μας αναφέρεται με λεπτομέρεια σε όλες τις αιτιάσεις του δικηγόρου του εφεσείοντος, ότι δηλαδή δεν ήταν αιτιολογημένη, ότι συνιστούσε προσωπική άποψη η οποία ήταν εξωγενής εφόσο δεν αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του ως διευθυντής, πως δεν είχε κατονομάσει τους προϊσταμένους από τους οποίους πήρε σχετικές πληροφορίες κ.λπ. Ζητήματα τα οποία απασχόλησαν τη νομολογία μας και που θεωρούνται πλέον λελυμένα. Να ενθέσουμε πάλιν παρακάτω τα σχόλια του συναδέλφου μας, με τα οποία συμφωνούμε απόλυτα.
«Η σύσταση του Διευθυντή, εκτενή αποσπάσματα της οποίας παρέθεσα για ανάδειξη της φυσιογνωμίας της, ήταν, κατά την άποψή μου, πλήρως, ακόμα και σχολαστικά θα έλεγα, αιτιολογημένη. Η προσωπική γνώση που ο Διευθυντής είχε αποκτήσει για τους υποψηφίους προτού καταλάβει τη θέση πέρασε εν τέλει μέσα από την κρίση του υπό την ιδιότητά του ως Διευθυντή και μπορούσε ως εκ τούτου να προσμετρήσει. Ως προς τις πληροφορίες του από άλλες πηγές, ο Διευθυντής προέβη σε επαρκή αποκάλυψη. Περαιτέρω εξειδίκευση δεν χρειαζόταν. Το ότι λήφθηκαν πληροφορίες για την ετοιμασία νέας σύστασης καθίστατο αναπόφευκτο από το ότι επρόκειτο περί νέου Διευθυντή και έπρεπε να υποβληθεί νέα σύσταση ενόψει του δικαστικού παραμερισμού της προηγούμενης. Σημαντικό είναι το ότι, όπως τόνισε ο Διευθυντής, τα στοιχεία αναφέρονταν στον ουσιώδη χρόνο, ήτοι, στον χρόνο της προηγούμενης εξέτασης και όχι της επανεξέτασης. Ως προς τις ιδιαίτερες ιδιότητες και ικανότητες του ενδιαφερόμενου προσώπου, ρητό έρεισμά τους ήταν οι πηγές που εκτίθενται στη σύσταση. Η όποια σύγκλιση με τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις δεν μειώνει τη σημασία των όσων αναφέρονται στη σύσταση αλλά προσθέτει εφόσον ιδιαίτερα πρόκειται για ιδιότητες και ικανότητες πέραν των αξιολογηθέντων. Ως προς το ότι αποδόθηκε κάποια αλλά όχι, καθώς τονίζεται, αποφασιστική σημασία στον μεταπτυχιακό τίτλο του ενδιαφερόμενου προσώπου, δεν θεωρώ ότι παραγνώριζε την ισοτιμία των απαιτούμενων προσόντων των υποψηφίων - ο Διευθυντής ρητά αναφέρεται σε αυτή την πτυχή - και δεν μου φαίνεται να παραβιάστηκε το επί του ζητήματος δεδικασμένο. Υπενθυμίζω ότι εκείνο που με την προηγούμενη δικαστική απόφαση θεωρήθηκε απαράδεκτο ήταν το ότι τόσο ο τότε Διευθυντής όσο και η Ε.Δ.Υ. θεώρησαν εκ προοιμίου ότι ο επιλεγείς θα έπρεπε οπωσδήποτε να κατείχε το μεταπτυχιακό προσόν χωρίς να αφήνεται περιθώριο για άλλη συγκριτική θεώρηση μεταξύ των προσοντούχων υποψηφίων. Τέλος, επισημαίνω ότι ο Διευθυντής στη σύστασή του δεν παραγνώρισε την αρχαιότητα του αιτητή. Τουναντίον αναφέρθηκε σε αυτή ρητά και τη στάθμισε με όλα τα άλλα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα στην παρούσα διαδικασία μόνο. Πρωτοδίκως ο εφεσείων δεν καταδικάστηκε σε έξοδα, για καλό λόγο. Δεν είχαν δοθεί έξοδα υπέρ του, όταν πέτυχε στην πρώτη προσφυγή του.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.