ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2000) 3 ΑΑΔ 707

1 Δεκεμβρίου, 2000

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΡΥΦΩΝΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2535)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊστάμενου ― Παραγνώρισή τους από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε δικαιολογημένη η παραγνώριση της σύστασης στην κριθείσα περίπτωση.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προσόντα ― Πλεονέκτημα ― Το πλεονέκτημα της παραγράφου 3(β) του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων ― Ερμηνεία ― Η απαίτηση διπλώματος, στα νομικά δεν ταυτίζεται με την αντίστοιχη του περί Δικηγόρων Νόμου (Κεφ.2).

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Πείρα ― Προνοούμενη ειδικά στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων ― Προδήλως εσφαλμένη ερμηνεία της από την Ε.Δ.Υ. ― Περιστάσεις.

Ο εφεσείων προσέβαλε πρωτοδικώς λόγο απόρριψης της προσφυγής, κατ' έφεσιν, την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων.

Η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου, αποδεχόμενη την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Δικαιολογημένα η Ε.Δ.Υ. δεν προσέδωσε βάρος στη σύσταση.  Σε σχέση με την παρατήρηση για προβολή του συστηθέντος, θα μπορούσε να υποδειχθεί, πρώτα, ο χαρακτηρισμός του συστηθένος "ως άτομο που μπορεί να αντιστέκεται σε πιέσεις· ωσάν να υπήρχαν στοιχεία ότι οι άλλοι, περιλαμβανομένου και του ενδιαφερομένου προσώπου, ήταν ευεπίφοροι σε επιδράσεις. Και, μετά, ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο απέδειξε "τις οργανωτικές και διοικητικές του ικανότητες" στην πράξη· ενώ και οι αντίστοιχες ικανότητες των άλλων υποψηφίων, οι οποίες επίσης αποτελούσαν μέρος των αναντίλεκτων δεδομένων,  φάνηκαν στην πράξη. 

2.  Το δίπλωμα στα νομικά, στο οποίο αναφέρεται το σχέδιο υπηρεσίας, δεν περιορίζεται σε ό,τι ο περί Δικηγόρων Νόμος απαιτεί για σκοπούς εγγραφής του κατόχου ως δικηγόρου. Ο εν λόγω νόμος, στο Άρθρο 4(δ), προσδιορίζει τις δικές του απαιτήσεις, σε συνάρτηση με τους δικούς του σκοπούς, με αναφορά σε ένα ευρύτερο φάσμα διπλωμάτων νομικής, τη σημασία των οποίων για σκοπούς άλλους δεν θέτει υπό αμφισβήτηση. 

3.  Ενώ αρχικά η Ε.Δ.Υ. αναγνώρισε πως ο εφεσείων έχει "εμπειρία σε σχέση με τις αρμοδιότητες του Τμήματος Τελωνείων", εν συνεχεία αντιφατικά θεώρησε πως η πείρα του "δεν είναι άμεσα σχετική με τις αρμοδιότητες του Τμήματος Τελωνείων". Φαίνεται από όσα η Ε.Δ.Υ. πρόσθεσε επεξηγηματικά, πως η δεύτερη θεώρηση προέκυψε από την εν τέλει αντίληψη πως δεν μπορούσε να προσμετρήσει η πείρα του εφεσείοντος στην Υπηρεσία Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, επειδή κατά το χρόνο κτήσης η εν λόγω Υπηρεσία "δεν ήταν ενταγμένη στους κόλπους του Τμήματος Τελωνείων". Είναι συναφώς αξιοσημείωτο πως έπειτα, τόσο η πλειοψηφία όσο και η μειοψηφία αναφέρθηκαν στη σημασία του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας ως μέρος των εργασιών του Τμήματος Τελωνείων.  Υπενθυμίζεται ειδικότερα, ότι η πλειοψηφία χαρακτήρισε τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας, ως "ένα σημαντικό κλάδο των εργασιών του Τμήματος".

     Πρωτόδικα το ζήτημα της πείρας του εφεσείοντος εξετάστηκε  κυρίως με αναφορά στην κατοχή του αντίστοιχου πλεονεκτήματος. Το ζήτημα όμως ετίθετο και ευρύτερα. Είναι προδήλως εσφαλμένη η άποψη της Ε.Δ.Υ., ότι η σημασία της κτηθείσας πείρας στην Υπηρεσία Φόρου Προστιθέμενης Αξίας μεταβαλλόταν ανάλογα με το που, στον ένα ή στον άλλο χρόνο, ήταν ενταγμένη η εν λόγω Υπηρεσία.  Ο τρόπος με τον οποίο η Ε.Δ.Υ. αντίκρυσε το ζήτημα της πείρας δεν άφηνε περιθώριο για επιλογή κανενός υποψηφίου για πρώτο διορισμό.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Φ. Νικολαΐδης, Δ.) στην Υπόθεση Αρ. 760/95, ημερ. 15/10/97, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων, Τμήμα Τελωνείων.

Π. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσιβλήτους.

Καμιά εμφάνιση, για το Ενδιαφερόμενο πρόσωπο.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Με κατά πλειοψηφία απόφαση, ημερ. 12 Ιουλίου 1995, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ. στα επόμενα) επέλεξε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Κώστα Χατζηγιάννη για τη μόνιμη (Τακτ. Προϋπ.) θέση Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων, θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής.  Επρόκειτο στην περίπτωσή του περί προαγωγής· ενώ ο εφεσείων ήταν υποψήφιος για πρώτο διορισμό. Μετά που το ενδιαφερόμενο πρόσωπο αποδέχθηκε την προσφορά για τη θέση, η Ε.Δ.Υ. καθόρισε την 1 Αυγούστου 1995 ως την ημερομηνία ισχύος της προαγωγής.  οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερ. 18 Αυγούστου 1995, αρ. Γνωστοποίησης 3200.

Ο εφεσείων προσέβαλε την απόφαση της Ε.Δ.Υ. Ο συνάδελφος που εξέτασε την προσφυγή την απέρριψε και επικύρωσε την απόφαση. Απασχόλησε πρωτόδικα (α) το κατά πόσο δικαιολογημένα η Ε.Δ.Υ. δεν ακολούθησε την υπέρ του εφεσείοντος σύσταση του Διευθυντή· (β) το κατά πόσο το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχε το πλεονέκτημα το οποίο του  αναγνωρίστηκε και  το οποίο στην περίπτωσή του - της προαγωγής - θα έπρεπε να ήταν, σύμφωνα με την παράγραφο 3(β) του σχεδίου υπηρεσίας, "Πανεπιστημιακόν Δίπλωμα ή Τίτλος ή άλλο ισοδύναμον προσόν εις τα Εμπορικά, Οικονομικά, Νομικά (συμπεριλαμβανομένου του Barrister-at-Law) ή την Λογιστικήν"· (γ) το κατά πόσο ο εφεσείων, ενόψει της πείρας του από το 1989 μέχρι το 1994 στην Υπηρεσία Φ.Π.Α. η  οποία εν τέλει υπήχθη στο Τμήμα Τελωνείων, κατείχε το πλεονέκτημα το οποίο στη δική του περίπτωση - του πρώτου διορισμού - θα έπρεπε να ήταν, όπως ορίζεται στην παράγραφο 3(α) του σχεδίου υπηρεσίας, "Πρακτική πείρα  εις  τελωνειακήν εργασίαν" και το οποίο δεν του αναγνωρίστηκε· (δ) το κατά πόσο η Ε.Δ.Υ. διατηρούσε δυνατότητα, κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας, να προσδιορίσει την επάρκεια της προβλεπόμενης πείρας με αναφορά, κατ' ουσίαν, σε μόνο τη χρονική έκταση· (ε) το κατά πόσο ο εφεσείων δεν υπερείχε πασιφανώς ή δεν ήταν καταλληλότερος· και (στ) το κατά πόσο η Ε.Δ.Υ. έλαβε επαρκώς υπόψη την αρχαιότητα του εφεσείοντος. Με την έφεση τέθηκαν προς εξέταση μόνο τα ζητήματα (α), (β), (ε) και (στ) ανωτέρω όπως και το γενικότερο ζήτημα της συγκριτικής θεώρησης της πείρας του εφεσείοντος και του ενδιαφερομένου προσώπου χωρίς όμως αναφορά στο πλεονέκτημα - στοιχείο (γ)  ανωτέρω - που απασχόλησε πρωτόδικα σε σχέση με μια εξειδικεύμενη μορφή πείρας, ήτοι, την "ουσιαστική πρακτική πείρα στο αντικείμενο της τελωνειακής εργασίας διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων ετών", όπως ερμηνευτικά την καθόρισε η Ε.Δ.Υ., χωρίς πλέον οποιαδήποτε αμφισβήτηση από μέρους του εφεσείοντος. Σημειώνουμε ότι στο περίγραμμα αγόρευσης του συνηγόρου του εφεσείοντος προβάλλεται ότι "οι εφεσίβλητοι εσφαλμένα αποφάσισαν ότι ο εφεσείων δεν κατείχε το πλεονέκτημα των Σχεδίων Υπηρεσίας", για να οδηγήσει σε κατάληξη ότι ως εκ τούτου ο εφεσείων υπερείχε σε πείρα. Δεν τέθηκε όμως με την έφεση ζήτημα για το πλεονέκτημα και επομένως δεν μπορεί να μας απασχολήσει. 

Σημειώνουμε κατ' αρχάς τα μη αμφισβητηθέντα στοιχεία της αντίστοιχης εικόνας που παρουσίαζαν οι υπό αναφορά υποψήφιοι. Στη βαθμολογημένη αξία ο εφεσείων και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ήταν, όπως ανέφερε και η Ε.Δ.Υ. κατά την τελική σύγκριση, "περίπου ίσοι"· εξαίρετοι και οι δύο. Σε ό,τι αφορούσε τα ακαδημαϊκά προσόντα, ο εφεσείων κατείχε υπέρτερα, αλλά μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας. Ως προς την αρχαιότητα, ο εφεσείων κατείχε από 15 Σεπτεμβρίου 1990 τη θέση Οικονομικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, (Κλίμακα Α15) ενώ το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχε από 1 Μαρτίου 1994 τη θέση Πρώτου Τελωνειακού Λειτουργού του Τμήματος Τελωνείων (Κλίμακα Α14). Ο εφεσείων υπερείχε λοιπόν αισθητά σε αρχαιότητα. Η σημασία όμως της οποίας, για θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής τόσο ψηλά στην ιεραρχία, δεν μπορούσε παρά να ήταν περιορισμένη όπως ανέφερε και η Ε.Δ.Υ.

Στην προφορική εξέταση ενώπιον της Ε.Δ.Υ. κρίθηκαν και οι δύο πάρα πολύ καλοί· με βαθμολογία 88% ο αιτητής και 86% το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.

Προχωρούμε με τη σύσταση του Διευθυντή. Το άρθρο 34(9) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, (Ν. 1/90 όπως τροποποιήθηκε), το οποίο σε περιπτώσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής προνοεί για "συστάσεις του Προϊσταμένου του οικείου Τμήματος", δεν απαιτεί την αιτιολόγησή τους. Αλλά, βέβαια, εφόσον δοθεί αιτιολογία αυτή υπόκειται σε έλεγχο. Η σύσταση είχε ως εξής:

"Η σύστασή μου είναι για τον Τρυφωνίδη Ανδρέα. Ο Τρυφωνίδης διαθέτει θεωρητική κατάρτιση, η οποία σε συνδυασμό με τη μακρά πρακτική του απασχόληση στα θέματα Εισαγωγικών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως, καθώς και του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας τόσο σε επίπεδο διαμόρφωσης της κυβερνητικής πολιτικής αλλά και σε επίπεδο πρακτικής εφαρμογής της, τον καθιστούν τον πλέον κατάλληλο για την εκτέλεση των καθηκόντων και την ανάληψη των ευθυνών της θέσης. Γνωρίζοντας τις ικανότητες του Τρυφωνίδη, μπορεί να χαρακτηριστεί ως άτομο που μπορεί να αντιστέκεται σε πιέσεις. Έχει επίσης αποδείξει στην πράξη τις οργανωτικές και διοικητικές του ικανότητες τόσο στη θέση του Οικονομικού Διευθυντή που κατέχει όσο και στην ανάληψη της ευθύνης που του ανατέθηκε επί της δημιουργίας της υπηρεσίας του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας. Στη σύστασή μου έλαβα υπόψη το γεγονός ότι δύο υποψήφιοι που δεν έχω συστήσει έχουν το πλεονέκτημα."

Η πλειοψηφία της Ε.Δ.Υ. θεώρησε τη σύσταση "γενική, αόριστη και μη επαρκώς αιτιολογημένη" και κατέληξε ότι το βάρος που θα μπορούσε να της δοθεί ήταν περιορισμένο. Παρατήρησε ότι ο Διευθυντής επικεντρώθηκε σε προβολή του συστηθέντος, βασιζόμενος προφανώς σε δική του προσωπική γνώση και παραγνωρίζοντας εντελώς ότι επρόκειτο για θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής την οποία διεκδικούσαν και δημόσιοι υπάλληλοι οι οποίοι δεν ήταν, όπως ο συστηθείς, υπό την άμεση εποπτεία του αλλά και υποψήφιοι από τον ιδιωτικό τομέα· πρόσθεσε συναφώς ότι ο Διευθυντής δεν δήλωσε αν συνέλεξε οποιεσδήποτε πληροφορίες για εκείνους.  Σημείωσε, τέλος, ότι ο Διευθυντής δεν αιτιολόγησε την προτίμηση για τον συστηθέντα που δεν κατείχε το πλεονέκτημα, έναντι άλλων υποψηφίων, περιλαμβανομένου του ενδιαφερομένου προσώπου, που το κατείχαν.

Μας φαίνεται, με εκτίμηση προς το συνάδελφο που πρωτόδικα εξέφρασε διαφορετική άποψη, πως οι εν λόγω παρατηρήσεις της Ε.Δ.Υ. δεν ήταν άστοχες και πως δικαιολογημένα η Ε.Δ.Υ. δεν προσέδωσε βάρος στη σύσταση. Σε σχέση με την παρατήρηση για προβολή του συστηθέντος, θα μπορούσε να υποδειχθεί, πρώτα, ο χαρακτηρισμός του συστηθένος "ως άτομο που μπορεί να αντιστέκεται σε πιέσεις"· ωσάν να υπήρχαν στοιχεία ότι οι άλλοι, περιλαμβανομένου και του ενδιαφερομένου προσώπου, ήταν ευεπίφοροι σε επιδράσεις. Και, μετά, ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο απέδειξε "τις οργανωτικές και διοικητικές του ικανότητες" στην πράξη· ενώ και οι αντίστοιχες ικανότητες των άλλων υποψηφίων, οι οποίες επίσης αποτελούσαν μέρος των αναντίλεκτων δεδομένων,  φάνηκαν στην πράξη. Με όλα αυτά δεν εννοούμε βέβαια πως δεν θα ήταν δυνατό να είχε διατυπωθεί ευνοϊκή για τον αιτητή σύσταση που να μην περιείχε πλημμέλειες: επ' αυτού δεν θα μπορούσαμε εν προκειμένω να εκφέρουμε άποψη.

Ως προς το ζήτημα του πλεονεκτήματος, το οποίο αναγνωρίστηκε στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο, το προσόν το οποίο κατείχε από το 1977 και το οποίο η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι ενέπιπτε στους όρους της παραγράφου 3(β) του σχεδίου υπηρεσίας, ως δίπλωμα στα νομικά, ήταν το "Diploma in Law for Executive Leadership" του La Salle Extension University. Σε σχέση με αυτό τέθηκε προς εξέταση μόνο μια πτυχή. Ο εφεσείων εισηγήθηκε ότι το εν λόγω προσόν δεν μπορούσε πλέον να θεωρηθεί δίπλωμα στα νομικά γιατί ενώ είχε παλαιότερα, με Γνωστοποίηση του 1983, αναγνωριστεί για σκοπούς της εγγραφής δικηγόρων βάσει του άρθρου 4(δ) του περί Δικηγόρων Νόμου, (Κεφ. 2 όπως τροποποιήθηκε), η Γνωστοποίηση εκείνη ανακλήθηκε το 1985 και επομένως ο Νόμος - το άρθρο 4(δ) του οποίου είχε εξ άλλου στο μεταξύ αντικατασταθεί - δεν κάλυπτε την περίπτωση του ενδιαφερομένου προσώπου κατά τον κρίσιμο χρόνο της εξέτασης του θέματος το 1995. Έχουμε την άποψη, όπως και ο συνάδελφος πρωτόδικα, ότι το δίπλωμα στα νομικά, στο οποίο αναφέρεται το σχέδιο υπηρεσίας, δεν περιορίζεται σε ό,τι ο περί Δικηγόρων Νόμος απαιτεί για σκοπούς εγγραφής του κατόχου ως δικηγόρου. Επισημαίνουμε ότι ο εν λόγω νόμος, στο άρθρο 4(δ), προσδιορίζει τις δικές του απαιτήσεις, σε συνάρτηση με τους δικούς του σκοπούς, με αναφορά σε ένα ευρύτερο φάσμα διπλωμάτων νομικής, τη σημασία των οποίων για σκοπούς άλλους δεν θέτει υπό αμφισβήτηση. 

Αναφορικά με το τεθέν ζήτημα της πείρας, ο σχετικός λόγος έφεσης διατυπώθηκε ως εξής:

"Το εύρημα ότι ο Αιτητής δεν υπερείχε του Ενδιαφερομένου Μέρους σε πείρα είναι εσφαλμένο διότι κατά την επιμέτρηση της πείρας λανθασμένα αφαιρείται ή δεν υπολογίζεται επαρκώς για τον λογαριασμό του Εφεσείοντα - Αιτητή, η πείρα του στο Τμήμα Φ.Π.Α. το οποίο είναι Τμήμα του Τμήματος Τελωνείων.

Υπαλλακτικά δεν είναι δυνατό διά μεν τον Αιτητή να μην λογίζεται ως πείρα η διοίκηση του Τμήματος Φ.Π.Α., διά δε το Ενδιαφερόμενο Μέρος να θεωρείται ως σημαντικό προσόν η απλή εκπαίδευσή του, σε θέματα Φ.Π.Α. και 'αποτελεί ένα σημαντικό κλάδο των εργασιών του Τμήματος Τελωνείων'."

Θεωρούμε χρήσιμο να αναφέρουμε σε αυτό το σημείο πως το σχέδιο υπηρεσίας απαιτούσε, τόσο για πρώτο διορισμό όσο και για προαγωγή, "Ευρεία διοικητική και οργανωτική πείρα και προσωπικές ικανότητες ηγεσίας αίτινες να καθιστούν αυτόν ικανόν να διευθύνη και ελέγχη τμήμα έχον προσωπικόν με πολύπλευρα καθήκοντα". Επιπλέον, για προαγωγή προβλεπόταν, ως επίσης απαραίτητο προσόν, η "Πρακτική πείρα εις τελωνειακήν εργασίαν"· που το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχε. Ενώ για πρώτο διορισμό απαιτείτο αντ' αυτής "Πανεπιστημιακόν Δίπλωμα ή Τίτλος ή άλλο ισοδύναμον προσόν εις τα Εμπορικά, Οικονομικά, Νομικά, (συμπεριλαμβανομένου του Barrister-at-Law) ή την Λογιστικήν"· που ο εφεσείων είχε. Το καθένα από αυτά τα δύο αποτελούσε αντίστροφα πλεονέκτημα.

Στο τελικό στάδιο η Ε.Δ.Υ. προέβη πρώτα στη διαπίστωση πως το ενδιαφερόμενο πρόσωπο και ο εφεσείων υπερείχαν όλων των άλλων υποψηφίων. Εξηγώντας τους λόγους αυτής της διαπίστωσης, σημείωσε ανάμεσα σε άλλα και τα ακόλουθα, που ξεχώριζαν τους δύο. Για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο σημείωσε ότι "έχει πολύ μακρά πείρα στο Τελωνείο"· και για τον εφεσείοντα ότι "έχει σχετικές γνώσεις και εμπειρία σε σχέση με τις αρμοδιότητες του Τμήματος Τελωνείων". Όταν εν συνεχεία η Ε.Δ.Υ. επικέντρωσε την προσοχή της στη σύγκριση μεταξύ μόνο των δύο, παρατήρησε, και πάλι ομόφωνα, τα εξής σχετικά με την αντίστοιχη πείρα τους:

"Όσον αφορά την πείρα, ο Χατζηγιάννης έχει επιτυχή μακρόχρονη πείρα, σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, σε διάφορες θέσεις και διάφορα επίπεδα στην ιεραρχία του Τμήματος Τελωνείων. Η πείρα του Τρυφωνίδη είναι σαφώς μικρότερη και δεν είναι άμεσα σχετική με τις αρμοδιότητες του Τμήματος Τελωνείων, παρ' όλο που για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα προΐστατο της Ομάδας των Λειτουργών που πρωτοστάτησαν στη δημιουργία της Υπηρεσίας Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, που όμως τότε δεν ήταν ενταγμένη στους κόλπους του Τμήματος Τελωνείων, αλλα υπαγόταν κατ΄ ευθείαν στο Υπουργείο Οικονομικών."

Έπειτα, η πλειοψηφία της Ε.Δ.Υ., αιτιολογώντας την προτίμησή της για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, σημείωσε ότι:

"Ο Χατζηγιάννης υπηρετεί στο Τμήμα Τελωνείων από το 1956, δηλαδή για 38 περίπου χρόνια, και έχει ανέλθει σε όλες τις βαθμίδες της ιεραρχίας του Τμήματος μέχρι και την ανώτερη βαθμίδα, που είναι η θέση Πρώτου Τελωνειακού Λειτουργού και βρίσκεται αμέσως κάτω από το Διευθυντή. Με βάση τη μακρόχρονη αυτή υπηρεσία του τεκμαίρεται ότι ο Χατζηγιάννης, σε αντίθεση με τον Τρυφωνίδη, έχει πλήρη θεωρητική όσο και πρακτική γνώση όλων των Τελωνειακών διαδικασιών και λειτουργιών.

.......................................................................................................

Ο Χατζηγιάννης έχει σχετική εκπαίδευση στην Τελωνειακή Διοίκηση, που η πλειοψηφία της Επιτροπής θεωρεί ως πολύ σημαντική για την επιτυχή άσκηση του ρόλου του Διευθυντή Τελωνείων, καθώς και σε θέματα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, που αποτελεί επίσης ένα σημαντικό κλάδο των εργασιών του Τμήματος.  Πέραν της πιο πάνω εκπαίδευσης, ο Χατζηγιάννης συμμετέχει σε διεθνείς Επιτροπές και Συνέδρια εκπροσωπώντας το Τμήμα και έχει αναπτύξει τέτοιες δραστηριότητες μέσα από τις οποίες έχει εξοικειωθεί πλήρως με όλο το φάσμα των τελωνειακών θεμάτων και έχει αποκτήσει μοναδικές εμπειρίες και γνώσεις."

Από την άλλη μεριά, το μέλος που αποτελούσε τη μειοψηφία σημείωσε ότι:

"Παρόλον ότι δεν αναγνωρίστηκε από την ολομέλεια της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας η κατοχή του υπό του Σχεδίου Υπηρεσίας πλεονεκτήματος "της πρακτικής πείρας εις τελωνειακήν εργασίαν", διαπιστώθηκε από τη μελέτη των σχετικών Φακέλων αλλά και από την προσωπική προφορική εξέταση ότι ο Τρυφωνίδης έχει ασχοληθεί από την εποχή που υπηρετούσε ακόμα ως Ανώτερος Οικονομικός Λειτουργός για θέματα Τελωνείων, Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, Έμμεσης Φορολογίας και Εσωτερικών Προσόδων (Νομοθεσία, Διατάγματα, Κανονισμοί, Διοικητικές Αποφάσεις, σ.σ.15 και 14 του Φακέλου Π.16431).

Τονίζεται ιδιαίτερα ότι υπήρξε ο άμεσα υπεύθυνος λειτουργός του Υπουργείου Οικονομικών που ανέλαβε και δημιούργησε, οργάνωσε και διεύθυνε την Υπηρεσία Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, που αποτελεί βασικό Τμήμα των δραστηριοτήτων των Κυπριακών Τελωνείων, από το 1989 ως το 1992."

Η προσέγγιση της Ε.Δ.Υ. παρέχει τη δυνατότητα για διάφορες επικρίσεις.  Θα περιοριστούμε όμως σε μόνο ό,τι τίθεται με τον υπό συζήτηση λόγο έφεσης.  Παρατηρούμε κατ' αρχάς πως ενώ αρχικά η Ε.Δ.Υ. αναγνώρισε πως ο εφεσείων έχει "εμπειρία σε σχέση με τις αρμοδιότητες του Τμήματος Τελωνείων", εν συνεχεία αντιφατικά θεώρησε πως η πείρα του "δεν είναι άμεσα σχετική με τις αρμοδιότητες του Τμήματος Τελωνείων". Φαίνεται από όσα η Ε.Δ.Υ. πρόσθεσε επεξηγηματικά, πως η δεύτερη θεώρηση προέκυψε από την εν τέλει αντίληψη πως δεν μπορούσε να προσμετρήσει η πείρα του εφεσείοντος στην Υπηρεσία Φόρου Προστιθέμενης Αξίας επειδή κατά το χρόνο κτήσης η εν λόγω Υπηρεσία "δεν ήταν ενταγμένη στους κόλπους του Τμήματος Τελωνείων". Είναι συναφώς αξιοσημείωτο πως έπειτα, τόσο η πλειοψηφία όσο και η μειοψηφία αναφέρθηκαν στη σημασία του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας ως μέρος των εργασιών του Τμήματος Τελωνείων. Υπενθυμίζουμε ειδικότερα ότι η πλειοψηφία χαρακτήρισε τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας ως "ένα σημαντικό κλάδο των εργασιών του Τμήματος".

Πρωτόδικα το ζήτημα της πείρας του εφεσείοντος εξετάστηκε κυρίως με αναφορά στην κατοχή του αντίστοιχου πλεονεκτήματος.  Το ζήτημα όμως ετίθετο και ευρύτερα.  Είναι νομίζουμε προδήλως εσφαλμένη η άποψη της Ε.Δ.Υ. ότι η σημασία της κτηθείσας πείρας στην Υπηρεσία Φόρου Προστιθέμενης Αξίας μεταβαλλόταν ανάλογα με το που, στον ένα ή στον άλλο χρόνο, ήταν ενταγμένη η εν λόγω Υπηρεσία. Δεν παρίσταται λοιπόν ανάγκη για συζήτηση. Προσθέτουμε ωστόσο την παρατήρηση πως ο τρόπος με τον οποίο η Ε.Δ.Υ. αντίκρυσε το ζήτημα της πείρας δεν άφηνε περιθώριο για επιλογή κανενός υποψηφίου για πρώτο διορισμό.

Ο υπό συζήτηση λόγος έφεσης ευσταθεί. Ενόψει αυτής της κατάληξης θα ήταν άτοπη η εξέταση των υπόλοιπων ζητημάτων που τέθηκαν με την έφεση αφού αναφέρονται στην τελική στάθμιση, μια από τις προϋποθέσεις της οποίας είναι και η αντίκρυση, με το δέοντα τρόπο, της αντίστοιχης πείρας των υποψηφίων.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η προσβληθείσα διοικητική απόφαση ακυρώνεται.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο