ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 3 ΑΑΔ 536
25 Σεπτεμβρίου, 2000
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΑΠΝΙΣΗΣ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Εφεσιβλήτου-Καθ' ου η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2565)
Ο Περί Κτηματομεσιτών Νόμος του 1987 (Ν.66/87) ― Άρθρο 6(1) ― Ερμηνεία της φράσης «δεκαετής πείρα περί την κτηματομεσιτική εργασία» ― Δεν απαιτείται να είναι το αποτέλεσμα πλήρους απασχολήσεως, αλλά και μερικής απασχολήσεως.
Ο εφεσείων προσέβαλε με την έφεσή του την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία η προσφυγή του κατά της απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών να απορρίψει ιεραρχική προσφυγή του κατά της απόφασης απόρριψης αιτήματος για εγγραφή στο Μητρώο Κτηματομεσιτών απορρίφθηκε.
Η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου, κάνοντας δεχτή την έφεση, αποφάσισε ότι:
Η παράγραφος (στ) του Άρθρου 6(1) του περί Κτηματομεσιτών Νόμου (Ν. 66/87) απαιτεί όπως ο υποψήφιος για εγγραφή «έχει δεκαετή πείρα περί την κτηματομεσιτική εργασία». Η δεύτερη επιφύλαξη του ίδιου άρθρου, προβλέπει ότι «πρόσωπα άτινα δύνανται να αποδείξωσιν ότι κατά την ημερομηνίαν ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου ήσκουν κατά κύριον λόγον το επάγγελμα του Κτηματομεσίτου, δεν είναι απαραίτητον όπως έχωσι τα εν ταις παραγράφοις (β) και (στ) αναφερόμενα προσόντα.» Διαβάζοντας την παράγραφο (στ) σε συνάρτηση με τη δεύτερη επιφύλαξη, και κατ' αντιδιαστολή προς αυτή, κρίνεται ότι η δεκαετής πείρα, περί της οποίας η παράγραφος (στ), δεν χρειάζεται να έχει αποκτηθεί κατά την άσκηση του επαγγέλματος του κτηματομεσίτη «κατά κύριο λόγο». Κάτι λιγότερο χρειάζεται. Διαφορετικά, η δεύτερη επιφύλαξη, με την οποία εισάγεται εξαίρεση στην αρχή της δεκαετούς πείρας, δεν θα είχε ουσιαστικό νόημα. A fortiori, η δεκαετής πείρα δεν χρειάζεται να έχει αποκτηθεί μετά από «πλήρη απασχόληση σε κτηματομεσιτική εργασία». Και τούτο διότι «πλήρης απασχόληση» σημαίνει κάτι ακόμη περισσότερο από απασχόληση «κατά κύριο λόγο». Σημαίνει αποκλειστική και εξ ολοκλήρου απασχόληση. Η ορθή ερμηνεία της παραγράφου (στ) είναι ότι αυτή δεν προϋποθέτει ούτε «πλήρη» ούτε «κατά κύριο λόγο» απασχόληση σε κτηματομεσιτική εργασία. Αρκεί εύλογα επαρκής, έστω μερική, και τούτο είναι θέμα βαθμού, ουσιαστική απασχόληση και εμπειρία σε κτηματομεσιτική εργασία, για δέκα, τουλάχιστον, χρόνια.
Ενόψει των πιο πάνω, το Δικαστήριο κατέληξε ότι η έφεση πρέπει να επιτραπεί. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ακυρωτέα για το λόγο ότι είναι προϊόν νομικής πλάνης ως προς την ορθή, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, ερμηνεία της παραγράφου (στ) του Αρθρου 6(1) του Νόμου. Ερμηνεία στη βάση της οποίας και θα πρέπει να επανεξεταστεί το αίτημα του αιτητή.
Η έφεση επιτυγχάνεται με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Χρ. Αρτεμίδης, Δ.) στην Υπόθεση Αρ, 736/96,�ημερ. 22/12/97, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της απόρριψης της ιεραρχικής του προσφυγής από τον Υπουργό Εσωτερικών η οποία ασκήθηκε συνεπεία της απόρριψης από το Συμβούλιο Εγγραφής Κτηματομεσιτών της αίτησής του για εγγραφή στο Μητρώο Κτηματομεσιτών.
Α. Ευαγγέλου, για τον Εφεσείοντα.
Μαίρη-Ανν Σταυρινίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με αίτησή του, ημερομηνίας 10.3.1995, ο εφεσείων αποτάθηκε στο Συμβούλιο Εγγραφής Κτηματομεσιτών (το Συμβούλιο) για εγγραφή στο Μητρώο Κτηματομεσιτών δυνάμει του περί Κτηματομεσιτών Νόμου του 1987 (Νόμος 66/87), όπως τροποποιήθηκε (ο Νόμος). Στην αίτηση επισύναψε και βεβαίωση κτηματομεσιτικής εταιρείας σύμφωνα με την οποία συνεργαζόταν μ' αυτή τις ελεύθερες ώρες του, για περίπου 40 ώρες την εβδομάδα, από την 1.3.1983 μέχρι την ημέρα υποβολής της αίτησής του. Από έρευνα που διεξήγαγε, κατά την οποία κάλεσε και τον εφεσείοντα σε προφορική συνέντευξη, το Συμβούλιο διαπίστωσε, και τούτο δεν αμφισβητείται, ότι ο εφεσείων «(α) Από το 1983 μέχρι το 1994 ήταν αδειούχος αχθοφόρος στο Σύνδεσμο Αδειούχων Αχθοφόρων Λεμεσού και αυτοεργοδοτούμενο πρόσωπο στο λιμάνι Λεμεσού και (β) Δεν ήταν υπάλληλος και ούτε εργοδοτείτο από αδειούχο κτηματομεσίτη από το 1987 και μετά που τέθηκε σε ισχύ ο περί Κτηματομεσιτών Νόμος. Κατόπιν αυτών των διαπιστώσεων, το Συμβούλιο, με απόφασή του ημερομηνίας 8.9.1994, απέρριψε την αίτηση με την ακόλουθη αιτιολογία:
«. ο προσφεύγων δεν ικανοποίησε το Συμβούλιο ότι είχε δεκαετή πείρα ως ισχυρίζετο με την αίτησή του. Η περιστασιακή ενασχόληση και η παροχή βοήθειας σε κτηματομεσίτη δεν αναγνωρίζεται από το Συμβούλιο ότι αποτελεί πείρα που αποκτάται για τους σκοπούς του Νόμου. Μετά την θέσπιση της σχετικής νομοθεσίας το Συμβούλιο θεωρεί ότι ένας πολίτης αποκτά πείρα εφόσον εργάζεται και εργοδοτείται επί μονίμου/τακτικής βάσης από αδειούχο εγγεγραμμένο κτηματομεσίτη και αφιερώνει τον εργάσιμο αυτό χρόνο σε κτηματομεσιτικές εργασίες κάτω από την επίβλεψη και τον έλεγχό του.»
Κατά της απόφασης του Συμβουλίου ο εφεσείων υπέβαλε, στις 10.10.1994, ιεραρχική προσφυγή στον Υπουργό Εσωτερικών δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 16 Α του Νόμου. Ο Υπουργός, διερευνώντας την υπόθεση, απευθύνθηκε προς το Συμβούλιο το οποίο τον πληροφόρησε για τη θέση του διαβιβάζοντας και τα σχετικά έγγραφα που τέθηκαν ενώπιόν του. Κατά την ακροαματική διαδικασία, ενώπιον διοικητικού λειτουργού που ορίσθηκε από τον Υπουργό, ο δικηγόρος του εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι η φράση «δεκαετής πείρα περί την κτηματομεσιτική εργασία», στο άρθρο 6(1)(στ) του Νόμου, σκοπό είχε «να δώσει την ευκαιρία εγγραφής και σε όλους όσους είχαν την πείρα αναφορικά με την κτηματομεσιτική εργασία, είτε αυτή η πείρα αποκτήθηκε σαν αποτέλεσμα άσκησης αποκλειστικά του επαγγέλματος του κτηματομεσίτη, είτε αποκτήθηκε ταυτόχρονα με την άσκηση κάποιου άλλου επαγγέλματος και εργασίας». Ενόψει της ερμηνείας που δόθηκε από το δικηγόρο του εφεσείοντα, ο λειτουργός ζήτησε γνωμάτευση από τη Νομική Υπηρεσία η οποία και δόθηκε από το Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας στις 10.10.1995. Σύμφωνα με τη γνωμάτευση η δεκαετής πείρα περί της οποίας η παράγραφος (στ) του άρθρου 6(1) του Νόμου «δεν μπορεί λογικά να είναι άλλη από την πείρα που αποκτάται σαν αποτέλεσμα δεκαετούς πλήρους απασχολήσεως σε κτηματομεσιτική εργασία». Ακολούθως, ο λειτουργός, στηριζόμενος στη γνωμάτευση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, έκρινε ότι η απόφαση του Συμβουλίου ήταν ορθή και εισηγήθηκε στον Υπουργό την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής. Ο Υπουργός, αφού υιοθέτησε την εισήγηση, με απόφασή του ημερομηνίας 19.3.1996, απέρριψε την προσφυγή, γεγονός για το οποίο ενημερώθηκε ο εφεσείων με επιστολή ημερομηνίας 26.6.1996.
Απορρίπτοντας την προσφυγή, ο πρωτόδικος Δικαστής ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«Στην παρούσα αίτηση ακυρώσεως εγείρεται ένα μόνο νομικό ζήτημα: η εισήγηση του συνήγορου του αιτητή, που έγινε και στα διοικητικά όργανα, ότι δηλαδή η ορθή ερμηνεία της σχετικής διάταξης του Νόμου, άρθρο 6(1)(στ), είναι πως οποιοσδήποτε πολίτης έχει δεκαετή πείρα περί την κτηματομεσιτική εργασία δικαιούται να εγγραφεί στο Μητρώον Κτηματομεσιτών, έστω και αν δεν ασχολείται επί μονίμου βάσεως με κτηματομεσιτικήν εργασία.
Το άρθρο έχει ως εξής:
«Πας πολίτης της Δημοκρατίας δικαιούται να εγγραφή ως κτηματομεσίτης εάν το Συμβούλιον πεισθή ότι είναι καλού χαρακτήρος, και
(α) ..........................
.................................................................
(στ) έχει δεκαετή πείραν περί την κτηματομεσιτικήν εργασίαν.»
Η ερμηνεία που δίδει σ' αυτό το άρθρο το Συμβούλιο και στη συνέχεια ο Υπουργός, ακολουθεί γνωμοδότηση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, σύμφωνα με την οποία το ορθό νόημα της πιο πάνω διάταξης του Νόμου είναι πως: «δεκαετής πείρα περί την κτηματομεσιτικήν εργασίαν» αποτελεί η μόνιμη απασχόλησης με κτηματομεσιτικές εργασίες, και όχι η ευκαιριακή ή η περιστασιακή ενασχόληση με αυτές.
Συμφωνώ με την ερμηνεία του Νόμου που υιοθετεί ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, και ακολούθησαν τα διοικητικά όργανα. Αυτή η ερμηνεία συνάδει αφενός και με τις υπόλοιπες διατάξεις του Νόμου και αφετέρου με τον εν γένει σκοπό για τον οποίο θεσπίστηκε, να κατοχυρώνεται και να ρυθμίζεται το επάγγελμα του κτηματομεσίτη, και ταυτόχρονα να αποκλείεται η ανεξέλεγκτη άσκησή του από πρόσωπα που δεν έχουν αναγκαία εφόδια, που θεώρησε πρέπον να προβλέψει ο νομοθέτης για τη λειτουργία του.»
Ο Νόμος τέθηκε σε ισχύ στις 8.5.1987.
Η έφεση επικεντρώθηκε στην εισήγηση ότι η πιο πάνω ερμηνεία, που δόθηκε από τον πρωτόδικο Δικαστή στο άρθρο 6(1)(στ) του Νόμου, δεν είναι ορθή για το λόγο ότι δεν λαμβάνει υπόψη τη λεκτική διατύπωση και ή το πνεύμα του άρθρου 6(1)(στ) και ή διότι δεν συνιστά ορθή εφαρμογή των κανόνων ερμηνείας νομοθετικών διατάξεων.
Έχουμε την άποψη ότι ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης ευσταθεί.
Το άρθρο 6(1) του Νόμου, στο βαθμό που ενδιαφέρει για τους σκοπούς της έφεσης, έχει ως εξής:
«6.-(1) Πας πολίτης της Δημοκρατίας δικαιούται να εγγραφή ως κτηματομεσίτης εάν το Συμβούλιον πεισθή ότι είναι καλού χαρακτήρος και -
............................................................
(στ) έχει δεκαετή πείραν περί την κτηματομεσιτικήν εργασίαν:
............................................................
Νοείται περαιτέρω ότι πρόσωπα άτινα δύνανται να αποδείξωσιν ότι κατά την ημερομηνίαν ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου ήσκουν κατά κύριον λόγον το επάγγελμα του Κτηματομεσίτου δεν είναι απαραίτητον όπως έχωσι τα εν ταις παραγράφοις (β) και (στ) αναφερόμενα προσόντα.»
Η πιο πάνω παράγραφος (στ) του άρθρου 6(1) απαιτεί όπως ο υποψήφιος για εγγραφή «έχει δεκαετή πείρα περί την κτηματομεσιτική εργασία». Η δεύτερη επιφύλαξη του ίδιου άρθρου προβλέπει ότι «πρόσωπα άτινα δύνανται να αποδείξωσιν ότι κατά την ημερομηνίαν ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου ήσκουν κατά κύριον λόγον το επάγγελμα του Κτηματομεσίτου δεν είναι απαραίτητον όπως έχωσι τα εν ταις παραγράφοις (β) και (στ) αναφερόμενα προσόντα.» Διαβάζοντας την παράγραφο (στ) σε συνάρτηση με τη δεύτερη επιφύλαξη, και κατ' αντιδιαστολή προς αυτή, κρίνουμε ότι η δεκαετής πείρα, περί της οποίας η παράγραφος (στ), δεν χρειάζεται να έχει αποκτηθεί κατά την άσκηση του επαγγέλματος του κτηματομεσίτη «κατά κύριο λόγο». Κάτι λιγότερο χρειάζεται. Διαφορετικά, η δεύτερη επιφύλαξη, με την οποία εισάγεται εξαίρεση στην αρχή της δεκαετούς πείρας, δεν θα είχε ουσιαστικό νόημα. A fortiori, η δεκαετής πείρα δεν χρειάζεται να έχει αποκτηθεί μετά από «πλήρη απασχόληση σε κτηματομεσιτική εργασία». Και τούτο διότι «πλήρης απασχόληση» σημαίνει κάτι ακόμη περισσότερο από απασχόληση «κατά κύριο λόγο». Σημαίνει αποκλειστική και εξ ολοκλήρου απασχόληση. Η ορθή ερμηνεία της παραγράφου (στ) είναι ότι αυτή δεν προϋποθέτει ούτε «πλήρη» ούτε «κατά κύριο λόγο» απασχόληση σε κτηματομεσιτική εργασία. Αρκεί εύλογα επαρκής, έστω μερική, και τούτο είναι θέμα βαθμού, ουσιαστική απασχόληση και εμπειρία σε κτηματομεσιτική εργασία, για δέκα, τουλάχιστον, χρόνια.*
Ενόψει των πιο πάνω, καταλήγουμε ότι η έφεση πρέπει να επιτραπεί. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ακυρωτέα για το λόγο ότι είναι προϊόν νομικής πλάνης ως προς την ορθή, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, ερμηνεία της παραγράφου (στ) του άρθρου 6(1) του Νόμου. Ερμηνεία στη βάση της οποίας και θα πρέπει να επανεξεταστεί το αίτημα του αιτητή.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα υπέρ του εφεσείοντα, πρωτόδικα και κατ' έφεση. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146(4)(β) του Συντάγματος.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.