ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2000) 3 ΑΑΔ 472
22 Σεπτεμβρίου, 2000
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
1. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΠΑΝΑΚΡΙΣΕΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ,
2. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΡΙΣΕΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ,
Εφεσείοντες-Καθ' ων η αίτηση,
v.
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσιβλήτου-Αιτητή.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2548)
Στρατός της Δημοκρατίας ― Συμβούλιο Επανακρίσεων Αξιωματικών ― Ιεραρχική προσφυγή στην κατάταξη αξιωματικού ως προαχθέντος κατ' αρχαιότητα ― Απόρριψή της με την αιτιολογία στην οποία βασίστηκε και το Συμβούλιο Κρίσεων ― Η αιτιολογία κρίθηκε ορθά άκυρη από το Δικαστήριο, εφόσον βασίστηκε σε άκυρο στοιχείο κρίσεως ― Εξουσίες που παρέχονται βάσει του Κανονισμού 44(4) των Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 90/90).
Με την έφεση επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση του Συμβουλίου Επανακρίσεων Αξιωματικών, να απορρίψει την ιεραρχική προσφυγή του εφεσίβλητου. Κύριο σημείο των λόγων εφέσεων ήταν ότι ο πρωτόδικος δικαστής έσφαλε, όταν αποφάσισε πως έπασχε η αιτιολογία της απόφασης, η οποία βασίστηκε σε άκυρο στοιχείο κρίσεως.
Η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Πουθενά δεν αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση ότι οι πειθαρχικές ποινές που έχουν επιβληθεί στον εφεσίβλητο δεν μπορούσαν να αποτελέσουν στοιχείο κρίσης, καθώς διατείνονται οι εφεσείοντες. Αυτό που αναφέρεται στην απόφαση είναι πως οι πειθαρχικές ποινές του εφεσίβλητου, συνιστούσαν τη βάση πάνω στην οποία στηριζόταν το άκυρο στοιχείο κρίσης, δηλαδή, η δυσμενής βαθμολογία του εφεσίβλητου στο ουσιαστικό προσόν του αξιωματικού "πειθαρχία" και ως εκ τούτου "....... θα ήταν αντινομικό αν επιτρεπόταν ουσιαστικά στο Συμβούλιο Επανακρίσεων Αξιωματικών να παραμερίσει το σκόπελο της ακυρότητας της βαθμολογίας, δικαιολογώντας την απόφασή του με τα ίδια στοιχεία". Η διαπίστωση είναι ορθή και βρίσκει σύμφωνο το Δικαστήριο. Εύστοχο είναι και το σχόλιο προς επίρρωση της διαπίστωσης, ότι "τα πράγματα ίσως να ήταν διαφορετικά αν η απόφαση του Συμβουλίου Επανακρίσεων βασιζόταν σε άλλους λόγους" αν δηλαδή υπήρχαν σε βάρος του εφεσίβλητου δυσμενή στοιχεία, άλλα από αυτά που συνιστούσαν ή/και καθόριζαν το ουσιαστικό προσόν "πειθαρχία" και το Συμβούλιο Επανακρίσεων βασιζόταν πάνω σ' αυτά για να απορρίψει την ιεραρχική προσφυγή του εφεσίβλητου. Τα πράγματα θα ήταν επίσης διαφορετικά αν το άκυρο στοιχείο κρίσης, δηλαδή η δυσμενής βαθμολογία, που δεν γνωστοποιήθηκε στον εφεσίβλητο, δεν αφορούσε το ουσιαστικό προσόν "πειθαρχία", αλλά κάποιο άλλο ουσιαστικό προσόν του αξιωματικού, και η απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής του εφεσίβλητου γινόταν με αναφορά στις πειθαρχικές του ποινές, δηλαδή σε λόγους που δεν θα ταυτίζονταν με το άκυρο στοιχείο κρίσης. Και δεδομένου ότι η βαθμολογία "καλός" που είχε ο εφεσίβλητος στο προσόν πειθαρχία, με βάση την οποία κρίθηκε ως προακτέος κατ' αρχαιότητα, κρίθηκε ως άκυρο στοιχείο κρίσης, το Συμβούλιο Επανακρίσεων Αξιωματικών δεν μπορούσε να στηρίξει την ετυμηγορία του πάνω στο ίδιο άκυρο στοιχείο κρίσης με αναφορά στα πειθαρχικά παραπτώματα του εφεσίβλητου που ουσιαστικά ήταν αυτά που διαμόρφωσαν τη δυσμενή βαθμολογία "καλός" στο προσόν "πειθαρχία".
Σαφώς προκύπτει από το κείμενο της απόφασης του Συμβουλίου Επανακρίσεων Αξιωματικών ότι το Συμβούλιο δεν προέβη στην εξ υπαρχής κρίση της υπόθεσης. Τούτο συνάγεται εκ του γεγονότος ότι στην απόφαση γίνεται λόγος περί απόρριψης της προσφυγής κατά πλειοψηφία και ότι το άλλο μέλος ήταν της γνώμης "ότι η προσφυγή του αξιωματικού αυτού έπρεπε να γίνει αποδεκτή". Πρόκειται για φρασεολογία που συνάδει προς τις εξουσίες του Συμβουλίου δυνάμει του Καν. 44(4)(α)(β). Στην απόφαση επεξηγούνται οι λόγοι για τους οποίους το Συμβούλιο αποφάσισε να απορρίψει κατά πλειοψηφία την προσφυγή του εφεσίβλητου. Αν επρόκειτο περί κρίσεως της υπόθεσης εξ υπαρχής, στην αιτιολογία της απόφασης λογικά θα έπρεπε να υπήρχαν εκείνα τα στοιχεία που να δικαιολογούσαν ότι η αρμόζουσα για την περίπτωση διαβάθμιση κρίσης ήταν αυτή του προακτέου κατ' αρχαιότητα. Είναι όμως βέβαιο ότι το Συμβούλιο Επανακρίσεων Αξιωματικών ενήργησε με βάση τις πρόνοιες του Καν. 44(4)(2)(β) των κανονισμών, όπως εξάλλου ήταν υποχρεωμένο να ενεργήσει με βάση τα περιστατικά της υπόθεσης. Η απόφαση του Συμβουλίου να απορρίψει την ιεραρχική προσφυγή του αιτητή, είναι παράνομη εκ του γεγονότος ότι η απόφαση του Συμβουλίου στηρίχθηκε επί του ιδίου άκυρου στοιχείου κρίσεως ως και το Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών. Είναι αυτονόητο πως αν το Συμβούλιο Επανακρίσεων αποδεχόταν την ιεραρχική προσφυγή του εφεσίβλητου, τότε θα ήταν υποχρεωμένο να εξετάσει από την αρχή την υπόθεση και να αποφασίσει το ίδιο τη διαβάθμιση της κρίσης που θα έπρεπε να δώσει στον εφεσίβλητο με δεόντως αιτιολογημένη απόφαση.
Ο ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο "Εσφαλμένα έκρινε ότι το Συμβούλιο Επανακρίσεων κακώς αντικατέστησε την αιτιολογία του Συμβουλίου Κρίσεων με άλλη που εξάγεται από τα στοιχεία του φακέλου που έχει ενώπιόν του", είναι ανεδαφικός. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε μια τέτοια διαπίστωση.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τους καθ' ων η αίτηση κατά της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Φ. Νικολαΐδης, Δ.) στην Υπόθεση Αρ. 89/96, ημερ. 13/11/97, με την οποία ακύρωσε την απόφαση του Συμβουλίου Επανακρίσεων Αξιωματικών με την οποία απορρίφθηκε η ιεραρχική προσφυγή του αιτητή κατά της απόφασης του Συμβουλίου Κρίσεων Αξιωματικών με την οποία ο αιτητής κατά το έτος 1995 κρίθηκε προακτέος κατ' αρχαιότητα και όχι κατ' εκλογή.
Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.
Σ. Οικονομίδης, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος είναι αξιωματικός του Στρατού της Δημοκρατίας και φέρει βαθμό Αντισυνταγματάρχη. Το 1995 κρίθηκε "προακτέος κατ' αρχαιότητα". Το Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών προκειμένου να καταλήξει στην πιο πάνω απόφαση έλαβε υπόψη:
"(α) ότι στην Έκθεση Ικανότητάς του στον κατεχόμενο βαθμό της περιόδου από 01/01/94 μέχρι 11/07/1994, έχει βαθμολογία στο ουσιαστικό προσόν "πειθαρχία" "καλός", και
(β) τη φύση και σοβαρότητα των πέντε πειθαρχικών παραπτωμάτων με τα οποία βαρύνεται και για τα οποία του επιβλήθηκαν διάφορες πειθαρχικές ποινές. Τα δύο από τα παραπτώματα τα διέπραξε το 1996, στον προηγούμενο βαθμό ενώ τα άλλα τρία τα διέπραξε ανά ένα τα έτη 1991, 1992 και 1994, στον κατεχόμενο βαθμό."
Επειδή ο εφεσίβλητος διεκδικούσε προαγωγή "κατ' εκλογήν", άσκησε ιεραρχική προσφυγή στο Συμβούλιο Επανακρίσεων Αξιωματικών συμφώνως των προνοιών του Καν. 43(2) των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990 ("οι Κανονισμοί").
Το Συμβούλιο Επανακρίσεων Αξιωματικών εξέτασε την ιεραρχική προσφυγή του εφεσίβλητου και την απέρριψε κατά πλειοψηφία. Η απόφαση του Συμβουλίου παρατίθεται:
"Να απορρίψει, κατά πλειοψηφία, την προσφυγή του Τχη (ΠΖ) Γεωργίου Γεωργίου του Σωκράτη (ΑΜ: 2492).
Το άλλο Μέλος του Συμβουλίου ήταν της γνώμης ότι η προσφυγή του Αξιωματικού αυτού έπρεπε να γίνει αποδεκτή.
Η πλειοψηφία του Συμβουλίου κατέληξε στην πιο πάνω απόφαση αφού έλαβε σοβαρά υπόψη τη φύση και σοβαρότητα των πέντε (5) πειθαρχικών παραπτωμάτων με τα οποία βαρύνεται και για τα οποία του επιβλήθηκαν διάφορες πειθαρχικές ποινές. Τα τρία απ' αυτά τα διέπραξε στον κατεχόμενο βαθμό, ανά ένα τα έτη 1991, 1992 και 1994, ενώ τ' άλλα δύο τα διέπραξε το 1986, όταν κατείχε το βαθμό του Λοχαγού.
Σ' ό,τι αφορά τον ισχυρισμό του Αξιωματικού, ότι από το μέγεθος και το είδος των πειθαρχικών ποινών που του επιβλήθηκαν, συμπεραίνεται ότι μπορούσε να μη τιμωρηθεί και ότι αυτές δε θάπρεπε να κριθούν αρκετά σοβαρά υπόψη για την κατ' αρχαιότητα κρίση του, η πλειοψηφία του Συμβουλίου παρατήρησε ότι η σοβαρότητα ενός παραπτώματος δεν κρίνεται μόνο από το είδος και το μέγεθος της πειθαρχικής ποινής, αλλά και από τη φύση του παραπτώματος.
Η πλειοψηφία του Συμβουλίου, καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφαση αγνόησε τη βαθμολογία "καλός" που έχει ο Αξιωματικός στο προσόν "πειθαρχία" στην Έκθεση Ικανότητάς του της περιόδου από 1.1.1994 μέχρι 11.7.1994 γιατί, όπως προκύπτει από τον Ατομικό του Φάκελο, δεν του γνωστοποιήθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις των ισχυόντων σχετικών Κανονισμών."
Ο εφεσίβλητος άσκησε επιτυχώς προσφυγή κατά της πιο πάνω απόφασης του Συμβουλίου Επανακρίσεων. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η αιτιολογία της απόφασης, "ταυτίζεται με το άκυρο στοιχείο κρίσης", δηλαδή τη βαθμολογία που δεν του γνωστοποιήθηκε". Επρόκειτο για άκυρο στοιχείο κρίσης επειδή η βαθμολογία "καλός" δεν γνωστοποιήθηκε στον εφεσίβλητο αμέσως και γραπτώς αναφέροντας συνάμα και τους λόγους, καθώς προβλέπουν οι κανονισμοί. Είναι αυτονόητο ότι επρόκειτο για παράλειψη που σχετιζόταν άμεσα με τη δυνατότητα αμφισβήτησης της αξιολόγησης με γραπτή αναφορά. Βλ. Καν. 30(9)(β)(γ).
Το άκυρο στοιχείο κρίσης, που δεν γνωστοποιήθηκε στον εφεσίβλητο ήταν λοιπόν η βαθμολογία "καλός" που είχε δοθεί στον εφεσίβλητο για το προσόν "πειθαρχία" η οποία περιέχεται στην Εκθεση Ικανότητας του εφεσίβλητου της περιόδου από 1.1.1994 μέχρι 11.7.1994. Εδώ σημειώνουμε ότι ο πυρήνας της αιτιολογίας της απόφασης του Συμβουλίου Επανακρίσεων Αξιωματικών (ανωτέρω) είναι η φύση και σοβαρότητα των πέντε πειθαρχικών παραπτωμάτων με τα οποία βαρυνόταν ο εφεσίβλητος (προηγούμενες καταδίκες για πειθαρχικά παραπτώματα).
Με την παρούσα έφεση επιδιώκεται η ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Ο λόγος της έφεσης όπως είναι διατυπωμένος στο εφετήριο παρατίθεται στη συνέχεια:
"1. Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι: "όμως στην παρούσα περίπτωση η αιτιολογία της απόφασης του Συμβουλίου Επανακρίσεων ταυτίζεται με το άκυρο στοιχείο κρίσης, δηλαδή τη βαθμολογία που δεν του γνωστοποιήθηκε", για τους ακόλουθους λόγους:
(α) Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε τον κανονισμό 29(3) όπως τροποποιήθηκε με την Κ.Δ.Π. 157/91 σύμφωνα με τον οποίο δύνανται να αποτελέσουν στοιχεία για την κρίση του και οι πειθαρχικές ποινές που έχουν επιβληθεί σ' αυτόν πριν από παρέλευση δέκα ετών από την επιβολή τους.
(β) Αν εφαρμοστεί η ερμηνεία του πρωτόδικου Δικαστή ότι η αιτιολογία του Συμβουλίου Επανακρίσεων ταυτίζεται με το άκυρο στοιχείο κρίσης, εξουδετερώνεται και καθίσταται άνευ αντικειμένου η πρόνοια του Κανονισμού 29(3).
(γ) Εσφαλμένα ο πρωτόδικος Δικαστής δεν έλαβε υπόψη του ότι το Συμβούλιο Επανακρίσεως έχει εξουσία να κρίνει από την αρχή και να αναθεωρεί την απόφαση του Συμβουλίου Κρίσεως και έτσι είχε εξουσία κατά την άσκηση της Αναθεωρητικής του δικαιοδοσία να μην λάβει υπόψη τον 1° άκυρο στοιχείο κρίσεως που στην προκειμένη περίπτωση ήταν η παράλειψη γνωστοποίησης του βαθμού "καλός".
(δ) Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το Συμβούλιο Επανακρίσεων κακώς αντικατέστησε την αιτιολογία του Συμβουλίου Κρίσεως με άλλη που εξάγεται από τα στοιχεία του Φακέλου που έχει ενώπιόν του."
Πουθενά δεν αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση ότι οι πειθαρχικές ποινές που έχουν επιβληθεί στον εφεσίβλητο δεν μπορούσαν να αποτελέσουν στοιχείο κρίσης, καθώς διατείνονται οι εφεσείοντες. Αυτό που αναφέρεται στην απόφαση είναι πως οι πειθαρχικές ποινές του εφεσίβλητου, συνιστούσαν τη βάση πάνω στην οποία στηριζόταν το άκυρο στοιχείο κρίσης, δηλαδή, η δυσμενής βαθμολογία του εφεσίβλητου στο ουσιαστικό προσόν του αξιωματικού "πειθαρχία" και ως εκ τούτου "....... θα ήταν αντινομικό αν επιτρεπόταν ουσιαστικά στο Συμβούλιο Επανακρίσεων Αξιωματικών να παραμερίσει το σκόπελο της ακυρότητας της βαθμολογίας, δικαιολογώντας την απόφασή του με τα ίδια στοιχεία". Η διαπίστωση είναι ορθή και μας βρίσκει σύμφωνους. Εύστοχο είναι και το σχόλιο προς επίρρωση της διαπίστωσης, ότι "τα πράγματα ίσως να ήταν διαφορετικά αν η απόφαση του Συμβουλίου Επανακρίσεων βασιζόταν σε άλλους λόγους" αν δηλαδή υπήρχαν σε βάρος του εφεσίβλητου δυσμενή στοιχεία, άλλα από αυτά που συνιστούσαν ή/και καθόριζαν το ουσιαστικό προσόν "πειθαρχία" και το Συμβούλιο Επανακρίσεων βασιζόταν πάνω σ' αυτά για να απορρίψει την ιεραρχική προσφυγή του εφεσίβλητου. Τα πράγματα θα ήταν επίσης διαφορετικά αν το άκυρο στοιχείο κρίσης, δηλαδή η δυσμενής βαθμολογία, που δεν γνωστοποιήθηκε στον εφεσίβλητο, δεν αφορούσε το ουσιαστικό προσόν "πειθαρχία" αλλά κάποιο άλλο ουσιαστικό προσόν του αξιωματικού, και η απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής του εφεσίβλητου γινόταν με αναφορά στις πειθαρχικές του ποινές, δηλαδή σε λόγους που δεν θα ταυτίζονταν με το άκυρο στοιχείο κρίσης. Και δεδομένου ότι η βαθμολογία "καλός" που είχε ο εφεσίβλητος στο προσόν πειθαρχία, με βάση την οποία κρίθηκε ως προακτέος κατ' αρχαιότητα, κρίθηκε ως άκυρο στοιχείο κρίσης, το Συμβούλιο Επανακρίσεων Αξιωματικών δεν μπορούσε να στηρίξει την ετυμηγορία του πάνω στο ίδιο άκυρο στοιχείο κρίσης με αναφορά στα πειθαρχικά παραπτώματα του εφεσίβλητου που ουσιαστικά ήταν αυτά που διαμόρφωσαν τη δυσμενή βαθμολογία "καλός" στο προσόν "πειθαρχία".-
Οι εξουσίες του Συμβουλίου Επανακρίσεων Αξιωματικών καθορίζονται στην παρ. (4) του κανονισμού 44 των ......... Κ.Δ.Π. 90/90 η οποία με την Κ.Δ.Π. 157/91 αναριθμήθηκε σε παρ. (5). Σύμφωνα με την εν λόγω παράγραφο το Συμβούλιο Επανακρίσεων Αξιωματικών δύναται
(α) να απορρίψει την προσφυγή
(β) να δεχθεί την προσφυγή και να κατατάξει τον ενδιαφερόμενο στη διαβάθμισή της κρίσης που κατά τη γνώμη του έπρεπε να τον είχε κατατάξει το Συμβούλιο Κρίσεων
(γ) να επανακρίνει την υπόθεση που παραπέμφθηκε σ' αυτό και να γνωστοποιήσει τις αποφάσεις του στους ενδιαφερόμενους αξιωματικούς σύμφωνα με τις πρόνοιες της παρ. 6 του παρόντος κανονισμού".
Στην προκείμενη περίπτωση, σαφώς προκύπτει από το κείμενο της απόφασης του Συμβουλίου Επανακρίσεων Αξιωματικών ότι το Συμβούλιο δεν προέβη στην εξ υπαρχής κρίση της υπόθεσης. Τούτο συνάγεται εκ του γεγονότος ότι στην απόφαση γίνεται λόγος περί απόρριψης της προσφυγής κατά πλειοψηφία και ότι το άλλο μέλος ήταν της γνώμης "ότι η προσφυγή του αξιωματικού αυτού έπρεπε να γίνει αποδεκτή". Πρόκειται για φρασεολογία που συνάδει προς τις εξουσίες του Συμβουλίου δυνάμει του Καν. 44(4)(α)(β), (ανωτέρω). Στην απόφαση επεξηγούνται οι λόγοι για τους οποίους το Συμβούλιο αποφάσισε να απορρίψει κατά πλειοψηφία την προσφυγή του εφεσίβλητου. Αν επρόκειτο περί κρίσεως της υπόθεσης εξ υπαρχής, στην αιτιολογία της απόφασης λογικά θα έπρεπε να υπήρχαν εκείνα τα στοιχεία που να δικαιολογούσαν ότι η αρμόζουσα για την περίπτωση διαβάθμιση κρίσης ήταν αυτή του προακτέου κατ' αρχαιότητα. Είναι όμως βέβαιο ότι το Συμβούλιο Επανακρίσεων Αξιωματικών ενήργησε με βάση τις πρόνοιες του Καν. 44(4)(2)(β) των κανονισμών, όπως εξάλλου ήταν υποχρεωμένο να ενεργήσει με βάση τα περιστατικά της υπόθεσης. Η απόφαση του Συμβουλίου να απορρίψει την ιεραρχική προσφυγή του αιτητή είναι παράνομη εκ του γεγονότος ότι η απόφαση του Συμβουλίου στηρίχθηκε επί του ιδίου άκυρου στοιχείου κρίσεως ως και το Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών. Είναι αυτονόητο πως αν το Συμβούλιο Επανακρίσεων αποδεχόταν την ιεραρχική προσφυγή του εφεσίβλητου τότε θα ήταν υποχρεωμένο να εξετάσει από την αρχή την υπόθεση και να αποφασίσει το ίδιο τη διαβάθμιση της κρίσης που θα έπρεπε να δώσει στον εφεσίβλητο με δεόντως αιτιολογημένη απόφαση.
Ο ισχυρισμός των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο "Εσφαλμένα έκρινε ότι το Συμβούλιο Επανακρίσεων κακώς αντικατέστησε την αιτιολογία του Συμβουλίου Κρίσεων με άλλη που εξάγεται από τα στοιχεία του φακέλου που έχει ενώπιόν του" είναι ανεδαφικός. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε μια τέτοια διαπίστωση. Το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι το Συμβούλιο Επανακρίσεων Αξιωματικών κακώς αιτιολόγησε την απόφασή του με αναφορά σε στοιχεία τα οποία ουσιαστικά αποτέλεσαν την άκυρη αιτιολογία του Συμβουλίου Κρίσεων.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.