ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 3 ΑΑΔ 15
14 Ιανουαρίου, 2000
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΧATZHΓΕΩΡΓΙΟΥ,
2. ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΛΑΜΠΡΙΑΝΙΔΟΥ,
Εφεσείοντες-Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2445)
Σχέδια Υπηρεσίας ― Ερμηνεία και εφαρμογή τους ― Ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου ― Πρόνοια στο Σχέδιο Υπηρεσίας κατώτερης θέσης ότι, για δυνατότητα προαγωγής όσων διορίστηκαν βάσει των προσόντων της παραγράφου (δ) απαιτείτο απόκτηση πρόσθετου ακαδημαϊκού προσόντος, εύλογα ερμηνεύτηκε ότι δεν καταργήθηκε σιωπηρά από το νέο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης προαγωγής ― Το αντίθετο θα παραβίαζε την αρχή της ισότητας.
Οι εφεσείοντες υποστήριξαν κατ' έφεση όπως και πρωτόδικα, ότι η παράλειψη προαγωγής τους στη συνδιασμένη θέση προαγωγής 1ης Τάξης ήταν παράνομη. Βάσισαν τη θέση τους στον ισχυρισμό ότι, το νέο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης προαγωγής κατάργησε σιωπηρά την πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας της δικής τους θέσης, που απαιτούσε την απόκτηση πρόσθετου ακαδημαϊκού προσόντος για σκοπούς προαγωγής.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Ούτε ο πρώτος, ούτε ο δεύτερος λόγος έφεσης ευσταθεί. Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστή, τόσο στο θέμα της ερμηνείας των επίδικων Σχεδίων Υπηρεσίας, όσο και στο θέμα της δυσμενούς διάκρισης που θα συνεπήγετο τυχόν διαφορετική ερμηνεία τους, βρίσκει το Δικαστήριο απόλυτα σύμφωνο. Εφόσον οι εφεσείοντες διορίστηκαν στη θέση Λειτουργού Πολεοδομίας, 2ης Τάξης, με βάση την παράγραφο 1(δ) των Σχεδίων Υπηρεσίας της θέσης του 1981, με βάση την ίδια ακριβώς παράγραφο, δεν μπορούσαν να προαχθούν στη θέση Λειτουργού Πολεοδομίας, 1ης Τάξης, εκτός αν, εν τω μεταξύ, αποκτούσαν τα προσόντα της παραγράφου 1(α) των ίδιων Σχεδίων. Το γεγονός ότι, το 1995, πληρούσαν τις προϋποθέσεις της Σημείωσης των Σχεδίων Υπηρεσίας της θέσης Λειτουργού Πολεοδομίας, 1ης Τάξης του 1992, δεν τους καθιστούσε αφ' εαυτού προακτέους. Η Σημείωση στα Σχέδια Υπηρεσίας Λειτουργού Πολεοδομίας, 1ης Τάξης του 1992, μπορούσε εύλογα να ερμηνευθεί, όπως και ερμηνεύθηκε, ότι δεν κατήργησε την πρόνοια της παραγράφου 1(δ) των Σχεδίων Υπηρεσίας της θέσης Λειτουργού Πολεοδομίας, 2ης Τάξης του 1981, σύμφωνα με την οποία η απόκτηση των προσόντων της παραγράφου 1(α) ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για προαγωγή. Τα δύο Σχέδια μπορούσαν να συλλειτουργήσουν. Το δε επιχείρημα ότι τυχόν αντίθετη ερμηνεία θα δημιουργούσε δυσμενή διάκριση μεταξύ εκείνων που διορίστηκαν στη θέση Λειτουργού Πολεοδομίας, 2ης Τάξης, με βάση τα προσόντα των παραγράφων 1(α) ή 1(β) ή 1(γ), αφενός, και εκείνων που διορίστηκαν με βάση την παράγραφο 1(δ), αφετέρου, μπορούσε να επικληθεί, και ορθά επικλήθηκε από τον πρωτόδικο Δικαστή, υπέρ της ουσιαστικής ορθότητας της ερμηνείας που δόθηκε από τους εφεσίβλητους.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τους αιτητές κατά της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Χρ. Αρτεμίδης, Δ.) στην Υπόθεση Αρ. 1072/95, ημερομ. 15/4/97, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή τους κατά της παράλειψης του Προϊσταμένου τους να αποστείλει στην Ε.Δ.Υ. την προβλεπόμενη από τον Καν. 12 των περί Δημοσίας Υπηρεσίας Κανονισμών του 1991 βεβαίωση, αναφορικά με την προαγωγή υπαλλήλων οι οποίοι κατείχαν συνδυασμένες θέσεις και κατά της παράλειψης της Ε.Δ.Υ. να τους προάξει.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες-Αιτητές.
Α. Βασιλειάδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους-Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ρ. Γαβριηλίδης.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Στις 2.3.1992 οι εφεσείοντες διορίστηκαν στη θέση Λειτουργού Πολεοδομίας 2ης Τάξης με βάση τα προσόντα που προβλέπονται στην παράγραφο 1(δ) των Σχεδίων Υπηρεσίας της θέσης, που εγκρίθηκαν στις 27.8.1981.
Η παράγραφος 1(δ) έχει ως εξής:
«1(δ)Πανεπιστημιακό Δίπλωμα ή Τίτλος στις Οικονομικές Επιστήμες, τη Γεωγραφία, την Κοινωνιολογία ή άλλο θέμα αποδεκτό για εισδοχή για μεταπτυχιακές σπουδές στην Πολεοδομία. Αυτοί που θα διοριστούν με βάση τέτοιο προσόν δεν θα δικαιούνται να προαχθούν στη θέση Λειτουργού Πολεοδομίας 1ης Τάξεως, εκτός αν αποκτήσουν το προσόν που απαιτείται στο 1(α)».
Σύμφωνα με τα ίδια Σχέδια Υπηρεσίας «το προσόν που απαιτείται στο 1(α)» είναι το ακόλουθο:
«1(α)Πανεπιστημιακό Δίπλωμα ή Τίτλος στην Πολεοδομία ισότιμο με Δίπλωμα ή Τίτλο Πανεπιστημίου του Ηνωμένου Βασιλείου, ή μέλος του Βασιλικού Ινστιτούτου Πολεοδομίας του Ηνωμένου Βασιλείου ή άλλου Επαγγελματικού Ιδρύματος αναγνωρισμένου ως ισότιμου».
Οι εφεσείοντες δεν απέκτησαν το προσόν που προβλέπεται στην πιο πάνω παράγραφο 1(α).
Το 1992 δημοσιεύτηκαν τα Σχέδια Υπηρεσίας της θέσης Λειτουργού Πολεοδομίας 1ης Τάξης. Η θέση καθορίζεται ως θέση προαγωγής και είναι συνδυασμένη με τη θέση Λειτουργού Πολεοδομίας 2ης Τάξης. Αφού παρατίθενται τα απαιτούμενα για προαγωγή προσόντα ακολουθεί η εξής Σημείωση:
«Υπάλληλοι που υπηρετούσαν στη θέση Λειτουργού Πολεοδομίας, 2ης Τάξης κατά την ημερομηνία έγκρισης του παρόντος Σχεδίου Υπηρεσίας μπορούν να προαχθούν με πενταετή τουλάχιστο μεταπτυχιακή πείρα από την οποία τριετής τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Λειτουργού Πολεοδομίας, 2ης Τάξης.»
Το 1995 οι εφεσείοντες είχαν την πενταετή μεταπτυχιακή πείρα που προβλέπεται στην πιο πάνω Σημείωση. Παρόλον τούτο, ο Προϊστάμενος του Τμήματος δεν απέστειλε στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (η Επιτροπή) τη βεβαίωση που προβλέπεται στον κανονισμό 12 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Γενικών Κανονισμών του 1991 (Κ.Δ.Π. 98/91), ο οποίος ρυθμίζει τα της προαγωγής υπαλλήλων που κατέχουν συνδυασμένες θέσεις, με αποτέλεσμα η Επιτροπή να μην προχωρήσει στην προαγωγή των εφεσειόντων στη θέση Λειτουργού Πολεοδομίας 1ης Τάξης, από 2.3.1995.
Η πιο πάνω παράλειψη του Προϊστάμενου του Τμήματος και, συνεπακόλουθα, της Επιτροπής, να προάξει τους εφεσείοντες, αποτέλεσαν το αντικείμενο της προσφυγής.
Προς υποστήριξη της προσφυγής, ο συνήγορος των εφεσειόντων εισηγήθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστή ότι τα Σχέδια Υπηρεσίας Λειτουργού Πολεοδομίας, 1ης Τάξης του 1992, με τη Σημείωση στα απαιτούμενα προσόντα, κατήργησαν σιωπηρά την πρόνοια της παραγράφου 1(δ) των Σχεδίων Υπηρεσίας Λειτουργού Πολεοδομίας, 2ης Τάξης του 1981, η οποία και έκτοτε έπαυσε να ισχύει. Επομένως, οι εφεσείοντες έπρεπε να προαχθούν. Αντίθετη ήταν η θέση του δικηγόρου της Δημοκρατίας. Υποστήριξε ότι ο Προϊστάμενος του Τμήματος και, συνεπακόλουθα, η Επιτροπή, ενήργησαν ορθά, εφόσον οι εφεσείοντες δεν πληρούσαν τα προσόντα για προαγωγή, και τούτο διότι τα Σχέδια Υπηρεσίας Λειτουργού Πολεοδομίας 2ης Τάξης του 1981, που προβλέπουν ότι όσοι διορίστηκαν με βάση τα προσόντα της παραγράφου 1(δ) δεν θα προαχθούν στη θέση Λειτουργού Πολεοδομίας 1ης Τάξης, εκτός αν αποκτήσουν το προσόν που απαιτείται στην παράγραφο 1(α), δεν καταργήθηκαν από τα Σχέδια Υπηρεσίας Λειτουργού Πολεοδομίας 1ης Τάξης του 1992. Εφόσον οι εφεσείοντες δεν απέκτησαν το προσόν που απαιτείται στην παράγραφο 1(α), δεν μπορούσαν να προαχθούν.
Ο πρωτόδικος Δικαστής απέρριψε την προσφυγή με το ακόλουθο σκεπτικό:
«Είναι νομολογημένο πως η ερμηνεία των Σχεδίων Υπηρεσίας ανάγεται στην αρμοδιότητα του διοικητικού οργάνου. Το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει εφόσον η ερμηνεία που υιοθετείται είναι εύλογα επιτρεπτή. Έχω τη γνώμη πως η ερμηνεία που αποδίδει η διοίκηση στα Σχέδια Υπηρεσίας είναι όντως επιτρεπτή. Δεν συμφωνώ με το δικηγόρο των αιτητών πως η πρόνοια της Σημείωσης στα Σχέδια Υπηρεσίας του 1992, κατάργησε και αντικατέστησε αυτά που προβλέπονται στην παράγραφο 1(δ) των Σχεδίων Υπηρεσίας του 1981. Και τα δυο Σχέδια συλλειτουργούν. Οι υποψήφιοι για προαγωγή στη συνδυασμένη θέση Λειτουργού Πολεοδομίας 1ης Τάξης, θα πρέπει να είχαν κατά τον ουσιώδη χρόνο, το προσόν που απαιτείται στην παράγραφο 1(α) του Σχεδίου Υπηρεσίας του 1981. Διαφορετική ερμηνεία οδηγεί σε άνιση, δυσμενή μεταχείριση, των υποψηφίων που κατέχουν τα υψηλότερα προσόντα της παραγράφου 1 των Σχεδίων Υπηρεσίας του 1981, έναντι αυτών που δεν τα διαθέτουν, όπως οι αιτητές.»
Η έφεση στηρίζεται σε δύο λόγους. Σύμφωνα με τον πρώτο λόγο, εσφαλμένα ο πρωτόδικος Δικαστής θεώρησε τους εφεσείοντες ως μη προσοντούχους για προαγωγή στηριζόμενος στα Σχέδια Υπηρεσίας της θέσης που κατείχαν, και που, εν πάση περιπτώσει, στο κρίσιμο σημείο, καταργήθηκαν, ενώ θα 'πρεπε να στηριχθεί αποκλειστικά στα Σχέδια Υπηρεσίας της θέσης στην οποία αφορούσε η προαγωγή, με βάση τα οποία οι εφεσείοντες, όπως ήταν παραδεκτό, κατείχαν τα προσόντα για προαγωγή. Σύμφωνα με το δεύτερο λόγο, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα συνέδεσε την αρχή της ισότητας με την ερμηνεία των επίδικων Σχεδίων Υπηρεσίας για να καταλήξει στη θέση ότι διαφορετική ερμηνεία θα οδηγούσε «σε άνιση, δυσμενή μεταχείριση, των υποψηφίων που κατέχουν τα υψηλότερα προσόντα της παραγράφου 1 των Σχεδίων Υπηρεσίας του 1981, έναντι αυτών που δεν τα διαθέτουν, όπως οι αιτητές».
Ούτε ο πρώτος, ούτε ο δεύτερος λόγος έφεσης ευσταθεί.Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστή, τόσο στο θέμα της ερμηνείας των επίδικων Σχεδίων Υπηρεσίας όσο και στο θέμα της δυσμενούς διάκρισης που θα συνεπήγετο τυχόν διαφορετική ερμηνεία τους, μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους. Εφόσον οι εφεσείοντες διορίστηκαν στη θέση Λειτουργού Πολεοδομίας, 2ης Τάξης, με βάση την παράγραφο 1(δ) των Σχεδίων Υπηρεσίας της θέσης του 1981, με βάση την ίδια ακριβώς παράγραφο, δεν μπορούσαν να προαχθούν στη θέση Λειτουργού Πολεοδομίας, 1ης Τάξης, εκτός αν, εν τω μεταξύ, αποκτούσαν τα προσόντα της παραγράφου 1(α) των ίδιων Σχεδίων. Το γεγονός ότι, το 1995, πληρούσαν τις προϋποθέσεις της Σημείωσης των Σχεδίων Υπηρεσίας της θέσης Λειτουργού Πολεοδομίας, 1ης Τάξης του 1992, δεν τους καθιστούσε αφ' εαυτού προακτέους. Η Σημείωση στα Σχέδια Υπηρεσίας Λειτουργού Πολεοδομίας, 1ης Τάξης του 1992 μπορούσε εύλογα να ερμηνευθεί, όπως και ερμηνεύθηκε, ότι δεν κατήργησε την πρόνοια της παραγράφου 1(δ) των Σχεδίων Υπηρεσίας της θέσης Λειτουργού Πολεοδομίας, 2ης Τάξης του 1981, σύμφωνα με την οποία η απόκτηση των προσόντων της παραγράφου 1(α) ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για προαγωγή. Τα δύο Σχέδια μπορούσαν να συλλειτουργήσουν. Το δε επιχείρημα ότι τυχόν αντίθετη ερμηνεία θα δημιουργούσε δυσμενή διάκριση μεταξύ εκείνων που διορίστηκαν στη θέση Λειτουργού Πολεοδομίας 2ης Τάξης με βάση τα προσόντα των παραγράφων 1(α) ή 1(β) ή 1(γ), αφενός, και εκείνων που διορίστηκαν με βάση την παράγραφο 1(δ), αφετέρου, μπορούσε να επικληθεί, και ορθά επικλήθηκε από τον πρωτόδικο Δικαστή, υπέρ της ουσιαστικής ορθότητας της ερμηνείας που δόθηκε από τους εφεσίβλητους.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.