ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(1999) 3 ΑΑΔ 442

25 Ιουνίου, 1999

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ,Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ/Η ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Εφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2382)

 

Αστυνομική Δύναμη — Τακτικοί Ειδικοί Αστυφύλακες — Παραχώρηση συνταξιοδοτικών ωφελημάτων δυνάμει του περί Τακτικών Ειδικών Αστυφυλάκων (διορισμός σε οργανικές θέσεις) Νόμου του 1991 (Ν. 188/91) — Απαραίτητη προϋπόθεση ο νόμιμος διορισμός στη θέση αυτή από τον Αρχηγό Αστυνομίας — Νόμιμη η απόφαση απόρριψης αιτήματος για παραχώρηση ωφελημάτων, εφόσον δεν υπήρξε ποτέ πράξη διορισμού στη θέση Τακτικού Ειδικού Αστυφύλακα.

Ο εφεσείων είχε διεκδικήσει συνταξιοδοτικά ωφελήματα, δυνάμει των προνοιών του περί Ειδικών Αστυφυλάκων (διορισμός σε οργανικές θέσεις) Νόμου του 1991, Ν. 188/91. Το αίτημά του είχε απορριφθεί επειδή ποτέ δεν είχε διοριστεί από τον Αρχηγό Αστυνομίας ως τακτικός ειδικός αστυφύλακας δυνάμει του περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμου (Αρ. 44) του 1990 (Ν.253/90). Ακολούθησε προσφυγή η οποία απορρίφθηκε με αποτέλεσμα την καταχώριση της έφεση.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Σύμφωνα με το Άρθρο 3 του Νόμου 188/91 ο Αρχηγός της Αστυνομίας διορίζει στη θέση τακτικού ειδικού αστυφύλακα κάθε ειδικό αστυφύλακα που βρισκόταν στην υπηρεσία την 1.11.1990 και εξακολουθούσε να βρίσκεται στην υπηρεσία κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του νόμου. Η ιδιότητα του τακτικού ειδικού αστυφύλακα, αποκτάται μόνο με την πράξη του διορισμού. Είναι φανερό ότι ο εφεσείων δεν έτυχε ενός τέτοιου διορισμού. Η αναφορά στο νόμο στο συλλογικό διορισμό των ειδικών αστυφυλάκων κατά παρέκκλιση των σχετικών διατάξεων του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285, δεν μπορεί να ερμηνευθεί ότι ο εφεσείων απέκτησε ιδίω δικαίω και χωρίς πράξη διορισμού την ιδιότητα του ειδικού τακτικού αστυφύλακα. Ο νόμος απλώς προβλέπει τα προσόντα τα οποία πρέπει κάποιος να έχει, για διορισμό του από τον Αρχηγό της Αστυνομίας στη θέση τακτικού ειδικού αστυφύλακα. Ο εφεσείων μπορούσε βέβαια, αν το επιθυμούσε, να προσβάλει την παράλειψη του Αρχηγού να τον διορίσει.

Με άλλα λόγια, εκείνο που έχει σημασία στην παρούσα υπόθεση, είναι ότι ο εφεσείων ουδέποτε διορίστηκε από τον Αρχηγό της Αστυνομίας, στη θέση τακτικού ειδικού αστυφύλακα και συνεπώς ο εφεσείων δεν έχει οποιοδήποτε δικαίωμα σε ωφελήματα που συνάδουν με αυτή. Οι καθ' ων η αίτηση, δηλαδή το Υπουργείο Οικονομικών, ορθά απέρριψε το αίτημα για καταβολή των ωφελημάτων, που συνάδουν με τη θέση του τακτικού ειδικού αστυφύλακα, σε πρόσωπο που δεν είχε διοριστεί στη θέση αυτή. Η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι, όπως ισχυρίζεται ο εφεσείων, έκδηλα παράνομη. Αντίθετα συνάδει πλήρως με το νόμο.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Καλλής, Δ.) που δόθηκε στις 4 Νοεμβρίου, 1996 (Προσφυγή Αρ. 196/96) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντα εναντίον της απόφασης των καθ' ων η αίτηση να απορρίψουν το αίτημά του για παραχώρηση των ωφελημάτων που συνάδουν με τη θέση του τακτικού ειδικού αστυφύλακα γιατί κρίθηκε ότι δεν μπορούσε να θεωρηθεί μέλος της Αστυνομικής Δύναμης.

Α. Ευσταθίου-Νικολετοπούλου για Ε. Ευσταθίου, για τον Εφεσείοντα.

Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Tην ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: O εφεσείων που διορίστηκε στις 15.8.1980 ως ειδικός αστυφύλακας, υπηρετούσε ως φρουρός στην Κεντρική Τράπεζα. Μετά τον τερματισμό των υπηρεσιών του λόγω συμπλήρωσης του 55ου έτους της ηλικίας του, την 1.10.1993 του παραχωρήθηκε φιλοδώρημα ύψους £2.698,50. Ο εφεσείων αποτάθηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο και ζήτησε όπως του αποδοθούν τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα που παρέχονται στους τακτικούς ειδικούς αστυφύλακες που διορίστηκαν αναδρομικά βάσει του περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμου (αρ. 44) του 1990, Ν.253/90.

Ύστερα από σχετική αλληλογραφία το αίτημά του απορρίφθηκε με επιστολή του Διευθυντή Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού ημερ. 28.1.1994.  Εναντίον της απόφασης καταχωρήθηκε προσφυγή που είχε ως αποτέλεσμα την ακύρωσή της από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 12.9.1995.

Ο εφεσείων στις 14.12.1995 επανυπόβαλε το αίτημά του για παραχώρηση των ωφελημάτων που δικαιούται ως αφυπηρετήσας τακτικός αστυφύλακας βάσει του περί Τακτικών Ειδικών Αστυφυλάκων (διορισμός σε οργανικές θέσεις) Νόμου του 1991, Ν. 188/91. Η απάντηση ημερ. 5.2.1996 ήταν και πάλι απορριπτική γιατί κρίθηκε ότι ο εφεσείων δεν μπορούσε να θεωρηθεί μέλος της Αστυνομικής Δύναμης.

Η νέα προσφυγή που ο εφεσείων καταχώρησε εναντίον της απόφασης των καθ' ων η αίτηση απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 4.11.1996.

Ο εφεσείων στην πρωτόδικη διαδικασία υποστήριξε ότι καλύπτεται από τις πρόνοιες του Ν.188/91, αφού από 15.7.1980 μέχρι 30.9.1993 βρισκόταν στην Υπηρεσία του Αρχηγού της Αστυνομίας και υπαγόταν διοικητικά σ' αυτόν.

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Νόμου 188/91 κάθε ειδικός αστυφύλακας που βρισκόταν στην υπηρεσία την 1.11.1990 και εξακολουθούσε να βρίσκεται στην υπηρεσία κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του νόμου, διορίζεται από τον Αρχηγό Αστυνομίας αναδρομικά από 1.11.1990 στη θέση τακτικού ειδικού αστυφύλακα σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αστυνομίας Νόμου και των περί Αστυνομίας Κανονισμών του 1989 και με βάση τους πίνακες διοριστέων που ετοιμάστηκαν από τον Αρχηγό της Αστυνομίας. Ειδικός αστυφύλακας σύμφωνα με το άρθρο 2 σημαίνει τον ειδικό αστυφύλακα που είχε απασχοληθεί πάνω σε πλήρη βάση για εκτέλεση καθηκόντων μέχρι την 1.11.1990.

Προφανώς ο αιτητής ουδέποτε διορίστηκε από τον Αρχηγό της Αστυνομίας στη θέση τακτικού ειδικού αστυφύλακα με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 3(1) (β).  Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι άτομο για να θεωρηθεί ότι κατέχει τη θέση τακτικού ειδικού αστυφύλακα θα πρέπει να προηγηθεί πράξη διορισμού, κάτι που δεν έγινε στην παρούσα υπόθεση.

Στην έφεση που ασκήθηκε εναντίον της απόφασης προβλήθηκε ο λόγος ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δεν δικαιούται στα ωφελήματα που του απονέμει ο Νόμος 188/91, είναι εσφαλμένη γιατί οι καθ' ων η αίτηση αποκτούν πλεονεκτήματα από τη δική τους παρανομία, ενώ ο αιτητής θυματοποιείται. Τα πιο πάνω ισοδυναμούν με παραβίαση των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης γιατί η μη καταβολή στον αιτητή των ωφελημάτων του αποτελεί πράξη έκδηλα παράνομη. Σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, ο διορισμός του που προβλέπεται στο άρθρο 3 είναι διορισμός που πλάσματι δικαίου επέρχεται αυτομάτως για όλους που καλύπτονται από το νόμο. Τέλος προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι εσφαλμένη γιατί συναρτά την καταβολή των δικαιωμάτων του εφεσείοντα από πράξη διορισμού η οποία, όπως είναι η διατύπωση του νόμου, δεν ήταν απαραίτητο να λάβει χώρα, αφού τα δικαιώματά του ο εφεσείων τα δικαιούται κατά παρέκκλιση των διαδικασιών διορισμού.

Το επιχείρημα για την παραβίαση των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης, εκτός του ότι δεν είχε προβληθεί στην πρωτόδικη διαδικασία, είναι άσχετο, καθώς παραγνωρίζει την ουσία της υπόθεσης.

Προβάλλεται όμως και ο ισχυρισμός ότι η πρωτόδικη απόφαση εσφαλμένα συναρτά την καταβολή των δικαιωμάτων του αιτητή από πράξη διορισμού, που δεν ήταν απαραίτητη λόγω της διατύπωσης του νόμου. Θα πρέπει να λεχθεί ότι συμφωνούμε πλήρως με την πρωτόδικη απόφαση για τους λόγους που θα εξηγήσουμε στη συνέχεια.

Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Νόμου 188/91 ο Αρχηγός της Αστυνομίας διορίζει στη θέση τακτικού ειδικού αστυφύλακα κάθε ειδικό αστυφύλακα που βρισκόταν στην υπηρεσία την 1.11.1990 και εξακολουθούσε να βρίσκεται στην υπηρεσία κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του νόμου. Η ιδιότητα του τακτικού ειδικού αστυφύλακα αποκτάται μόνο με την πράξη του διορισμού. Είναι φανερό ότι ο εφεσείων δεν έτυχε ενός τέτοιου διορισμού. Η αναφορά στο νόμο στο συλλογικό διορισμό των ειδικών αστυφυλάκων κατά παρέκκλιση των σχετικών διατάξεων του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285, δεν μπορεί να ερμηνευθεί ότι ο εφεσείων απέκτησε ιδίω δικαίω και χωρίς πράξη διορισμού  την ιδιότητα του ειδικού τακτικού αστυφύλακα.  Ο νόμος απλώς προβλέπει τα προσόντα τα οποία πρέπει κάποιος να έχει για διορισμό του από τον Αρχηγό της Αστυνομίας στη θέση τακτικού ειδικού αστυφύλακα. Ο εφεσείων μπορούσε βέβαια, αν το επιθυμούσε, να προσβάλει την παράλειψη του Αρχηγού να τον διορίσει.

Με άλλα λόγια, εκείνο που έχει σημασία στην παρούσα υπόθεση είναι ότι ο εφεσείων ουδέποτε διορίστηκε από τον Αρχηγό της Αστυνομίας στη θέση τακτικού ειδικού αστυφύλακα και συνεπώς ο εφεσείων δεν έχει οποιοδήποτε δικαίωμα σε ωφελήματα που συνάδουν με αυτή. Οι καθ' ων η αίτηση, δηλαδή του Υπουργείο Οικονομικών, ορθά απέρριψε το αίτημα για καταβολή των ωφελημάτων που συνάδουν με τη θέση του τακτικού ειδικού αστυφύλακα σε πρόσωπο που δεν είχε διοριστεί στη θέση αυτή. Η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι, όπως ισχυρίζεται ο εφεσείων, έκδηλα παράνομη. Αντίθετα συνάδει πλήρως με το νόμο.

Εν όψει των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντος όπως θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο