ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 3 ΑΑΔ 491
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 2124
ΕΝΩΠΙΟΝ:
Γ.Μ. ΠΙΚΗ, Π., Π. ΑΡΤΕΜΗ, Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ,ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, ΔΔ.
Μεταξύ:
Γεωργίας Χατζημιχαήλ από Αγ. Αμβρόσιο,
Εφεσείουσα ς-Αιτήτριας,
ν.
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Υπουργείου Οικονομικών και/ή
Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων,
Εφεσιβλήτω ν-Καθ΄ων η αίτηση.
- - - - - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ:
20.7.99ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ
Για την εφεσείουσα: κ. Α.Σ. Αγγελίδης
Για τους εφεσίβλητους: κα Ε. Aντωνίου-Γεωργίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Μ. ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Π. Αρτέμης, Δ.
Π. Αρτέμης, Δ.: Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 11(4)(β) του περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1988 (Ν. 58/88) απαλλάττονται του εισαγωγικού δασμού μηχανοκίνητα οχήματα ορισμένων κλάσεων "εισαγόμενα υπό ή δια λογαριασμόν πολίτου της Δημοκρατίας ο οποίος κατά τα αμέσως προ της επανόδου του εις την Δημοκρατίαν δώδεκα έτη αποδεδειγμένως ειργάσθη εις το εξωτερικόν μετά την 20ήν Ιουλίου 1974 δια συνολικήν περίοδον τουλάχιστον 10 ετών, νοουμένου ότι η εισαγωγή γίνεται εντός ενός έτους από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου ή εντός ενός έτους από της αφίξεως του δι΄εγκατάστασιν εν τη Δημοκρατία".
Η υπόθεση αφορά αίτημα της αιτήτριας για απαλλαγή του οχήματος της από την πληρωμή τελωνειακών δασμών και φόρων καταναλώσεως με βάση τις πιο πάνω πρόνοιες.
Στις 7.9.74 η αιτήτρια μετέβη στην Αγγλία, όπου και εγκαταστάθηκε και σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της από τις 30.3.75 άρχισε να εργάζεται ως γαζώτρια και ακολούθως ως καθαρίστρια σε εστιατόριο. Εκεί παντρεύτηκε και απέκτησε δύο παιδιά και εξακολούθησε να εργάζεται μέχρι τις 25.6.82. Μετά από ολιγοήμερη επίσκεψη της στην Κύπρο με την οικογένεια της μετέβη στην Ελλάδα, όπου και εγκαταστάθηκε από τις 8.9.82 μέχρι τις 3.6.86, σύμφωνα με δήλωση της, όπου και εργάστηκε φροντίζοντας παιδιά στο σπίτι της. Στην Κύπρο επανήλθε με την οικογένεια της για μόνιμη εγκατάσταση στις 5.7.86.
Η αιτήτρια αρχικά υπέβαλε το αίτημα της για την φοροαπαλλαγή, το οποίο και απορρίφθηκε και η απόφαση της απόρριψης του κοινοποιήθηκε σε αυτή στις 29.3.89 με το αιτιολογικό ότι το υλικό που είχε προσκομίσει δεν ήταν επαρκές για να ικανοποιηθούν οι προϋποθέσεις του νόμου. Εναντίον της απορριπτικής αυτής απόφασης κατεχώρησε την Προσφυγή 268/89, η οποία απορρίφθηκε από το Δικαστήριο στις 28.2.90. Στις 2.4.90 η αιτήτρια υπεβάλε νέο αίτημα μαζί με τέσσερεις βεβαιώσεις από ισάριθμους ιδιώτες, κατοίκους της Αγγλίας και της Ελλάδας, σύμφωνα με τις οποίες είχε εργοδοτηθεί από αυτούς κατά τη διάρκεια των ετών 1975 - 1986. Το αίτημα της απορρίφθηκε και πάλιν και η αιτήτρια κατεχώρησε την Προσφυγή 230/91, η οποία έγινε αποδεκτή στις 22.4.92 λόγω έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας. Μετά την επιτυχία της πιο πάνω προσφυγής, οι καθ΄ων η αίτηση επανεξέτασαν την αίτηση της και την απέρριψαν και πάλιν με το πιο κάτω αιτιολογικό που περιέχεται στην επιστολή τους ημερομηνίας 9.3.94:
"Αναφέρομαι στην Απόφαση του Δικαστηρίου, στην υπόθεση 230/91, που εκδόθηκε στις 22.4.1992 και σας πληροφορώ ότι επανεξέτασα με προσοχή την αίτησή σας και ενόψει του γεγονότος ότι, οι τέσσερεις βεβαιώσεις για απασχόληση σας στο εξωτερικό, προέρχονται από ιδιώτες, τρεις από τους οποίους μάλιστα είναι κάτοικοι εξωτερικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατο να ελεχθεί το περιεχόμενο των βεβαιώσεων τους ακόμη και αυτή η υπευθυνότητα τους, δεν μπορώ να αποδεχθώ αυτά σαν αποδεικτικά στοιχεία της απασχόλησής σας. Γι΄αυτό λυπάμαι να σας πληροφορήσω ότι η προηγούμενη απορριπτική απόφαση μου παραμένει."
Ένας από τους βασικούς λόγους που προσβλήθηκε η υπό κρίση διοικητική απόφαση ήταν ότι αυτή δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεωρώντας ότι ήταν στην κρίση της διοικητικής αρχής το κατά πόσο με τα πιστοποιητικά που υπέβαλε η αιτήτρια δεν είχαν δικαιολογηθεί και αποδειχθεί επαρκώς οι αναγκαίες προϋποθέσεις και συγκεκριμένα η εργασία της για δεκαετή περίοδο στο εξωτερικό, έκρινε ότι η απορριπτική απόφαση ήταν αιτιολογημένη, αφού αναφερόταν στους συγκεκριμένους λόγους στους οποίους στηρίχθηκε η κρίση της και άνκαι η αιτιολογία αυτή ήταν συνεπτυγμένη, ήταν σαφής και μπορούσε να συμπληρωθεί από το φάκελο της διοίκησης.
Έχοντας υπόψη την αιτιολογία της απορριπτικής απόφασης που περιέχεται στο απόσπασμα που παραθέσαμε πιο πάνω, κρίνουμε το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί ύπαρξης επαρκούς αιτιολογίας ως εσφαλμένο. Όπως ρητά αναφέρει η διοίκηση ο λόγος απόρριψης του αιτήματος της αιτήτριας ήταν ότι οι τέσσερεις βεβαιώσεις για την απασχόληση της αιτήτριας στο εξωτερικό προέρχονταν από ιδιώτες, τρεις από τους οποίους μάλιστα ήταν κάτοικοι εξωτερικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατος ο έλεγχος του περιεχομένου τους, ακόμη και αυτή η υπευθυνότητα τους και ως εκ τούτου δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές ως αποδεικτικά στοιχεία.
Τα πιο πάνω, κατά την κρίση μας, αποτελούν εσφαλμένη αιτιολογία, καθόσο η διοίκηση ανήγαγε την ιδιότητα και την κατοικία των μαρτύρων που έκαμαν τις βεβαιώσεις σε αποφασιστικά κριτήρια για να καταλήξει στην απόφαση της. Τούτο έπραξε σε συνάρτηση με το επιχείρημα ότι το γεγονός της ιδιότητας των μαρτύρων ως ιδιωτών και της κατοικίας τους στο εξωτερικό αποτελούσε κώλυμα στην εξακρίβωση της ορθότητας του περιεχομένου της και της υπευθυνότητας των μαρτύρων. Το γεγονός αυτό δεν θα μπορούσε να αποτελέσει αιτιολογία. Άλλωστε ήταν φυσιολογικό οι εργοδότες της αιτήτριας να ήταν ιδιώτες και ακόμη πιο σίγουρα κάτοικοι του εξωτερικού. Η διοίκηση μπορούσε και είχε καθήκον να διεξαγάγει περαιτέρω και λεπτομερή έρευνα με το να ζητήσει περισσότερες λεπτομέρειες, όπως ένορκες δηλώσεις, κ.λ.π., σε σχέση με τις βεβαιώσεις, προτού καταλήξει σε τελική απόφαση. Η κατ΄ισχυρισμό δυσκολία εξακρίβωσης της ορθότητας του περιεχομένου των βεβαιώσεων και της υπευθυνότητας των μαρτύρων, όχι μόνο δεν απάλλαττε τους καθ΄ων η αίτηση να διεξάγουν περαιτέρω έρευνα, αλλά τους εβάρυνε με την υποχρέωση για τη διεξαγωγή μίας τέτοιας έρευνας. (Για την επάρκεια της έρευνας δέστε και Νικολάου ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 37, απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε).
Ως εκ των ανωτέρω η αναγωγή της ιδιότητας και της κατοικίας των μαρτύρων σε αποφασιστικό κριτήριο, καθώς και η παράλειψη της διοίκησης να προβεί στην αναγκαία έρευνα υπό τις περιστάσεις, καθιστούν την απόφαση τρωτή.
Κατά συνέπεια των πιο πάνω η προσφυγή επιτυγχάνει, η πρωτόδικη απόφαση ανατρέπεται και η διοικητική απορριπτική απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της αιτήτριας τόσο πρωτόδικα όσο και κατ΄έφεση.
Π. Δ. Δ. Δ. Δ.
/Χ.Π.