ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:B114
(2014) 2 ΑΑΔ 105
14 Φεβρουαρίου, 2014
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΤΡΙΑΝΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Εφεσείουσα,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 201/2012)
Δικαιώματα διαδίκου ― Αυτοπρόσωπη εμφάνιση διαδίκου τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση ― Παράλειψη αντεξέτασης μαρτύρων κατηγορούσας αρχής ― Κατά πόσον ευσταθούσε ο λόγος έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να συμβουλέψει την κατηγορούμενη/εφεσείουσα να αντεξετάσει τους μάρτυρες κατηγορίες.
[Πέραν των ως άνω αναφερομένων τίτλων, η απόφαση διαβάζεται στο σύνολο της].
Η έφεση απορρίφθηκε.
Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Έφεση από την Κατηγορούμενη εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Ταλαρίδου-Κοντοπούλου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 19432/10), ημερομηνίας 9/10/12.
Η Εφεσείουσα εμφανίζεται αυτοπροσώπως.
Δ. Παπαστεφάνου (κα), για την Εφεσίβλητη.
Εx tempore
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής κ. Μ. Χριστοδούλου.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Η Εφεσείουσα κρίθηκε ένοχη στις κατηγορίες της κοινής επίθεσης του Άρθρου 242 του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154 και της ανησυχίας του Άρθρου 95 του Ποινικού Κώδικα και της επιβλήθηκε πρόστιμο €400 μόνο στην πρώτη.
Το παράπονο της είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε πέραν από κάθε λογική αμφιβολία την ενοχή της και με ένα λόγο έφεσης προσβάλλει τόσο την καταδίκη, όσο και το ύψος της ποινής.
Παρά το γεγονός όμως ότι ο λόγος έφεσης είναι ένας, εντούτοις αναπτύσσεται σε τέτοια έκταση και με τέτοιο τρόπο που είναι πολύ δύσκολο κάποιος να τον παρακολουθήσει και να τον αντιληφθεί. Απ' ότι εμείς έχουμε αντιληφθεί παραπονείται βασικά ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο (α) δεν τη συμβούλευσε για τις συνέπειες της μη αντεξέτασης των μαρτύρων κατηγορίας και (β) δεν έλαβε υπόψη του τα ιατρικά πιστοποιητικά που παρουσίασε, στη βάση των οποίων βεβαιώνεται ότι είναι ανίκανη να χειροδικήσει εναντίον οποιουδήποτε.
Πρώτα όμως θα' ταν χρήσιμο να αναφερθούμε σε συντομία στα γεγονότα της υπόθεσης, όπως διατυπώνονται στην πρωτόδικη απόφαση. Αφορούν επεισόδιο που έγινε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την 1.6.2010, με εμπλεκόμενους την Εφεσείουσα και τον αστυνομικό Χρυσάνθου. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του εν λόγω αστυνομικού και ενός ακόμη μάρτυρα, οι οποίοι δεν αντεξετάστηκαν και η μαρτυρία τους έγινε αποδεκτή, εκείνη την ημέρα ενώ ο Χρυσάνθου εγκατέλειπε το χώρο του Δικαστηρίου, τον ακολούθησε με απειλητικές διαθέσεις η Εφεσείουσα και άρχισε να του φωνάζει «εν να σε κανονίσω εσένα δεν μου γλυτώνεις» και «όσοι τα έβαλαν μαζί μου μπλέκουν άσχημα». Ο Χρυσάνθου δεν της έδωσε σημασία και τότε αυτή του επιτέθηκε, δηλαδή προσπάθησε να τον σταματήσει τραβώντας τον από το χέρι και όταν ο Χρυσάνθου αποπειράθηκε να αποσπάσει το χέρι του από το δικό της, αυτή έπεσε στο έδαφος. Αυτά ουσιαστικά αναφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση και όπως γίνεται αντιληπτό το Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ενοχής τόσο για το αδίκημα της κοινής επίθεσης όσο και της ανησυχίας σε δημόσιο χώρο.
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, το βασικό παράπονο της Εφεσείουσας είναι ότι δεν τη συμβούλευσε η Δικαστής να αντεξετάσει τόσο τον παραπονούμενο όσο και τον άλλο μάρτυρα κατηγορίας, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε εύρημα ενοχής.
Εξετάσαμε το σχετικό παράπονο της και καταλήξαμε ότι δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασής μας στην πρωτόδικη απόφαση. Η απόφαση να μην αντεξετάσει τους μάρτυρες ήταν αποκλειστικά δική της και μάλιστα, όπως σημειώνει η πρωτόδικη Δικαστής και όπως διαπιστώσαμε από τα εν εκτάσει πρακτικά επί του θέματος, αρνήθηκε να αντεξετάσει προτάσσοντας ότι δεν θα αντεξέταζε για να μην επηρεασθεί αγωγή που είχε κινήσει εναντίον του Χρυσάνθου. Έπεται ότι το σχετικό παράπονο απορρίπτεται όπως απορρίπτεται και το συνυφασμένο με αυτό παράπονο της ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε πέραν από κάθε λογική αμφιβολία την ενοχή της. Και αυτό, αφού στη βάση της μαρτυρίας που δέχτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η οποία στην ουσία παρέμεινε αναντίλεκτη, η καταδίκη της και στις δύο κατηγορίες ήταν αναπόφευκτη.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση εναντίον της καταδίκης απορρίπτεται ως αβάσιμη, όπως απορρίπτεται και η έφεση εναντίον της ποινής η οποία δεν προωθήθηκε.
Η έφεση απορρίπτεται.