ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 2 ΑΑΔ 669
20 Δεκεμβρίου, 2004
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
COURJANAD CHIKHAEVA,
Εφεσείουσα,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7508)
Ποινικός Κώδικας ― Επίθεση που προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη ― Μέθη ― Ανησυχία ― Δημόσια εξύβριση ― Εφεσείουσα, χωρίς νόμιμη αιτία και υπό την επήρεια ποτού, επιτέθηκε εναντίον αστυνομικών σε δημόσιο μέρος, τους εξύβρισε και προκάλεσε ανησυχία ― Καταδίκη εφεσείουσας για τα πιο πάνω αδικήματα, επικυρώθηκε κατ' έφεση.
Τα μεσάνυκτα της 15ης Ιανουαρίου 2003, δύο αστυνομικοί με πολιτική περιβολή στάθμευσαν το αυτοκίνητό τους, το οποίο δεν έφερε διακριτικά της Αστυνομίας, σε συγκεκριμένο σημείο της λεωφόρου Μακαρίου Γ΄ στη Λεμεσό και πλησίασαν την εφεσείουσα που βρισκόταν εκεί σε έξαλλη κατάσταση και υπό την επήρεια αλκοόλ, για να της προσφέρουν βοήθεια και να την προστατέψουν από διερχόμενα οχήματα. Η εφεσείουσα, της οποίας η συμπεριφορά ολοένα χειροτέρευε, γυμνώθηκε από τη μέση και πάνω, ύβριζε, θορυβούσε και επιτίθετο στους αστυνομικούς κτυπώντας και κλωτσώντας τους με αποτέλεσμα να τους προκαλέσει ελαφρά σωματική βλάβη που συνίστατο σε εκδορές και μώλωπες.
Η εφεσείουσα πρόβαλε εντελώς διαφορετική εκδοχή. Υποστήριξε ότι το συγκεκριμένο εκείνο βράδυ έφυγε από εορταστική συγκέντρωση, δεν ήταν μεθυσμένη, και βγήκε στο δρομο προς αναζήτηση διερχομένου ταξί που θα τη μετέφερε στο σπίτι της. Δίπλα της σταμάτησε ένα άσπρο αυτοκίνητο και ο οδηγός και ο συνοδηγός του της είπαν να μπει στο αυτοκίνητο μιλώντας της στα ελληνικά. Αυτή απέρριψε την πρόσκληση. Οι δύο άντρες επέμεναν. Ο συνοδηγός την άρπαξε από το χέρι και την τράβηξε βίαια ώστε να της βγάλει το μανίκι από το παλτό της. Την ύβρισαν στα Αγγλικά. Αντιλήφθηκε πως την εξέλαβαν για γυναίκα ελευθερίων ηθών και πως ήθελαν να την πάρουν μαζί τους για σεξ. Εκείνοι γελούσαν ενώ αυτοπαρουσιάζονταν ως αστυνομικοί. Την τραβούσαν και οι δύο, της έβγαλαν το παλτό και τη κτυπούσαν.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ως αξιόπιστους τους αστυνομικούς οι οποίοι είχαν κληθεί ως μάρτυρες κατηγορίας, παρόλον ότι σημείωσε κάποιες αδυναμίες στη μαρτυρία τους και έκρινε ένοχη την εφεσείουσα σε δυο κατηγορίες επίθεσης που προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη στους αστυνομικούς όπως και σε κατηγορίες για μέθη ανησυχία και δημόσια εξύβριση.
Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση.
Με τους λόγους έφεσης αμφισβητά τα ευρήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων κατηγορίας ενόψει των ισχυριζομένων ελλείψεων και αντιφάσεων στη μαρτυρία τους και επίσης τη γνησιότητα της μαρτυρίας τους. Υποστηρίζει επίσης ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα αντίκρυσε τον τρόπο με τον οποίο η υπεράσπιση χειρίστηκε την υπόθεση κατά την αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η προσαχθείσα μαρτυρία δεν άφησε οποιοδήποτε κενό που θα μπορούσε να δημιουργήσει το παραμικρό ίχνος αμφιβολίας για την ενοχή της εφεσείουσας.
2. Ο τρόπος με τον οποίο το Δικαστήριο αντίκρυσε τη γραμμή της υπεράσπισης δεν χρήζει περαιτέρω συζήτησης αφού στην ουσία τίποτε δεν θα άλλαζε.
3. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε που να δικαιολογεί την επέμβαση του Εφετείου στα πρωτόδικα ευρήματα. Με αυτό ως δεδομένο, είναι ανεδαφική η άποψη της υπεράσπισης, πως η εφεσείουσα είχε νόμιμη αιτία για τη συμπεριφορά της.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Έφεση εναντίον Καταδίκης.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστήριου Λεμεσου, (Υπόθεση Αρ. 789/2003), ημερομηνίας 5/9/2003, με την οποία βρέθηκε ένοχη από το Επαρχιακό Δικαστήριο σε δύο κατηγορίες επίθεσης που προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη σε αστυνομικό λοχία και ειδικό αστυφύλακα, όπως και σε κατηγορίες για μέθη, ανησυχία και δημόσια εξύβριση, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Ε. Πουργουρίδης, για την Εφεσείουσα.
Η. Στεφάνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου δίδεται από τον Νικολάου, Δ.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Κατόπιν δίκης, η εφεσείουσα βρέθηκε ένοχη από το Επαρχιακό Δικαστήριο σε δύο κατηγορίες επίθεσης που προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη σε αστυνομικό λοχία και ειδικό αστυφύλακα, όπως και σε κατηγορίες για μέθη, ανησυχία και δημόσια εξύβριση, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Όλες οι κατηγορίες προέκυψαν από επεισόδιο το οποίο έγινε το βράδυ της 15 Ιανουαρίου 2003 στη Λεωφόρο Μακαρίου Γ΄ στη Λεμεσό.
Ήταν περασμένα τα μεσάνυχτα και ο λοχίας μαζί με τον ειδικό αστυφύλακα βρίσκονταν σε μηχανοκίνητη περιπολία όταν είδαν την εφεσείουσα στη λεωφόρο, παρά τα φώτα τροχαίας με την οδό Ν. Παττίχη, να βαδίζει τρικλίζοντας στη μέση του δρόμου, να παραπατά και να πέφτει. Σταμάτησαν και στάθμευσαν το αυτοκίνητο τους το οποίο, καθώς φαίνεται, δεν έφερε διακριτικά της Αστυνομίας. Ήταν και οι δυο τους με πολιτική περιβολή. Πλησίασαν την εφεσείουσα για να της προσφέρουν βοήθεια και να την προστατεύσουν από διερχόμενα οχήματα. Η εφεσείουσα σηκώστηκε, συνέχισε όμως να παραπαίει. Μύριζε οινόπνευμα και παραφερόταν. Της έδειξαν την αστυνομική τους ταυτότητα. Της μίλησαν στα Αγγλικά αφού στα ελληνικά δεν φαινόταν να καταλαμβαίνει. Προσπάθησαν με ήπιο τρόπο να την απομακρύνουν από το ασφαλτικό οδόστρωμα αλλά αυτή αντιδρούσε. Η συμπεριφορά της ολοένα χειροτέρευε. Γυμνώθηκε από τη μέση και πάνω. Ύβριζε, θορυβούσε και επιτίθετο στους αστυνομικούς, κτυπώντας και κλοτσώντας τους. Ένεκα αυτής της συμπεριφοράς της την συνέλαβαν. Προσπαθούσαν να τη συγκρατήσουν. Τους προκάλεσε ελαφρά σωματική βλάβη που συνίστατο σε εκδορές και μώλωπες. Κατόπιν μηνύματος που έστειλαν, κατέφθασε εντός ολίγου και γυναίκα αστυνομικός με τη βοήθεια της οποίας η εφεσείουσα τέθηκε υπό έλεγχο. Της φόρεσαν χειροπέδες, την έβαλαν στο αυτοκίνητο και τη μετέφεραν στον αστυνομικό σταθμό.
Η εφεσείουσα προέβαλε την εξής, ολωσδιόλου διαφορετική εκδοχή. Ενωρίτερα εκείνο το βράδυ βρισκόταν με φίλους με τους οποίους γιόρταζε τον παλιό χρόνο «με τα Ρωσικά δεδομένα». Πρώτα είπε πως αυτό γινόταν σε σπίτι αλλά ύστερα, κατά την αντεξέταση, είπε πως ήταν στη δισκοθήκη «La Bamba». Ο σύζυγος της δεν την συνόδευε γιατί δεν ένοιωθε καλά. Όταν έφτασε η ώρα να φύγει από το γλέντι, βγήκε μόνη της χωρίς να ζητήσει από κανένα βοήθεια για μεταφορικό μέσο γιατί δεν ήθελε να χαλάσει την παρέα. Πρόθεση της ήταν να σταματήσει κάποιο διερχόμενο ταξί. Πολύ λίγο είχε πιει και δεν ήταν μεθυσμένη. Προχώρησε περίπου 100 μ. μέχρι τη σκηνή του επεισοδίου. Εκεί, σταμάτησε δίπλα της ένα άσπρο αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν δύο άντρες. Ο οδηγός, που ήταν στη δική της πλευρά, της είπε να μπει στο αυτοκίνητο. Το ίδιο και ο άλλος άντρας. Της μίλησαν στα ελληνικά. Αυτή απέρριψε την πρόσκληση με ένα ευχαριστώ στα αγγλικά και προχώρησε. Δίπλα της προχώρησε αργά και το αυτοκίνητο. Οι δύο άντρες επέμεναν. Σταμάτησαν ξανά και της άνοιξαν την πίσω πόρτα. Φοβήθηκε. Έβγαλε από τη τσάντα της το κινητό της και άρχισε να τηλεφωνά. Ας σημειωθεί όμως ότι για την χρήση του κινητού της, η εφεσείουσα αργότερα περιέγραψε τα πράγματα αλλιώς. Είπε πως είχε ήδη αρχίσει να σχηματίζει τον αριθμό κάποιου γραφείου ταξί, προσπαθώντας να τον θυμηθεί ολόκληρο όταν τη συνάντησε το αυτοκίνητο. Επανερχόμαστε στο πώς περιέγραψε την εξέλιξη από το σημείο όπου για δεύτερη φορά σταμάτησε το αυτοκίνητο. Κατέβηκε ο συνοδηγός, την άρπαξε από το χέρι και την τράβηξε με τόση βία ώστε να της βγάλει το μανίκι από το παλτό. Την ύβρισαν στα Αγγλικά αποκαλώντας την «Ρωσική σκύλα». Αντιλήφθηκε πως την εξέλαβαν για γυναίκα ελευθερίων ηθών και πως ήθελαν να την πάρουν μαζί τους για σεξ. Άρχισε να φωνάζει «Αστυνομία». Εκείνοι γελούσαν ενώ αυτοπαρουσιάζονταν ως αστυνομικοί. Σ' αυτή τη φάση ο συνοδηγός την έπιασε με δύναμη από τον λαιμό και την έσπρωξε σε ένα πάσσαλο. Της προκάλεσε αίσθηση πνιγμού. Διεξήχθη μάχη. Την τραβούσαν και οι δύο, της έβγαλαν το παλτό και την κτυπούσαν. Περιήλθε σε κατάσταση υστερίας και έκλαιγε. Έπειτα από όλα αυτά ήρθε αστυνομικό όχημα στο οποίο επέβαινε γυναίκα αστυνομικός με συνάδελφο της. Όμως δεν της συμπαραστάθηκαν. Αφού της φόρεσαν χειροπέδες, την έσπρωξαν στο αυτοκίνητο τους και τη μετέφεραν στο σταθμό. Αυτά εν ολίγοις.
Η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε ως μάρτυρα τον λοχία και τον ειδικό αστυφύλακα. Για δε την υπεράσπιση κατέθεσε η εφεσείουσα. Το Δικαστήριο αποδέχθηκε ως αξιόπιστους τους μάρτυρες κατηγορίας παρότι σημείωσε και κάποιες αδυναμίες. Την εντύπωση του το Δικαστήριο την περιέγραψε ως εξής:
«Και οι δύο μάρτυρες κατηγορίας στάθηκαν στο εδώλιο σοβαροί, επαρκούντως λεπτομερείς και με φυσικότητα και λογική ροή εξέθεσαν το περιστατικό, στην αφετηρία, στην εξέλιξη και την κατάληξη του. Δεν υπήρχαν στις ένορκες τους τοποθετήσεις και στην εικόνα τους ως μάρτυρες στοιχεία αναληθείας ή έστω υπερβολής και σίγουρα δεν μου άφησαν εντύπωση ατόμων τα οποία θα επιτίθεντο αναίτια σε μια κοπέλα για τους λόγους και με βάση τα περιστατικά που η Υπεράσπιση άφησε να προβληθούν. Ήταν γνήσια η έκπληξη και των δύο όταν έγινε η εισήγηση του κου Πουργουρίδη ότι «η ανακοπή της κατηγορούμενης» αλλά και η συμπεριφορά τους προς αυτή έγινε διότι είχαν πάρει μήνυμα για μια καλλιτέχνιδα που έφυγε από καμπαρέ. Εξήγησαν με συνέπεια γιατί θεώρησαν υποχρέωση τους να παρέμβουν αφού ακριβώς η κατηγορούμενη βρισκόταν στη μέση του δρόμου και παράπαιε. Επίσης δικαιολόγησαν μ' επάρκεια γιατί αρχικά, παρά τη σκαιά συμπεριφορά της κατηγορούμενης και παρά την εξύβριση, δεν την συνέλαβαν προσπαθώντας απλά να την απομακρύνουν από το δρόμο και για τη δική της ασφάλεια.»
Παράλληλα το Δικαστήριο εξήγησε γιατί θεώρησε αναξιόπιστη την εφεσείουσα. Οι λόγοι περιλάμβαναν και τον τρόπο με τον οποίο η υπεράσπιση είχε τοποθετηθεί κατά την αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας. Επίσης εξέτασε την εισήγηση της υπεράσπισης ότι υπήρξε κενό στην υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής επειδή δεν κλήθηκε ο ανακριτής της υπόθεσης και επειδή επιπλέον δεν κλήθηκε η γυναίκα αστυνομικός. Το Δικαστήριο κατέληξε πως η προσαχθείσα μαρτυρία ήταν αρκετή για την απόδειξη διάπραξης των αδικημάτων και δεν παρέμεινε, ως προς αυτά, οποιοδήποτε κενό.
Με την έφεση προβάλλεται ότι:
(α) Η μη παρουσία ανακριτή της υπόθεσης, αν πράγματι υπήρχε ανακριτής αφού ούτε κι αυτό δεν είχε γίνει γνωστό, άφησε αναπάντητα ουσιώδη ερωτήματα - όπως γιατί δεν λήφθηκε κατάθεση από την εφεσείουσα, γιατί δεν κατηγορήθηκε γραπτώς κ.α. - με αποτέλεσμα να ελλείπει μαρτυρία που να σχετιζόταν άμεσα με την άποψη της υπεράσπισης ότι η μαρτυρία του λοχία και του ειδικού αστυφύλακα ήταν κατασκευασμένη για να δικαιολογήσει τη σύλληψη και τα τραύματα της εφεσείουσας.
(β) Το Δικαστήριο εσφαλμένα αντίκρυσε τον τρόπο με τον οποίο η υπεράσπιση χειρίστηκε την υπόθεση κατά την αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας.
(γ) Το Δικαστήριο έσφαλε ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων και τα ευρήματα στα οποία προέβη δεν λάμβαναν υπόψη διάφορες ελλείψεις και αντιφάσεις.
(δ) Ακόμα και στη βάση των πρωτόδικων ευρημάτων ως προς τον τρόπο με τον οποίο εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα, η καταδίκη ήταν ακροσφαλής γιατί «η εφεσείουσα είχε δικαίωμα να υπερασπίσει τη σωματική της ακεραιότητα και/ή νόμιμη και/ή εύλογη αιτία για να συμπεριφερθεί κατά τον τρόπο που της αποδόθηκε».
Πρέπει να υποδείξουμε πως όσο και αν τα γεγονότα είναι απλά και φαίνονται στις διωκτικές αρχές ξεκαθαρισμένα, αναμένεται εν τούτοις η τήρηση της καθιερωμένης πρακτικής στη διερεύνηση των υποθέσεων και τη συμπλήρωση του φακέλου. Εν προκειμένω όμως η προσαχθείσα μαρτυρία δεν άφησε οποιοδήποτε κενό, κενό που να μπορούσε να δημιουργήσει το παραμικρό ίχνος αμφιβολίας για την ενοχή της εφεσείουσας. Πρόκειται έκδηλα για περίπτωση όπου η επίκριση ως προς τις σημειωθείσες παρεκκλίσεις έχει ως λόγο μόνο την απαίτηση για τη διατήρηση της αναγνωρισμένης τάξης πραγμάτων και καμιά σχέση δεν έχει με το ενδεχόμενο πραγματικής επίδρασης στο αποτέλεσμα. Ως προς τον τρόπο με τον οποίο το Δικαστήριο αντίκρυσε τη γραμμή της υπεράσπισης, θεωρούμε πως δεν χρειάζεται να επεκταθούμε αφού στην ουσία τίποτε δεν θα άλλαζε. Θεωρούμε πάντως πως τα όσα πρωτοδίκως αναφέρθηκαν επ' αυτού αντανακλούσαν τις αντικειμενικές δυσκολίες της υπεράσπισης στις κατηγορίες σε σχέση με τις οποίες μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο συνήγορος υπεράσπισης έπραξε κάθε τι το δυνατόν.
Δεν διακρίναμε οτιδήποτε που να δικαιολογεί παρέμβαση στα πρωτόδικα ευρήματα. Με αυτό ως δεδομένο, θεωρούμε ανεδαφική την άποψη της υπεράσπισης πως η εφεσείουσα είχε, για τη συμπεριφορά της, νόμιμη αιτία.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.