ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 2 ΑΑΔ 535
23 Οκτωβρίου, 2000
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
HAYTHAM HASNOU,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 6977)
Αλλοδαποί ― Είσοδος στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας χωρίς άδεια του Λειτουργού Μετανάστευσης ― Αίτηση εφεσείοντος για αναγνώριση του ως πρόσφυγα ― Κατά πόσο η περίπτωσή του εκαλύπτετο από τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(I)/00).
Πρόσφυγες ― Προϋποθέσεις απόκτησης της ιδιότητας πρόσφυγα ― Ο περί Προσφύγων Νόμος του 2000 (Ν. 6(I)/00).
Λέξεις και Φράσεις ― "Αδικαιολόγητη καθυστέρηση" στο Άρθρο 7(1) και (2) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(I)/00) ―Συναρτάται προς το χρόνο της παράνομης εισόδου και τον χρόνο της υποβολής της σχετικής αίτησης.
Ερμηνεία νόμων ― Δεν υπάρχει κανόνας ερμηνείας με αναφορά μόνο στο χρόνο των ρημάτων που χρησιμοποιούνται κατ' απομόνωση από το σύνολο της διάταξης ή και του νόμου.
Ο εφεσείων εφεσιβάλλει την απόφαση με την οποία καταδικάσθηκε και τιμωρήθηκε με ποινή φυλάκισης δύο μηνών για το αδίκημα της εισόδου στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας χωρίς άδεια του Λειτουργού Μετανάστευσης κατά παράβαση του Άρθρου 12 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε ειδικά από το Ν. 50/88.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντος υποστήριξε ότι ο πελάτης του αποτάθηκε στο Λειτουργό Μετανάστευσης με αίτημα να αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας. Παρόλον ότι αυτό έγινε μετά την έναρξη του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(I)/00) (ο Νόμος) εκάλυπτε και την περίπτωση της εισόδου του ιδίου στην Κυπριακή Δημοκρατία πριν την ημερομηνία της ισχύος του Νόμου, αφού σύμφωνα με την εισήγηση του, ο Νόμος είχε αναδρομική ισχύ.
Αποφασίστηκε ότι:
Το Άρθρο 8(1) του Νόμου αναφέρεται σε άδεια προσωρινής διαμονής "σε αιτητή ο οποίος εισέρχεται στη Δημοκρατία όπως αναφέρεται στο Άρθρο 7". Ο Νόμος δεν αναφέρεται σε περιπτώσεις παράνομης εισόδου που έχει συντελεστεί όταν δεν υπήρχε η δυνατότητα που προβλέπει, αλλά σε περιπτώσεις παράνομης εισόδου και στη συνέχεια διαμονής που συντελούνται με αναγνωρισμένη την προοπτική κάλυψης από τις ρυθμίσεις του Νόμου.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Cheparo v. Chebaro [1987] 1 All E.R. 999,
Athlumney [1898] 2 Q.B. 547.
Έφεση εναντίον Καταδίκης.
Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Μαδέλλα, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 6423/2000), ημερομηνίας 1/9/2000, με την οποία βρέθηκε ένοχος στην κατηγορία ότι εισήλθε στην Κυπριακή Δημοκρατία χωρίς τη συγκατάθεση του Λειτουργού Μεταναστεύσεως κατά παράβαση του Άρθρου 12(2)(5) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 50/88 και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης δύο μηνών.
Ε. Πουργουρίδης, για τον Εφεσείοντα.
Ε. Ζαχαριάδου, για την Εφεσίβλητη.
Ο Εφεσείων παρών.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Το υπό Λιβανική σημαία εμπορικό πλοίο "Hamoudi K", προερχόμενο από την Αλεξάνδρεια, κατέπλευσε στο νέο λιμάνι της Λεμεσού στις 24.4.98. Θα απέπλεε δυο ώρες μετά και δεν εκδόθηκαν "δελτία εισόδου" στο πλήρωμα. Ο εφεσείων ήταν μέλος του πληρώματος και, όπως διαπιστώθηκε, αποβιβάστηκε κρυφά και εξαφανίστηκε. Δεν είχε, βέβαια, την απαιτούμενη άδεια του Λειτουργού Μετανάστευσης και δεν αμφισβητείται πως είχε τότε συντελεστεί το αδίκημα που προβλέπει το άρθρο 12 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε ειδικά από το Ν. 50/88.
Ο εφεσείων εντοπίστηκε στη Λεμεσό δυο χρόνια αργότερα. Στις 26.4.00 συνελήφθη ως ύποπτος για κλοπή, ήλθαν στην επιφάνεια τα προηγηθέντα και στη γραπτή κατηγορία που του απαγγέλθηκε από λοχία της αστυνομίας πως εισήλθε στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας χωρίς την άδεια του Λειτουργού Μετανάστευσης, απάντησε πως παραδέχεται. Ασκήθηκε εναντίον του ανάλογη ποινική δίωξη, βρέθηκε ένοχος στην κατηγορία και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δυο μηνών. Εφεσιβάλλει την απόφαση για τους λόγους που και πρωτοδίκως υποστήριξε πως απέκλειαν τη δυνατότητα τιμωρίας του. Αυτοί αφορούσαν στις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, (Ν. 6(Ι)/00). Αυτός τέθηκε σε ισχύ από τη δημοσίευσή του, στις 28.1.00 αλλά, σύμφωνα με την εισήγηση του εφεσείοντα, ήταν αναδρομικός ώστε να καλύπτει και την περίπτωση εισόδου στην Κυπριακή Δημοκρατία πριν την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του. Στηρίζεται στη διατύπωση του άρθρου 7 το οποίο και παραθέτουμε:
"7.-(1) Αιτητής, ο οποίος εισέρχεται ή εισήλθε στη Δημοκρατία παράνομα, δεν υπόκειται σε τιμωρία λόγω μόνο της παράνομης εισόδου ή διαμονής του, νοουμένου ότι παρουσιάζεται, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στις αρχές και εκθέτει τους λόγους της παράνομης εισόδου ή διαμονής του.
(2) Η αίτηση για αναγνώριση ιδιότητάς του πρόσφυγα υποβάλλεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11, στα σημεία εισόδου της Δημοκρατίας κατά την άφιξη του αιτητή ή εντός της Δημοκρατίας σε οποιοδήποτε Αστυνομικό σταθμό ή στο Γραφείο του Λειτουργού Μετανάστευσης. Πρόσωπα, που εισήλθαν στη Δημοκρατία παράνομα, υποβάλλουν την αίτηση το συντομότερο δυνατό και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά την άφιξή τους."
Προσθέτουμε τα ακόλουθα παραδεκτά στοιχεία: Ο εφεσείων, μετά την έναρξη της ισχύος του Νόμου, στις 11 Φεβρουαρίου 2000, με επιστολή του δικηγόρου του, αποτάθηκε στο Λειτουργό Μετανάστευσης με αίτημα την αναγνώρισή του ως πρόσφυγα δυνάμει του Ν. 6(Ι)/00.
Το επιχείρημα του εφεσείοντα στηρίχτηκε στον αόριστο χρόνο που χρησιμοποιήθηκε, ειδικά στο γεγονός ότι το άρθρο 7(1) αναφέρεται και σε αιτητή ο οποίος "εισήλθε στη Δημοκρατία παράνομα" όπως άλλωστε και το άρθρο 7(2) το οποίο αναφέρεται και σε πρόσωπα που "εισήλθαν στη Δημοκρατία παράνομα". Αφού ο εφεσείων ήταν πρόσωπο που πράγματι εισήλθε στο παρελθόν παράνομα και είχε αποταθεί στην αρμόδια αρχή μέσα σε εύλογο χρόνο από την ημέρα της έναρξης της ισχύος του Νόμου, καλυπτόταν από το άρθρο 7(1) και δεν υπέκειτο σε τιμωρία.
Σ' αυτά περιστράφηκε και η εισήγησή του ενώπιόν μας. Είναι η άποψή του πως, αντίθετα προς την κατάληξη στην οποία άχθηκε η πρωτόδικος δικαστής, το λεκτικό του Νόμου δείχνει σαφώς πως σκοπήθηκε αναδρομικότητα με την πιο πάνω έννοια. Επικαλέστηκε συναφώς την Cheparo v. Chebaro [1987] 1 All E.R. 999 και το σχολιασμό της στον Βennion, Statutory Interpretation, 2η έκδοση, σελ. 216, σε σχέση με τη σημασία της χρησιμοποίησης ρημάτων στον αόριστο χρόνο. Αντικείμενο εκεί ήταν η εξάρτηση της ενεργοποίησης διατάξεων του Νόμου από το κατά πόσο γάμος είχε διαλυθεί (where a marriage has been dissolved) και κρίθηκε πως η φράση, όπως ήταν διατυπωμένη στον παρακείμενο, παρέπεμπε σε γάμο που είχε διαλυθεί πριν ή και μετά την έναρξη της ισχύος του Νόμου. Αυτό όμως, όπως εξηγήθηκε, κατ΄αντιδιαστολή προς τον ενεστώτα που χρησιμοποιήθηκε στην αμέσως προηγούμενη παράγραφο.
Δεν υπάρχει κανόνας ερμηνείας με αναφορά μόνο στο χρόνο των ρημάτων που χρησιμοποιούνται κατ' απομόνωση από το σύνολο της διάταξης ή και του Νόμου. Εύστοχα, λοιπόν, η εφεσίβλητη αναφέρθηκε σε νομολογία (Re Athlumney [1898] 2 Q.B. 547 που αναλύεται στον Μaxwell on Interpretation of Statutes 12 έκδοση σελ. 219, στην οποία, κατά την εξέταση άλλου νομοθετήματος εξηγήθηκε πως ο ρηματικός τύπος "has been" συχνά χρησιμοποιείται με αναφορά όχι σε παρελθόν που προηγήθηκε του νομοθετήματος αλλά σε χρόνο που καθίσταται παρελθόν προοπτικώς, δηλαδή σε χρόνο που θα καταστεί παρελθόν μόνο όταν επισυμβεί το γεγονός που ορίζεται να ενεργοποιεί το Νόμο.
Αυτή ακριβώς ήταν και η ερμηνεία που η πρωτόδικος δικαστής έδωσε στη διάταξη και είμαστε σύμφωνοι μ΄αυτή. Το άρθρο 7 προβλέπει δυο δυνατότητες. Την άμεση παρουσίαση του αιτητή και υποβολή της αίτησης για αναγνώριση της ιδιότητας του πρόσφυγα κατά την άφιξή του ή την παρουσίαση του στις αρχές χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και την υποβολή της αίτησής του το συντομότερο δυνατό και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά την άφιξή του. Τα ρήματα "εισήλθε" και "εισήλθαν" στο πλαίσιο της διάταξης ορθά κρίθηκε πως αναφέρονται στη δεύτερη δυνατότητα, δηλαδή στη μετά την είσοδο, που καθίσταται πλέον παρελθόν, παρουσίαση χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στις αρχές, και, περαιτέρω, υποβολή αίτησης όπως αναφέρθηκε. Από το σύνολο προκύπτει πως η "αδικαιολόγητη καθυστέρηση" στο άρθρο 7(1) συναρτάται προς το χρόνο της παράνομης εισόδου όπως και η απαίτηση του 7(2) που ρητά αναφέρεται σε υποβολή της αίτησης το συντομότερο δυνατό και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση "μετά την άφιξή του". Επισημαίνουμε συναφώς τη διασύνδεση των δύο παραγράφων του άρθρου όπως την καθιστά πρόδηλη η αναφορά της παραγράφου (1) σε αιτητή, ιδιότητα που αποκτάται με την υποβολή αίτησης στην οποία αναφέρεται η παράγραφος 2. Δεν υπάρχει πρόνοια για υποβολή αίτησης χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά τη θέσπιση του Νόμου και μας βρίσκει σύμφωνους και η εκτίμηση της πρωτόδικης Δικαστού πως τα πιο πάνω συνάδουν και προς τη διατύπωση του άρθρου 8(1) του Νόμου. Αυτό αναφέρεται σε άδεια προσωρινής διαμονής "σε αιτητή ο οποίος εισέρχεται στη Δημοκρατία όπως αναφέρεται στο άρθρο 7". Δεν αναφέρεται πλέον σε αιτητή που "εισήλθε" όπως θα αναμενόταν αν ήταν διαφορετική η πρόθεση, αλλά καλύπτει κάθε περίπτωση του άρθρου 7 με το ρήμα στον ενεστώτα χρόνο. Όλα δείχνουν πως δεν αναφέρεται ο Νόμος σε περιπτώσεις παράνομης εισόδου που έχει συντελεστεί όταν δεν υπήρχε η δυνατότητα που προβλέπει αλλά σε περιπτώσεις παράνομης εισόδου και στη συνέχεια διαμονής που συντελούνται με αναγνωρισμένη την προοπτική κάλυψης από τις ρυθμίσεις του Νόμου.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.