ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 2 ΑΑΔ 476
25 Σεπτεμβρίου, 2000
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΝΤΑΒΙΝΤ ΜΙΝΑΤΖΕ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 6641)
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Ευρήματα Δικαστηρίου ― Επέμβαση Εφετείου ― Έφεση κατά των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα οποία κατέληξε κατόπιν ανάλυσης και αξιολόγησης της μαρτυρίας ― Απορρίφθηκε, δε στοιχειοθετήθηκε λόγος επέμβασης στην κρίση του Δικαστηρίου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο σε κατηγορίες οπλοφορίας δειγείρουσας τρόμο, δημόσιας εξύβρισης και διασάλευσης της ειρήνης σε δημόσιο χώρο, κατά παράβαση των Άρθρων 80, 99 και 186Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Οι κατηγορίες προέκυψαν από περιστατικό που συνέβηκε στην κεντρική πλατεία καφενείων στο Λυθροδόντα, ενωρίς το βράδυ της 6.8.1997.
Προβλήθηκαν συγκρουόμενες εκδοχές ως προς το πως εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα. Το Δικαστήριο απεδέχθη την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής την οποία συνέθεταν τα όσα κατέθεσαν αυτόπτες μάρτυρες, πριν καταλήξει στην ετυμηγορία του.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την καταδίκη του.
Αποφασίστηκε ότι:
Τα πρωτόδικα ευρήματα ήταν πλήρως τεκμηριωμένα και απόλυτα δικαιολογημένα. Δεν διακρίνεται οτιδήποτε που να κλόνιζε την αξιοπιστία των μαρτύρων κατηγορίας ώστε να καθίστατο ανέφικτη η αποδοχή της μαρτυρίας τους στην έκταση που κάλυπτε. Η εναντίον του εφεσείοντος μαρτυρία, στις κατηγορίες που αντιμετώπιζε, ήταν συντριπτική.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Έφεση εναντίον Καταδίκης.
Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Χατζηγιάννη-Ιωσήφ, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση�Αρ. 5916/98), ημερομηνίας 30/11/98, με την οποία βρέθηκε ένοχος και καταδικάστηκε για τις κατηγορίες της οπλοφορίας διεγείρουσας τρόμο, δημόσιας εξύβρισης και διασάλευσης της ειρήνης σε δημόσιο χώρο, κατά παράβαση των Άρθρων 80, 99 και 186Α, αντίστοιχα, του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Δ. Κακουλλής, για τον Εφεσείοντα.
Α. Κανναουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ..
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων βρέθηκε, κατόπιν δίκης, ένοχος σε κατηγορίες οπλοφορίας διεγείρουσας τρόμο, δημόσιας εξύβρισης και διασάλευσης της ειρήνης σε δημόσιο χώρο, κατά παράβαση των άρθρων 80, 99 και 186Α, αντιστοίχως, του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Και οι τρεις κατηγορίες προέκυψαν από περιστατικό που συνέβηκε στην κεντρική πλατεία καφενείων στο Λυθροδόντα, ενωρίς το βράδυ της 6 Αυγούστου 1997.
Καθώς έχει λεχθεί, ο εφεσείων είναι Έλληνας από τη Γεωργία και ήρθε για εγκατάσταση στην Κύπρο με τη σύζυγο και τα παιδιά του κατά τον Αύγουστο του 1994. Διαμένει στο Λυθροδόντα και εργάζεται ως οικοδόμος. Ομιλεί πολύ λίγο την Ελληνική γλώσσα και η διαδικασία στο Δικαστήριο διεξήχθη με μετάφραση στη Ρωσσική.
Προβλήθηκαν συγκρουόμενες εκδοχές ως προς το πώς εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα. Την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής συνέθεταν τα όσα οι αυτόπτες μάρτυρες κατηγορίας κατέθεσαν ότι περιήλθε σε γνώση τους ανάλογα με τη θέση του καθενός στο χώρο ή την ιδιαίτερη σχέση του με την εξέλιξη του περιστατικού. Η εκδοχή του εφεσείοντος είχε ως βασικό άξονα τη δική του ένορκη κατάθεση με, επικουρικά, τη μαρτυρία Ελληνοπόντιου συγάμπρου του, μαζί με τον οποίο είχε μεταβεί στην πλατεία για ποτό μπύρας.
Είχαν και οι δύο εκδοχές ως κοινή αφετηρία τη διακοπή μιας φιλικής παρτίδας στο τάβλι μεταξύ του εφεσείοντος και του μάρτυρα κατηγορίας Ηλία Κ. Ηλία από το Λυθροδόντα με τον οποίο ήταν γνωστοί και ο οποίος επίσης βρισκόταν στο ίδιο μέρος για αναψυχή. Τέθηκε, για να έχει ενδιαφέρον η παρτίδα, και μικρό, ασήμαντο, στοίχημα. Ο σύγαμπρος του εφεσείοντος παρακολουθούσε. Η παρτίδα θα συμπληρωνόταν με δέκα παιχνίδια αλλά στα οκτώ, και με προπορευόμενο τον εφεσείοντα, ο κ. Ηλία αποσύρθηκε και κάθισε μερικά μέτρα πιο πέρα με άλλη παρέα γιατί, καθώς εξήγησε, δεν άντεξε τη συμπεριφορά του εφεσείοντος που φλυαρούσε προκλητικά ωσάν να ήταν πιωμένος και διέκοπτε συχνά για να μεταβεί στην τουαλέττα. Σύμφωνα όμως με τον εφεσείοντα, ο κ. Ηλία έθεσε τέρμα στην παρτίδα αναίτια και μάλιστα με άσχημο τρόπο κλείνοντας το τάβλι και ρίχνοντας του το στο πρόσωπο. Απέδωσε αυτή την εξέλιξη στο ότι ο ίδιος προηγείτο.
Για τα μετέπειτα, η εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής συνοψίζεται με τα εξής. Ο εφεσείων έξαλλος πλησίασε τον κ. Ηλία και άρχισε να τον υβρίζει με φρασεολογία που δεν χρειάζεται εδώ να επαναλάβουμε. Ο κ. Ηλία του είπε να πάει να ξαπλώσει αν ήταν μεθυσμένος ή, αν εκείνο που τον ενοχλούσε ήταν η ματαίωση του στοιχήματος, θα το διευθετούσε αμέσως. Παρότρυνε δε το σύγαμπρο του εφεσείοντος να τον πάρει σπίτι και ο ίδιος απομακρύνθηκε για να λήξει το επεισόδιο. Όμως ο εφεσείων συνέχισε να υβρίζει γενικεύοντας, σε αυτό το στάδιο, ότι "Λυθροδόντας έχει καλούς ανθρώπους αλλά παραπάνω πούστηδες" και άλλα παρόμοια. Αρκετοί θαμώνες προσπάθησαν να τον καθησυχάσουν. Ορισμένοι κινήθηκαν προς το μέρος του ζητώντας του να σταματήσει να υβρίζει. Σε αυτή τη φάση ο εφεσείων θεάθηκε να πέφτει στα γόνατα του, να σηκώνεται με τη βοήθεια του συγάμπρου του και εν συνεχεία να τρέχει προς το δρόμο, να τον διασχίζει, να μπαίνει σε καφενείο στην απέναντι πλευρά και να επιστρέφει οπλισμένος με ψαλίδι το οποίο προέβαλλε και κινούσε επιθετικά. Η σύζυγος του ιδιοκτήτη του καφενείου από το οποίο ο εφεσείων πήρε το ψαλίδι, η οποία εκείνη τη στιγμή έφτιαχνε καφέδες, τον είδε να εισέρχεται, να παίρνει αμέσως από τον πάγκο, χωρίς να της μιλήσει, το ψαλίδι με το οποίο άνοιγαν τα κουτιά των χυμών και να βγαίνει από όπου είχε έρθει. Κάποιος αστυνομικός του ΤΑΕ Λευκωσίας, που κατοικούσε στο Λυθροδόντα και βρισκόταν στην πλατεία του χωριού με την οικογένεια του, παρακολούθησε τουλάχιστο μέρος των συμβάντων και κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας. Είδε τον εφεσείοντα που μπήκε στο καφενείο και εξήλθε οπλισμένος με το ψαλίδι. Τον ακολούθησε, του φώναξε "σταμάτα, αστυνομία" και προσπάθησε να τον ανακόψει αλλά ο εφεσείων τον απείλησε προτάσσοντας το ψαλίδι και έτσι τον ανάγκασε να υποχωρήσει, όπως το ίδιο ανάγκασε και άλλους στο δρόμο του μέχρι που έφτασε στην άκρη της πλατείας, δίπλα στο δρόμο. Εκεί εν τέλει αφοπλίστηκε όταν κάποιος τον κτύπησε με καρέκλα στο κεφάλι. Ο ίδιος αυτός μάρτυρας και μερικά άλλα άτομα επενέβησαν τότε αποτελεσματικά, αφενός συγκρατώντας τον εφεσείοντα ο οποίος, βρίζοντας και απειλώντας, συνέχιζε να εκδηλώνει επιθετική διάθεση και αφετέρου προστατεύοντάς τον μήπως παρακείμενα πρόσωπα τον κτυπήσουν.
Η εκδοχή του εφεσείοντος εκτίθεται στο ακόλουθο απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης το οποίο συνοψίζει τη μαρτυρία του στην κύρια εξέταση. Η αφήγηση έχει ως αφετηρία το σημείο που διακόπηκε το παιχνίδι:
"Ο Ηλίας μετακινήθηκε περίπου 5 μ. όπου βρίσκονταν φίλοι του και γελούσε και τον κορόϊδευε. Η περηφάνια του τον ανάγκασε να πάει κοντά του και του είπε στα ελληνικά "κουμπάρε εν πούστη πράγμα τούτο που έκαμες". Προτού τελειώσει ακόμα τη φράση του, τον κτύπησε κάποιος Ζήνων, με τη γροθιά του στο πρόσωπο και έπεσε κάτω. Ενώ προσπαθούσε να σηκωθεί, κάποιος τον άρπαξε και κάποιος άλλος, ο Ρωτής, κρατούσε μια καρέκλα και του έφερε ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι. Αμέσως έτρεξε αίμα από το κεφάλι του, ουσιαστικά έχασε τις αισθήσεις του και δεν θυμάται τι έγινε μετά. Θυμάται μόνο αμυδρά ότι προσπαθούσε να φύγει και οι χωριανοί τον καταδίωκαν και συνέχιζαν να τον κτυπούν. Θυμάται, επίσης, αμυδρά, ότι μπήκε στο 2ο καφενείο και όπως αντιλαμβάνεται σήμερα, ο λόγος είναι γιατί σ' αυτό το καφενείο υπάρχει μια πόρτα που οδηγεί στο δρόμο που είναι το σπίτι του, με σκοπό να φύγει απ' εκεί στο σπίτι του. Δεν βρήκε ανοικτή την πόρτα, γι' αυτό ξανάφυγε από την πόρτα που μπήκε μέσα στο καφενείο. Δεν θυμάται, αλλά πιθανόν να πήρε κάτι από το καφενείο. Δεν θυμάται επίσης, να τον ακολούθησε κανένας, διότι δεν είχε κανονικά τις αισθήσεις του. Όταν βγήκε από το καφενείο, συνέχισαν να τον κτυπούν μέχρι που έφτασε η Αστυνομία και τον μετάφερε στο Νοσοκομείο."
Θετική ήταν η εντύπωση του Δικαστηρίου για τους μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής και αντιστοίχως αρνητική για τον εφεσείοντα και το μάρτυρα υπεράσπισης. Το Δικαστήριο συζήτησε εκτενώς τη μαρτυρία, προέβη σε συσχετισμούς και αντιπαρέβαλε για να εξηγήσει γιατί δεν υπήρχε οποιοδήποτε περιθώριο αμφιβολίας ότι η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής απεικόνιζε την ουσιαστική αλήθεια με την οποία η μαρτυρία της υπεράσπισης, αδέξια κατασκευασμένη, βρισκόταν σε πλήρη διάσταση.
Ο εφεσείων προβάλλει με την έφεση του πως δεν συνέτρεχε κανένας λόγος για την απόρριψη της δικής του εκδοχής, πως δεν δόθηκαν πειστικοί λόγοι για την "προτίμηση" της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής και πως, εν τέλει, τα ευρήματα του Δικαστηρίου ήταν αυθαίρετα και αδικαιολόγητα. Διατυπώθηκε πιο συγκεκριμένα η θέση ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη σοβαρές αντιφάσεις στη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας ενώ απέδωσε σημασία σε ασήμαντες λεπτομέρειες που αφορούσαν δευτερεύουσες πτυχές της μαρτυρίας της Υπεράσπισης. Κατά τη συζήτηση της έφεσης ο συνήγορος του εφεσείοντος υπέδειξε, με αναφορά στα πρακτικά, διάφορα σημεία της μαρτυρίας προς υποστήριξη αυτής της θέσης. Εισηγήθηκε εξάλλου, με αναφορά στα ίδια, πως η καταδίκη του εφεσείοντος ήταν ακροσφαλής γιατί η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής δεν φώτισε ολόκληρη την εικόνα των διαδραματισθέντων.
Κατά την άποψη μας, τα πρωτόδικα ευρήματα ήταν πλήρως τεκμηριωμένα και απόλυτα δικαιολογημένα. Δεν διακρίναμε ο,τιδήποτε που να κλόνιζε την αξιοπιστία των μαρτύρων κατηγορίας ώστε να καθίστατο ανέφικτη η αποδοχή της μαρτυρίας τους στην έκταση που κάλυπτε. Δεν ήταν απαραίτητη η ευρύτερη κάλυψη. Δεν χρειαζόταν, για τη στοιχειοθέτηση των κατηγοριών, περισσότερο φως είτε ως προς το τί συνέβηκε όταν στο πρώτο στάδιο, μετά που πλησίασαν τον εφεσείοντα κάποια άτομα, αυτός θεάθηκε να γονατίζει, είτε ως προς το ποιος ήταν που τον κτύπησε με την καρέκλα στην κεφαλή στο δεύτερο στάδιο όταν ο ίδιος απειλούσε οπλισμένος με το ψαλίδι. Άλλωστε, όπως λέχθηκε, προωθήθηκε σε σχέση με το περιστατικό και ποινική υπόθεση εναντίον άλλων ατόμων. Στις κατηγορίες που ο εφεσείων αντιμετώπιζε σε αυτή την υπόθεση η εναντίον του μαρτυρία ήταν συντριπτική. Ενώ η δική του μαρτυρία, όπως το ίδιο και του μάρτυρα υπεράσπισης φαίνεται, ακόμα και στο χαρτί, να εστερείτο συνέπειας και σοβαρότητας.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.