ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 2 ΑΑΔ 230
29 Μαρτίου, 2000
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 6640)
―――――――――――――-
Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Διαπίστωση πραγματικών γεγονότων ― Αντιφάσεις ― Προηγούμενες καταδίκες παραπονουμένου σχετιζόμενες με την αξιοπιστία του ― Δεν επετράπη να παρουσιασθούν ενώπιο του Δικαστηρίου ― Δημιουργία ασαφούς εικόνας στη βάση της οποίας κρίθηκε η ενοχή του εφεσείοντος ― Οδήγησε σε παραμερισμό της καταδίκης.
Πρακτική ― Μάρτυρες ― Κατάθεση μάρτυρος ο οποίος απουσίαζε κατά τη διεξαγωγή της δίκης ― Το πρωτότυπο της κατάθεσης βρισκόταν στην κατοχή του εξεταστή της υπόθεσης ο οποίος είχε ήδη καταθέσει ― Θα έπρεπε να υποβαλλόταν αίτημα για επανάκλησή του ούτως ώστε να καταθέσει και την κατάθεση του μάρτυρος που απουσίαζε.
Ο εφεσείων και ο συγκατηγορούμενός του, αντιμετώπιζαν δύο κατηγορίες: μία για επίθεση που προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη και άλλη για ανησυχία.
Οι κατηγορίες προέκυψαν από επεισόδιο που συνέβηκε στην είσοδο της οδού Λήδρας στη Λευκωσία και είχε ως αιτία τον ανταγωνισμό στη διάθεση ειδών όπως σιταροπούλλα και άλλων παρομοίων ειδών, από καροτσάκια για τα οποία εθεωρείτο κατάλληλο εκείνο το μέρος. Το ένα μέρος ανήκε στον παραπονούμενο, και το άλλο, το οποίο διεκδικούσαν οι δύο κατηγορούμενοι, ανήκε σε τρίτο πρόσωπο.
Η εκδοχή του παραπονουμένου διΐστατο από την εκδοχή του εφεσείοντος ως προς τις συνθήκες του επεισοδίου. Η υπεράσπιση υποστήριξε πως η κατάθεση του αστυνομικού στο Δικαστήριο - ο οποίος πήγε στη σκηνή του επεισοδίου - δεν ανταποκρίνετο στην πραγματικότητα και πως όσα αναφέρονταν στη γραπτή του κατάθεση ήταν αποτέλεσμα προσυνεννόησης του με συνάδελφό του αστυνομικό που βρισκόταν μαζί του. Ο συνάδελφος αστυνομικός είχε δώσει κατάθεση πανομοιότυπη με την κατάθεση του άλλου αστυνομικού. Η κατάθεση αυτή δεν κατατέθηκε στο Δικαστήριο, ούτε ο ίδιος κλήθηκε να καταθέσει λόγω απουσίας του στο εξωτερικό.
Η υπεράσπιση ζήτησε από την Κατηγορούσα Αρχή στοιχεία αναφορικά με το ποινικό μητρώο του παραπονουμένου. Η Κατηγορούσα Αρχή αρνήθηκε να τα παράσχει.
Το Δικαστήριο αποδέχθηκε ως αξιόπιστους όλους τους μάρτυρες κατηγορίας. Στηρίχθηκε ως προς τις περιστάσεις του συμβάντος στη μαρτυρία του παραπονουμένου και του ενός από τους αστυνομικούς που προσέτρεξαν στην σκηνή. Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος. Του επιβλήθηκε ποινή προστίμου £700.- και διατάχθηκε να πληρώσει τα έξοδα ύψους £110.-.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση. Η έφεση αφορά κυρίως την αξιοπιστία των βασικών μαρτύρων κατηγορίας και την αξιολόγηση της μαρτυρίας.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η Κατηγορούσα Αρχή όφειλε, ακόμα και χωρίς να το ζητούσε η υπεράσπιση, να την πληροφορούσε για τις προηγούμενες καταδίκες του παραπονουμένου αφού αυτές εσχετίζοντο, στην προκείμενη περίπτωση, άμεσα με την αξιοπιστία του. Διότι ο παραπονούμενος είχε καταδίκες για τέτοιου είδους περιπτώσεις.
2. Υπήρχε σημαντική διαφορά μεταξύ της κατάθεσης του αστυνομικού μάρτυρα στο Δικαστήριο και της γραπτής του κατάθεσης που έδωσε στον εξεταστή της υπόθεσης ως προς τα στοιχεία της εμφανιζόμενης επίθεσης.
3. Η θέση του Δικαστηρίου πως η κατάθεση του άλλου μάρτυρα αστυνομικού δεν θα μπορούσε ποτέ να παρουσιασθεί εάν το πρόσωπο που την έδωσε δεν κατέθετε ως μάρτυρας, δεν είναι ορθή. Η κατάθεση του απόντος αστυνομικού αποτελούσε αποδεκτή μαρτυρία σχετιζόμενη με το ζήτημα της αξιοπιστίας του άλλου αστυνομικού που επρόκειτο να καταθέσει.
4. Η εικόνα που είχε ενώπιον του το Δικαστήριο, στη βάση της οποίας ο εφεσείων είχε δικαίωμα να κριθεί, δεν ήταν πλήρης. Χωρίς αυτή τη βάση η δικαστική πεποίθηση για την εκδοχή του εφεσείοντος δεν μπορούσε να αναχθεί σε καταδίκη του.
Η έφεση επιτράπηκε. Τα πρωτόδικα έξοδα, ύψους £110.- να πληρωθούν από τη Δημοκρατία.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Paraskeva [1982] 76 Cr. App. R. 162,
Matthews [1975] 60 Cr. App. R. 292.
Έφεση εναντίον Καταδίκης.
Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της καταδίκης του από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (Χατζηγιάννη-Ιωσήφ, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 30144/97), ημερομηνίας 15/12/98, για επίθεση η οποία προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη, κατά παράβαση των Άρθρων 243,20 και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Γ. Μυλωνάς, για τον Εφεσείοντα.
Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ..
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Προσήφθησαν εναντίον του εφεσείοντος όπως και του συγκατηγορουμένου του στην ποινική υπόθεση 30144/97 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας δύο κατηγορίες: μια για επίθεση που προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη και άλλη για ανησυχία, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Οι κατηγορίες προέκυψαν από επεισόδιο που συνέβηκε στην είσοδο της οδού Λήδρας στη Λευκωσία αργά το απόγευμα της 20 Δεκεμβρίου 1996. Αιτία του επεισοδίου ήταν ο ανταγωνισμός στη διάθεση ειδών - σιταροπούλλα και άλλα συναφή - από καροτσάκια για τα οποία εθεωρείτο κατάλληλο εκείνο το μέρος: το ένα ανήκε στον παραπονούμενο και το άλλο, για το οποίο ενδιαφέρονταν οι δύο κατηγορούμενοι, ανήκε σε τρίτο πρόσωπο. Ο παραπονούμενος, που ήταν τακτικός σε εκείνο το σημείο, δεν ανεχόταν άλλους κοντά. Η αντίθεση του αυτή είχε οδηγήσει στο παρελθόν σε μια σειρά περιστατικών που απασχόλησαν την αστυνομία. Στην προκείμενη περίπτωση το καροτσάκι του τρίτου προσώπου, με υπάλληλο - πωλητή τον συγκατηγορούμενο του εφεσείοντος, τοποθετήθηκε παραπλεύρως εκείνου του παραπονούμενου. Ενόψει των αντιδράσεων του τελευταίου, το τρίτο πρόσωπο ζήτησε φρουρό για ασφάλεια από ιδιωτική εταιρεία φρούρησης, στην οποία εργοδοτείτο ο εφεσείων. Ανατέθηκε αυτό το έργο στον εφεσείοντα ο οποίος μετέβη στη σκηνή. Εκεί ενεπλάκη στο υπό αναφορά επεισόδιο. Για το οποίο υπήρξαν δύο εκδοχές. Έγινε δεκτή εκείνη του παραπονουμένου η οποία υποστηριζόταν, σε ό,τι αφορούσε την τελική φάση, από αστυνομικό που μαζί με συνάδελφο του προσέτρεξαν στη σκηνή και χώρισαν τους τρεις εμπλακέντες. Παραθέτουμε τις δύο εκδοχές όπως τις συνόψισε στην απόφαση του το Δικαστήριο:
Η εκδοχή του παραπονουμένου:
"Γύρω στις 6:00 το απόγευμα, ενώ επέστρεφε από την τουαλέτα, είδε τον κατηγορούμενο 1, τον ΜΥ2 και ακόμα 1 πρόσωπο, να στέκονται δίπλα από ένα αμαξάκι το οποίο ήταν "κολλητό" στο δικό του. Τους πλησίασε και τους είπε να μετακινήσουν το αμαξάκι τους πιο κάτω, διότι οι τροχονόμοι του Δήμου Λευκωσίας θα τους "λαπορτάρουν".
Ο κατηγορούμενος 1 φορούσε μια φανέλα μαύρη, είχε ένα σήμα στο δεξί ώμο, ένα φανάρι κρεμασμένο στη ζώνη του και ένα ρόπαλο ξύλινο. Ο 1ος κατηγορούμενος, του είπε να φύγει από εκεί και ο ίδιος του απάντησε ότι εκείνος είναι ο τόπος του όπου στέκεται καθημερινά και κάνει τη δουλειά του.
Τότε ο 1ος κατηγορούμενος, τον άρπαξε με τα χέρια του από το λαιμό σφικτά και τον έσφιγγε. Ψήλωσε το κεφάλι του προς τα πάνω, σήκωσε το δεξί του γόνατο και όπως τον κρατούσε από το λαιμό, τον χτύπησε μέσα στην κοιλιά και τον έριξε κάτω ανάσκελα. Ο 1ος κατηγορούμενος συνέχιζε να τον κρατά σφικτά από το λαιμό και τότε πλησίασε ο ΜΥ2 ο οποίος τον πατούσε με το δεξί του πόδι στην κοιλιά και τον κλωτσούσε.
Μετά από πάροδο 3-4 λεπτών, είδε από πάνω του πρόσωπα με στρατιωτικά ρούχα και κάποιος από αυτούς τους άρπαξε από πάνω. Τον σήκωσαν και τον έβαλαν να καθήσει σ' ένα παγκάκι."
Η εκδοχή του εφεσείοντος:
"Έφτασε στην οδό Λήδρας γύρω στις 3:00 μ.μ. και αντικατέστησε άλλο υπάλληλο που φύλαγε αμαξάκι. Κοντά στο αμαξάκι ευρίσκετο ο ΜΥ2 που ήταν πωλητής και εργοδότης του ο Πιερής. Σε κάποια στιγμή, πέρασε ο ΜΚ1, τον οποίο του υπέδειξε ο Πιερής πως ήταν το πρόσωπο που ενοχλούσε το αμαξάκι τους. Ερχόταν και έσπρωχνε τον Πιερή. Όταν πέρασε 2 - 3 φορές, πλησίασε τον Πιερή πολύ κοντά. Ο ίδιος μίλησε με τον ΜΚ1 και τον ρώτησε γιατί ενοχλεί τον Πιερή και του ανέφερε πως τα προβλήματα τους μπορούσαν να λυθούν με νόμιμο τρόπο. Ο ΜΚ1 του απάντησε "εσύ πουστοκαλαμαρά ήρθες από την καλαμαριά να μας πουλήσεις εξυπνάδα"; Αμέσως, ο ΜΚ1 τον έπιασε από το πουλόβερ που φορούσε και τον τράβηξε προς τα πάνω του. Όταν τον τράβηξε, για κάποιο λόγο που δεν κατάλαβε, ίσως γλύστρισε, ίσως διπλώθηκε στα γόνατα, ο ΜΚ1 έπεσε πίσω με την πλάτη του. Ο ίδιος προσπαθούσε να αποφύγει. Ο ΜΚ1 ήταν από κάτω και ο ίδιος από πάνω του. Εφόσον τον τράβηξε, δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Ο ΜΚ1, μάλιστα, του έσχισε το πουλόβερ.
Ενώ ήταν ξαπλωμένος πάνω από τον ΜΚ1 και ο ΜΚ1 τον κρατούσε από το πουλόβερ, ο ίδιος έβαλε τα χέρια του στο λαιμό του ΜΚ1 και προσπαθούσε να σηκωστεί για να τον αποφύγει. Σε κάποια δευτερόλεπτα, ο ΜΥ2 τον έπιασε από πίσω και τον τραβούσε για να γλιτγώσει από τα χέρια του παραπονουμένου. Ο παραπονούμενος ΜΚ1, προσπαθούσε να χτυπήσει τον ΜΥ2 από κάτω με το χέρι και γι' αυτό ο ΜΥ2 τον πάτησε με το πόδι στην κοιλιά."
Τόσο ο εφεσείων όσο και ο συγκατηγορούμενος του δεν παραδέχθηκαν ενοχή και η υπόθεση προχώρησε σε δίκη. Όμως, κατά το στάδιο παρουσίασης της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής, ο συγκατηγορούμενος του εφεσείοντος ζήτησε μέσω του συνηγόρου και του δόθηκε άδεια να αλλάξει απάντηση στην 1η κατηγορία της επίθεσης με πρόκληση σωματικής βλάβης. Επανακατηγορήθηκε και παραδέχθηκε ενοχή. Ενόψει τούτου αποσύρθηκε η εναντίον του 2η κατηγορία για ανησυχία. Η επιβολή ποινής στην 1η κατηγορία αναβλήθηκε μέχρι το πέρας της δίκης για τον εφεσείοντα. Από εκείνο το σημείο ο συγκατηγορούμενος δεν μετείχε πια στη δίκη. Η οποία προχώρησε μόνο για τον εφεσείοντα. Όταν ο εφεσείων κλήθηκε σε απολογία στην 1η κατηγορία - στη 2η δεν κλήθηκε γιατί αυτή θεωρήθηκε εκπρόθεσμη - ο συγκατηγορούμενος κατέθεσε ως μάρτυρας υπεράσπισης. Έπειτα, μετά που συμπληρώθηκε η παρουσίαση της μαρτυρίας της υπεράσπισης και πριν από τις αγορεύσεις, υποβλήθηκε εκ μέρους του συγκατηγορουμένου αίτημα για άδεια να αλλάξει και πάλι απάντηση στην 1η κατηγορία: αυτή τη φορά από παραδοχή σε μη παραδοχή. Καθώς ανέφερε ο συνήγορος του, το αίτημα υποβαλλόταν ενόψει της μαρτυρίας που δόθηκε και από την υπεράσπιση. Το Δικαστήριο παρέσχε άδεια, απαγγέλθηκε για τρίτη φορά η κατηγορία και καταγράφηκε η μη παραδοχή. Ο συνήγορος υπεράσπισης δήλωσε τότε ότι αφού η υπεράσπιση ήταν κοινή με εκείνη του εφεσείοντος, δεν επηρεάστηκε ο συγκατηγορούμενος από το ότι δεν μετείχε σε μέρος της διαδικασίας. Γι' αυτό δεν υπήρξε επανάκληση μαρτύρων.
Η δίκη περατώθηκε στις 26 Νοεμβρίου 1998 και η απόφαση αναβλήθηκε για τις 15 Δεκεμβρίου 1998. Ενδιάμεσα, στις 9 Δεκεμβρίου 1998, σημειώθηκε μια περίεργη εξέλιξη. Το Δικαστήριο επιλήφθηκε ξανά της υπόθεσης για το σκοπό που απεικονίζεται στο σχετικό πρακτικό που παραθέτουμε:
"Ημερομηνία: 9.12.1998
Εμφανίσεις:
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κα Φρ. Κακούρη
Για τον Κατηγορούμενο 2: κ. Μυλωνάς
Κατηγορούμενος 2: απών
κα Κακούρη: Αναφορικά με τον δεύτερο κατηγορούμενο, διακόπτεται η διαδικασία με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 154 Κεφ. 155 της Ποινικής Δικονομίας.
Δικαστήριο: Ενόψει της δήλωσης της Κατηγορούσας Αρχής, ο κατηγορούμενος 2 απαλάσσεται της κατηγορίας 1 που αντιμετωπίζει στην παρούσα υπόθεση."
Τί ήταν που οδήγησε στην απόσυρση της κατηγορίας εναντίον του συγκατηγορουμένου δεν είναι δυνατό να το διακρίνουμε με αναφορά στη μαρτυρία η οποία έθετε και τους δύο κατηγορουμένους στην ίδια μοίρα.
Το Δικαστήριο αποδέχθηκε ως αξιόπιστους όλους τους μάρτυρες κατηγορίας. Στηρίχθηκε ως προς τις περιστάσεις του συμβάντος στη μαρτυρία του παραπονουμένου και του ενός από τους αστυνομικούς που προσέτρεξαν στη σκηνή( ο άλλος αστυνομικός δεν κατέθεσε λόγω απουσίας στο εξωτερικό. Τη μαρτυρία του εφεσείοντος, του συγκατηγορουμένου και του τρίτου προσώπου στο οποίο ανήκε το καροτσάκι, το Δικαστήριο τη θεώρησε αναξιόπιστη. Βρήκε τον εφεσείοντα ένοχο. Του επέβαλε ποινή προστίμου ύψους £700- και την πληρωμή των εξόδων, ύψους £110-.
Με την έφεση τίθενται προς εξέταση διάφορα ζητήματα. Ορισμένα αφορούν στον τρόπο με τον οποίο το Δικαστήριο αντιμετώπισε ορισμένες πτυχές της δίκης, με αντανάκλαση κυρίως στην αξιοπιστία των βασικών μαρτύρων κατηγορίας· ενώ άλλα αφορούν στην προσέγγιση του Δικαστηρίου κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας τόσο της κατηγορίας όσο και της υπεράσπισης.
Η αξιοπιστία του παραπονουμένου αμφισβητήθηκε με μακρά αντεξέταση του. Ερωτήθηκε εκτενώς αναφορικά με το κατά πόσο είχε απασχολήσει την ποινική δικαιοσύνη ως κατηγορούμενος, ιδίως σε παρόμοια περιστατικά με το καροτσάκι του στην οδό Λήδρας. Αναδύεται από τις απαντήσεις του παραπονουμένου η διάθεση του να μην αποκαλύψει επί του θέματος στο Δικαστήριο την αλήθεια. Μπορεί μάλιστα να λεχθεί ότι οι απαντήσεις του προσβάλλουν την κοινή νοημοσύνη. Εμφανιζόταν να μην αντιλαμβανόταν ακόμα και τις πιο απλές ερωτήσεις και απαντούσε με υπεκφυγές για να καταλήξει πως δεν ενθυμόταν αν και πότε ήταν κατηγορούμενος σε ποινική υπόθεση. Ερωτήθηκε και με πιο συγκεκριμένα στοιχεία για μια καταδίκη του τέσσερις μήνες ενωρίτερα και την αρνήθηκε.
Η Υπεράσπιση ζήτησε από την Κατηγορούσα Αρχή στοιχεία αναφορικά με το ποινικό μητρώο του παραπονουμένου. Η Κατηγορούσα Αρχή αρνήθηκε να τα παράσχει. Παρέπεμψε στον Αρχηγό της Αστυνομίας. Προς τον οποίο ακολούθως στράφηκε η Υπεράσπιση. Η απάντηση που πήρε ήταν ότι δεν μπορούσαν να της δοθούν οποιαδήποτε τέτοια στοιχεία. Η Υπεράσπιση παραπονέθηκε στο Δικαστήριο. Ο συνήγορος εισηγήθηκε πρωτόδικα ότι η εν λόγω στάση της Κατηγορούσας Αρχής στέρησε την Υπεράσπιση από αναγκαίο υλικό και επέδρασε δυσμενώς. Το Δικαστήριο όμως αλλιώς είδε το ζήτημα. Και στην τελική απόφαση, αφού συζήτησε την εισήγηση, ανέφερε τα εξής:
"Είναι φανερό ότι η μη αποκάλυψη από μέρους της Κατηγορούσας Αρχής των τυχόν προηγουμένων καταδικών του ΜΚ1, δεν επηρέασε με οποιοδήποτε τρόπο την Υπεράσπιση, ούτε εμπόδισε το έργο της Υπεράσπισης, ως ήταν ο ισχυρισμός του συνηγόρου της αφού η Υπεράσπιση ήταν γνώστης κάποιας ισχυριζόμενης προηγούμενης καταδίκης του ΜΚ1. Ωστόσο, η πλευρά της Υπεράσπισης, καμιά σχετική μαρτυρία προσκόμισε στο Δικαστήριο, για να αποδείξει αυτή την προηγούμενη καταδίκη του ΜΚ1. Κατά συνέπεια, καταλήγω ότι αυτή η παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής από μόνη της, υπό τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, δεν μπορεί να οδηγήσει σε απαλλαγή του κατηγορούμενου 1.
Εν πάση περιπτώσει, η φύση αυτής της υπόθεσης, είναι τέτοια που εξαντλείται σε γεγονότα που έλαβαν χώρα σε συγκεκριμένο επεισόδιο για το οποίο υπάρχει αυτόπτης μάρτυρας (ΜΚ5) και δε βλέπω πως πράγματι επηρέασε αυτή η παράλειψη την πλευρά του κατηγορουμένου 1 για προετοιμασία της Υπεράσπισης."
Παρίσταται ανάγκη να τονίσουμε ότι η Κατηγορούσα Αρχή όφειλε, ακόμα και χωρίς να το ζητούσε η Υπεράσπιση, να την πληροφορούσε για τις προηγούμενες καταδίκες του παραπονουμένου αφού αυτές ήταν εν προκειμένω άμεσα σχετικές με την αξιοπιστία του: βλ. Paraskeva [1982] 76 Cr. App.R. 162· Matthews [1975] 60 Cr. App. R. 292. Διότι ο παραπονούμενος είχε καταδίκες για τέτοιου είδους περιπτώσεις. Ο συνήγορος της Δημοκρατίας τις αποκάλυψε, με δική μας παράκληση, κατά την ακρόαση της έφεσης. Ο παραπονούμενος βαρύνεται με αριθμό προηγουμένων καταδικών μεταξύ των οποίων και τέσσερις για αδικήματα δημόσιας τάξης: επίθεση με πραγματική σωματική βλάβη, κοινή επίθεση, δημόσια εξύβριση και ανησυχία. Η άποψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ".... η φύση αυτής της υπόθεσης, είναι τέτοια που εξαντλείται σε γεγονότα που έλαβαν χώρα σε συγκεκριμένο επεισόδιο για το οποίο υπάρχει αυτόπτης μάρτυρας (ΜΚ5) ..." παραβλέπει ότι ο εν λόγω μάρτυρας, ο αστυνομικός, δεν ήταν αυτόπτης μάρτυρας της έναρξης του περιστατικού, αλλά μόνο του τέλους.
Έπειτα η Υπεράσπιση αμφισβήτησε και την αξιοπιστία του εν λόγω αστυνομικού μάρτυρα αναφορικά με το τί συνέβαινε κατά το χρόνο που έφτασαν με το συνάδελφό του στη σκηνή και επενέβησαν. Στη μαρτυρία του ο εν λόγω αστυνομικός περιέγραψε το σχετικό μέρος του συμβάντος ως εξής:
"Τη συγκεκριμένη μέρα βρισκόμουν σε μηχανοκίνητη περιπολία με τους αστυφύλακες 418 και 552. Βρισκόμασταν στην οδή Ρηγαίνης, όπου ακούσαμε φωνές και φασαρία παρά το πεζοδρόμιο. Τότε κατεβήκαμε από το όχημα, κατέβηκα και εγώ. Υπήρχαν τρία άτομα και συγκεκριμένα οι δύο ήταν από πάνω από τον παραπονούμενο. Ο ένας από αυτούς, τον χτυπούσε στην κοιλιακή χώρα και ο άλλος τον έσφιγγε από τον λαιμό. Μπήκαμε στη μέση εγώ και ο αστυφύλακας 418 και τους τραβήξαμε πίσω."
Αντεξετάστηκε με αναφορά στη γραπτή κατάθεση που έδωσε στον εξεταστή της υπόθεσης. Εκεί είχε αναφέρει πως αρχικά είδαν με τον συνάδελφό του να "χτυπιούνται τρία πρόσωπα" και όταν, τρέχοντας, πλησίασαν στο μέρος, "υπήρχε ένα άτομο ξαπλωμένο στο έδαφος το οποίο κτυπούσαν και τον κλωτσούσαν χωρίς να αντιδρά". Παρατηρούμε ότι ενώ και με τις δύο περιγραφές ο παραπονούμενος βρισκόταν σε μειονεκτική θέση στο έδαφος, εντούτοις υπήρχε σημαντική διαφορά μεταξύ τους ως προς τα αντίστοιχα στοιχεία της εμφανιζόμενης επίθεσης.
Σταθερή γραμμή της Υπεράσπισης ήταν πως τα όσα ο μάρτυρας κατέθεσε στο Δικαστήριο δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα και πως τα όσα είχε αναφέρει στη γραπτή κατάθεση του ήταν το αποτέλεσμα είτε προσυνεννόησης με το συνάδελφο του που βρισκόταν μαζί του είτε της καθοδήγησης τρίτου αφού, κατά την Υπεράσπιση, η κατάθεση του εν λόγω μάρτυρα ήταν στην ουσία - σε δομή, σε λεκτικό αλλά και σε περιεχόμενο - πανομοιότυπη με εκείνη του συναδέλφου του. Ο μάρτυρας τα αρνήθηκε όλα αυτά. Και αρνήθηκε πιο συγκεκριμένα ότι τις καταθέσεις τις έκαμαν οι δύο από κοινού ή ότι ο ένας αντέγραψε την κατάθεση του άλλου.
Αμέσως προτού καταθέσει ο εν λόγω μάρτυρας, ο συνήγορος του εφεσείοντος ανέφερε στο Δικαστήριο πως χρειαζόταν την παρουσίαση της κατάθεσης του άλλου αστυνομικού μάρτυρα ο οποίος, σύμφωνα με τη συνήγορο της Κατηγορούσας Αρχής, βρισκόταν στο εξωτερικό τους τελευταίους έξι μήνες και θα παρέμενε εκεί για ακόμα έξι. Ο συνήγορος εισηγήθηκε τότε αναβολή της υπόθεσης ώστε να μπορεί να κληθεί και εκείνος ο αστυνομικός ως μάρτυρας ή εναλλακτικά να παρουσιαζόταν η γραπτή κατάθεση του ως σχετική για το ζήτημα της αξιοπιστίας του άλλου αστυνομικού που επρόκειτο να καταθέσει. Η συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής έφερε ένσταση. Το Δικαστήριο έκρινε αφενός πως η αναβολή θα ήταν άτοπη δεδομένου ότι η Κατηγορούσα Αρχή, όπως είχε κάθε δικαίωμα, δεν επιθυμούσε να καλέσει τον απόντα αστυνομικό και, αφετέρου, πως "η κατάθεση προς την Αστυνομία προσώπου που δεν δίνει μαρτυρία στο Δικαστήριο, δεν μπορεί να κατατεθεί ούτε για τον σκοπό για τον οποίο ο κ. Μυλωνάς επιθυμεί."
Το δεύτερο δεν ήταν ορθό. Η κατάθεση του απόντος αστυνομικού αποτελούσε εν προκειμένω αποδεκτή μαρτυρία για το συγκεκριμένο σκοπό που είχε υπόψη της η υπεράσπιση. Βέβαια και ο τρόπος με τον οποίο η Υπεράσπιση επιδίωξε την παρουσίαση της κατάθεσης δεν ήταν ο ενδεδειγμένος. Εφόσον ο εξεταστής της υπόθεσης, ο οποίος είχε το πρωτότυπο στην κατοχή του, είχε ήδη καταθέσει στο Δικαστήριο θα έπρεπε να υποβαλλόταν αίτημα για επανάκληση του. Το Δικαστήριο δεν φαίνεται όμως να είχε αυτό το πρόβλημα υπόψη. Και έτσι δεν το υπέδειξε ώστε να δει και η Υπεράσπιση πως θα μπορούσε να προχωρήσει. Το Δικαστήριο θεώρησε πως η εν λόγω κατάθεση δεν θα μπορούσε ποτέ να παρουσιασθεί εάν το πρόσωπο που την έδωσε δεν κατέθετε ως μάρτυρας. Στην τελική του απόφαση το Δικαστήριο επανήλθε στο ζήτημα και πρόσθεσε τα εξής:
"Ενδεχόμενη ταυτόσημη κατάθεση προς την Αστυνομία άλλου μάρτυρα, δεν είναι στοιχείο που θα μπορούσε για οποιονδήποτε λόγο να κλονίσει τη μαρτυρία του ΜΚ5, τον οποίο επαναλαμβάνω είχε ενώπιον του το Δικαστήριο και ο οποίος αντεξετάστηκε επί του σημείου αυτού."
Πρέπει να πούμε, με εκτίμηση, πως δεν μας είναι δυνατό να συμμεριστούμε αυτή την άποψη.
Καταλήγουμε ότι τόσο στην περίπτωση του παραπονουμένου όσο και στην περίπτωση του εν λόγω αστυνομικού μάρτυρα, οι δυσχέρειες που η Υπεράσπιση συνάντησε σχετικά με την αντεξέτασή τους, μείωσαν εξ αντικειμένου και σημαντικά τις δυνατότητες διαμόρφωσης μιας πληρέστερης εικόνας στη βάση της οποίας ο εφεσείων είχε δικαίωμα να κριθεί. Χωρίς αυτή τη βάση η δικαστική πεποίθηση για την εκδοχή του εφεσείοντος δεν μπορεί να αναχθεί σε καταδίκη του. Κρίνουμε πως η καταδίκη ήταν ακροσφαλής και πρέπει να παραμεριστεί.
Ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται στην κατηγορία. Τα πρωτόδικα έξοδα, ύψους £110- να πληρωθούν από τη Δημοκρατία.
Η έφεση επιτρέπεται. Τα πρωτόδικα έξοδα, ύψους £110.- να πληρωθούν από τη Δημοκρατία.