ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2000) 2 ΑΑΔ 224

28 Μαρτίου, 2000

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΝIΚΟΣ ΕΥΑΓΓEΛΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜIΑΣ (ΑΡ. 2),

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6869)

――――――――――――-

Καταφρόνηση Δικαστηρίου ― Δυνάμει του Άρθρου 44(1)(α)(β) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60), όπως τροποποιήθηκε ― Εξουσία του Δικαστηρίου να τιμωρεί με συνοπτική διαδικασία την περιφρόνηση προς αυτό προς εξασφάλιση της ομαλής και απρόσκοπτης διεξαγωγής της δίκης ― Η δραστικότητα του συνοπτικού κολασμού του αδικήματος από το Δικαστή πρέπει να ασκείται με φειδώ ― Κλασσικό παράδειγμα καταφρόνησης συνιστά η εκτόξευση κατηγορίας εναντίον Δικαστή για προκατάληψη.

Ποινή ― Καταφρόνηση Δικαστηρίου ― Επιβολή ποινής φυλάκισης 15 ημερών και ενός μηνός σε δύο χωριστές περιπτώσεις ― Παραμερισμός της ποινής στην πρώτη περίπτωση, στην οποία τα λόγια του εφεσείοντος δεν θεμελίωναν το αδίκημα.

Ο εφεσείων, που ήταν κατηγορούμενος σε ποινική υπόθεση για συνωμοσία προς διάπραξη πλημμελήματος και απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, κρίθηκε ένοχος για καταφρόνηση του Δικαστηρίου σε δύο περιπτώσεις.  Στην πρώτη περίπτωση, ο εφεσείων που εμφανιζόταν αυτοπροσώπως, αρνήθηκε να αντεξετάσει μάρτυρα κατηγορίας και όταν ο δημόσιος κατήγορος ζήτησε διακοπή για να ειδοποιήσει τον επόμενο μάρτυρα να προσέλθει στο Δικαστήριο, ο εφεσείων έφερε ένσταση και είπε ότι ενδιαφέρετο να πάει πίσω στις φυλακές για σκοπούς θεραπείας. Στη δεύτερη περίπτωση ο εφεσείων κατηγόρησε το Δικαστήριο ότι μεροληπτεί, ότι συνεργάζεται με την εισαγγελική αρχή και ότι επιδιώκει την καταδίκη του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε ποινή φυλάκισης 15 ημερών για καταφρόνηση του Δικαστηρίου στην πρώτη περίπτωση και ενός μηνός στη δεύτερη.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Στην πρώτη περίπτωση με κανένα τρόπο τα λόγια του εφεσείοντος δεν θεμελιώνουν το αδίκημα.  Η καταδίκη είναι λανθασμένη.  Παραμερίζεται μαζί με τη φυλάκιση 15 ημερών.

2.  Η δεύτερη περίπτωση συνιστούσε σοβαρής μορφής περιφρόνηση η οποία αποσκοπούσε στην παρακώλυση του δικαστικού έργου.  Η καταδίκη και η ποινή επικυρώνονται.

Η έφεση επιτράπηκε μερικώς.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Morris v. Crown Office [1970] 2 Q.B. 114,

Attorney-General v. Times Newspapers Ltd [1974] A.C. 273,

R. v. Hill [1986] Crim. L. Rev. 457.

Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

Έφεση από το Νίκο Ευαγγέλου εναντίον της καταδίκης και ποινής φυλάκισης 15 ημερών και ενός μηνός σε δύο χωριστές περιπτώσεις κατά τις οποίες το Δικαστήριο έκρινε ότι η συμπεριφορά του, στην Ποινική Υπόθεση Αρ. 17716/95 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Σταυρινίδης, Α.Ε.Δ.), συνιστούσε, κατά την εξέλιξη της δίκης, το αδίκημα της καταφρόνησης του Δικαστηρίου.

Σ. Δράκος, για τον Εφεσείοντα.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Σ. Νικήτας.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Ο εφεσείων είναι κατηγορούμενος στην ποινική υπόθεση αρ. 17716/95 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού.  Αντιμετωπίζει κατηγορία για συνωμοσία προς διάπραξη πλημμελήματος και δεύτερη κατηγορία για απόσπαση εμπορευμάτων με ψευδείς παραστάσεις. Η υπόθεση του εκδικάζεται από Ανώτερο Επαρχιακό Δικαστή. Στις 5 περασμένου Ιανουαρίου, κατά την εξέλιξη της δίκης, ο πρωτόδικος Δικαστής θεώρησε, σε δύο χωριστές περιπτώσεις, ότι συγκεκριμένη συμπεριφορά του εφεσείοντα συνιστούσε το αδίκημα της καταφρόνησης του Δικαστηρίου.  Και τον τιμώρησε, αφού προηγουμένως του έδωσε το δικαίωμα να ακουστεί, με φυλάκιση 15 ημερών στην πρώτη περίπτωση και ενός μηνός στη δεύτερη.

Η διαδικασία άρχισε με την κατάθεση του τρίτου μάρτυρα της κατηγορίας. Μετά την περάτωση της κύριας εξέτασης του ο εφεσείων, που εμφανιζόταν αυτοπροσώπως, αρνήθηκε ουσιαστικά να τον αντεξετάσει όταν κλήθηκε προς τούτο από το Δικαστήριο. Για τη στάση του πρόβαλε διάφορες δικαιολογίες κυρίως όμως ότι δεν ήταν καλά και ήθελε να επιστρέψει στις φυλακές. Ας σημειωθεί ότι εκτίει ποινή φυλάκισης για καταδίκη του σε άλλο αδίκημα. Ο Δικαστής, απορρίπτοντας τις αιτιάσεις του εφεσείοντα για τους λόγους που εξηγεί στην απόφαση του, χαρακτήρισε ως παρελκυστική την τακτική του εφεσείοντα.

Όταν ο δημόσιος κατήγορος ζήτησε σύντομη διακοπή για να ειδοποιήσει τον επόμενο του μάρτυρα να προσέλθει στο Δικαστήριο γιατί, όπως ανέφερε, ανέμενε πως θα υπήρχε μακρά αντεξέταση του τρίτου μάρτυρα, ο εφεσείων είπε τα εξής, που ο Δικαστής θεώρησε πως συνιστούσαν το αδίκημα.

"Έχω ένσταση για διάλειμμα. Ενδιαφέρομαι να πάω πίσω στις φυλακές για σκοπούς θεραπείας. Το Δικαστήριο μου στέρησε ............"

Αυτή ήταν η πρώτη περίπτωση για την οποία επιβλήθηκε η 15θήμερη φυλάκιση.

Η εξουσία του Δικαστηρίου να τιμωρεί με συνοπτική διαδικασία την περιφρόνηση προς αυτό, η οποία διαπράττεται in facie curiae, δηλαδή, μπροστά σε Δικαστήριο που συνεδριάζει, εκπηγάζει από τις διατάξεις του άρθρου 44 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60), όπως τροποποιήθηκε. Το άρθρο αυτό ενσωματώνει βασικά κανόνες που ανέπτυξαν τα Δικαστήρια του κοινοδικαίου στην Αγγλία από το 12ο αιώνα και μετέπειτα. Οι παράγραφοι (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 44, που μας ενδιαφέρει, προβλέπουν ότι,

"44.-(1) Οιονδήποτε πρόσωπον το οποίον -

(α) εντός του οικήματος ένθα διεξάγεται οιαδήποτε δικαστική διαδικασία, ή εντός της περιοχής αυτού, δεικνύει έλλειψιν σεβασμού εν λόγοις ή συμπεριφορά προς ή εν σχέσει με την τοιαύτην διαδικασίαν ή προς οιονδήποτε πρόσωπον ενώπιον του οποίου η τοιαύτη διαδικασία διεξάγεται·

(β) παρεμποδίζει ή προκαλεί ανησυχίαν κατά την διεξαγωγήν δικαστικής διαδικασίας· ή

.............................................................................................

είναι ένοχο πλημμελήματος ......................................"

Ο θεσμός της δίκης είναι από τις πολυτιμότερες κατακτήσεις του πολιτισμού. Χρειάζεται όμως, για την απρόσκοπτη διεξαγωγή της, η διατήρηση του κύρους των φορέων της δικαιοσύνης. Κι αυτό όχι για να ικανοποιηθούν οι ευαισθησίες ή η προσωπική αξιοπρέπεια του Δικαστή, αλλά για να αποφευχθεί η υπονόμευση του έργου του και, σε τελική ανάλυση, η αποδυνάμωση της διαδικασίας απονομής της δικαιοσύνης. Όμως, η δραστικότητα του συνοπτικού κολασμού του αδικήματος από το Δικαστή επιβάλλει περίσκεψη και αυτοσυγκράτηση. Ασκείται φειδωλά.

Εξηγώντας την αναγκαιότητα διατήρησης της εξουσίας αυτής ο Λόρδος Δικαστής Denning είπε στην Morris v. Crown Office [1970] 2 Q.B. 114, 194:

"... The course of justice must not be deflected or interfered with. Those who strike at it strike at the very foundations of our society. To maintain law and order, the judges have, and must have, power at once to deal with those who offend against it. It is a great power - a power instantly to imprison a person without trial - but it is a necessary power."

Και στην υπόθεση Attorney-General v. Times Newspapers Ltd [1974] A.C. 273, 302, ο Λόρδος Δικαστής Morris έκαμε το εξής βαρυσήμαντο σχόλιο:

"In an ordered community courts are established for the pacific settlement of disputes and for the maintenance of law and order. In the general interests of the community it is imperative that the authority of the courts should not be imperilled and that recourse to them should not be subject to unjustifiable interference. When such unjustifiable interference is suppressed it is not because those charged with the responsibilities of administering justice are concerned for their own dignity: it is because the very structure of ordered life is at risk if the recognised courts of the land are so flouted and their authority wanes and is supplanted."

Επιστρέφουμε στα γεγονότα αυτής της υπόθεσης για να υποδείξουμε πως με κανένα τρόπο τα παραπάνω λόγια του εφεσείοντα δεν θεμελιώνουν το αδίκημα έστω και αν πριν την εκστόμιση τους ο Δικαστής είχε απορρίψει τα παράπονα του εφεσείοντα.  Ούτε η συσχέτιση τους με οτιδήποτε άλλο προηγήθηκε μπορούσε να στοιχειοθετήσει περιφρόνηση. Ο πρώτος λόγος πετυχαίνει. Η καταδίκη είναι λανθασμένη.  Παραμερίζεται μαζί με τη φυλάκιση 15 ημερών.

Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με όσα διαδραματίστηκαν μετά.  Ο Δικαστής συνοψίζει με ακρίβεια το αποτέλεσμα της συμπεριφοράς και των λόγων του εφεσείοντα στη δεύτερη απόφαση του, που επίσης εφεσιβάλλεται, ως εξής:

"... κατηγορεί το Δικαστήριο ότι μεροληπτεί, ότι συνεργάζεται με την Εισαγγελική Αρχή και επιδιώκει την καταδίκη του."

Κατά δε την απολογία του επανέλαβε τα ίδια και χειρότερα.  Για παράδειγμα, "Πάντοτε δέχεται το Δικαστήριο σας τη θέση της Κατηγορούσας Αρχής και φρόντιζε να την διευκολύνει ..."

Ο ίδιος ο συνήγορος του, αναπτύσσοντας τον άλλο λόγο έφεσης (αφού απέσυρε τους υπόλοιπους και εκείνο που στρεφόταν κατά της ποινής φυλάκισης) δέχθηκε ότι όσα λέχθηκαν αποτελούσαν περιφρόνηση.  Είπε όμως ότι οι επιλήψιμες δηλώσεις του εφεσείοντα "δεν ήταν τίποτε άλλο παρά αίτημα για εξαίρεση του Δικαστή για το λόγο ότι ασπάζεται την πλευρά της Κατηγορούσας Αρχής και/ή μεροληπτεί υπέρ της Κατηγορούσας Αρχής". Αυτή ήταν η ουσία της εισήγησης του.

Διερωτόμαστε αν υπάρχει βαρύτερη κατηγορία εναντίον δικαστή από εκείνη της προκατάληψης. Όπως έχει λεχθεί στην R. v. Hill [1986] Crim. L. Rev. 457, η εκτόξευση τέτοιας κατηγορίας αποτελεί:

"A classic example of contempt, palpably calculated to interfere with the administration of justice."

Το πρακτικό δεν αποκαλύπτει ότι έγινε ποτέ συγκεκριμένο αίτημα για εξαίρεση του Δικαστή. Ούτε μπορούσε να εκληφθεί η λοιδωρία του Δικαστηρίου από τον εφεσείοντα σαν τέτοιο αίτημα.  Εδώ επρόκειτο για σοβαρής μορφής περιφρόνηση μέσα στο πνεύμα των παρατηρήσεων μας που προηγήθηκαν, η οποία αποσκοπούσε στην παρακώληση του δικαστικού έργου.

Η έφεση για τη δεύτερη καταδίκη απορρίπτεται ως παντελώς αβάσιμη.

Η έφεση επιτρέπεται μερικώς.

 

 

 

 

 

 

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο