ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 2 ΑΑΔ 554
29 Οκτωβρίου, 1999
[ΠIKHΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΟΥ, XATZHXAMΠHΣ, Δ/στές]
ΑΡΙΣΤΑΡΧΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 6723)
Εφετείο — Δικαιοδοσία Εφετείου — Κατά πόσο η απόλυση εφεσείοντος με Προεδρική χάρη, δυνάμει του Άρθρου 53.4 του Συντάγματος, συνεπάγεται επιπτώσεις στην άσκηση των εξουσιών που παρέχονται στο Εφετείο για εκδίκαση έφεσης κατά της καταδίκης δυνάμει του Άρθρου 145(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.
Ο εφεσείων, ο οποίος είχε καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης δύο μηνών όταν βρέθηκε ένοχος σε κατηγορία για άσκηση βίας στην κόρη του κατά παράβαση των διατάξεων του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 1994, απολύθηκε πριν από την έκτιση της ποινής του με Προεδρικό ένταλμα ημερ. 15.6.1999, το οποίο εκδόθηκε βάσει του Άρθρου 53.4 του Συντάγματος.
Ο εφεσείων είχε καταχωρήσει έφεση κατά της καταδίκης του η οποία είχε οριστεί για ακρόαση μετά από την απόλυσή του.
Το ερώτημα που εγέρθηκε προκαταρκτικά κατά την ακρόαση ήταν το κατά πόσο η απόλυση του εφεσείοντος συνεπαγόταν επιπτώσεις στις δυνατότητες άσκησης των εξουσιών που παρέχονται στο Εφετείο με τις παραγράφους (γ) και (δ) του εδαφίου 1 του Άρθρου 145 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 και ενδεχομένως στη δυνατότητα προώθησης της έφεσης.
Αποφασίστηκε ότι:
Η εν λόγω προεδρική πράξη, η οποία βέβαια δεν ελέγχεται δικαστικά, δεν μπορεί να παρεμβληθεί στην πορεία της δικαστικής διαδικασίας. Η εξουσία του Εφετείου παραμένει ακέραιη. Και άθικτο το δικαίωμα του εφεσείοντος να λάβει δευτεροβάθμια κρίση. Θα οριστεί λοιπόν ημερομηνία για συζήτηση της ουσίας της έφεσης.
Διαταγή ως ανωτέρω.
Θέμα εγερθέν προκαταρκτικά κατά την ακρόαση έφεσης.
Kατά την ακρόαση έφεσης κατά της καταδίκης, το Aνώτατο Δκαστήριο έθεσε προκαταρκτικά για εξέταση το θέμα κατά πόσο η απόλυση του εφεσείοντος, δυνάμει Προεδρικού εντάλματος, συνεπαγόταν επιπτώσεις στις δυνατότητες άσκησης των εξουσιών που παρέχονται στο Eφετείο με τις παραγράφους (γ) και (δ) του εδαφίου (1) του Άρθρου 145 του περί Ποινικής Δικονομίας Nόμου, Kεφ. 155 και ενδεχομένως στη δυνατότητα προώθησης της έφεσης.
Xρ. Xριστοφόρου, για τον Eφεσείοντα.
Λ. Xριστοδουλίδου-Zανέττου, για την Eφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΠIKHΣ, Π.: Tην ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Nικολάου, Δ..
NIKOΛAOY, Δ.: Στις 20 Απριλίου 1999, κατόπιν ακρόασης, ο εφεσείων κρίθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο ένοχος σε κατηγορία για άσκηση βίας στην κόρη του, προκαλώντας της πραγματική σωματική βλάβη, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 1994 [Ν.47(1)/94]. Στις 14 Μαΐου 1999 του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δύο μηνών. Εφεσίβαλε την καταδίκη, όχι και την ποινή. Η έφεση ορίστηκε για ακρόαση στις 7 Ιουλίου.
Εάν εξέτιε ολόκληρη την επιβληθείσα ποινή, ο εφεσείων θα απολυόταν στις 13 Ιουλίου. Απολύθηκε όμως ενωρίτερα, την 1 Ιουλίου, με Προεδρικό ένταλμα ημερ. 15 Ιουνίου 1999 το οποίο εκδόθηκε βάσει του Άρθρου 53.4 του Συντάγματος. Διαλαμβάνεται εκεί ότι:
"Εις πάσαν άλλην πλην της ποινής του θανάτου περίπτωσιν ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας μειώνουσιν, αναστέλλουσιν ή μετατρέπουσιν οιανδήποτε ποινήν επιβληθείσαν υπό οιουδήποτε δικαστηρίου εν τη Δημοκρατία κατόπιν συμφώνου γνώμης του γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας και του βοηθού γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας."
Σημειώνουμε συναφώς και τις προοριζόμενες ως ρυθμιστικές επί του προκειμένου πρόνοιες στο άρθρο 14 του περί Φυλακών Νόμου του 1996 [Ν.62(1)/96]. Με τις οποίες όμως δεν παρίσταται ανάγκη να ασχοληθούμε. Καθοριζόταν στο ένταλμα τριετής περίοδος αναστολής μετά την εκπνοή της οποίας το υπόλοιπο της ανασταλείσας ποινής θα μειωνόταν κατά τρόπο ώστε να μην επανέρχεται ο εφεσείων στη φυλακή εφόσον δεν προκύψει στο μεταξύ άλλη διαδικασία που να απέληγε σε νέα ποινή φυλάκισης. Ο εφεσείων δεν είχε επιζητήσει αυτή την εξέλιξη. Η οποία, καθώς φαίνεται από προηγηθείσα επιστολή του Διευθυντή Φυλακών, προέκυψε ένεκα υπερπληθυσμού στις φυλακές και αφορούσε εξήντα πέντε κατάδικους αλλά όχι με τους ίδιους όρους αναστολής για όλους.
Κατά την ημερομηνία ακρόασης θέσαμε προκαταρκτικά για εξέταση το κατά πόσο η απόλυση του εφεσείοντος συνεπαγόταν επιπτώσεις στις δυνατότητες άσκησης των εξουσιών που παρέχονται στο Εφετείο με τις παραγράφους (γ) και (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 145 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 και ενδεχομένως στη δυνατότητα προώθησης της έφεσης. Υπενθυμίζουμε ότι πρόκειται για έφεση εναντίον καταδίκης, όχι ποινής. Παραθέτουμε το εδάφιο (1) ολόκληρο:
"145(1). Κατά την εκδίκαση έφεσης κατά καταδίκης, το Ανώτατο Δικαστήριο, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 153 του Νόμου αυτού, δύναται -
(α) να απορρίψει την έφεση·
(β) να επιτρέψει την έφεση και να ακυρώσει την καταδικαστική απόφαση αν θεωρεί ότι η καταδικαστική απόφαση έπρεπε να ακυρωθεί για το λόγο ότι ήταν, αφού ληφθεί υπόψη η απόδειξη που προσάχθηκε, αδικαιολόγητη ή ότι η απόφαση του Δικαστηρίου που εκδίκασε, έπρεπε να ακυρωθεί λόγω πλημμελούς απόφασης επί νομικού ζητήματος ή για το λόγο ότι υπήρξε ουσιώδης πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης:
Νοείται ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, ανεξάρτητα της γνώμης του ότι το ζήτημα που εγείρεται στην έφεση μπορεί να αποφασιστεί υπέρ του εφεσείοντος, δυνατό να απορρίψει την έφεση αν κρίνει ότι δεν προέκυψε πράγματι ουσιώδης πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης·
(γ) να ακυρώσει την καταδικαστική απόφαση και να καταδικάσει τον εφεσείοντα για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα για το οποίο θα μπορούσε να καταδικαστεί από το Δικαστήριο που εκδίκασε βάσει της απόδειξης που προσάχθηκε και να επιβάλει σε αυτό ποινή ανάλογα·
(δ) να διατάξει νέα δίκη ενώπιον του Δικαστηρίου που επέβαλε ποινή ή ενώπιον οποιουδήποτε άλλου Δικαστηρίου που έχει δικαιοδοσία επί του ζητήματος."
Οι συνήγοροι ζήτησαν και τους παραχωρήσαμε χρόνο για να μελετήσουν το ζήτημα. Ο συνήγορος του εφεσείοντος εισηγήθηκε ότι ενόψει της εξέλιξης για την οποία γινόταν λόγος, εξέλειπε η δυνατότητα για τις λύσεις στις οποίες αναφέρονταν οι παραγράφοι (γ) και (δ). Υποστήριξε ωστόσο πως αφού και η μια και η άλλη λύση θα σήμαιναν τον παραμερισμό προηγουμένως της υπάρχουσας καταδίκης, δεν θα έπρεπε να στερηθεί ο εφεσείων του δικαιώματος παραμερισμού, ιδιαίτερα μάλιστα όταν ο ίδιος ήταν αμέτοχος ευθύνης για τη δημιουργία της εξέλιξης. Η συνήγορος της Δημοκρατίας εισηγήθηκε εξάλλου ότι η προεδρική πράξη δεν μπορούσε αφενός να επηρεάσει τη δικαστική λειτουργία ούτε αφετέρου να στερήσει τον εφεσείοντα του δικαιώματος έφεσης.
Η απάντηση στο υπό εξέταση ερώτημα μπορεί εν τέλει να δοθεί χωρίς αναφορά στο τι ενδεχομένως θα προέκυπτε ανάλογα με την έκβαση της έφεσης. Ως ζήτημα πολιτειακής αρχής, η κατάληξη πρέπει αναπόφευκτα να είναι ότι η εν λόγω προεδρική πράξη, η οποία βέβαια δεν ελέγχεται δικαστικά, δεν μπορεί να παρεμβληθεί στην πορεία της δικαστικής διαδικασίας. Η εξουσία του εφετείου παραμένει ακέραιη. Και άθικτο το δικαίωμα του εφεσείοντος να λάβει δευτεροβάθμια κρίση. Θα οριστεί λοιπόν ημερομηνία για συζήτηση της ουσίας της έφεσης.
Διαταγή ως ανωτέρω.