ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 2 ΑΑΔ 551
29 Οκτωβρίου, 1999
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Aρ. 6810)
Διάταγμα προσωποκράτησης — Προϋπόθεση για έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης είναι η απόδειξη ενώπιον του Δικαστηρίου της διάπραξης συγκεκριμένου αδικήματος το οποίο τελεί υπό διερεύνηση, καθώς και επαρκής μαρτυρία που να εγείρει ευλόγως υποψία εκ μέρους της Αστυνομίας για συμμετοχή του υπόπτου.
Το δεύτερο διάταγμα προσωποκράτησης του εφεσείοντος ως υπόπτου, για υπό διερεύνηση αδικήματα Δεκασμού Δημοσίου Λειτουργού, Διαφθοράς, Συνωμοσίας προς Διάπραξη Κακουργήματος και Κατάχρησης Εξουσίας, ακυρώθηκε από το Εφετείο λόγω απουσίας συγκεκριμένης μαρτυρίας ως προς τα αδικήματα με αποτέλεσμα αυτά να μην συγκεκριμενοποιούνται. Η εκπρόσωπος της Αστυνομίας δήλωσε στο Δικαστήριο ότι δεν θα υποστήριζε την απόφαση για προσωποκράτηση γι' αυτό και μόνο το λόγο, χωρίς να δέχεται όμως ότι οι υπόλοιποι λόγοι της έφεσης ευσταθούσαν.
Η έφεση επιτράπηκε.
Έφεση εναντίον Διατάγματος Προσωποκράτησης.
Έφεση από το Xριστόδουλο Nικολαΐδη εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερομηνίας 26 Oκτωβρίου 1999, με την οποία η Xατζηγιάννη-Iωσήφ, E.Δ., εξέδωσε δεύτερο διάταγμα προσωποκράτησης του εφεσείοντα ως υπόπτου για τα υπό διερεύνηση αδικήματα Δεκασμού Δημόσιου Λειτουργού, Διαφθοράς, Συνωμοσίας προς Διάπραξη Kακουργήματος και Kατάχρησης Eξουσίας.
Κ. Μιχαηλίδης με Ν. Παπαευσταθίου, για τον Eφεσείοντα.
Ε. Κλεόπα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.
Ex tempore
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση έχει ως αντικείμενο την έκδοση δεύτερου διατάγματος προσωποκράτησης του εφεσείοντα ως υπόπτου, για υπό διερεύνηση αδικήματα Δεκασμού Δημόσιου Λειτουργού, Διαφθοράς, Συνωμοσίας προς Διάπραξη Κακουργήματος και Κατάχρησης Εξουσίας.
Οι βασικοί λόγοι της έφεσης είναι α) η αποτυχία απόδειξης ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστή της διάπραξης αδικήματος με το οποίο να συνδεέται ο ύποπτος και β) η κατάσταση της υγείας του εφεσείοντα.
Όπως προκύπτει από τη νομολογία στην οποία αναφέρθηκε εκτενώς ο συνήγορος του εφεσείοντα, μία από τις προϋποθέσεις για έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης είναι η απόδειξη ενώπιον του Δικαστηρίου της διάπραξης συγκεκριμένου αδικήματος το οποίο τελεί υπό διερεύνηση, καθώς και επαρκής μαρτυρία που να εγείρει ευλόγως υποψία εκ μέρους της Αστυνομίας για συμμετοχή του υπόπτου.
Μετά την αγόρευση του συνήγορου του εφεσείοντα και κατά το στάδιο της αγόρευσης ενώπιον μας της συνηγόρου που εμφανίστηκε εκ μέρους της Αστυνομίας, το Δικαστήριο έθεσε το ερώτημα στην τελευταία κατά πόσο, από την αίτηση για προσωποκράτηση και τη μαρτυρία που δόθηκε προς υποστήριξή της, συγκεκριμενοποιούνταν τα αδικήματα τα οποία τελούσαν υπό διερεύνηση με την αναγκαία επάρκεια και, αν όχι, ποιές ήταν οι συνέπειες του γεγονότος αυτού στην εγκυρότητα του διατάγματος.
Μετά από διάλειμμα, η δικηγόρος που εμφανίστηκε για την εφεσίβλητη, δήλωσε στο Δικαστήριο ότι, αφού διεξήλθε τα πρακτικά που περιείχαν τη μαρτυρία, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πράγματι η μαρτυρία αυτή ήταν γενική και αόριστη αναφορικά με τα αδικήματα, τα οποία και δεν συγκεκριμενοποιούνταν. Ως εκ τούτου, δήλωσε ότι δεν θα υποστήριζε την απόφαση για προσωποκράτηση γι' αυτό και μόνο το λόγο, χωρίς να δέχεται όμως ότι οι υπόλοιποι λόγοι της έφεσης ευσταθούσαν.
Με γνώμονα τη νομολογία, κρίνουμε ότι η πιο πάνω θέση της Δικηγόρου της Δημοκρατίας είναι ορθή. Κατά συνέπεια η έφεση γίνεται αποδεκτή.
Ενόψει της κατάληξης μας αυτής δεν θα εξετάσουμε τους υπόλοιπους λόγους έφεσης. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Το υπό κρίση διάταγμα προσωποκράτησης ακυρώνεται και διατάσσεται η άμεση απελευθέρωση του εφεσείοντα.
H έφεση επιτρέπεται.