ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 2 ΑΑΔ 87
23 Φεβρουαρίου, 1999
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΟΗΣ,
Eφεσείων,
v.
MICHEL ABDALMASEH JANDRI
Ή ΑΛΛΩΣ GENANDRI Ή JENANDRI,
Eφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Aρ. 6453)
Ποινικός Κώδικας — Έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρυσμα — Η μη εξόφληση επιταγής συνιστά αδίκημα δυνάμει του Άρθρου 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όταν αυτή καθίσταται πληρωτέα κατά τον ουσιώδη χρόνο της κατηγορίας.
Ο εφεσείων καταχώρησε ιδιωτική ποινική υπόθεση κατά του εφεσιβλήτου στηριζόμενη στο Άρθρο 305Α(2) του Ποινικού Κώδικα για το ότι στις 22.10.93 προκάλεσε τη μη εξόφληση, χωρίς εύλογη αιτία, επιταγής που εξέδωσε προς όφελός του επί της Λαϊκής Τράπεζας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του Άρθρου 305Α(2) έκρινε πως η ορθή ερμηνεία του εδαφίου 2 προϋποθέτει τη διαπίστωση δύο ουσιωδών στοιχείων:
(α) την παρουσίαση της συγκεκριμένης επιταγής στην τράπεζα επί της οποίας εκδίδεται για πληρωμή, και
(β) την άρνηση της τράπεζας να εξοφλήσει την επιταγή.
Η πιο πάνω ερμηνεία είχε υποστηριχθεί από το συνήγορο του εφεσιβλήτου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε πως δεν είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του εφεσιβλήτου γιατί δεν τεκμηριώθηκαν τα αναγκαία στοιχεία της κατηγορίας και τον αθώωσε.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση.
Αποφασίστηκε ότι:
Διέλαθε της προσοχής των συνηγόρων, πως η επιταγή κατά τον ουσιώδη χρόνο της κατηγορίας, δηλαδή στις 22.10.93, δεν ήταν πληρωτέα. Η επιταγή ήταν πληρωτέα στις 11.11.93. Όταν οι διατάξεις του εδαφίου 2 καθιστούν τη μη εξόφληση επιταγής αδίκημα, αναφέρονται ασφαλώς σε επιταγή που έχει καταστεί πληρωτέα. Δεν νοείται μη εξόφληση μη υπαρχούσης οφειλής.
Η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Έφεση εναντίον Aθωωτικής Aπόφασης.
Έφεση από το Γεώργιο Λοή εναντίον της αθωωτικής απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Ποινική Yπόθεση Aρ. 4782/95), με την οποία η Δημητριάδου, E.Δ., αθώωσε και απάλλαξε τον κατηγορούμενο για τη διάπραξη του αδικήματος της πρόκλησης της μη εξόφλησης επιταγής χωρίς εύλογη αιτία, κατά παράβαση του Άρθρου 305A(2) του Ποινικού Kώδικα, Kεφ. 154.
Δ. Αραούζος, για τον Eφεσείοντα.
Στ. Παύλου με Δ. Θεοδώρου, για τον Eφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, ιδιώτης κατήγορος, προσήψε κατηγορία εναντίον του εφεσίβλητου στηριζόμενη στο άρθρο 305(Α)(2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, για το ότι στις 22.10.93 στη Λεμεσό προκάλεσε τη μη εξόφληση, χωρίς εύλογη αιτία, επιταγής που εξέδωσε προς όφελος του επί της Λαϊκής Τράπεζας Λτδ, με αριθμό 00863430, πληρωτέας στις 11.11.93, για το ποσό των 50.000 δολλαρίων. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου η πρόκληση της μη εξόφλησης συνίστατο στην εντολή που έδωσε ο εφεσίβλητος στην πιο πάνω τράπεζα, με την οποία ανακάλεσε την εκδοθείσα επιταγή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία που προσκομίστηκε, διαπίστωσε τα γεγονότα που ακολουθούν, και τα οποία δεν αμφισβητούνται. Ο εφεσείων πληροφορήθηκε από γνωστό του πρόσωπο στη τράπεζα πως στις 22.10.93 ο εφεσίβλητος είχε δώσει εντολή να μην εξοφληθεί η επιταγή, όταν αυτή θα παρουσιαζόταν στις 11.11.93, ημερομηνία που ήταν πληρωτέα. Η επιταγή εκδόθηκε μεταξύ 18 και 20.10.93. Όταν ο εφεσείων πήρε την πιο πάνω πληροφορία επικοινώνησε με τον εφεσίβλητο, ο οποίος τον κάλεσε να τον επισκεφθεί για να του δώσει άλλη επιταγή. Ο εφεσείων συνάντησε τον εφεσίβλητο και ο τελευταίος του ζήτησε την επιστροφή της επιταγής, προφασιζόμενος πως θα του εξέδιδε άλλη τοποθετώντας πάνω στο γραφείο του το βιβλιάριο επιταγών του. Όταν όμως ο εφεσείων του έδωσε την επιταγή, ο εφεσίβλητος την ξέσχισε και στη συνέχεια του είπε πως δεν είχε να του δώσει τίποτε.
Το άρθρο 305(Α), στο εδάφιο του οποίου στηρίζεται η κατηγορία, εισήχθη στον Ποινικό Κώδικα με το Νόμο 186/96. Ολόκληρο το άρθρο έχει διαγραφεί και αντικατασταθεί με το Νόμο 36(1)/97, κάτι που δεν μας αφορά στην υπόθεση. Το αναφέρουμε για συμπλήρωση του ιστορικού της σχετικής νομοθεσίας.
Ολόκληρο το άρθρο 305(Α) του Ποινικού Κώδικα έχει ως εξής:
305Α.(1) Όποιος εκδίδει επιταγή η οποία εντός εύλογου χρόνου από την ημερομηνία κατά την οποία πρέπει να πληρωθεί κατά την εμφάνιση της στην τράπεζα από την οποία εκδόθηκε, δεν εξοφλείται λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων του εκδότη της σε αυτή και ο εκδότης της πιο πάνω επιταγής παραλείπει να την εξοφλήσει εντός δεκαπέντε ημερών αφότου πληροφορήθηκε το γεγονός αυτό, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες, εκτός αν αυτός αποδείξει ότι κατά το χρόνο κατά τον οποίο εξέδωσε την επιταγή είχε εύλογη αιτία να πιστεύει ότι κατά την εμφάνισή της θα υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια για την εξόφλησή της.
(2) Όποιος, χωρίς εύλογη αιτία, προκαλεί με οποιαδήποτε πράξη τη μη εξόφληση επιταγής που εκδόθηκε από αυτόν, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες, εκτός αν αποδείξει ότι είχε εύλογη αιτία να πιστεύει ότι δικαιούταν να προβεί σε τέτοια πράξη.
(3) Το άρθρο αυτό δεν εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε επιταγή από την οποία δεν προκύπτει αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του εκδότη της."
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέκτηκε εισήγηση του δικηγόρου του εφεσίβλητου, πως δεν είχε αποδεικτεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του γιατί αναγκαία στοιχεία της κατηγορίας δεν είχαν τεκμηριωθεί, και ως εκ τούτου τον αθώωσε. Ήταν η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσίβλητου πως απαραίτητη προϋπόθεση για την τεκμηρίωση κατηγορίας, βασισμένης στο εδάφιο 2 του άρθρου 305(Α), είναι η απόδειξη της παρουσίασης της επιταγής στην τράπεζα επί της οποίας εκδίδεται, και, ως δεύτερο στοιχείο, η άρνηση της τράπεζας να την τιμήσει. Υποστήριξε επίσης πως η εντολή προς την τράπεζα, για τη μη πληρωμή της επιταγής, πρέπει να έχει ως άμεσο αποτέλεσμα και συνέπεια τη μη εξόφληση της. Οι λεπτομέρειες στο κατηγορητήριο, είπε ο συνήγορος, δεν ανέφεραν πως η επιταγή παρουσιάστηκε στην τράπεζα για εξόφληση και ότι η τελευταία δεν την πλήρωσε λόγω της εντολής που πήρε από τον εφεσίβλητο.
Η θέση του δικηγόρου του εφεσείοντος ήταν πως η επιταγή δεν μπορούσε να παρουσιαστεί προς εξόφληση, εφόσο είχε καταστραφεί από τον ίδιο τον εφεσίβλητο. Τα γεγονότα όμως, στα οποία στήριζε την εισήγηση του, δεν ήσαν αυτά που περιείχοντο στις λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου. Γι' αυτό και ζήτησε άδεια από το Δικαστήριο να προβεί σε τροποποίηση του κατηγορητηρίου, αίτημα που το Δικαστήρο απέρριψε. Η έφεση στρέφεται και εναντίον αυτής της απόφασης, αλλά το ζήτημα δεν θα μας απασχολήσει ενόψει της κατάληξης μας που ακολουθεί.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του υπό συζήτηση άρθρου, έκρινε πως η ορθή ερμηνεία του εδαφίου 2 προϋποθέτει τη διαπίστωση δυο ουσιωδών στοιχείων.
(α) την παρουσίαση της συγκεκριμένης επιταγής στην τράπεζα επί της οποίας εκδίδεται για πληρωμή, και
(β) την άρνηση της τράπεζας να εξοφλήσει την επιταγή.
Επί του σημείου αυτού αντίθετη ήταν η άποψη του δικηγόρου του εφεσείοντος, ο οποίος εισηγήθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο, και εδώ, πως η ερμηνεία που υιοθέτησε η δικαστής είναι εσφαλμένη. Η δικαστής, υποστήριξε ο συνήγορος, πρόσθεσε φράσεις στο εδάφιο που δεν υπάρχουν σ' αυτό, τις οποίες υιοθέτησε από το εδάφιο 1. Ο Νομοθέτης όμως, σκοπίμως και ρητά αναφέρεται στο εδάφιο 1 σε εμφάνιση της επιταγής στην τράπεζα, κάτι που δεν γίνεται στο εδάφιο 2, το οποίο δημιουργεί το αδίκημα της πρόκλησης "με οποιαδήποτε πράξη της μη εξόφλησης της επιταγής που εκδίδεται".
Δε θα μας απασχολήσει η συγκεκριμένη ερμηνεία που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στο εδάφιο 2 του άρθρου, γιατί θα συνιστούσε θεωρητική νομική άσκηση. Εκείνο που διέλαθε της προσοχής των συνηγόρων, που κατά τα άλλα έχουν παρουσιάσει μια καλή εργασία, και της δικαστού, είναι το γεγονός πως η επιταγή κατά τον ουσιώδη χρόνο της κατηγορίας, δηλαδή στις 22.10.93, δεν ήταν πληρωτέα. Η επιταγή ήταν πληρωτέα στις 11.11.93. Όταν οι διατάξεις του εδαφίου 2 καθιστούν τη μη εξόφληση επιταγής αδίκημα, αναφέρονται ασφαλώς σε επιταγή που έχει καταστεί πληρωτέα. Δεν νοείται μη εξόφληση μη υπαρχούσης οφειλής.
Για τους λόγους που εμείς εξηγήσαμε η αθωωτική απόφαση του Δικαστηρίου είναι ορθή.
Η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.