ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2015:A832

(2015) 1 ΑΑΔ 2804

16 Δεκεμβρίου, 2015

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ,

 

Εφεσείων - Εναγόμενος,

 

ν.

 

ΔΑΦΝΗΣ ΟΡΦΑΝΙΔΟΥ,

 

Εφεσίβλητης - Ενάγουσας.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 73/2011)

 

 

Αμέλεια ― Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Παραμερισμός πρωτόδικης απόφασης σε αγωγή για αποζημιώσεις συνεπεία τραυματισμού από τροχαίο ατύχημα ― Η ιατρική μαρτυρία που προσκομίστηκε πρωτοδίκως για την κατάσταση της αυχενικής και θωρακοσφυϊκής μοίρας της εφεσίβλητης, δεν συνδέθηκε με οποιοδήποτε τρόπο με το δυστύχημα, το οποίο συνέβη την επομένη της λήψης της ακτινογραφίας, επισήμανση που δικαιολογούσε επέμβαση του Εφετείου στη σύνδεση του ιατρικού προβλήματος με το ατύχημα.

 

Κατόπιν ακρόασης, Επαρχιακό Δικαστήριο επεδίκασε στην εφεσίβλητη-ενάγουσα €6.000 ως γενικές αποζημιώσεις και €1.752 ως ειδικές αποζημιώσεις για τραύματα και ειδικές ζημίες που όπως είχε ισχυριστεί, υπέστη σε τροχαίο ατύχημα στις 12.6.2004.

 

Με την έφεση, ο εφεσείων/εναγόμενος δεν αμφισβήτησε ότι έφερε ακεραία την ευθύνης πρόκλησης του ατυχήματος.

 

Ό,τι αμφισβήτησε πρωτοδίκως ήταν τον ισχυρισμό της εφεσίβλητης ότι ως αποτέλεσμα της ελαφριάς - όπως τη χαρακτήρισε - σύγκρουσης των δύο οχημάτων, αυτή είχε τραυματιστεί και περαιτέρω, ότι είχε υποστεί ειδικές ζημίες ύψους €1.752.

 

Ο εφεσείων αμφισβήτησε ως λανθασμένη την πρωτόδικη απόφαση για τρεις λόγους οι οποίοι είχαν στο στόχαστρο τους αφενός την αποδοχή του ισχυρισμού της εφεσίβλητης ότι είχε τραυματιστεί και, αφετέρου, την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι με τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του, είχε αποδειχτεί ότι όντως η εφεσίβλητη υπέστη ειδικές ζημίες ύψους €1.752.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Παρά την παρατηρηθείσα διάσταση στη μαρτυρία, αναφορικά με την ημερομηνία επίσκεψης της ενάγουσας στον ιατρό Παπασάββα, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε το σημείο της μαρτυρίας του ιατρού Παπασάββα, αναφορικά με το πότε εξέτασε την εφεσίβλητη, ως καλόπιστο λάθος και όχι ένδειξη ότι η ενάγουσα και ο ιατρός της προσπάθησαν να αλλοιώσουν τα πραγματικά γεγονότα.

 

2.  Στη βάση της πιο πάνω διάστασης της μαρτυρίας της εφεσίβλητης και του συζύγου της αφενός και του ιατρού Παπασάββα αφετέρου, διατυπώθηκε από την συνήγορο του εφεσείοντα η θέση ότι τα όποια προβλήματα υγείας είχε η εφεσίβλητη, προϋπήρχαν του δυστυχήματος και δεν υπήρχε συνάφεια των προβλημάτων που αναφέρονταν στο ιατρικό πιστοποιητικό του ΜΕ3 ο οποίος εξέτασε την εφεσίβλητη στις 11.6.2004 με το δυστύχημα που έγινε στις 12.6.2004 και για το οποίο η εφεσίβλητη όπως ισχυρίστηκε, επισκέφθηκε τον ΜΕ.3 στις 14.6.2004.

 

3.  Κατά πάγια νομολογία το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου όταν αυτά δεν είναι παράλογα, αλλά με την προσθήκη ότι επεμβαίνει και όταν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν δικαιολογούνται από την προσκομισθείσα μαρτυρία.

 

4.  Στην προκείμενη περίπτωση η εφεσίβλητη προώθησε τον ισχυρισμό της ότι ως αποτέλεσμα του ατυχήματος είχε τραυματιστεί στη βάση της ιατρικής μαρτυρίας του ιατρού Παπασάββα, ο οποίος βάσισε τη διάγνωση του στο ιστορικό που έλαβε από την εφεσίβλητη και στη συνακόλουθη ακτινογραφία που πήρε.

 

5.  Με αυτό ως δεδομένο θα ήταν δυνατό να εμφιλοχωρήσει «καλόπιστο» λάθος εκ μέρους του ιατρού κατά τη σύνταξη της ιατρικής του έκθεσης ημερ. 5.11.2004 ότι το ατύχημα συνέβη 11.6.2004 αντί 12.6.2004, αλλά δεν θα μπορούσε το ίδιο λάθος να γίνει και σ' ότι αφορούσε στην ακτινογραφία που κατατέθηκε ως τεκμήριο.

 

6.  Η ληφθείσα ακτινογραφία ήταν η μόνη βάση για αντικειμενική τεκμηρίωση των υποκειμενικών παραπόνων της εφεσίβλητης και αυτή, σύμφωνα με την αναντίλεκτη μαρτυρία του Παπασάββα λήφθηκε στις 11.6.2004, ημερομηνία που την ανέγραψε και επί της ακτινογραφίας.

 

7.  Επί τούτου μάλιστα ήταν κατηγορηματικός, επισημαίνοντας ότι «τα γραπτά μένουν» και κατά συνέπεια η ιατρική μαρτυρία που προσκομίστηκε πρωτοδίκως για την κατάσταση της αυχενικής και θωρακοσφυϊκής μοίρας της εφεσίβλητης δεν συνδέθηκε με οποιοδήποτε τρόπο με το δυστύχημα, το οποίο συνέβη την επομένη της λήψης της ακτινογραφίας, επισήμανση που δικαιολογούσε επέμβαση του Εφετείου στη σύνδεση του προβλήματος της αυχενικής και θωρακοσφυϊκής μοίρας με το ατύχημα.

 

8.  Έσφαλε συνεπώς το πρωτόδικο Δικαστήριο στο να περιοριστεί μόνο στην ημερομηνία 11.6.2004 που αναγραφόταν στην ιατρική έκθεση και να παραβλέψει εντελώς την ημερομηνία που αναγράφεται στην ακτινογραφία (τεκμ.5) και η οποία αναντίλεκτα υποδήλωνε ότι λήφθηκε πριν από το δυστύχημα.

 

9.  Ως εκ τούτου, το υπό αναφορά εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν δικαιολογείτο από τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του και επομένως επιβαλλόταν παρέμβαση του Εφετείου προς ανατροπή του.

 

10. Με τον τρίτο λόγο έφεσης ηγέρθη ο τρόπος δικογράφησης και απόδειξης των ειδικών αποζημιώσεων που ένας διάδικος αξιώνει.

 

11. Ο απλός ισχυρισμός από κάποιο διάδικο ότι κατέβαλε συγκεκριμένα κονδύλια, τα οποία αξιώνει υπό τη μορφή ειδικών αποζημιώσεων, δεν ικανοποιεί τη νομολογιακή αρχή που απαιτεί την απόδειξη τους με θετικό τρόπο. Έπετο ότι και ο τρίτος λόγος έφεσης ευσταθούσε και δικαιολογείτο επέμβαση του Εφετείου και επ' αυτού του ζητήματος.

 

12. Η πρωτόδικη απόφαση σε ότι αφορούσε τις γενικές αποζημιώσεις παραμερίστηκε και διαφοροποιήθηκε ως προς τις ειδικές αποζημιώσεις οι οποίες περιορίστηκαν από το Εφετείο.

 

Η έφεση επέτυχε με έξοδα.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Εναγόμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Ταλαρίδου-Κοντοπούλου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 1135/2005), ημερομ. 31/1/2011.

Στ. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσείοντα - Εναγόμενο.

 

Π. Πετράκη, για την Εφεσίβλητη - Ενάγουσα.

 

Cur. adv. vult.

 

EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ..

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Μετά από ακρόαση, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας επεδίκασε στην εφεσίβλητη-ενάγουσα €6.000 ως γενικές αποζημιώσεις και €1.752 ως ειδικές αποζημιώσεις για τραύματα και ειδικές ζημίες που όπως είχε ισχυριστεί υπέστη σε τροχαίο ατύχημα στις 12.6.2004 στη λεωφόρο Στροβόλου στο Στρόβολο.

 

Ο εφεσείων-εναγόμενος δεν αμφισβητεί ότι φέρει ακεραία την ευθύνη πρόκλησης του ατυχήματος αφού ως οδηγός του (σαλούν) αυτοκινήτου ΑΑF 319 κτύπησε στο πίσω μέρος του (διπλοκάμπινου) DAM, το οποίο οδηγούσε ο σύζυγος της εφεσίβλητης με συνεπιβάτιδα την ίδια και το οποίο ήταν σταματημένο πίσω από ουρά άλλων προπορευομένων αυτοκινήτων. Ό,τι αμφισβήτησε πρωτοδίκως ήταν τον ισχυρισμό της εφεσίβλητης ότι ως αποτέλεσμα της ελαφριάς - όπως τη χαρακτήρισε - σύγκρουσης των δύο οχημάτων, αυτή είχε τραυματιστεί και περαιτέρω ότι είχε υποστεί ειδικές ζημίες ύψους €1.752. Xωρίς όμως η θέση του να γίνει αποδεκτή, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε τη μαρτυρία των 4 μαρτύρων (ΜΕ) που κατέθεσαν για την εφεσίβλητη και συνακόλουθα έκδωσε προς όφελος της την προαναφερθείσα απόφαση.

 

Ο εφεσείων θεωρεί λανθασμένη την πρωτόδικη απόφαση για τρεις λόγους - ο τέταρτος αποσύρθηκε - οι οποίοι έχουν στο στόχαστρο τους αφενός την αποδοχή του ισχυρισμού της εφεσίβλητης ότι είχε τραυματιστεί και, αφετέρου, την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι με τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του είχε αποδειχτεί ότι όντως η εφεσίβλητη υπέστη ειδικές ζημίες ύψους €1.752. Συγκεκριμένα καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι λανθασμένα (α) αξιολόγησε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης (ΜΕ2) και του ιατρού Παπασάββα (ΜΕ3), αποφαινόμενο ότι ήσαν αξιόπιστοι ενόσω υπήρχαν σοβαρές και ουσιαστικές αντιφάσεις στη μαρτυρία τους (1ος λόγος έφεσης), (β) αποφάσισε ότι η ημερομηνία του ατυχήματος που αναφέρει ο ΜΕ.3 στην ιατρική του έκθεση αναγράφηκε κατά λάθος και/ή ήταν καλόπιστο λάθος (2ος λόγος έφεσης) και (γ) επεδίκασε ποσά - €85 για αστυνομική έκθεση, €51.25 για φάρμακα και €171.00 για μεταφορικά - για ειδικές ζημίες για τις οποίες δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε απόδειξη ή μαρτυρία (3ος λόγος έφεσης).

 

Ο πρώτος λόγος έφεσης έχει έρεισμα τη διάσταση που εντοπίζεται στη μαρτυρία της εφεσίβλητης και του συζύγου της αφενός και της μαρτυρίας του ιατρού Παπασάββα αφετέρου, σ' ό,τι αφορά το χρόνο που ο ιατρός εξέτασε την εφεσίβλητη.

 

Σύμφωνα με τη μαρτυρία της εφεσίβλητης, η οποία επιβεβαιώθηκε και από το σύζυγο της, το δυστύχημα συνέβη στις 12.6.2004 ημέρα Σάββατο και το ίδιο βράδυ τηλεφώνησε στον ιατρό Παπασάββα, τον οποίο είχε επισκεφθεί και άλλες φορές προηγουμένως γιατί είχε ευαισθησία στον αυχένα, για να την εξετάσει καθότι ένοιωθε πόνο στον αυχένα και είχε ζαλάδες. Επειδή όμως ήταν Σάββατο ο ιατρός Παπασάββας της ζήτησε να τον επισκεφθεί στο ιατρείο του τη Δευτέρα 14.6.2004, όπως και έπραξε. Κατ' αυτή ο ιατρός, μετά από ακτινογραφία, διέγνωσε τα όσα καταγράφονται στην ιατρική του έκθεση ημερ. 5.11.2004 (τεκμ.2). Η μαρτυρία όμως του ιατρού Παπασάββα ήταν διαφορετική. Την εφεσίβλητη, ανάφερε, την εξέτασε στις 11.6.2004 οπόταν, μετά από ακτινογραφία και αφού έλαβε το ιστορικό της, διέγνωσε ότι ως αποτέλεσμα του δυστυχήματος η εφεσίβλητη υπέστη διάσειση, διάστρεμμα αυχενικής και θωρακοσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής στήλης, στένωση των μεσοσπονδυλίων  διαστημάτων Α5-Α6-Α7 και μεταδιασειστικό σύνδρομο. Μάλιστα, κατά την αντεξέταση, επέμενε ότι εξέτασε την εφεσίβλητη στις 11.6.2004 και προς επιβεβαίωση της θέσης του επικαλέστηκε τόσο την ιατρική του έκθεση (τεκμ.2), στην οποία ανέγραψε ότι «Η ανωτέρω ασθενής ενεπλάκη σε τροχαίο ατύχημα την 11.6.2004 (και) μεταφερθείσα παρ΄ ημίν μετά το ατύχημα διαπίστωσα τα ακόλουθα», όσο και ακτινογραφία (τεκμ. 5), στην οποία έγραψε ιδιοχείρως ότι λήφθηκε στις 11.6.2004, για να προσθέσει χαρακτηριστικά τη φράση «τα γραπτά μένουν».

 

Παρά την πιο πάνω διάσταση στη μαρτυρία, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε το σημείο της μαρτυρίας του ιατρού Παπασάββα, αναφορικά με το πότε εξέτασε την εφεσίβλητη, ως «. καλόπιστο λάθος και όχι ένδειξη ότι η ενάγουσα και ο ιατρός της προσπάθησαν να αλλοιώσουν τα πραγματικά γεγονότα.» Παραθέτουμε συναφώς αυτούσιο το σχετικό επί του θέματος απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:

 

«Θεωρώ ότι πρόκειται για καλόπιστο λάθος και όχι ένδειξη ότι η ενάγουσα και/ή ο ιατρός της πpoσπάθησαν να αλλοιώσουν τα πραγματικά γεγονότα. Είναι αναντίλεκτο γεγονός ότι συνέβηκε δυστύχημα στο οποίο τραυματίσθηκε η ενάγουσα στις 12.6.2004. Επομένως, δεν θα μπορούσε να είχε επισκεφθεί τον ιατρό της γι' αυτό τον σκοπό μία ημέρα ενωρίτερα. Πέρασαν έξη χρόνια από τότε και είναι δυνατόν η ενάγουσα κάτω από την σύγχυση που επικρατούσε να ανέφερε λανθασμένα την ημερομηνία του ιατρού της. Το γεγονός ότι φαίνεται η ημερομηνία 11.6.2004 ως ημερομηνία του δυστυχήματος και στην έκθεση του ιατρού της ασφάλειας δείχνει ότι κάπου κάπως έγινε λάθος ή μπέρδεμα των ημερομηνίων.»

 

Στη βάση της πιο πάνω διάστασης της μαρτυρίας της εφεσίβλητης και του συζύγου  της αφενός και του ιατρού Παπασάββα αφετέρου, διατυπώθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο του εφεσείοντα η θέση ότι «. τα όποια προβλήματα υγείας είχε η εφεσίβλητη προϋπήρχαν του δυστυχήματος και δεν υπάρχει συνάφεια των προβλημάτων που αναφέρονται στο ιατρικό πιστοποιητικό του ΜΕ3 ο οποίος εξέτασε την εφεσίβλητη στις 11.6.2004 με το δυστύχημα που έγινε στις 12.6.2004 και για το οποίο η εφεσίβλητη όπως ισχυρίστηκε επισκέφθηκε τον ΜΕ.3 στις 14.6.2004.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντέτεινε ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης, προσέγγισε την υπό αναφορά μαρτυρία με τον ορθό τρόπο και υπενθύμισε ότι κατά πάγια νομολογία «. το Ανώτατο Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου εκτός εάν τέτοια ευρήματα είναι παράλογα και έξω από οιανδήποτε λογική.»

 

Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας επί του ζητήματος. Συμφωνούμε κατ' αρχάς με την υπενθύμιση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσίβλητης ότι κατά πάγια νομολογία το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου όταν αυτά δεν είναι παράλογα, αλλά με την προσθήκη ότι επεμβαίνει και όταν  τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν δικαιολογούνται από την προσκομισθείσα μαρτυρία. Στην προκείμενη περίπτωση η εφεσίβλητη προώθησε τον ισχυρισμό της ότι ως αποτέλεσμα του ατυχήματος είχε τραυματιστεί στη βάση της ιατρικής μαρτυρίας του ιατρού Παπασάββα, ο οποίος βάσισε τη διάγνωση του στο ιστορικό που έλαβε από την εφεσίβλητη και στη συνακόλουθη ακτινογραφία που πήρε (τεκμ.5). Με αυτό ως δεδομένο θα ήταν δυνατό να εμφιλοχωρήσει «καλόπιστο» λάθος εκ μέρους του ιατρού κατά τη σύνταξη της ιατρικής του έκθεσης ημερ. 5.11.2004 ότι το ατύχημα συνέβη 11.6.2004 αντί 12.6.2004, αλλά δεν θα μπορούσε κατά την άποψή μας το ίδιο λάθος να γίνει και σ' ότι αφορά την ακτινογραφία (τεκμ.5). Η ληφθείσα ακτινογραφία ήταν η μόνη βάση για αντικειμενική τεκμηρίωση των υποκειμενικών παραπόνων της εφεσίβλητης και αυτή, σύμφωνα με την αναντίλεκτη μαρτυρία του Παπασάββα λήφθηκε στις 11.6.2004, ημερομηνία που την ανέγραψε και επί της ακτινογραφίας. Επί τούτου μάλιστα ήταν κατηγορηματικός, επισημαίνοντας ότι «τα γραπτά μένουν» και κατά συνέπεια η ιατρική μαρτυρία που προσκομίστηκε πρωτοδίκως για την κατάσταση της αυχενικής και θωρακοσφυϊκής μοίρας της εφεσίβλητης δεν συνδέθηκε με οποιοδήποτε τρόπο με το δυστύχημα, το οποίο συνέβη την επομένη της λήψης της ακτινογραφίας, επισήμανση που δικαιολογεί επέμβαση του Εφετείου στη σύνδεση του προβλήματος της αυχενικής και θωρακοσφυϊκής μοίρας με το ατύχημα.

 

Έσφαλε συνεπώς το πρωτόδικο Δικαστήριο στο να περιοριστεί μόνο στην ημερομηνία 11.6.2004 που αναγράφεται στην ιατρική έκθεση και να παραβλέψει εντελώς την ημερομηνία που αναγράφεται στην ακτινογραφία (τεκμ.5) και η οποία αναντίλεκτα υποδηλώνει ότι λήφθηκε πριν το δυστύχημα. Ως εκ τούτου το υπό αναφορά εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν δικαιολογείται από τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του και επομένως επιβάλλεται παρέμβαση του Εφετείου προς ανατροπή του.

 

Ενόψει των πιο πάνω ο 1ος λόγος έφεσης ευσταθεί, κατάληξη που επιφέρει και την αποδοχή του 2ου λόγου έφεσης που αφορά την ημερομηνία πρόκλησης του δυστυχήματος που αναγράφεται στην ιατρική έκθεση.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης εγείρεται για πολλοστή φορά ο τρόπος δικογράφησης και απόδειξης των ειδικών αποζημιώσεων που ένας διάδικος αξιώνει.

 

Επί του προκειμένου, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων συμφωνούν - και ορθώς - ότι οι αξιούμενες ως ειδικές αποζημιώσεις θα πρέπει να δικογραφούνται με λεπτομέρεια και να αποδεικνύονται με αυστηρότητα. Ωστόσο είναι θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσίβλητης ότι από τη στιγμή που το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε την εφεσίβλητη ως αξιόπιστη, δεν εμποδιζόταν να αποδεχτεί ως αληθή και πραγματικά τα ποσά των €85 για αστυνομική έκθεση, €51,25 για φάρμακα και €171,00 για μεταφορικά, παρόλο που για τα ποσά αυτά δεν προσκομίστηκαν πέραν της προφορικής μαρτυρίας οποιεσδήποτε αποδείξεις.

Δεν συμφωνούμε με το συνήγορο της εφεσίβλητης. Ο απλός ισχυρισμός από κάποιο διάδικο ότι κατέβαλε συγκεκριμένα κονδύλια, τα οποία αξιώνει υπό τη μορφή ειδικών αποζημιώσεων, δεν ικανοποιεί τη νομολογιακή αρχή που απαιτεί την απόδειξη τους με θετικό τρόπο. Έπεται ότι και ο τρίτος λόγος έφεσης ευσταθεί και δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου και επ' αυτού του ζητήματος.

 

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση σ' ότι αφορά τις γενικές αποζημιώσεις ύψους €6.000 προς όφελος της εφεσίβλητης παραμερίζεται, ενώ σ' ότι αφορά τις ειδικές αποζημιώσεις περιορίζεται στις €1.444,75. Αναφορικά δε με τα έξοδα, αυτά πρωτοδίκως περιορίζονται προς όφελος της εφεσίβλητης στην αντίστοιχη με τα €1.444,75 κλίμακα ενώ τα έξοδα κατ' έφεση θα είναι προς όφελος του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης.

 

Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου για έγκριση.

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο