ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2015:A830

(2015) 1 ΑΑΔ 2774

16 Δεκεμβρίου, 2015

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

 

Εφεσείων - Εναγόμενος,

 

ν.

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσιβλήτου - Ενάγοντα.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 306/2010)

 

 

Διοικητικό Δίκαιο ― Εκτελεστή διοικητική πράξη ― Έφεση εναντίον απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία η νομιμότητα απαίτησης καταβολής από τον εφεσείοντα χρηματικού ποσού δυνάμει παράλειψης καταβολής λατομικών δικαιωμάτων, τα οποία είχαν προκύψει από εκτελεστή διοικητική πράξη, δεν μπορούσε να εξεταστεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο αλλά μπορούσε μόνο να προσβληθεί με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

Με την αγωγή του ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο Εφεσίβλητος - Ενάγοντας αξίωσε από τον Εφεσείοντα - Εναγόμενο το ποσό των €59.625,33 ως ποσό οφειλόμενο δυνάμει παράλειψης καταβολής λατομικών δικαιωμάτων, τα οποία είχαν προκύψει από εκτελεστή διοικητική πράξη, η οποία δεν είχε προσβληθεί με προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

O Εφεσείων - Εναγόμενος έδωσε μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σε αντίθεση με τον Εφεσίβλητο, ο οποίος αρκέστηκε να παρουσιάσει μόνο την επιστολή απαίτησης του αξιούμενου ποσού (τεκμήριο 1), σε συνδυασμό με κάποια παραδεκτά γεγονότα που έγιναν, όπως ότι το τεκμήριο 1 επιδόθηκε προσωπικά στον Εφεσείοντα, ότι δεν καταβλήθηκε οποιονδήποτε ποσό από τον Εφεσείοντα στον Εφεσίβλητο έναντι του προαναφερόμενου ποσού και ότι δεν καταχωρήθηκε προσφυγή ή άλλο ένδικο μέσο για αμφισβήτηση των δικαιωμάτων που αναφέρονται στην σχετική επιστολή απαίτησης των ως άνω αναφερόμενων λατομικών δικαιωμάτων η οποία και κατατέθηκε ως τεκμήριο 1.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε προβληθείσες εισηγήσεις του Εφεσείοντα.

 

Έκρινε ότι το περιεχόμενο της επιστολής τεκμηρίου 1 συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη, η εγκυρότητα της οποίας δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί, καθ' οιονδήποτε τρόπο, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, αλλά μπορούσε μόνο να προσβληθεί με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Εφόσον δεν ακυρώθηκε από το αρμόδιο Δικαστήριο, η πράξη διατηρούσε την ισχύ της. Ο οποιοσδήποτε (παρεμπίπτων ή άλλος) έλεγχος της προαναφερόμενης πράξης, κατέληξε, ήταν εκτός της καθ' ύλην, αρμοδιότητας του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

 

Με την έφεση αμφισβητήθηκαν τα πιο πάνω ευρήματα.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Η πρωτόδικη απόφαση ήταν ορθή και οι σχετικοί λόγοι έφεσης  αβάσιμοι. Στην προκείμενη περίπτωση, στο τεκμήριο 1 περιέχεται τελειοποιηθείσα και εκτελεστή διοικητική πράξη, εφόσον με αυτήν, η διοίκηση επιβάλλει σε διοικούμενο την καταβολή καθορισμένων λατομικών δικαιωμάτων, σύμφωνα με τις διατάξεις του όγδοου πίνακα των περί Μεταλλείων και Λατομείων Κανονισμών του 1990 - 2005.

 

2.  Πράγματι, από την προαναφερόμενη απόφαση, απουσίαζε η πρόνοια αναφορικά με το δικαίωμα του Εφεσείοντα να καταχωρήσει προσφυγή εντός της νόμιμης προθεσμίας, σύμφωνα με το Άρθρο 5 του προαναφερόμενου Νόμου, όμως η έλλειψη αυτή δεν καθιστά την απόφαση μη τελειοποιηθείσα, ούτε και μη εκτελεστή, αλλά μπορεί να την καθιστά ακυρώσιμη.

 

3.  Η απόφαση, δηλαδή, του τεκμηρίου 1 θα μπορούσε να είχε προσβληθεί με αίτηση ακυρώσεως (προσφυγή) ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, οπότε το αρμόδιο Δικαστήριο θα είχε την εξουσία να την ακυρώσει.

 

4.  Εφόσον, όμως, δεν προσβλήθηκε έγκαιρα και με τον ορθό τρόπο, παρέμεινε σε ισχύ, και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν είχε εξουσία να την αμφισβητήσει, να την αναθεωρήσει ή να ασκήσει παρεμπίπτοντα έλεγχο σ' αυτήν.

 

5.  Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος είναι σαφής. Αποκλειστική δικαιοδοσία για τον έλεγχο της νομιμότητας αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων, αρχών ή οργάνων της Δημοκρατίας που ασκούν εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία έχει μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο. Συγχρωτισμός της αναθεωρητικής και της πολιτικής δικαιοδοσίας δεν χωρεί σε κανένα σημείο

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Συμβούλιο Κεντρικών Σφαγείων v. Ρωσσίδη (1996) 3 Α.Α.Δ. 39,

 

Εταιρεία Bulk Oil AG v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1277,

 

Σκίτσας & Παρασκεύας Ξυλουργικές Επιχειρήσεις Λτδ v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρ. Υπόθ. 654/2002, ημερομ. 31/12/2003.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Εναγόμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Γεωργίου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 1977/2009), ημερομ. 10/9/2010.

 

Κ. Ευσταθίου, για τον Εφεσείοντα.

 

Μ. Κυριακίδης για Χάρη Κυριακίδη Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π..

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Με την αγωγή του ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο Εφεσίβλητος - Ενάγοντας αξίωσε από τον Εφεσείοντα - Εναγόμενο το ποσό των €59.625,33 ως ποσό οφειλόμενο δυνάμει παράλειψης καταβολής λατομικών δικαιωμάτων, τα οποία είχαν προκύψει από εκτελεστή διοικητική πράξη, η οποία δεν είχε προσβληθεί με προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

Το περιεχόμενο της επιστολής (τεκμήριο 1), με την οποία απαιτήθηκε το προαναφερόμενο ποσό, παρατίθεται στην πρωτόδικη απόφαση και έχει ως ακολούθως:

 

«1. Από πληροφορίες που συλλέξαμε από το Τμήμα Δημοσίων Έργων και την εταιρεία Medcon Construction Ltd, κατά την περίοδο 17/06/2002 έως 17/03/2004 είχατε προμηθεύσει και τοποθετήσει για τις ανάγκες της κατασκευής της λεωφόρου Αλεξάνδρου Παναγούλη στη Λάρνακα (Αρ. Συμβολαίου PS/C/37-KC301) λατομικά υλικά χωρίς να καταβάλετε στην Υπηρεσία μου τα καθορισμένα λατομικά δικαιώματα που αναφέρονται στους πιο πάνω Κανονισμούς. Η συμφωνία την οποία είχατε με την προαναφερόμενη εταιρεία επισυνάπτεται της παρούσας. Το οφειλόμενο ποσό των εν λόγω λατομικών δικαιωμάτων ανέρχεται μαζί με τις επιβαρύνσεις (25%) για την παράλειψη της καταβολής των εν λόγω δικαιωμάτων, στις £32443,48, δηλαδή €55432,97.

 

2. Από πληροφορίες που συλλέξαμε από το Δήμο Λάρνακας και την εταιρεία Cybarco Ltd, κατά την περίοδο από τον Απρίλιο 2003 έως Δεκέμβριο 2004 είχατε προμηθεύσει για τις ανάγκες βελτίωσης της λεωφόρου Στρατηγού Τιμάγια στη Λάρνακα λατομικά υλικά χωρίς να καταβάλετε στην Υπηρεσία μου τα καθορισμένα λατομικά δικαιώματα που αναφέρονται στους πιο πάνω Κανονισμούς. Το οφειλόμενο ποσό των εν λόγω λατομικών δικαιωμάτων ανέρχεται στις £2453,68, δηλαδή €4192,36.

 

Παρακαλώ όπως άμεσα με την παραλαβή της παρούσης καταβάλετε στην Υπηρεσία μου τα προαναφερόμενα ποσά, δηλαδή €59625,33. Σε διαφορετική περίπτωση θα ληφθούν εναντίον σας τα δέοντα δικαστικά μέτρα.»

 

O Εφεσείων - Εναγόμενος έδωσε μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σε αντίθεση με τον Εφεσίβλητο, ο οποίος αρκέστηκε να παρουσιάσει μόνο το τεκμήριο 1, σε συνδυασμό με κάποια παραδεκτά γεγονότα που έγιναν, όπως ότι το τεκμήριο 1 επιδόθηκε προσωπικά στον Εφεσείοντα, ότι δεν καταβλήθηκε οποιονδήποτε ποσό από τον Εφεσείοντα στον Εφεσίβλητο έναντι του προαναφερόμενου ποσού και ότι δεν καταχωρήθηκε προσφυγή ή άλλο ένδικο μέσο για αμφισβήτηση των δικαιωμάτων που αναφέρονται στην επιστολή, τεκμήριο 1.

 

Στη μαρτυρία του, ο Εφεσείων ανέφερε ότι είναι κοινοτάρχης τα τελευταία οκτώ χρόνια, ότι δεν κατήρτισε οποιανδήποτε προσωπική συμφωνία με την εταιρεία Medcon Construction Ltd ή την εταιρεία Cybarco Ltd, αλλά ότι κάποια εταιρεία Νικοστάντια Λτδ, έκαμε κάποιο συμφωνητικό έγγραφο με την Medcon.

 

Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου υποβλήθηκε εκ μέρους του Εφεσίβλητου, ότι το περιεχόμενο του τεκμηρίου 1 συνιστούσε διοικητική πράξη, η οποία, εφόσον δεν προσβλήθηκε, ήταν ισχυρή και δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου ενώ η πλευρά του Εφεσείοντα υποστήριξε ότι το περιεχόμενο του τεκμηρίου 1 δεν συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη αφού στερείται εκτελεστότητας, εφόσον παραβιάστηκαν οι διατάξεις του Άρθρου 5 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/1999). Η παραβίαση έγινε επειδή στο τεκμήριο 1 δεν αναγράφεται το δικαίωμα του Εφεσείοντα να καταχωρήσει, εντός της νόμιμης προθεσμίας, προσφυγή εναντίον της προαναφερόμενης απόφασης και, επομένως, επειδή παραβιάστηκε ουσιώδης τύπος. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα πρόσθεσε ακόμη ότι και αν το περιεχόμενο του τεκμηρίου 1 συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να προβεί σε παρεμπίπτοντα έλεγχο της νομιμότητας της διοικητικής πράξης που περιέχεται στο τεκμήριο 1.

 

Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής απέρριψε τις δύο εισηγήσεις του Εφεσείοντα. Θεώρησε ότι το περιεχόμενο της επιστολής τεκμηρίου 1 συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη, η εγκυρότητα της οποίας δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί, καθ΄οιονδήποτε τρόπο, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, αλλά μπορούσε μόνο να προσβληθεί με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Εφόσον δεν ακυρώθηκε από το αρμόδιο Δικαστήριο, η πράξη διατηρούσε την ισχύ της. Ο οποιοσδήποτε (παρεμπίπτων ή άλλος) έλεγχος της προαναφερόμενης πράξης ήταν εκτός της, καθ' ύλην, αρμοδιότητας του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

 

Με την υπό εξέταση έφεση, η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται ως εσφαλμένη με δύο λόγους, ήτοι:

 

1. Ότι το περιεχόμενο του τεκμηρίου 1 συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη και

 

2. Ότι δεν είχε εξουσία να προβεί σε παρεμπίπτοντα έλεγχο η έρευνα ως προς τη νομιμότητα της διοικητικής πράξης, του τεκμηρίου 1.

 

Για τον πρώτο λόγο έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα αναφέρθηκε ειδικά στην υπόθεση Συμβούλιο Κεντρικών Σφαγείων v. Ρωσσίδη (1996) 3 Α.Α.Δ. 39Ρωσσίδη), στην οποία αποφασίστηκε ότι η Αναθεωρητική Δικαιοδοσία περιορίζεται σε πράξεις, αποφάσεις ή παραλείψεις που είναι εκτελεστές και δεν περιλαμβάνει αποφάσεις υποκείμενες σε έγκριση και μη τελειοποιηθείσες με την παροχή της απαραίτητης έγκρισης. Κατά τον κ. Ευσταθίου, η απόφαση που περιλαμβάνεται στο τεκμήριο 1 δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη επειδή με αυτήν δεν ασκείται η βούληση της Διοίκησης, αλλά και επειδή δεν είναι τελειοποιημένη, σύμφωνα με τον προαναφερόμενο Νόμο και ειδικά το Άρθρο 5, εφόσον ελλείπει από αυτήν η απαραίτητη πρόνοια ως προς τη νομική θεραπεία στην οποία δικαιούται ο Εφεσείων, δηλαδή την καταχώρηση προσφυγής εναντίον της απόφασης, μέσα στην προθεσμία που καθορίζεται στο Νόμο. Αυτή η παράλειψη, κατά τον κ. Ευσταθίου, καθιστά την απόφαση του τεκμηρίου 1, μή  εκτελεστή και, επομένως, μή υποκείμενη στον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Έστω, όμως, και αν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να ασκήσει παρεμπίπτουσα έρευνα της νομιμότητάς της, εφόσον επρόκειτο για σαφώς ανυπόστατη διοικητική πράξη, σύμφωνα με τη Ρωσσίδη (ανωτέρω). Αν προέβαινε σε τέτοια έρευνα το πρωτόδικο Δικαστήριο, θα διαπίστωνε ότι οι χρεώσεις που αναζητούνταν από τον Εφεσείοντα δεν τον αφορούσαν καθότι οφείλονταν από τρίτο πρόσωπο.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσίβλητου εισηγήθηκε ότι ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι δηλαδή το τεκμήριο 1 περιελάμβανε εκτελεστή διοικητική πράξη, η οποία θα μπορούσε να είχε προσβληθεί με προσφυγή, οπότε και θα είχε την ευκαιρία ο Εφεσείων να θίξει το ζήτημα της παράβασης ουσιώδης τύπου δυνάμει του Άρθρου 5 του προαναφερόμενου νόμου. Ο Εφεσείων, όμως, επέλεξε να μην προσβάλει την απόφαση με το ορθό ένδικο μέσο και, επομένως, η απόφαση εκείνη παρέμεινε έγκυρη εκτελεστή διοικητική πράξη, τη νομιμότητα και την ορθότητα της οποίας το πρωτόδικο Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε εξουσία να ελέγξει, ούτε και να ασκήσει παρεμπίπτουσα έρευνα και να υπεισέλθει στην ουσία και στα γεγονότα επί των οποίων βασίστηκε η διοικητική πράξη (στην προκείμενη περίπτωση, στην επιβολή τελών και δικαιωμάτων λειτουργίας και εκμετάλλευσης λατομείου).

 

Εξετάσαμε με προσοχή τα ενώπιόν μας στοιχεία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή και ότι οι δύο λόγοι έφεσης είναι αβάσιμοι. Στην υπόθεση Ρωσσίδη (ανωτέρω), η διοικητική απόφαση υπόκειτο σε έγκριση του αρμόδιου Υπουργού των Εσωτερικών, η οποία ουδέποτε είχε δοθεί και, επομένως, η πράξη ήταν μη τελειοποιηθείσα. Στην προκείμενη περίπτωση, στο τεκμήριο 1 περιέχεται τελειοποιηθείσα και εκτελεστή διοικητική πράξη, εφόσον με αυτήν η διοίκηση επιβάλλει σε διοικούμενο την καταβολή καθορισμένων λατομικών δικαιωμάτων, σύμφωνα με τις διατάξεις του όγδοου πίνακα των περί Μεταλλείων και Λατομείων Κανονισμών του 1990 - 2005. Πράγματι, από την προαναφερόμενη απόφαση ελλείπει η πρόνοια αναφορικά με το δικαίωμα του Εφεσείοντα να καταχωρήσει προσφυγή εντός της νόμιμης προθεσμίας, σύμφωνα με το Άρθρο 5 του προαναφερόμενου Νόμου, όμως η έλλειψη αυτή δεν καθιστά την απόφαση μη τελειοποιηθείσα, ούτε και μή εκτελεστή, αλλά μπορεί να την καθιστά ακυρώσιμη. Η απόφαση, δηλαδή, του τεκμηρίου 1 θα μπορούσε να είχε προσβληθεί με αίτηση ακυρώσεως (προσφυγή) ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, οπότε το αρμόδιο Δικαστήριο θα είχε την εξουσία να την ακυρώσει. Εφόσον, όμως, δεν προσβλήθηκε έγκαιρα και με τον ορθό τρόπο, παρέμεινε σε ισχύ, και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν είχε εξουσία να την αμφισβητήσει, να την αναθεωρήσει ή να ασκήσει παρεμπίπτοντα έλεγχο σ' αυτήν. Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος είναι σαφής. Αποκλειστική δικαιοδοσία για τον έλεγχο της νομιμότητας αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων, αρχών ή οργάνων της Δημοκρατίας που ασκούν εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία έχει μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο. Συγχρωτισμός της αναθεωρητικής και της πολιτικής δικαιοδοσίας δεν χωρεί σε κανένα σημείο (βλ. Εταιρεία Bulk Oil AG v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1277).

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα αναφέρθηκε και στην υπόθεση Σκίτσας & Παρασκευάς Ξυλουργικές Επιχειρήσεις Λτδ v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρ. Υπόθ. 654/2002, ημερομ. 31/12/2003, στην οποία εξετάστηκε το ζήτημα της παράβασης ουσιώδους τύπου ως λόγου ακυρώσεως. Το Δικαστήριο έκρινε ότι στην περίπτωση εκείνη υπήρξε παράβαση ουσιώδους τύπου και ακύρωσε τη διοικητική πράξη. Όμως, σε εκείνη την περίπτωση, είχε ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας και, επομένως, το αρμόδιο Δικαστήριο είχε κάθε εξουσία να ακυρώσει τη διοικητική πράξη. Στην προκείμενη περίπτωση, δεν ασκήθηκε προσφυγή και το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε εξουσία ούτε να ακυρώσει, ούτε να παραγνωρίσει τη διοικητική πράξη, αλλά ούτε και να ασκήσει παρεμπίπτοντα έλεγχο σε αυτήν.

Για τους προαναφερόμενους λόγους θεωρούμε την πρωτόδικη απόφαση ως ορθή και την έφεση ως αβάσιμη. Κατά συνέπεια, η Έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του Εφεσείοντα, τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο