ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:A828
(2015) 1 ΑΑΔ 2770
16 Δεκεμβρίου, 2015
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]
TECHNOPLASTICS LIMITED,
Εφεσείοντες,
ν.
1. TASPO INDUSTRIES LTD,
2. ΤΑΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
Εφεσιβλήτων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 225/2010)
Πώληση αγαθών ― Αξίωση για πωληθέντα και παραδοθέντα εμπορεύματα δυνάμει τιμολογίων και/ή λογαριασμού ― Το γεγονός της, εκ μέρους των εφεσειόντων, έκδοσης των τιμολογίων και στα δύο ονόματα των εφεσιβλήτων και το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος 2 ή/και η εφεσίβλητη 1 δεν διαμαρτυρήθηκαν γι' αυτό το γεγονός δεν μπορούσε, από μόνο του, να δημιουργήσει αστική ευθύνη εις βάρος του εφεσίβλητου 2, ο οποίος καμία εμπλοκή στη μεταξύ των εφεσειόντων και εφεσιβλήτων 1 συναλλαγή αποδείχθηκε ότι είχε, ούτε και τα εμπορεύματα που παραδίδονταν στην εφεσίβλητη 1, δυνάμει των τιμολογίων, παραλαμβάνονταν από τον εφεσίβλητο 2, ο οποίος κατά του ουσιώδη χρόνο, δεν ήταν ούτε αξιωματούχος, ούτε μέτοχος της εφεσίβλητης 1.
[Πέραν των ως άνω αναφερομένων τίτλων, η απόφαση διαβάζεται ως έχει.]
Η έφεση απορρίφθηκε ως αβάσιμη.
Έφεση.
Έφεση από τους Ενάγοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λοΐζου, Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 1115/2009), ημερομ. 22/6/2010.
Π. Λιβέρας, για τους Εφεσείοντες.
Χρ. Μάγος, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π..
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Με την απαίτηση τους, στην Αγωγή τους ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, οι ενάγοντες-εφεσείοντες αξίωναν το ποσό των €3.546,44.- αναφορικά με πωληθέντα και παραδοθέντα εμπορεύματα δυνάμει τιμολογίων και/ή λογαριασμού, εναντίον και των δύο εναγομένων-εφεσιβλήτων.
Σε κάποιο στάδιο εξεδόθη εκ συμφώνου απόφαση υπέρ των εφεσειόντων και εις βάρος των εφεσιβλήτων 1 για το προαναφερόμενο ποσό με νόμιμο τόκο και έξοδα. Το μόνο ζήτημα επομένως που παρέμεινε προς εκδίκαση ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν η κατ' ισχυρισμόν ευθύνη του εφεσίβλητου-εναγόμενου 2 για το προαναφερόμενο ποσό.
Στην έκθεση απαιτήσεως αναγράφεται ότι ο εναγόμενος 2, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, ήταν σύμβουλος και/ή «ιδιοκτήτης» των εναγομένων 1. Αναγράφεται επίσης ότι, κατά τον ουσιώδη χρόνο, η ενάγουσα πώλησε και παρέδωσε στους εναγομένους 1 και 2 διάφορα εμπορεύματα για συμφωνημένα και/ή εύλογα ποσά για τα οποία οι ενάγοντες εξέδωσαν και σχετικά τιμολόγια. Οι εναγόμενοι κατέβαλαν διάφορα ποσά έναντι της οφειλής τους προς τους ενάγοντες, έμεινε όμως χρεωστικό υπόλοιπο το προαναφερόμενο ποσό.
Στην υπεράσπιση των εναγομένων προβάλλεται η θέση ότι ο εναγόμενος 2 ουδέποτε υπήρξε σύμβουλος και/ή ιδιοκτήτης της εναγομένης 1. Επίσης ο εναγόμενος 2 αρνείται ότι υπήρξε συμβαλλόμενο μέρος σε οποιαδήποτε συμφωνία με τους ενάγοντες για πώληση και αγορά προϊόντων των εναγόντων προς την εναγόμενη 1.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία, τόσο των εναγόντων όσο και των εναγομένων, δέχθηκε τη θέση του εναγόμενου 2-εφεσίβλητου 2 σύμφωνα με την οποίαν αυτός δεν ήταν ούτε Διευθυντής, ούτε μέτοχος της πρώτης εφεσίβλητης εταιρείας, κατά τον ουσιώδη χρόνο, αλλά ούτε και συνεβλήθη ποτέ με τους εφεσείοντες για την αγορά προϊόντων τους και επίσης ότι δεν υπήρξε ποτέ εγγυητής της πρώτης εφεσίβλητης εταιρείας. Η θέση ότι ο εφεσίβλητος 2 ήταν εγγυητής της εφεσίβλητης 1 προβλήθηκε από τους μάρτυρες των εφεσειόντων αλλά δεν έγινε πιστευτή από το πρωτόδικο δικαστήριο και, εν πάση περιπτώσει, δεν ήταν δικογραφημένη, όπως ορθά παρατήρησε η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής.
Οι εφεσείοντες, παρόλο που στο δικόγραφο τους ισχυρίζονται ότι ο εφεσίβλητος 2 ήταν Διευθυντής και ιδιοκτήτης της πρώτης εφεσίβλητης, κατά τον ουσιώδη χρόνο, καμιά μαρτυρία δεν πρόσφεραν προς τεκμηρίωση του ισχυρισμού τους, ενώ αντίθετα, ο εφεσίβλητος 2 προσκόμισε σχετικά πιστοποιητικά του Εφόρου Εταιρειών, τα οποία τεκμηριώνουν την άρνηση του.
Οι εφεσείοντες βάσισαν ουσιαστικά την υπόθεση τους στο ότι στα τιμολόγια, τα οποία εξέδιδαν για την πώληση των προϊόντων τους στην πρώτη εφεσίβλητη εταιρεία, έγραφαν τα ονόματα και των δύο εφεσιβλήτων διότι θεωρούσαν τον εφεσίβλητο 2 ως συνυπεύθυνο για την αγορά των προϊόντων ή ως «εγγυητή» ή ακόμη και ως τον «κύριο μοχλό της εταιρείας» και «ιδιοκτήτη» της εταιρείας.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα και η «νομιμότητα» της πρωτόδικης απόφασης ότι ο εναγόμενος-εφεσίβλητος 2 δεν ήταν χρεώστης των εναγόντων-εφεσειόντων, βάσει των εκδοθέντων τιμολογίων.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται ως εσφαλμένη και «παράνομη» αναφορικά με το εύρημα ότι η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία καταρτίστηκε μόνο μεταξύ εναγόντων και εναγομένων 1 και όχι και μεταξύ εναγόντων και εναγόμενου 2.
Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία. Τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν προσβάλλονται με την έφεση, επομένως παραμένουν αλώβητα. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων και δέχθηκε τους ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων. Σύμφωνα με αυτούς, ο εφεσίβλητος 2 ούτε συμβαλλόμενο μέρος ήταν σε οποιαδήποτε συμφωνία με τους εφεσείοντες, ούτε εγγυητής της εφεσίβλητης 1, ούτε καθ' οιονδήποτε άλλο τρόπον ήταν νομικά υπόλογος για τις υποχρεώσεις της εφεσίβλητης 1 προς τους εφεσείοντες. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά τόνισε τη σημασία της ξεχωριστής νομικής οντότητας της εταιρείας και ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν την υπόθεση τους εναντίον του εφεσίβλητου 2.
Το γεγονός της, εκ μέρους των εφεσειόντων, έκδοσης των τιμολογίων και στα δύο ονόματα των εφεσιβλήτων και το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος 2 ή/και η εφεσίβλητη 1 δεν διαμαρτυρήθηκαν γι' αυτό το γεγονός δεν μπορεί, από μόνο του, να δημιουργήσει αστική ευθύνη εις βάρος του εφεσίβλητου 2, ο οποίος καμία εμπλοκή στη μεταξύ των εφεσειόντων και εφεσιβλήτων 1 συναλλαγή αποδείχθηκε ότι είχε, ούτε και τα εμπορεύματα που παραδίδονταν στην εφεσίβλητη 1, δυνάμει των τιμολογίων, παραλαμβάνονταν από τον εφεσίβλητο 2, ο οποίος κατά του ουσιώδη χρόνο, δεν ήταν ούτε αξιωματούχος, ούτε μέτοχος της εφεσίβλητης 1, αλλά ήταν δημόσιος υπάλληλος. Τι θεωρούσαν οι εφεσείοντες ότι ήταν ο εφεσίβλητος 2 στην εφεσίβλητη εταιρεία 1 ή τι επεδίωκαν με την πρόσθεση του ονόματος του στα τιμολόγια, είναι εντελώς άσχετο.
Για τους προαναφερόμενους λόγους θεωρούμε την έφεση αβάσιμη και την απορρίπτομε, με έξοδα εις βάρος των εφεσειόντων και υπέρ του εφεσίβλητου 2, τα οποία να υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και να υποβληθούν για έγκριση από το δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται ως αβάσιμη.