ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2015:A754

(2015) 1 ΑΑΔ 2422

17 Νοεμβρίου, 2015

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,  ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ,

ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

1. ΚΕΡΑΝΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ,

2. ΠΑΡΙΣΗΣ ΣΠΥΡΟΣ,

 

Εφεσείοντες,

 

ν.

 

ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ «AVANTIS II» ΥΠΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ

ΠΟΥ ΤΩΡΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΛΕΜΕΣΟΥ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 317/2014)

 

 

Ναυτοδικείο ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης σε αγωγή με την οποία οι εφεσείοντες αξίωναν μισθούς και άλλα ωφελήματα που κατ' ισχυρισμό, τους οφείλονταν για τις υπηρεσίες τους επί του Εφεσίβλητου-εναγόμενου πλοίου ― Επικύρωση πρωτόδικης κατάληξης περί μη αποδοχής του συνόλου των αξιώσεων των εφεσειόντων ― Σύμβαση εργοδότησης διάρκειας ενός μηνός δεν τεκμηρίωνε θέμα περαιτέρω αποζημιώσεων για παράνομο τερματισμό.

 

Οι Εφεσείοντες-ενάγοντες με την αγωγή τους αξίωναν μισθούς και άλλα ωφελήματα που, κατ' ισχυρισμό, τους οφείλονταν για τις υπηρεσίες τους επί του Εφεσίβλητου-εναγόμενου πλοίου, το οποίο ήταν εγγεγραμμένο στο ελληνικό νηολόγιο.

 

Προβλήθηκαν ως δικογραφημένοι ισχυρισμοί των Εφεσειόντων ότι ναυτολογήθηκαν, ο μεν πρώτος ως ναύτης ο δε δεύτερος ως μάγειρας, στη βάση συμφωνίας που καταρτίστηκε με το Εφεσίβλητο πλοίο, η οποία προέβλεπε και ως προς το ζήτημα του μηνιαίου μισθού τους. Κατά παράβαση της συμφωνίας δεν τους κατεβλήθη, πάντα κατά τη θέση τους, υπόλοιπο δεδουλευμένων μισθών μέχρι και τις 30.4.2012 και διάφορα άλλα ποσά. Το εφεσίβλητο πλοίο αντιπαρέβαλε στη δικογραφημένη απάντησή του ότι ο μεν πρώτος ενάγοντας προσελήφθη ως ναύτης ο δε δεύτερος ως βοηθός μάγειρας στις 16.12.2011 με γραπτή Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας και με μισθό και όρους εργασίας σύμφωνα με τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών Φορτηγών Πλοίων της Ελληνικής Δημοκρατίας του 2010. Ο μισθός τους συμφωνήθηκε στη βάση της πιο πάνω συλλογικής σύμβασης και μέχρι τις 29.12.2011, ημερομηνία που το Εφεσίβλητο πλοίο συνελήφθη, είχαν καταβληθεί και στους δύο Εφεσείοντες οι αναλογούντες μισθοί και ωφελήματα. Το σχετικό ναυτολόγιο του εν λόγω πλοίου έκλεισε επίσημα κατά ή περί τις 24.2.2012, με αποτέλεσμα να απολυθούν όλοι οι ναυτικοί που το στελέχωναν, συμπεριλαμβανομένων των Εφεσειόντων. Ήταν, ως εκ τούτου, η θέση του Εφεσίβλητου πλοίου, πως η απόλυση έγινε από τον αρμόδιο Προξενικό Λιμενάρχη της Ελλάδος στην Κύπρο και κατά συνέπεια οι Εφεσείοντες δεν δικαιούνταν σε οποιοδήποτε μισθό από εκείνη την ημερομηνία και μετά. Εν πάση περιπτώσει, μέχρι εκείνη την ημερομηνία, ο μισθός και όλα τα ωφελήματα είχαν καταβληθεί στους Εφεσείοντες.

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστή κατέθεσαν οι δύο Εφεσείοντες και ο Αξιωματικός Ναυτοδικείου ενώ για την υπεράσπιση η υπεύθυνη πληρωμάτων και Αντιπρόεδρος της πλοιοκτήτριας εταιρείας. Κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη εκδοχή των Εφεσειόντων, την οποία βρήκε ως αφύσικη και με έντονο το στοιχείο της προσποίησης και της επιτηδειότητας. Έκρινε επίσης ότι η μαρτυρία του Αξιωματικού Ναυτοδικείου χαρακτηριζόταν από προχειρότητα και αοριστία. Ως προς την μάρτυρα υπεράσπισης τη χαρακτήρισε ειλικρινή και θετική στα όσα κατέθεσε και αποδέχθηκε τη μαρτυρία της στην ολότητά της.

 

Σύμφωνα με την πρωτόδικη κατάληξη, αποτέλεσε εύρημα ότι ο Ενάγοντας 1 το μόνο που δικαιούτο ήταν δύο καθαρούς μηνιαίους μισθούς, πλέον δύο ημέρες, ήτοι το ποσό των €3.100, ενώ ο Ενάγοντας 2 ποσό €3.400 για την ίδια περίοδο.

 

Συνακόλουθα εκδόθηκε και σχετική απόφαση για τα εν λόγω ποσά.

 

Η έφεση στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους:

 

Πρώτος λόγος έφεσης:

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε την αξίωση του Εφεσείοντα 2, σύμφωνα με την οποία θα έπρεπε να του καταβληθεί μισθός μάγειρα και όχι βοηθού μάγειρα, με δεδομένο ότι επειδή δεν υπήρχε μάγειρας επί του πλοίου εκτελούσε χρέη μάγειρα.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Στην υπό κρίση περίπτωση τα γεγονότα διαφοροποιούνταν από τη νομολογία που επικαλέστηκε ο εφεσείων. Πέραν του ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε συμφωνία, γραπτή ή προφορική, που να διήπε το ζήτημα της παροχής επιπρόσθετης αμοιβής, η απουσία μάγειρα δεν διαφοροποιούσε την  υπηρεσία του Εφεσείοντα 2, ούτε επαύξανε τις υποχρεώσεις του και το ωράριο εργασίας του.

 

2.  Άλλωστε, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο τη μαρτυρία της υπεράσπισης, κατέληξε πως στο Εφεσίβλητο πλοίο, λόγω του περιορισμένου αριθμού πληρώματος, δεν χρειαζόταν να εργοδοτείται μάγειρας.

 

3.  Συνεπώς ο Εφεσείοντας 2 δεν κάλυπτε, υπό τις συνθήκες, επιπρόσθετη θέση.

 

Δεύτερος λόγος έφεσης:

 

Ήταν εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το ύψος του μηνιαίου μισθού των €1.600 του Εφεσείοντα 2.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Ο πρωτόδικος Δικαστής προκειμένου να καταλήξει ως προς το ύψος του μισθού του Εφεσείοντα 2 στηρίχθηκε στην αποδεκτή μαρτυρία της Μάρτυρος Υπεράσπισης, απορρίπτοντας την αντίστοιχη του Εφεσείοντα 2.

 

2.  Η Μάρτυρας Υπεράσπισης επεξήγησε με λεπτομέρεια τον τρόπο υπολογισμού του συνολικού μικτού μισθού βοηθού μάγειρα σε πλοία όπως το Εφεσίβλητο και ακολούθως έδωσε μαρτυρία ως προς τα ποσά που αφαιρούνται από το μικτό μισθό. Ορθή μαθηματική πράξη οδηγούσε στο ποσό που το πρωτόδικο Δικαστήριο καθόρισε ως καθαρό μηνιαίο μισθό του Εφεσείοντα 2, ήτοι €1.600.

 

Τρίτος λόγος έφεσης:

 

Ήταν εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την απόρριψη της αξίωσης των Εφεσειόντων για την καταβολή αποζημιώσεων δυνάμει του Άρθρου 25 του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Πλοίαρχοι και Ναυτικοί) Νόμου του 1963, Ν. 46/1963.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Προέκυψε από την προσαχθείσα μαρτυρία και συνιστούσε αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το Εφεσίβλητο πλοίο φέρει ελληνική σημαία και είναι εγγεγραμμένο στο νηολόγιο Πειραιά.

 

2.  Είναι επίσης αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το εφαρμοστέο δίκαιο των όρων σύμβασης της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας που διέπει τους Εφεσείοντες είναι το ελληνικό δίκαιο και όχι το κυπριακό.

 

3.  Οι ίδιοι οι Εφεσείοντες είναι ναυτολογημένοι και εγγεγραμμένοι στο ΝΑΤ και υπόκεινται στις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας. Υπό αυτά τα δεδομένα, ήταν ορθή η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να προχωρήσει στην απόρριψη, ως αβάσιμης, της αξίωσης των Εφεσειόντων για καταβολή αποζημιώσεων δυνάμει του εξεταζόμενου Άρθρου 25 του Νόμου.

 

Τέταρτος λόγος έφεσης:

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν επιδίκασε στους Εφεσείοντες αποζημιώσεις. Με δεδομένη την παραδεκτή μαρτυρία ότι δεν τους καταβλήθηκαν οι μισθοί τους κατ' εφαρμογή της μεταξύ των μερών συμφωνίας εργοδότησης, προκύπτει παράβαση της συμφωνίας που δικαιολογεί και την επιδίκαση αποζημιώσεων.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Τυχόν παραβίαση των όρων εργοδότησης των Εφεσειόντων δεν δικαιολογούσε αφ' εαυτής και επιδίκαση αποζημιώσεων. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου εδράζεται στη θέση ότι η Ναυτική Σύμβαση των Εφεσειόντων ήταν διάρκειας ενός και μόνο μηνός, από τις 16.12.2011 και παρατάθηκε μέχρι τις 24.2.2012.

 

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε με την απόφασή του στους Εφεσείοντες μισθούς για άλλους δύο σχεδόν μήνες.

 

3.  Υπό τις συνθήκες αυτές και στην απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας που να οδηγούσε σε εύρημα περί ύπαρξης ζημιάς στους Εφεσείοντες, ήταν ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η σύμβαση εργοδότησης του ενός μηνός δεν τεκμηρίωνε θέμα περαιτέρω αποζημιώσεων για παράνομο τερματισμό.

 

Πέμπτος λόγος έφεσης:

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε, λανθασμένα, ότι το κλείσιμο του ναυτολογίου του Εφεσίβλητου πλοίου από τον Προξενικό Λιμενάρχη της Ελλάδας στην Κύπρο είχε ως αποτέλεσμα τον τερματισμό της εργοδότησης και/ή την απόλυση των μελών του πληρώματος, μεταξύ των οποίων και των εφεσειόντων.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου πλοίου, δέχθηκε, ορθά, ότι η Σύμβαση Εργοδότησης με τους Εφεσείοντες έληξε με το κλείσιμο του σχετικού ναυτολογίου, οπόταν και απολύθηκαν όλοι οι ναυτικοί του Εφεσίβλητου πλοίου.

 

2.  Είναι για το λόγο αυτό που οι υπόλοιποι ναυτικοί, πλην των Εφεσειόντων και άλλων δύο, εγκατέλειψαν το Εφεσίβλητο πλοίο και επαναπατρίστηκαν. Άλλωστε, οι ίδιοι οι Εφεσείοντες, αποδεχόμενοι ότι τους απέλυσε ο αρμόδιος Προξενικός Λιμενάρχης της Ελλάδας στην Κύπρο, διεκδικούσαν για την περίοδο μετά τις 24.2.2012 αποζημιώσεις στη βάση συμφωνίας με τον Αξιωματικό Ναυτοδικείου Κύπρου και όχι ως απόρροια της προηγούμενης Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας.

 

Έκτος και Έβδομος λόγος έφεσης:

 

Ήταν εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η παραμονή των Εφεσειόντων επί του Εφεσίβλητου πλοίου για την περίοδο από 24.2.2012 μέχρι 28.5.2012 ήταν αυθαίρετη και ότι αυτοί δεν πρόσφεραν οποιεσδήποτε υπηρεσίες κατά το εν λόγω διάστημα.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Οι ισχυρισμοί των Εφεσειόντων ότι τους δόθηκαν οδηγίες από τον Αξιωματικό Ναυτοδικείου να συνεχίσουν να προσφέρουν υπηρεσίες ασφαλείας επί του πλοίου κρίθηκαν πρωτοδίκως ως αναληθείς για καλούς λόγους, οι οποίοι με λεπτομέρεια και επάρκεια παρατίθενται.

 

2.  Ορθά, ως αποτέλεσμα, κρίθηκε ότι η φυσική παρουσία των Εφεσειόντων στην Κύπρο ήταν δική τους επιλογή και το γεγονός ότι ο Αξιωματικός Ναυτοδικείου τους ανέχτηκε επί του πλοίου και δεν τους εκδίωξε δεν πρόσθετε ο,τιδήποτε στους ισχυρισμούς τους.

 

Όγδοος, ένατος και δέκατος λόγος έφεσης:

 

α)  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τη μαρτυρία των Εφεσειόντων.

 

β)  Λανθασμένα έκρινε ότι δεν τίθεται θέμα υπερωριών για την περίοδο μετά τις 24.2.2012 και μέχρι τον επαναπατρισμό των Εφεσειόντων.

 

γ)  Έσφαλε στην εκτίμηση και αξιολόγηση της μαρτυρίας της μοναδικής Μάρτυρος Υπεράσπισης.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει τους μάρτυρες κατά την παράθεση της μαρτυρίας τους και προχώρησε, ως όφειλε, στην αξιολόγησή της.

 

2.  Η απόρριψη των θέσεων των Εφεσειόντων ήταν αποτέλεσμα τεκμηριωμένης και πειστικής αιτιολόγησης όλων των ενώπιον του Δικαστηρίου σχετικών δεδομένων.

 

3.  Αιτιολόγηση η οποία καλύπτει όλο το εύρος των αμφισβητούμενων θέσεων και γεγονότων και ως εκ τούτου δεν εντοπιζόταν οποιοσδήποτε λόγος επέμβασής μας.

 

4.  Θα ήταν αδιανόητη η παροχή αποζημιώσεων για υπερωριακή εργασία, αφού κρίθηκε ήδη ότι οι Εφεσείοντες δεν πρόσφεραν οποιαδήποτε υπηρεσία κατά το συγκεκριμένο χρόνο.

 

5.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά διερωτήθηκε και πώς θα μπορούσε να υπάρχουν τόσες εργασίες σε ένα πλοίο το οποίο ήταν υπό σύλληψη και ακινητοποιημένο στο λιμάνι Λεμεσού, ούτως ώστε να ήταν απαραίτητη και υπερωριακή απασχόληση της έκτασης που η πλευρά των Εφεσειόντων επιχείρησε να τεκμηριώσει μέσα από τη μαρτυρία που παρουσίασε.

 

6.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε με επάρκεια και τη μαρτυρία της μοναδικής Μάρτυρος Υπεράσπισης, πάντα σε αναφορά με τα ουσιαστικά επίδικα ζητήματα και σε συνάρτηση με τα υπόλοιπα στοιχεία μαρτυρίας που τέθηκαν ενώπιόν του. Υπό το πρίσμα αυτό δικαιολογημένα έκρινε ως αξιόπιστη την υπό αναφορά μάρτυρα.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

"The City of Malines" [1948] 81 LΙ.L.R. (Lloyd's List Law Reports),

 

Karakiozopoulos a.o. v. Ship "Ayia Marina" (1980) 1 C.L.R. 19,

The Fairport [1966] 2 All E.R. 1026,

 

The British Trade [1924] 18 Ll.L.R. 65.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους Eνάγοντες εναντίον της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ερωτοκρίτου, Δ.), (Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 3/2012), ημερομ. 16/9/2014.

 

Α. Γιωρκάτζης, για τους Εφεσείοντες.

 

Χ. Καραπατάκης, για το Εφεσίβλητο πλοίο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ..

 

ΛΙΑΤΣΟΣ,  Δ.: Οι Εφεσείοντες-ενάγοντες με την αγωγή τους αξίωναν μισθούς και άλλα ωφελήματα που, κατ' ισχυρισμό, τους οφείλονταν για τις υπηρεσίες τους επί του Εφεσίβλητου-εναγόμενου πλοίου, το οποίο ήταν εγγεγραμμένο στο ελληνικό νηολόγιο.

 

Προέβαλλαν ως δικογραφημένοι ισχυρισμοί των Εφεσειόντων ότι ναυτολογήθηκαν, ο μεν πρώτος ως ναύτης ο δε δεύτερος ως μάγειρας, στη βάση συμφωνίας που καταρτίστηκε με το Εφεσίβλητο πλοίο, η οποία προέβλεπε και ως προς το ζήτημα του μηνιαίου μισθού τους. Κατά παράβαση της συμφωνίας δεν τους κατεβλήθη, πάντα κατά τη θέση τους, υπόλοιπο δεδουλευμένων μισθών μέχρι και τις 30.4.2012 και διάφορα άλλα ποσά. Το εφεσίβλητο πλοίο αντιπαρέβαλε στη δικογραφημένη απάντησή του ότι ο μεν πρώτος ενάγοντας προσελήφθη ως ναύτης ο δε δεύτερος ως βοηθός μάγειρας στις 16.12.2011 με γραπτή Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας και με μισθό και όρους εργασίας σύμφωνα με τη Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών Φορτηγών Πλοίων της Ελληνικής Δημοκρατίας του 2010. Ο μισθός τους συμφωνήθηκε στη βάση της πιο πάνω συλλογικής σύμβασης και μέχρι τις 29.12.2011, ημερομηνία που το Εφεσίβλητο πλοίο συνελήφθη, είχαν καταβληθεί και στους δύο Εφεσείοντες οι αναλογούντες μισθοί και ωφελήματα. Το σχετικό ναυτολόγιο του εν λόγω πλοίου έκλεισε επίσημα κατά ή περί τις 24.2.2012, με αποτέλεσμα να απολυθούν όλοι οι ναυτικοί που το στελέχωναν, συμπεριλαμβανομένων των Εφεσειόντων. Ηταν, ως εκ τούτου, η θέση του Εφεσίβλητου πλοίου, πως η απόλυση έγινε από τον αρμόδιο Προξενικό Λιμενάρχη της Ελλάδος στην Κύπρο και κατά συνέπεια οι Εφεσείοντες δεν δικαιούνταν σε οποιοδήποτε μισθό από εκείνη την ημερομηνία και μετά. Εν πάση περιπτώσει, μέχρι εκείνη την ημερομηνία, ο μισθός και όλα τα ωφελήματα είχαν καταβληθεί στους Εφεσείοντες.

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του αδελφού πρωτόδικου Δικαστή κατέθεσαν οι δύο Εφεσείοντες και ο Αξιωματικός Ναυτοδικείου ενώ για την υπεράσπιση η υπεύθυνη πληρωμάτων και Αντιπρόεδρος της πλοιοκτήτριας εταιρείας. Κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη εκδοχή των Εφεσειόντων, την οποία βρήκε ως αφύσικη και με έντονο το στοιχείο της προσποίησης και της επιτηδειότητας. Έκρινε επίσης ότι η μαρτυρία του Αξιωματικού Ναυτοδικείου χαρακτηριζόταν από προχειρότητα και αοριστία. Ως προς την μάρτυρα υπεράσπισης τη χαρακτήρισε ειλικρινή και θετική στα όσα κατέθεσε και αποδέχθηκε τη μαρτυρία της στην ολότητά της. Με δεδομένα τα πιο πάνω ο αδελφός Δικαστής κατέγραψε τα ακόλουθα ευρήματα και την τελική του κατάληξη:

 

      «Ευρήματα και τελική κατάληξη

 

      Είναι φανερό ότι από τα ενώπιον μου στοιχεία οι Ενάγοντες με γραπτή Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας εργοδοτήθηκαν επί του πλοίου Avantis II από τις 16.12.2011 για ένα μήνα. Επί του πλοίου υπήρχαν άλλα 6-7 άτομα. Ο μισθός και οι λοιποί όροι καθορίζονταν από τη Συλλογική Σύμβαση της Ελλάδος. Ο Ενάγοντας 1 εργοδοτήθηκε ως ναύτης ενώ ο Ενάγοντας 2 ως Βοηθός Μάγειρας. Δεκατρείς μέρες μετά την εργοδότησή τους, το πλοίο συνελήφθη στο λιμάνι Λεμεσού.

 

      Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας συμφωνήθηκε ότι ο καθαρός βασικός μισθός του Ενάγοντα 1 ήταν €1.450 μηνιαίως. Ως προς τον Ενάγοντα 2, αποδεχόμενος τη μαρτυρία της Μ.Υ.1 Άννας Μπαράκου και απορρίπτοντας τη μαρτυρία του ιδίου, βρίσκω ότι ο καθαρός μηνιαίος μισθός του ανερχόταν στα €1.600.

 

      Οι δύο Ενάγοντες εγκατέλειψαν την αξίωση τους για το ΝΑΤ, αποδεχόμενοι ότι η πλοιοκτήτρια εταιρεία κατέβαλε όλες τις εισφορές. 

 

      Ως προς τη διάρκεια της εργοδότησης τους, από τα έγγραφα που έχω ενώπιον μου και τη μαρτυρία της Μ.Υ.1, δέχομαι ότι η Σύμβαση Εργοδότησης έληξε με το κλείσιμο του σχετικού Ναυτολογίου στις 24.2.2012, οπότε και οι δύο Ενάγοντες απολύθηκαν από το πλοίο από τον αρμόδιο Προξενικό Λιμενάρχη της Ελλάδας στην Κύπρο.

 

      Απορρίπτω τους ισχυρισμούς των Εναγόντων ως ψευδείς, ότι τους δόθηκαν οδηγίες από τον Αξιωματικό Ναυτοδικείου να συνεχίσουν να προσφέρουν υπηρεσίες ασφάλειας επί του πλοίου. Βρίσκω ότι οι δύο Ενάγοντες αντί να επιλέξουν να επαναπατριστούν και να διεκδικήσουν τα ωφελήματά τους από το ΝΑΤ, προτίμησαν να παραμείνουν αυθαίρετα επί του πλοίου, ώστε να διεκδικήσουν από το εκπλειστηρίασμα, ωφελήματα που δεν δικαιούνταν. Είχαν δικαίωμα να διασφαλίσουν τα όποια πρόσθετα δικαιώματα είχαν μέσω των Κυπριακών Δικαστηρίων και προς τούτο διόρισαν δικηγόρο για να τους αντιπροσωπεύσει. Όμως κρίνω ότι η φυσική παρουσία των ιδίων στην Κύπρο δεν χρειαζόταν σ' εκείνο το στάδιο και ο δικηγόρος τους μπορούσε να διασφαλίσει πλήρως τα δικαιώματά τους.  Το ότι παρέμειναν στην Κύπρο, ήταν δική τους επιλογή και το γεγονός ότι ο Αξιωματικός Ναυτοδικείου τους ανέχτηκε επί του πλοίου και δεν τους εκδίωξε, δεν προσθέτει οτιδήποτε στους ισχυρισμούς τους. Εν πάση περιπτώσει, ο Αξιωματικός Ναυτοδικείου επί αυτού του σημείου ήταν σαφής στο ότι ποτέ δεν τους εργοδότησε και ποτέ δεν τους έδωσε οδηγίες για την ασφάλεια του πλοίου. Ποτέ δεν συμφώνησε μαζί τους οποιουσδήποτε όρους και ιδιαίτερα για τη μισθοδοσία τους. Επομένως βρίσκω ότι από μόνοι τους επέλεξαν να παραμείνουν επί του πλοίου. Το γεγονός ότι ο Αξιωματικός Ναυτοδικείου, ακολουθώντας κάποια αδιευκρίνιστη πρακτική του παρελθόντος, ανέχτηκε όπως αυτοί παραμείνουν επί του πλοίου και τους παρείχε τροφοδοσία, ουδόλως δημιουργεί συνθήκες εργοδότησης, εφόσον ελλείπουν τα αναγκαία στοιχεία για σύναψη μιας σύμβασης. Βρίσκω επομένως ότι μετά τις 24.2.2012 δεν δικαιούντο σε οποιοδήποτε ποσό, εφόσον όχι μόνο δεν εργοδοτούνταν, αλλά ούτε και αποδείχθηκε ότι πρόσφεραν συγκεκριμένες υπηρεσίες για την ασφάλεια του πλοίου. 

 

      Συνακόλουθα, δεν τίθεται ούτε θέμα υπερωριών για την περίοδο μετά τη σύλληψη του πλοίου μέχρι την απόλυσή τους.  Ούτε για την περίοδο μετά τις 24.2.2012 αποδείχθηκε ότι αυτοί πρόσφεραν υπερωριακή απασχόληση. Τα όσα είπαν επί του θέματος, τα έχω απορρίψει ως αναξιόπιστα. Είναι απορίας άξιο πώς θα μπορούσε να υπάρχουν τόσες εργασίες σε ένα πλοίο το οποίο ήταν υπό σύλληψη και ακινητοποιημένο στο λιμάνι Λεμεσού, από τις εγκαταστάσεις του οποίου τροφοδοτείτο ακόμη και με ηλεκτρικό ρεύμα, με αποτέλεσμα να μην χρειάζεται καν να τεθούν σε λειτουργία οι γεννήτριες του πλοίου.

 

      Απορριπτέα κρίνεται και η αξίωση του Ενάγοντα 2 ότι θα έπρεπε να του καταβληθεί μισθός κανονικού Μάγειρα, παρά το γεγονός ότι εργοδοτήθηκε ως Βοηθός Μάγειρας. Και αυτό θα έπρεπε να γίνει επειδή, κατά τον ισχυρισμό του, δεν υπήρχε κανονικός Μάγειρας επί του πλοίου και αναγκαζόταν ο ίδιος να εκτελεί χρέη κανονικού Μάγειρα. Πρόκειται για ακόμη μια προσχεδιασμένη εκδοχή εκ μέρους του, με απώτερο στόχο να καρπωθεί και να μεγιστοποιήσει τα ωφελήματά του. Όπως πολύ ορθά επεσήμανε η Μ.Υ.1 Άννα Μπαράκου, το πλοίο λόγω του περιορισμένου αριθμού του πληρώματός του δεν χρειαζόταν Μάγειρα. Εν πάση περιπτώσει, η επιλογή Βοηθού Μάγειρα ήταν συνειδητή και σε απόλυτη συμφωνία με το Πιστοποιητικό Ασφαλούς Συνθέσεως του πλοίου, το οποίο εκδίδεται από τις αρμόδιες Ελληνικές αρχές. Αν γινόταν δεχτή από το Δικαστήριο η εκδοχή του Ενάγοντα 2, τότε θα εξουδετερώνονταν πλήρως, τόσο οι πρόνοιες της Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας, όσο και αυτές της Συλλογικής Σύμβασης της Ελλάδος. Πέραν τούτου, ο Ενάγοντας 2 δεν απέδειξε ότι είχε καν τα προσόντα για να ναυτολογηθεί ως Μάγειρας.

 

      Με δεδομένο ότι η Ναυτική Σύμβαση των δύο Εναγόντων ήταν διάρκειας ενός μηνός και παρατάθηκε μέχρι τις 24.2.2012, δεν τίθεται θέμα αποζημιώσεων για παράνομο τερματισμό.

 

      Αβάσιμη κρίνεται και η αξίωση των Εναγόντων για την καταβολή αποζημιώσεων δυνάμει του Άρθρου 25 του Νόμου 46/1963, εφόσον οι πρόνοιες του συγκεκριμένου άρθρου αφορούν πλοία υπό κυπριακή σημαία και όχι πλοία που είναι εγγεγραμμένα σε ξένα νηολόγια και ιδιαίτερα όταν οι όροι εργασίας διέπονται από Συλλογική Σύμβαση της χώρας που το πλοίο είναι εγγεγραμμένο, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση.

 

      Ενόψει των πιο πάνω, βρίσκω ότι ο Ενάγοντας 1 το μόνο που δικαιούται είναι δύο καθαρούς μηνιαίους μισθούς, πλέον δύο ημέρες, ήτοι το ποσό των €3.100, ενώ ο Ενάγοντας 2 ποσό €3.400 για την ίδια περίοδο.

 

      Προτού δώσω την τελική μου κατάληξη, θα ήθελα να σημειώσω τον χαλαρό τρόπο με τον οποίο ο Αξιωματικός Ναυτοδικείου χειρίστηκε το θέμα της ασφαλούς φύλαξης του πλοίου και τη διατήρηση προσωπικού επί αυτού, χωρίς όρους και χωρίς ασφαλιστική κάλυψη για τυχόν κινδύνους. Εφόσον έχει υποχρέωση, όπως ο ίδιος παραδέχθηκε στη μαρτυρία του, να διασφαλίζει ότι το πλοίο παραμένει υπό σύλληψη με τα χαμηλότερο δυνατά έξοδα, όφειλε κατά την άποψή μου να είχε ενεργήσει ανάλογα και με πιο θετικό τρόπο. 

 

      Με βάση τα πιο πάνω εκδίδω απόφαση υπέρ του Ενάγοντα 1 για €3.100 και υπέρ του Ενάγοντα 2 για €3.400, με έξοδα στην αντίστοιχη κλίμακα, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή, πλέον ΦΠΑ.»

 

Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με δέκα λόγους έφεσης. Ο πρώτος λόγος περιστρέφεται γύρω από τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε την αξίωση του Εφεσείοντα 2, σύμφωνα με την οποία θα έπρεπε να του καταβληθεί μισθός μάγειρα και όχι βοηθού μάγειρα, με δεδομένο ότι επειδή δεν υπήρχε μάγειρας επί του πλοίου εκτελούσε χρέη μάγειρα.

 

Η ουσία των θέσεων του ευπαίδευτου συνήγορου των Εφεσειόντων, όπως τις ανέπτυξε κατά τη συζήτηση του υπό εξέταση λόγου έφεσης, κινείται γύρω από το παραδεκτό γεγονός ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν εργοδοτήθηκε μάγειρας επί του Εφεσίβλητου πλοίου και τα καθήκοντα του μάγειρα τα ασκούσε ο Εφεσείοντας 2. Κατ' ακολουθία ο υπό αναφορά Εφεσείων θα έπρεπε να αμοίβεται για την εργασία που πραγματικά ασκούσε, δηλαδή του μάγειρα. Προς επίρρωση των θέσεών του ο συνήγορος μας παρέπεμψε στο δικαστικό λόγο της απόφασης "The City of Malines" [1948] 81 LΙ.L.R. (Lloyd's List Law Reports), η οποία υιοθετήθηκε στην Karakiozopoulos a.ο. v. Ship "Ayia Marina" (1980) 1 C.L.R. 19.

 

Στην Karakiozopoulos η απαίτηση για επιπρόσθετη ανταμοιβή στηρίχθηκε  στην παράλειψη των ιδιοκτητών του πλοίου να εργοδοτήσουν ένα επιπλέον «τρίτο μηχανικό». Το Δικαστήριο αποφάσισε την καταβολή της πιο πάνω ανταμοιβής αφού ικανοποιήθηκε από τη μαρτυρία ότι η απαίτηση για περαιτέρω αμοιβή δέκα χιλιάδων δραχμών το μήνα, ήταν μέρος της συμφωνίας εργοδότησης του ενάγοντα, για όση περίοδο ο επιπλέον «τρίτος μηχανικός» δεν εργοδοτείτο και ο ενάγοντας ήταν υπόχρεος να διεξάγει τέτοιας μορφής επιπρόσθετα καθήκοντα. Σύμφωνα δε με τη μαρτυρία όντως εκπλήρωνε επιπρόσθετα καθήκοντα για χρονικό διάστημα περίπου δύο μηνών. Στην υπόθεση του πλοίου «The City of Malines» επίσης προέβαλλε ως ουσιαστικό δεδομένο και καθοριστικό στοιχείο η αποδοχή από το Δικαστήριο της ύπαρξης προφορικής συμφωνίας μεταξύ του ενάγοντα και του διευθυντή των εναγομένων, ο οποίος ενεργούσε εκ μέρους τους, σύμφωνα με την οποία ο ενάγοντας, ύπαρχος, θα δικαιούτο σε επιπρόσθετη ανταμοιβή, του είδους «short hand money». Συγκεκριμένα, συμφωνήθηκε προφορικά, ότι, λόγω ανεπάρκειας χώρου διαμονής και για δεύτερο ύπαρχο, η ανταμοιβή του ενάγοντα θα αυξανόταν κατά το ½ του μηνιαίου μισθού δευτέρου υπάρχου, λόγω των επιπρόσθετων ωρών εργασίας και γενικά καθηκόντων που θα είχε. Το Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι παρά το γεγονός πως και η γραπτή μεταξύ των μερών συμφωνία δεν προέβλεπε για τέτοια επιπρόσθετη αμοιβή, εντούτοις η προφορική συμφωνία που ακολούθησε ήταν ισχυρή και παρείχε τέτοιο δικαίωμα.

 

Στην υπό κρίση περίπτωση τα γεγονότα διαφοροποιούνται. Πέραν του ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε συμφωνία, γραπτή ή προφορική, που να διέπει το ζήτημα της παροχής επιπρόσθετης αμοιβής, η απουσία μάγειρα δεν διαφοροποιούσε την υπηρεσία του Εφεσείοντα 2, ούτε επαύξανε τις υποχρεώσεις του και το ωράριο εργασίας του. Άλλωστε, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο τη μαρτυρία της υπεράσπισης, κατέληξε πως στο Εφεσίβλητο πλοίο, λόγω του περιορισμένου αριθμού πληρώματος, δεν χρειαζόταν να εργοδοτείται μάγειρας. Συνεπώς ο Εφεσείοντας 2 δεν κάλυπτε, υπό τις συνθήκες, επιπρόσθετη θέση. Ως αποτέλεσμα ο υπό εξέταση λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με το δεύτερο λόγο έφεσης πλήττεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το ύψος του μηνιαίου μισθού των €1.600 του Εφεσείοντα 2. Εισηγείται, συγκεκριμένα, ο ευπαίδευτος συνήγορός του ότι, προφανώς, διέλαθε της προσοχής του πρωτόδικου Δικαστηρίου η σχετική λεπτομερής μαρτυρία της Μάρτυρος Υπεράσπισης ως προς το ύψος του μισθού του βοηθού μάγειρα στη βάση της συλλογικής σύμβασης, με αποτέλεσμα να προβεί σε λανθασμένους υπολογισμούς.

 

Είναι, με όλο το σεβασμό, αβάσιμη η πιο πάνω προσέγγιση. Ο πρωτόδικος Δικαστής προκειμένου να καταλήξει ως προς το ύψος του μισθού του Εφεσείοντα 2 στηρίχθηκε στην αποδεκτή μαρτυρία της Μάρτυρος Υπεράσπισης, απορρίπτοντας την αντίστοιχη του Εφεσείοντα 2. Η Μάρτυρας Υπεράσπισης επεξήγησε με λεπτομέρεια τον τρόπο υπολογισμού του συνολικού μικτού μισθού βοηθού μάγειρα σε πλοία όπως το Εφεσίβλητο και ακολούθως έδωσε μαρτυρία ως προς τα ποσά που αφαιρούνται από το μικτό μισθό και τα οποία καλύπτουν εισφορά στο Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (ΝΑΤ) και φόρο μισθωτών υπηρεσιών στη Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (ΔΟΥ) πλοίων. Ορθή μαθηματική πράξη οδηγούσε στο ποσό που το πρωτόδικο Δικαστήριο καθόρισε ως καθαρό μηνιαίο μισθό του Εφεσείοντα 2, ήτοι €1.600.

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την απόρριψη της αξίωσης των Εφεσειόντων για την καταβολή αποζημιώσεων δυνάμει του Άρθρου 25 του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Πλοίαρχοι και Ναυτικοί) Νόμου του 1963, Ν. 46/1963 (ο Νόμος). Έκρινε το Δικαστήριο ως αβάσιμη την εν λόγω αξίωση στη βάση του ότι οι πρόνοιες του συγκεκριμένου άρθρου αφορούν πλοία υπό κυπριακή σημαία και όχι πλοία που είναι εγγεγραμμένα σε ξένα νηολόγια. Είναι η ουσία της ανάλογης θέσης του ευπαίδευτου συνήγορου των Εφεσειόντων πως το πρωτόδικο Δικαστήριο ανεπίτρεπτα θεώρησε το νηολόγιο της Ελλάδας ως «ξένο νηολόγιο» και όχι νηολόγιο χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προέβαλε περαιτέρω ότι εν πάση περιπτώσει οι διατάξεις του υπό αναφορά άρθρου «εφαρμόζονται και σε ξένα πλοία ως μέρος του lex fori».

 

Το Άρθρο 25 του Νόμου έχει ως ακολούθως:

 

«(1) Ο πλοίαρχος ή ο πλοιοκτήτης Κυπριακού πλοίου καταβάλλει εις έκαστον ναυτικόν μισθόν συμφώνως προς τους όρους της συμβάσεως μετά του πληρώματος άμα τη λύσει ταύτης, ή επί τη απολύσει του ναυτικού ούτος καταβάλλει άπαντας τους εις τον ναυτικόν οφειλομένους μισθούς.

 

(2) Εάν ο πλοίαρχος ή ο πλοιοκτήτης παραλείψη άνευ ευλόγου αιτίας να προβή εις την καταβολήν του μισθού κατά τον προσήκοντα χρόνον, ούτος θα καταβάλη εις τον ναυτικόν ποσόν μη υπερβαίνον τον μισθόν δύο ημερών δι΄ εκάστην ημέραν καθ΄ ην ούτος ευρίσκεται εν υπερημερία πληρωμής, το πληρωτέον όμως ποσόν δεν δύναται να υπερβαίνη δέκα ημερών διπλούς μισθούς.»

 

Δεν αναπτύχθηκε κατά την ακρόαση της έφεσης για ποιο λόγο το υπό αναφορά άρθρο προσκρούει στην Ευρωπαϊκή Συνθήκη και γενικότερα το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο. Αντίθετα, προέκυψε από την προσαχθείσα μαρτυρία και συνιστά αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το Εφεσίβλητο πλοίο φέρει ελληνική σημαία και είναι εγγεγραμμένο στο νηολόγιο Πειραιά. Είναι επίσης αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το εφαρμοστέο δίκαιο των όρων σύμβασης της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας που διέπει τους Εφεσείοντες είναι το ελληνικό δίκαιο και όχι το κυπριακό. Οι ίδιοι οι Εφεσείοντες είναι ναυτολογημένοι και εγγεγραμμένοι στο ΝΑΤ και υπόκεινται στις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας. Υπό αυτά τα δεδομένα ήταν ορθή η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να προχωρήσει στην απόρριψη, ως αβάσιμης, της αξίωσης των Εφεσειόντων για καταβολή αποζημιώσεων δυνάμει του εξεταζόμενου Άρθρου 25 του Νόμου. Κατά συνέπεια και ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Ο τέταρτος λόγος έφεσης κινείται γύρω από τη θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν επιδίκασε στους Εφεσείοντες αποζημιώσεις. Είναι η προσέγγιση της πλευράς των Εφεσειόντων ότι, με δεδομένη την παραδεκτή μαρτυρία ότι δεν τους καταβλήθηκαν οι μισθοί τους κατ' εφαρμογή της μεταξύ των μερών συμφωνίας εργοδότησης, προκύπτει παράβαση της συμφωνίας που δικαιολογεί και την επιδίκαση αποζημιώσεων.

 

Τυχόν παραβίαση των όρων εργοδότησης των Εφεσειόντων δεν δικαιολογούσε αφ' εαυτής και επιδίκαση αποζημιώσεων. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου εδράζεται στη θέση ότι η Ναυτική Σύμβαση των Εφεσειόντων ήταν διάρκειας ενός και μόνο μηνός, από τις 16.12.2011 και παρατάθηκε μέχρι τις 24.2.2012. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε με την απόφασή του στους Εφεσείοντες μισθούς για άλλους δύο σχεδόν μήνες. Υπό τις συνθήκες αυτές και στην απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας που να οδηγούσε σε εύρημα περί ύπαρξης ζημιάς στους Εφεσείοντες, ήταν ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η σύμβαση εργοδότησης του ενός μηνός δεν τεκμηρίωνε θέμα περαιτέρω αποζημιώσεων για παράνομο τερματισμό.

 

Στον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε, λανθασμένα, ότι το κλείσιμο του ναυτολογίου του Εφεσίβλητου πλοίου από τον Προξενικό Λιμενάρχη της Ελλάδας στην Κύπρο είχε ως αποτέλεσμα τον τερματισμό της εργοδότησης και/ή την απόλυση των μελών του πληρώματος, μεταξύ των οποίων και των εφεσειόντων.

 

Και ο υπό κρίση λόγος έφεσης είναι, με όλο το σεβασμό, ανεδαφικός. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου πλοίου, δέχθηκε, ορθά, ότι η Σύμβαση Εργοδότησης με τους Εφεσείοντες έληξε με το κλείσιμο του σχετικού ναυτολογίου, στις 24.2.2012, οπόταν και απολύθηκαν όλοι οι ναυτικοί του Εφεσίβλητου πλοίου. Είναι για το λόγο αυτό που οι υπόλοιποι ναυτικοί, πλην των Εφεσειόντων και άλλων δύο, εγκατέλειψαν το Εφεσίβλητο πλοίο και επαναπατρίστηκαν. Άλλωστε, οι ίδιοι οι Εφεσείοντες, αποδεχόμενοι ότι τους απέλυσε ο αρμόδιος Προξενικός Λιμενάρχης της Ελλάδας στην Κύπρο, διεκδικούσαν για την περίοδο μετά τις 24.2.2012 αποζημιώσεις στη βάση συμφωνίας με τον Αξιωματικό Ναυτοδικείου Κύπρου και όχι ως απόρροια της προηγούμενης Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας.

 

Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η παραμονή των Εφεσειόντων επί του Εφεσίβλητου πλοίου για την περίοδο από 24.2.2012 μέχρι 28.5.2012 ήταν αυθαίρετη και ότι αυτοί δεν πρόσφεραν οποιεσδήποτε υπηρεσίες κατά το εν λόγω διάστημα και ως εκ τούτου δεν δικαιούνταν στην καταβολή δεδουλευμένων μισθών, καλύπτεται από τους λόγους έφεσης 6 και 7. Εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων ότι αυτοί είχαν κάθε δικαίωμα να παραμείνουν επί του πλοίου και ότι η παρουσία τους κρίθηκε από τον Αξιωματικό Ναυτοδικείου ως αναγκαία για την εξασφάλιση της ασφαλούς φύλαξης του Εφεσίβλητου πλοίου.

 

Έχουν ήδη παρατεθεί, αυτολεξεί, τα σχετικά ευρήματα και η τελική κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Οι ισχυρισμοί των Εφεσειόντων ότι τους δόθηκαν οδηγίες από τον Αξιωματικό Ναυτοδικείου να συνεχίσουν να προσφέρουν υπηρεσίες ασφαλείας επί του πλοίου κρίθηκαν ως αναληθείς για καλούς λόγους, οι οποίοι με λεπτομέρεια και επάρκεια παρατίθενται. Ορθά, ως αποτέλεσμα, κρίθηκε ότι η φυσική παρουσία των Εφεσειόντων στην Κύπρο ήταν δική τους επιλογή και το γεγονός ότι ο Αξιωματικός Ναυτοδικείου τους ανέχτηκε επί του πλοίου και δεν τους εκδίωξε δεν πρόσθετε ο,τιδήποτε στους ισχυρισμούς τους. Η τελική κατάληξη του αδελφού Δικαστή, σύμφωνα με την οποία οι Εφεσείοντες όχι μόνο δεν εργοδοτούνταν, αλλά ούτε και αποδείχθηκε ότι πρόσφεραν συγκεκριμένες υπηρεσίες για την ασφάλεια του πλοίου, μας βρίσκει σύμφωνους. Ολοκληρώνοντας, αναφέρουμε ότι η παράγραφος 2.114 του συγγράμματος Admiralty Jurisdiction and Practice, 4th edition και οι υποθέσεις The Fairport [1966] 2 All E.R. 1026 και The British Trade [1924] 18 Ll.L.R. 65, 66, στις οποίες μας παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων, δεν στηρίζουν τις υπό εξέταση θέσεις της πλευράς που εκπροσωπεί. Πραγματεύονται το ζήτημα της διάκρισης της αξίωσης για αποζημιώσεις από την αξίωση για μισθούς και θέτουν ότι η έγερση αγωγής για μισθούς δεν τερματίζει μια σύμβαση εργασίας, θέματα που δεν αγγίζουν τη συγκεκριμένη, υπό εξέταση, περίπτωση.

 

Ο όγδοος λόγος έφεσης περιστρέφεται γύρω από τη, γενική, θέση των Εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τη μαρτυρία των Εφεσειόντων. Τίθεται ότι η εν λόγω μαρτυρία ήταν θετικότατη, σαφέστατη και ξεκάθαρη και πως τα εσφαλμένα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οδήγησαν στην απόρριψή της.

 

Ο αδελφός Δικαστής είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει τους μάρτυρες κατά την παράθεση της μαρτυρίας τους και προχώρησε, ως όφειλε, στην αξιολόγησή της. Η απόρριψη των θέσεων των Εφεσειόντων ήταν αποτέλεσμα τεκμηριωμένης και πειστικής αιτιολόγησης όλων των ενώπιον του Δικαστηρίου σχετικών δεδομένων. Αιτιολόγηση η οποία καλύπτει όλο το εύρος των αμφισβητούμενων θέσεων και γεγονότων και ως εκ τούτου δεν εντοπίζεται οποιοσδήποτε λόγος επέμβασής μας.

 

Ο ένατος λόγος έφεσης συνδέεται με τους λόγους έφεσης 6 και 7. Αφορά την προσέγγιση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ότι δεν τίθεται θέμα υπερωριών για την περίοδο μετά τις 24.2.2012 και μέχρι τον επαναπατρισμό των Εφεσειόντων. Η απόρριψη των πιο πάνω λόγων έφεσης 6 και 7 ιχνηλατεί και το αποτέλεσμα του υπό εξέταση λόγου έφεσης, δεδομένου ότι θα ήταν αδιανόητη η παροχή αποζημιώσεων για υπερωριακή εργασία, αφού κρίθηκε ήδη ότι οι Εφεσείοντες δεν πρόσφεραν οποιαδήποτε υπηρεσία κατά το συγκεκριμένο χρόνο. Συνεπώς, είναι ασύμβατη η αποδοχή υπερωριακής απασχόλησης στην απουσία οιασδήποτε τέτοιας απασχόλησης. Προσθέτουμε, εκ του περισσού, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά διερωτήθηκε πώς θα μπορούσε να υπάρχουν τόσες εργασίες σε ένα πλοίο το οποίο ήταν υπό σύλληψη και ακινητοποιημένο στο λιμάνι Λεμεσού, ούτως ώστε να ήταν απαραίτητη και υπερωριακή απασχόληση της έκτασης που η πλευρά των Εφεσειόντων επιχείρησε να τεκμηριώσει μέσα από τη μαρτυρία που παρουσίασε.

 

Με τον δέκατο και τελευταίο λόγο έφεσης προβάλλεται η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην εκτίμηση και αξιολόγηση της μαρτυρίας της μοναδικής Μάρτυρος Υπεράσπισης.

 

Δεν τέθηκε ο,τιδήποτε ουσιώδες ενώπιόν μας προς τεκμηρίωση του λόγου αυτού και προς ανατροπή της πρωτόδικης προσέγγισης. Τα όσα έχουμε ήδη καταγράψει σε σχέση με την αξιολόγηση της όλης μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την εξέταση του όγδοου λόγου έφεσης, καλύπτουν και την παρούσα περίπτωση. Προσθέτουμε μόνο ότι ο αδελφός Δικαστής αξιολόγησε με επάρκεια και τη μαρτυρία της μοναδικής Μάρτυρος Υπεράσπισης, πάντα σε αναφορά με τα ουσιαστικά επίδικα ζητήματα και σε συνάρτηση με τα υπόλοιπα στοιχεία μαρτυρίας που τέθηκαν ενώπιόν του. Υπό το πρίσμα αυτό δικαιολογημένα έκρινε ως αξιόπιστη την υπό αναφορά μάρτυρα.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται. Τα έξοδα, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, επιδικάζονται εις βάρος των Εφεσειόντων, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο