ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:A646
(2015) 1 ΑΑΔ 2027
30 Σεπτεμβρίου, 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
1. ΑΝΑΞΑΓΟΡΑΣ ΑΝΔΡΕΑ ΛΙΑΣΗΣ,
2. ΟΛΒΙΑ ΑΝΔΡΕΑ ΛΙΑΣΗ,
3. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΝΔΡΕΑ ΛΙΑΣΙΔΗΣ,
4. ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΑΝΔΡΕΑ ΛΙΑΣΙΔΗΣ,
Εφεσείοντες - Ενάγοντες,
ν.
1. ΑΝΤΩΝΗ ΛΕΩΝΙΔΑ ΚΟΤΣΙΑ,
2. ΜΙΧΑΛΑΚΗ Α. ΜΙΧΑΗΛ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΑΡΕΣΤΗ ΜΙΧΑΗΛ ΛΙΑΣΗ,
3. ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΜΑΥΡΟΥΔΗ,
4. ΚΛΙΜΗ ΚΩΣΤΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ,
5. ΣΤΕΛΙΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΧΕΙΜΩΝΑ,
Εφεσιβλήτων - Εναγομένων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 128/2010)
Ακίνητη ιδιοκτησία ― Εχθρική κατοχή ― Αναγκαίοι διάδικοι ― Επικύρωση πρωτόδικης απόφασης σε αγωγή με αντικείμενο ακίνητη ιδιοκτησία, η οποία απορρίφθηκε λόγω αντινομίας των ισχυρισμών των ιδίων των εναγόντων, που προέβαλλε, κατά τρόπο πολύ εμφανή, από το στάδιο της συμπλήρωσης της δικογραφίας ― Δεν περιλήφθηκαν και ως εναγόμενοι στην αγωγή, όλα τα πρόσωπα εναντίον των οποίων είχε, κατ' ισχυρισμό, ασκηθεί εχθρική κατοχή.
Απόδειξη ― Δικόγραφα ― Τα ουσιώδη γεγονότα στα δικόγραφα, δεσμεύουν το διάδικο ο οποίος τα προβάλλει και αποτελούν οδηγό για την περαιτέρω ανάπτυξη της υπόθεσής του κατά την ακροαματική διαδικασία ― Πόσο μάλλον όταν, μέσω παραδοχών στα δικόγραφα, τέτοια γεγονότα καθίστανται κοινώς παραδεκτά.
Η έφεση στράφηκε εναντίον πρωτόδικης απόφασης σε αγωγή, αντικείμενο της οποίας ήταν διαφορά κτηματικής φύσεως.
Οι εφεσείοντες, ως ενάγοντες, αξίωσαν να εγγραφούν ως συνιδιοκτήτες, ανά ένα τέταρτο μερίδιο ο καθένας, δύο συγκεκριμένων τεμαχίων γης. Τα εν λόγω τεμάχια είναι καταχωρημένα στο όνομα της Αγγελικής Αβραάμ, προς όφελος των κληρονόμων της. Με την καταχώριση της αγωγής, οι εφεσείοντες συμπεριέλαβαν σε αυτήν, ως εναγομένους, τους πέντε εφεσίβλητους, αναγνωρίζοντας, έτσι, ότι είναι και αυτοί διεκδικητές των περιγραφόμενων, ως ανωτέρω, επίδικων τεμαχίων. Όλοι οι διάδικοι είναι κληρονόμοι της Αγγελικής.
Κατά την πρωτόδικη διαδικασία, οι εφεσείοντες πρόβαλαν εαυτούς ως δικαιούχους των εν λόγω τεμαχίων και τα διεκδίκησαν «δυνάμει κατοχής και/ή κληρονομίας και διανομής και/ή άλλως πως».
Κατά την ακρόαση της αγωγής, οι εφεσείοντες προώθησαν μόνο τις δύο συγκεκριμένες, ως άνω, αιτίες, εννοώντας την «κατοχή» ως εχθρική κατοχή, η οποία άρχισε από τον πατέρα τους Ανδρέα Αρέστη Λιασή και ολοκληρώθηκε μετά το θάνατό του από τους ιδίους, αφού στόχευσαν μεγάλο μέρος της μαρτυρίας τους προς απόδειξη της αιτίας αυτής. Δεν εγκατέλειψαν, όμως, και την άλλη αιτία, την οποία πρόβαλαν στην έκθεση απαίτησή τους, με τον ισχυρισμό ότι, από την ημέρα του θανάτου του πατέρα τους, στις 25.5.1974, το αρχικό τεμάχιο, από το οποίο προήλθαν τα επίδικα τεμάχια, «περιήλθε στην κατοχή των Εναγόντων δυνάμει κληρονομιάς και/ή διανομής». Στη συνέχεια, στην παράγραφο 6, πρόβαλαν και ισχυρισμό για εχθρική κατοχή, ο χρόνος για την οποία φέρεται να συμπληρώθηκε με τη δική τους αδιαφιλονίκητη κατοχή των επίδικων τεμαχίων, η οποία άρχισε στις 25.5.1974 και συνεχίστηκε μέχρι το 1987.
Οι πιο πάνω αξιώσεις απορρίφθηκαν και οι εφεσείοντες καταχώρισαν την παρούσα έφεση η οποία στηρίχθηκε στους κάτωθι λόγους με τους οποίους αμφισβητήθηκαν τα εξής:
α) Η αξιολόγηση της μαρτυρίας και ως προς τα ευρήματά του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί των γεγονότων, τα οποία οδήγησαν στην απόρριψη του ισχυρισμού για εχθρική κατοχή.
β) Η κατάληξή του ότι τα επίδικα τεμάχια αποτελούν κληρονομική περιουσία και ότι η αγωγή έπρεπε να είχε ασκηθεί εναντίον όλων όσοι φέρονται ως κληρονόμοι αυτών.
γ) Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην επιδικάσει έξοδα υπέρ των εφεσειόντων, σε σχέση με την απόρριψη της ανταπαίτησης των εφεσιβλήτων.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Οι εφεσείοντες, στην έκθεση απαίτησής τους, αναφέρουν ότι αυτοί είναι οι νόμιμοι κληρονόμοι του Ανδρέα Αρέστη Λιασή, που ήταν ο πατέρας τους και απεβίωσε στις 25.5.1974.
2. Αυτός ήταν παιδί της Αγγελικής Αβραάμ, η οποία είχε άλλα δέκα παιδιά. Οι εφεσίβλητοι έχουν, ακριβώς, εναχθεί, διότι είναι απόγονοι της Αγγελικής, δηλαδή παιδιά κάποιων παιδιών της· δεν αναφέρεται, όμως, ποιων.
3. Περαιτέρω, προκύπτει, επίσης, από δικογραφημένα και πάλι ή/και από αδιαμφισβήτητα γεγονότα, ως κοινό έδαφος μεταξύ των μερών, ότι τα επίδικα τεμάχια αποτελούσαν τμήμα μεγαλύτερου τεμαχίου, με αρ. 90/1, και, ακολούθως, μετά από διαίρεσή του, αποτέλεσαν μέρος του τεμαχίου με αρ. 139.
4. Το τεμάχιο 90/1, για λόγο που δεν έχει εξηγηθεί, με ενέργειες του συζύγου της Αγγελικής, καταχωρίστηκε, το 1938, στο όνομά της, ενώ η τελευταία όπως ήταν παραδεκτό, απεβίωσε στις 26.1.1932.
5. Σταδιακά, το τεμάχιο εκείνο υποδιαιρέθηκε σε μικρότερα τεμάχια, τα οποία ενεγράφησαν στα ονόματα κληρονόμων της Αγγελικής, ως οι σχετικές αιτήσεις τους προς το οικείο κτηματολογικό γραφείο, οπότε αυτοί εμφανίζονται ως οι νόμιμοι ιδιοκτήτες τους.
6. Δεν γινόταν πουθενά λόγος στα δικόγραφα των εφεσειόντων στο παράδοξο γεγονός το οποίο φέρει το αρχικό τεμάχιο 90/1 να είχε καταχωριστεί στο όνομα της Αγγελικής το 1938, ενώ αυτή είχε, ήδη, αποβιώσει από το 1932.
7. Συνεπώς, ορθώς το θέμα αυτό δε συζητήθηκε στο πλαίσιο της ακρόασης της αγωγής και, επομένως, δεν μπορούσε να συζητηθεί και στο πλαίσιο της παρούσας έφεσης. Εν ολίγοις, η διεκδίκηση των εφεσειόντων λαμβάνει υπόψη, συγκεκριμένα, ότι τα επίδικα τεμάχια βρίσκονται καταχωρημένα στο όνομα της Αγγελικής, προς όφελος των κληρονόμων της, γεγονός το οποίο ουδόλως έχει αμφισβητηθεί, και ότι, κατά τον ισχυρισμό τους, τόσο αυτοί όσο και οι εφεσίβλητοι είναι νόμιμοι κληρονόμοι της.
8. Δεν ήταν αναγκαίο να εξεταστούν οι διάφοροι λόγοι, για τους οποίους το εκδικάσαν Δικαστήριο απέρριψε την εν λόγω μαρτυρία των εφεσειόντων, κάτι που ήταν υποχρέωσή του να πράξει, αφού, μετά από δέουσα εξέταση, δε διαπίστωσε, με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, να περιλαμβανόταν σε αυτή η αναζητούμενη αλήθεια.
9. Το εκδικάσαν Δικαστήριο ήταν, άλλωστε, σε καλύτερη θέση να διενεργήσει την αξιολόγησή της, πράγμα το οποίο έπραξε, όπως διαπιστωνόταν από την προσβαλλόμενη απόφαση, με αναφορά στη σχετική μαρτυρία, και κατέληξε στα ευρήματά του.
10. Ο λόγος που δε χρειαζόταν να γίνει η πιο πάνω εξέταση, οφειλόταν στην αντινομία των ισχυρισμών των ιδίων των εφεσειόντων, η οποία προβάλλει, κατά τρόπο πολύ εμφανή, από το στάδιο της συμπλήρωσης της δικογραφίας.
11. Η πιο πάνω διαπίστωση αφορούσε σε δύο, βασικά, πτυχές της υπόθεσης. Η πρώτη σχετίζεται με τον ισχυρισμό των εφεσειόντων για συμφωνία διανομής, η οποία έγινε το 1950 και στο πλαίσιο της οποίας αναλόγισε στον πατέρα τους το τεμάχιο 139, από το οποίο προέκυψαν, στη συνέχεια, τα επίδικα τεμάχια.
12. Συγκεκριμένα, οι εφεσείοντες, στην παράγραφο 4 της απάντησης και υπεράσπισής τους, η οποία παρατίθεται προηγουμένως, αναφέρουν ότι οι κληρονόμοι της Αγγελικής έλαβαν τα μερίδιά τους στην περιουσία της, πλην του πατέρα τους, «στον οποίο δόθηκε από τη μητέρα του κατά ή περί το έτος 1950 το μερίδιό του, ήτοι τα επίδικα κτήματα».
13. Ο ισχυρισμός αυτός, εμφανώς, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το κοινώς παραδεκτό γεγονός ότι η Αγγελική είχε αποβιώσει το έτος 1932. Άρα, αυτή δε θα μπορούσε να είχε δώσει το 1950 στον πατέρα των εφεσειόντων το διεκδικούμενο από αυτούς μερίδιο στην περιουσία της, στο πλαίσιο, μάλιστα, συμφωνίας διανομής, όπως έχει ο σχετικός ισχυρισμός.
14. Αποτέλεσε δε η διαπίστωσή αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου έναν από τους λόγους για τους οποίους τελικώς, απέρριψε την αγωγή.
15. Η δεύτερη πτυχή, ακόμα πιο σημαντική, αφορά στη διαπίστωση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου ότι δεν περιλήφθηκαν, ως εναγόμενοι στην αγωγή, όλα τα πρόσωπα εναντίον των οποίων είχε, κατ' ισχυρισμό, ασκηθεί η εχθρική κατοχή. Τα πρόσωπα αυτά δε θα μπορούσαν να ήταν άλλα από τους συγκληρονόμους των εφεσειόντων στην περιουσία της Αγγελικής.
16. Σημειώνεται εδώ ότι, στην παράγραφο 4 της έκθεσης απαίτησης, αναφέρεται ότι το αρχικό τεμάχιο 139 αναλόγισε στον πατέρα των εφεσειόντων «κατόπιν διανομής από τη μητέρα του Αγγελική Αβραάμ», εννοώντας, προφανώς, ότι αυτό αποτελούσε μέρος της περιουσίας της, ισχυρισμό τον οποίο προβάλλουν ρητώς στις παραγράφους 3 και 4 της απάντησης και υπεράσπισης, αναφερόμενοι, γενικά, στην περιουσία της Αγγελικής, από την οποία όλοι οι κληρονόμοι της, πλην του πατέρα τους, έλαβαν τα μερίδιά τους. Οι πιο πάνω επισημάνσεις γίνονται προς το σκοπό να διαφανεί έναντι ποίων προσώπων ασκήθηκε η ισχυριζόμενη εχθρική κατοχή.
17. Περαιτέρω, οι εφεσείοντες, στην έκθεση απαίτησής τους, αναφέρουν ότι η διεκδίκησή τους επί των επίδικων τεμαχίων, δυνάμει εχθρικής κατοχής, στρέφεται κατά των λοιπών διεκδικητών των τεμαχίων αυτών.
18. Επομένως, οι εναγόμενοι, εφεσίβλητοι, δεν ήταν οι μόνοι άλλοι διεκδικητές των επίδικων τεμαχίων, γεγονός το οποίο ήταν γνωστό στους εφεσείοντες, μέσα από προηγούμενες διαδικασίες διεκδίκησης των επίδικων τεμαχίων, με σχετικές αιτήσεις στο οικείο κτηματολογικό γραφείο. Κατά τους εφεσείοντες, υπάρχουν και άλλοι, τους οποίους, όπως ομολογούν, δεν περιέλαβαν ως εναγομένους στην αγωγή.
19. Η υποχρέωση των εφεσειόντων ήταν να συμπεριλάβουν σε αυτήν όλους τους κληρονόμους της Αγγελικής και όχι μόνο αυτούς που είχαν εκδηλωθεί τελευταία ως διεκδικητές των επίδικων τεμαχίων, αφού, κατά τεκμήριο, δεν μπορεί να υπάρξει εχθρική κατοχή σε σχέση με συγκεκριμένη περιουσία κατά συγκληρονόμων.
20. Η εν λόγω παράλειψη αποτελεί ουσιαστική δικονομικής φύσεως παρατυπία, ώστε η αγωγή ήταν εκ προοιμίου καταδικασμένη σε αποτυχία.
21. Το παράπονο των εφεσειόντων κατά της απόφασης του εκδικάσαντος Δικαστηρίου να μην επιδικάσει έξοδα υπέρ τους, σε σχέση με την απόρριψη της ανταπαίτησης, ήταν δικαιολογημένο.
22. Η ακρόαση γι' αυτή διεξήχθη στο ίδιο πλαίσιο που διεξήχθη η ακρόαση για την απαίτηση των εφεσειόντων και αφορούσε, ουσιαστικά, στα ίδια επίδικα θέματα, όπως προκύπτει από το σύνολο της δικογραφίας. Επομένως, δικαιολογείτο η άσκηση, από το εκδικάσαν Δικαστήριο, της διακριτικής του εξουσίας στο εν λόγω θέμα, όπως αυτό την άσκησε.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Κραμβιάς κ.ά. ν. Θεοδοσίου (2000) 1 Α.Α.Δ. 267,
Ioannou a.ο. v. Georghiou a.ο. (1983) 1 C.L.R. 92,
Aradipioti v. Kyriacou a.ο. (1971) 1 C.L.R. 381,
Τιτσινίδης ν. Ρετιάτ (1993) 1 Α.Α.Δ. 429,
Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 236,
Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (1991) 1 Α.Α.Δ. 24,
Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 579.
Έφεση.
Έφεση από τους Ενάγοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Καλογήρου, Α.Ε.Δ.), (Αγωγή Αρ. 2834/2006), ημερομ. 17/3/2010.
Σ. Τόκα (κα), για τους Εφεσείοντες.
Γ. Θωμά, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η υπό εξέταση έφεση αφορά σε αγωγή, αντικείμενο της οποίας ήταν διαφορά κτηματικής φύσεως, διά της οποίας οι εφεσείοντες, ως ενάγοντες, αξίωσαν να εγγραφούν ως συνιδιοκτήτες, ανά ένα τέταρτο μερίδιο ο καθένας, δύο συγκεκριμένων τεμαχίων γης. Πρόκειται για τα τεμάχια 303 και 304 του φύλλου/σχεδίου 57/14, εκτάσεως 16.514 και 175 τ.μ., αντίστοιχα, τα οποία βρίσκονται σε περιοχή του χωριού Πισσούρι της επαρχίας Λεμεσού και είναι καταχωρημένα στο όνομα της Αγγελικής Αβραάμ, προς όφελος των κληρονόμων της. Με την καταχώριση της αγωγής, οι εφεσείοντες συμπεριέλαβαν σε αυτήν, ως εναγομένους, τους πέντε εφεσίβλητους, αναγνωρίζοντας, έτσι, ότι είναι και αυτοί διεκδικητές των περιγραφόμενων, ως ανωτέρω, επίδικων τεμαχίων. Όλοι οι διάδικοι είναι κληρονόμοι της Αγγελικής.
Κατά την πρωτόδικη διαδικασία, οι εφεσείοντες πρόβαλαν εαυτούς ως δικαιούχους των εν λόγω τεμαχίων και τα διεκδίκησαν «δυνάμει κατοχής και/ή κληρονομίας και διανομής και/ή άλλως πως», (παράγραφος Γ του αιτητικού στην έκθεση απαίτησης). Κατά την ακρόαση της αγωγής, οι εφεσείοντες προώθησαν μόνο τις δύο συγκεκριμένες, ως άνω, αιτίες, προφανώς, εννοώντας την «κατοχή» ως εχθρική κατοχή, η οποία άρχισε από τον πατέρα τους Ανδρέα Αρέστη Λιασή και ολοκληρώθηκε μετά το θάνατό του από τους ιδίους, αφού στόχευσαν μεγάλο μέρος της μαρτυρίας τους προς απόδειξη της αιτίας αυτής. Δεν εγκατέλειψαν, όμως, και την άλλη αιτία, την οποία πρόβαλαν στην παράγραφο 5 της έκθεσης απαίτησής τους, με τον ισχυρισμό ότι, από την ημέρα του θανάτου του πατέρα τους, στις 25.5.1974, το αρχικό τεμάχιο, από το οποίο προήλθαν τα επίδικα τεμάχια, «περιήλθε στην κατοχή των Εναγόντων δυνάμει κληρονομιάς και/ή διανομής». Στη συνέχεια, στην παράγραφο 6, πρόβαλαν και ισχυρισμό για εχθρική κατοχή, ο χρόνος για την οποία φέρεται να συμπληρώθηκε με τη δική τους αδιαφιλονίκητη κατοχή των επίδικων τεμαχίων, η οποία άρχισε στις 25.5.1974 και συνεχίστηκε μέχρι το 1987.
Οι πιο πάνω αξιώσεις απορρίφθηκαν και οι εφεσείοντες καταχώρισαν την παρούσα έφεση. Με τρεις λόγους, εκ των οποίων οι πρώτοι δύο είναι παρόμοιοι, επιδιώκουν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, στη βάση ότι το εκδικάσαν Δικαστήριο έσφαλε: (α) ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας και ως προς τα ευρήματά του επί των γεγονότων, τα οποία οδήγησαν στην απόρριψη του ισχυρισμού για εχθρική κατοχή και (β) ως προς την κατάληξή του ότι τα επίδικα τεμάχια αποτελούν κληρονομική περιουσία και, άρα, η αγωγή έπρεπε να είχε ασκηθεί εναντίον όλων όσοι φέρονται ως κληρονόμοι αυτών.
Υπάρχει και ένας τέταρτος λόγος έφεσης, ο οποίος ψέγει την απόφαση του Δικαστηρίου να μην επιδικάσει έξοδα υπέρ των εφεσειόντων, σε σχέση με την απόρριψη της ανταπαίτησης των εφεσιβλήτων. Με αυτήν, οι εφεσίβλητοι αξίωναν απόφαση, με την οποία να διατασσόταν η εγγραφή των επίδικων τεμαχίων στο όνομα των δέκα παιδιών της Αγγελικής, τα οποία, κατά το θάνατό τους, άφησαν κληρονόμους, περιλαμβανομένου και του πατέρα των εφεσειόντων. Η ανταπαίτηση απορρίφθηκε, με το σκεπτικό ότι το αίτημα των εφεσιβλήτων μπορούσε να ικανοποιηθεί μέσω διαχείρισης της περιουσίας της Αγγελικής, αλλά και επειδή η εν λόγω περιουσία και οι υπόλοιποι κληρονόμοι σε αυτή δεν αντιπροσωπεύονταν στη διαδικασία. Δεν ασκήθηκε έφεση κατά της πιο πάνω απόφασης.
Στην υπόθεση αυτή, καθοριστικά για την έκβαση της αγωγής και, κατά συνέπεια, τώρα, της έφεσης, ήταν και είναι, σε μεγάλο βαθμό, τα ουσιώδη γεγονότα τα οποία εκτίθενται στη δικογραφία και προβάλλουν κάποιες δεσμευτικές για τους εφεσείοντες θέσεις, καθώς, επίσης, κάποια κοινώς παραδεκτά γεγονότα σε σχέση με τα επίδικα θέματα. Συγκεκριμένα, οι εφεσείοντες, στην έκθεση απαίτησής τους, αναφέρουν ότι αυτοί είναι οι νόμιμοι κληρονόμοι του Ανδρέα Αρέστη Λιασή, που ήταν ο πατέρας τους και απεβίωσε στις 25.5.1974. Αυτός ήταν παιδί της Αγγελικής Αβραάμ, η οποία είχε άλλα δέκα παιδιά. Οι εφεσίβλητοι έχουν, ακριβώς, εναχθεί, διότι είναι απόγονοι της Αγγελικής, δηλαδή παιδιά κάποιων παιδιών της· δεν αναφέρεται, όμως, ποιων. Σε σχέση με την πτυχή αυτή, να σημειωθεί, συναφώς, ότι, σύμφωνα με αδιαμφισβήτητη μαρτυρία του Κοινοτάρχη Πισσουρίου, τον οποίο κάλεσαν ως μάρτυρα οι εφεσίβλητοι, υπάρχουν εν ζωή 50, περίπου, απόγονοι της Αγγελικής. Αυτοί δε, φαίνεται να εμπίπτουν στη γραμμή κληρονομικής διαδοχής, η οποία έχει ως αφετηρία την Αγγελική, δηλαδή είναι νόμιμοι κληρονόμοι της. Επομένως, οι διάδικοι είναι μόνο μερικοί από αυτούς.
Περαιτέρω, προκύπτει, επίσης, από δικογραφημένα και πάλι ή/και από αδιαμφισβήτητα γεγονότα, ως κοινό έδαφος μεταξύ των μερών, ότι τα επίδικα τεμάχια αποτελούσαν τμήμα μεγαλύτερου τεμαχίου, με αρ. 90/1, και, ακολούθως, μετά από διαίρεσή του, αποτέλεσαν μέρος του τεμαχίου με αρ. 139. Το τεμάχιο 90/1, για λόγο που δεν έχει εξηγηθεί, με ενέργειες του συζύγου της Αγγελικής, καταχωρίστηκε, το 1938, στο όνομά της, ενώ η Αγγελική, όπως είναι παραδεκτό, απεβίωσε στις 26.1.1932. Σταδιακά, το τεμάχιο εκείνο υποδιαιρέθηκε σε μικρότερα τεμάχια, τα οποία γράφτηκαν στα ονόματα κληρονόμων της Αγγελικής, ως οι σχετικές αιτήσεις τους προς το οικείο κτηματολογικό γραφείο, οπότε αυτοί εμφανίζονται ως οι νόμιμοι ιδιοκτήτες τους. Η τελευταία τέτοια υποδιαίρεση και εγγραφή έγινε το 1989, το δε εναπομείναν τμήμα, με αρ. τεμαχίου 139, που αναφέρθηκε πιο πάνω, δε γράφτηκε στο όνομα οποιουδήποτε· καταχωρίστηκε στο όνομα των κληρονόμων της Αγγελικής. Μετά από μερική απαλλοτρίωσή του, το 1991, προέκυψαν τα επίδικα τεμάχια, τα οποία είναι και τα μόνα που απέμειναν, μετά την αρχική καταχώριση στο όνομα της Αγγελικής, να βρίσκονται καταχωρημένα στο όνομα των κληρονόμων της, εννοώντας, προφανώς, στο όνομα της Αγγελικής προς όφελος των κληρονόμων της.
Οι εφεσείοντες, στην παράγραφο 4 της απάντησης και υπεράσπισης, που καταχώρισαν σε σχέση με την υπεράσπιση και την ανταπαίτηση των εναγομένων και νυν εφεσιβλήτων, παραδέχονται το χρόνο του θανάτου της Αγγελικής, 26.1.1932, και ότι αυτή άφησε ως κληρονόμους τα 11 παιδιά της, τα οποία, με το θάνατό τους, άφησαν και αυτά κληρονόμους, πλην ενός. Συνεχίζουν δε στην πιο πάνω παράγραφο και αναφέρουν ότι:-
«... όλοι οι κληρονόμοι της αποβιώσασας Αγγελικής Αβραάμ έχουν λάβει τα μερίδιά τους στην περιουσία της πλην του πατέρα των Εναγόντων, στον οποίο δόθηκε από τη μητέρα του κατά ή περί το έτος 1950 το μερίδιό του, ήτοι τα επίδικα κτήματα, τα οποία έκτοτε κατείχε μέχρι το θάνατό του και στη συνέχεια τα κατείχαν τα παιδιά του, οι Ενάγοντες.»
Από την πιο πάνω δικογραφημένη θέση των εφεσειόντων, προκύπτει ξεκάθαρα ότι αυτοί διεκδικούν τα επίδικα τεμάχια, ως κληρονόμοι της Αγγελικής, που τυγχάνει να είναι, όχι, όμως, από την περιουσία της, ως κληρονομικό μερίδιο, μέσω του, επίσης, κληρονόμου της και πατέρα τους Ανδρέα Αρέστη Λιασή. Γι' αυτό το λόγο, τα διεκδικούν εξ ονόματός τους. Έτσι, επιβεβαιώνεται και η αντίληψή τους, η οποία, επίσης, προκύπτει από τη δικογραφία, ότι αυτοί δικαιούνται να εγγραφούν ως ιδιοκτήτες των επίδικων τεμαχίων, βασικά, δυνάμει εχθρικής κατοχής. Ο περιορισμός, άλλωστε, της αιτίας αγωγής, ως ανωτέρω, είναι θεμιτός, για το λόγο ότι διεκδίκηση δυνάμει εχθρικής κατοχής και, έστω, διαζευκτικά, δυνάμει κληρονομικής διαδοχής, όπως υποδεικνύεται στην Κραμβιάς κ.ά. ν. Θεοδοσίου (2000) 1 Α.Α.Δ. 267, στη σελίδα 273, αποτελεί αντινομία.
Στο σημείο αυτό, σημειώνεται πως δε γίνεται πουθενά λόγος στα δικόγραφα των εφεσειόντων στο παράδοξο γεγονός το οποίο φέρει το αρχικό τεμάχιο 90/1 να είχε καταχωριστεί στο όνομα της Αγγελικής το 1938, ενώ αυτή είχε, ήδη, αποβιώσει από το 1932. Συνεπώς, ορθώς το θέμα αυτό δε συζητήθηκε στο πλαίσιο της ακρόασης της αγωγής και, επομένως, δεν μπορεί να συζητηθεί και στο πλαίσιο της παρούσας έφεσης. Εν ολίγοις, η διεκδίκηση των εφεσειόντων λαμβάνει υπόψη, συγκεκριμένα, ότι τα επίδικα τεμάχια βρίσκονται καταχωρημένα στο όνομα της Αγγελικής, προς όφελος των κληρονόμων της, γεγονός το οποίο ουδόλως έχει αμφισβητηθεί, και ότι, κατά τον ισχυρισμό τους, τόσο αυτοί όσο και οι εφεσίβλητοι είναι νόμιμοι κληρονόμοι της.
Ειδικότερα, η διεκδίκηση των επίδικων τεμαχίων από τους εφεσείοντες βασίζεται στο ότι το τεμάχιο 139, από το οποίο αυτά προέκυψαν, αναλόγισε στον πατέρα τους, στο πλαίσιο διανομής η οποία διενεργήθηκε κατά το 1950, εννοώντας, προφανώς, στο πλαίσιο κάποιας συμφωνίας η οποία είχε γίνει τότε, και ότι, έκτοτε, το τεμάχιο αυτό και, στη συνέχεια, τα επίδικα είχαν περιέλθει στην αδιαφιλονίκητη κατοχή του. Προς απόδειξη δε των ισχυρισμών αυτών, οι εφεσείοντες πρόσφεραν κάποια μαρτυρία, την οποία το εκδικάσαν Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε ως ικανοποιητική και, ως εκ τούτου, απέρριψε τη σχετική εκδοχή των εφεσειόντων. Βασικά, η μη αποδοχή της θέσης αυτής οδήγησε στην απόρριψη της αγωγής, αφού η αδιαφιλονίκητη κατοχή, στοιχείο της απόκτησης ιδιοκτησιακού δικαιώματος διά εχθρικής κατοχής, ήταν, κατά τους εφεσείοντες, το απότοκο της συμφωνίας διανομής, η οποία δεν αποδείχθηκε, με βάση την προσκομισθείσα, σχετικά, μαρτυρία. Μάλιστα, ένας τέτοιος ισχυρισμός, όταν γίνεται αποδεκτός, δυνατό να οδηγεί και σε ανατροπή του μαχητού τεκμηρίου ότι δεν αναγνωρίζεται εχθρική κατοχή εναντίον συγκληρονόμων, (βλ. Ioannou a.ο. v. Georghiou a.ο. (1983) 1 C.L.R. 92, σελίδα 104).
Τελικά, όμως, δε θεωρείται ότι είναι αναγκαίο να εξεταστούν οι διάφοροι λόγοι, για τους οποίους το εκδικάσαν Δικαστήριο απέρριψε την εν λόγω μαρτυρία των εφεσειόντων, κάτι που ήταν υποχρέωσή του να πράξει, αφού, μετά από δέουσα εξέταση, δε διαπίστωσε, με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, να περιλαμβανόταν σε αυτή η αναζητούμενη αλήθεια. Το εκδικάσαν Δικαστήριο ήταν, άλλωστε, σε καλύτερη θέση να διενεργήσει την αξιολόγησή της, πράγμα το οποίο έπραξε, όπως διαπιστώνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση, με αναφορά στη σχετική μαρτυρία, και κατέληξε στα ευρήματά του. Το δε Εφετείο είναι, κατά κανόνα, αργό στο να επέμβει στο έργο αυτό του εκδικάσαντος Δικαστηρίου, αντικαθιστώντας την κρίση του με τη δική του εκτίμηση, εκτός, βέβαια, αν, εξ αντικειμένου, δε δικαιολογούνται τα ευρήματά του, (βλ. Aradipioti v. Kyriacou a.ο. (1971) 1 C.L.R. 381, Τιτσινίδης ν. Ρετιάτ (1993) 1 Α.Α.Δ. 429 και Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου κ.ά. (2006) 1 Α.Α.Δ. 236).
Ο λόγος που δε χρειάζεται να γίνει η πιο πάνω εξέταση οφείλεται στην αντινομία των ισχυρισμών των ιδίων των εφεσειόντων, η οποία προβάλλει, κατά τρόπο πολύ εμφανή, από το στάδιο της συμπλήρωσης της δικογραφίας. Η πιο πάνω διαπίστωση αφορά σε δύο, βασικά, πτυχές της υπόθεσης. Η πρώτη σχετίζεται με τον ισχυρισμό των εφεσειόντων για συμφωνία διανομής, η οποία έγινε το 1950 και στο πλαίσιο της οποίας αναλόγισε στον πατέρα τους το τεμάχιο 139, από το οποίο προέκυψαν, στη συνέχεια, τα επίδικα τεμάχια. Συγκεκριμένα, οι εφεσείοντες, στην παράγραφο 4 της απάντησης και υπεράσπισής τους, η οποία παρατίθεται προηγουμένως, αναφέρουν ότι οι κληρονόμοι της Αγγελικής έλαβαν τα μερίδιά τους στην περιουσία της, πλην του πατέρα τους, «στον οποίο δόθηκε από τη μητέρα του κατά ή περί το έτος 1950 το μερίδιό του, ήτοι τα επίδικα κτήματα». Ο ισχυρισμός αυτός, εμφανώς, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το κοινώς παραδεκτό γεγονός ότι η Αγγελική είχε αποβιώσει το έτος 1932. Άρα, αυτή δε θα μπορούσε να είχε δώσει το 1950 στον πατέρα των εφεσειόντων το διεκδικούμενο από αυτούς μερίδιο στην περιουσία της, στο πλαίσιο, μάλιστα, συμφωνίας διανομής, όπως έχει ο σχετικός ισχυρισμός.
Σε σχέση με την πιο πάνω πτυχή, να σημειωθεί πως ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής επεσήμανε την εν λόγω αντινομία, την οποία είχε διαπιστώσει από το περιεχόμενο της παραγράφου 4 της έκθεσης απαίτησης, όπου προβάλλεται παρόμοιος με τον προαναφερθέντα ισχυρισμός των εφεσειόντων, και την κατέγραψε στην απόφασή του. Αποτέλεσε δε η διαπίστωσή του αυτή έναν από τους λόγους για τους οποίους αυτός, τελικώς, απέρριψε την αγωγή. Να τονιστεί, συναφώς, πως τα ουσιώδη γεγονότα στα δικόγραφα δεσμεύουν το διάδικο ο οποίος τα προβάλλει και αποτελούν οδηγό για την περαιτέρω ανάπτυξη της υπόθεσής του κατά την ακροαματική διαδικασία, (βλ. Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (1991) 1 Α.Α.Δ. 24)· πόσο μάλλον όταν, μέσω παραδοχών στα δικόγραφα, τέτοια γεγονότα καθίστανται κοινώς παραδεκτά, όπως στην προκειμένη περίπτωση.
Προς ενίσχυση της πιο πάνω κατάληξης, προσφέρεται και ο ισχυρισμός των εφεσειόντων στις προαναφερθείσες δύο παραγράφους των δικογράφων τους, ότι ο πατέρας τους, στο πλαίσιο της διανομής, η οποία, κατ' ισχυρισμό, είχε διενεργηθεί το 1950, έλαβε από την Αγγελική τα επίδικα τεμάχια ή, έστω, το τεμάχιο 139, από το οποίο αυτά προέκυψαν. Με βάση, όμως, αναντίλεκτη μαρτυρία, η οποία προσφέρθηκε από το λειτουργό του οικείου κτηματολογικού γραφείου, τον οποίο κάλεσαν ως μάρτυρα οι εφεσείοντες, ακόμα και το τεμάχιο 139 προέκυψε στο πλαίσιο διαχωρισμού μεγαλύτερου τεμαχίου, ο οποίος έγινε το 1989, ενώ τα δύο επίδικα τεμάχια προέκυψαν το 1991, κατόπιν μερικής απαλλοτρίωσης του τεμαχίου 139, που έγινε τότε. Επομένως, δε θα μπορούσε να είχε αναλογίσει στον πατέρα των εφεσειόντων το τεμάχιο 139, γεγονός που, επίσης, αποδεικνύει, το ανυπόστατο του ισχυρισμού για διανομή που είχε γίνει κατά το 1950.
Η δεύτερη πτυχή, ακόμα πιο σημαντική, αφορά στη διαπίστωση του εκδικάσαντος Δικαστηρίου ότι δεν περιλήφθηκαν, ως εναγόμενοι στην αγωγή, όλα τα πρόσωπα εναντίον των οποίων είχε, κατ' ισχυρισμό, ασκηθεί η εχθρική κατοχή. Τα πρόσωπα αυτά δε θα μπορούσαν να ήταν άλλα από τους συγκληρονόμους των εφεσειόντων στην περιουσία της Αγγελικής. Σημειώνεται εδώ ότι, στην παράγραφο 4 της έκθεσης απαίτησης, αναφέρεται ότι το αρχικό τεμάχιο 139 αναλόγισε στον πατέρα των εφεσειόντων «κατόπιν διανομής από τη μητέρα του Αγγελική Αβραάμ», εννοώντας, προφανώς, ότι αυτό αποτελούσε μέρος της περιουσίας της, ισχυρισμό τον οποίο προβάλλουν ρητώς στις παραγράφους 3 και 4 της απάντησης και υπεράσπισης, αναφερόμενοι, γενικά, στην περιουσία της Αγγελικής, από την οποία όλοι οι κληρονόμοι της, πλην του πατέρα τους, έλαβαν τα μερίδιά τους. Οι πιο πάνω επισημάνσεις γίνονται προς το σκοπό να διαφανεί έναντι ποίων προσώπων ασκήθηκε η ισχυριζόμενη εχθρική κατοχή.
Περαιτέρω, οι εφεσείοντες, στην έκθεση απαίτησής τους, αναφέρουν ότι η διεκδίκησή τους επί των επίδικων τεμαχίων, δυνάμει εχθρικής κατοχής, στρέφεται κατά των λοιπών διεκδικητών των τεμαχίων αυτών. Συγκεκριμένα, στην παράγραφο 7, ισχυρίζονται ότι:-
«7. Από το 1987 και μετά, διάφοροι συγγενείς των Εναγόντων και/ ή κληρονόμοι της Αγγελικής Αβραάμ μεταξύ των οποίων και οι Εναγόμενοι και/ ή οι πρόγονοι τους και/ ή άλλως πως, προσπάθησαν με ψευδείς παραστάσεις και/ ή δόλο και/ ή άλλως πως να εξασφαλίσουν Πιστοποιητικό κατοχής από τη Χωρητική Αρχή Πισσουρίου για να διεκδικήσουν τίτλο ιδιοκτησίας επί του αρχικού κτήματος και στη συνέχεια των επίδικων κτημάτων, πλην όμως μέχρι σήμερα απέτυχαν λόγω ενστάσεων των Εναγόντων και/ ή άλλων προσώπων και/ ή άλλως πως.»
Επομένως, οι εναγόμενοι, εφεσίβλητοι, δεν ήταν οι μόνοι άλλοι διεκδικητές των επίδικων τεμαχίων, γεγονός το οποίο ήταν γνωστό στους εφεσείοντες, μέσα από προηγούμενες διαδικασίες διεκδίκησης των επίδικων τεμαχίων, με σχετικές αιτήσεις στο οικείο κτηματολογικό γραφείο. Κατά τους εφεσείοντες, υπάρχουν και άλλοι, τους οποίους, όπως ομολογούν, δεν περιέλαβαν ως εναγομένους στην αγωγή. Να σημειωθεί δε πως η υποχρέωση των εφεσειόντων ήταν να συμπεριλάβουν σε αυτήν όλους τους κληρονόμους της Αγγελικής και όχι μόνο αυτούς που είχαν εκδηλωθεί τελευταία ως διεκδικητές των επίδικων τεμαχίων, αφού, κατά τεκμήριο, δεν μπορεί να υπάρξει εχθρική κατοχή σε σχέση με συγκεκριμένη περιουσία κατά συγκληρονόμων, (βλ. Τιτσινίδης ν. Ρεσιάτ, ανωτέρω, και Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1998) 1 Α.Α.Δ. 579). Η εν λόγω παράλειψη αποτελεί ουσιαστική δικονομικής φύσεως παρατυπία, ώστε η αγωγή ήταν «εκ προοιμίου καταδικασμένη σε αποτυχία», όπως υποδεικνύεται στην υπόθεση Τιτσινίδης ν. Ρεσιάτ, σελίδα 435.
Τέλος, ούτε το παράπονο των εφεσειόντων κατά της απόφασης του εκδικάσαντος Δικαστηρίου να μην επιδικάσει έξοδα υπέρ τους, σε σχέση με την απόρριψη της ανταπαίτησης, κρίνεται δικαιολογημένο. Η ακρόαση γι' αυτή διεξήχθη στο ίδιο πλαίσιο που διεξήχθη η ακρόαση για την απαίτηση των εφεσειόντων και αφορούσε, ουσιαστικά, στα ίδια επίδικα θέματα, όπως προκύπτει από το σύνολο της δικογραφίας. Επομένως, δικαιολογείτο η άσκηση, από το εκδικάσαν Δικαστήριο, της διακριτικής του εξουσίας στο εν λόγω θέμα, όπως αυτό την άσκησε.
Για όλους, λοιπόν, τους πιο πάνω λόγους, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων. Αυτά να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.